Οι Αλωαδες
Οι γιγαντες Αλωαδες με το ομηρικο θρασος
Αλωάδες είναι γνωστοί οι δύο γιοί του Αλωέα και της Ιφιμεδείας, κόρης του αδελφού του Αλωέα, του Τρίοπα, ο Εφιάλτης και ο Ώτος. Αυτό σύμφωνα με την Ιλιάδα (ραψωδία Ε, στίχος 385) και άλλες πηγές. Ωστόσο, ο Υγίνος και η Οδύσσεια (λ 305-319) αναφέρουν τους Αλωάδες ως γιους του θεού Ποσειδώνα και της Ιφιμεδείας. Η Ιφιμέδεια είχε ερωτευθεί τρελά τον θεό της θάλασσας και πηγαίνοντας στην ακροθαλασσιά έπαιρνε νερό και το έχυνε στον κόλπο της για να μείνει έγκυος...
Ώσπου μία μέρα – κατά τον Οβίδιο – εμφανίστηκε ο Ποσειδώνας με τη μορφή του Ενιπέως και ενώθηκε μαζί της. Από την ένωση αυτή, η Ιφιμέδεια γέννησε τους δίδυμους Αλωάδες. Ωστόσο ο Εφιάλτης και ο ΄Ωτος ονομάστηκαν Αλωάδες επειδή η Ιφιμέδεια παντρεύτηκε ύστερα τον Αλωέα, πού ο πατέρας του Ήλιος (άλλες πηγές αναφέρουν τον Ποσειδώνα ως πατέρα του) τον είχε κάνει βασιλιά της Ασωπίας στη Βοιωτία.
Πάντως, οι Αλωάδες ανατράφηκαν από τον Αλωέα σαν δικά του παιδιά.
Οι Αλωάδες ανήκουν στην κατηγορία των μυθολογικών μορφών που ανατράφηκαν από τη Γη. Για το λόγο αυτό ονομάζονταν και « γηγενείς ».
Οι δύο Αλωάδες αναφέρονται ως τεράστιοι γίγαντες και ήρωες: τα υπερφυσικά αυτά όντα μεγάλωναν κάθε χρόνο μια οργιά στο ύψος και έναν πήχη στο πλάτος: σε ηλικία 9 ετών είχαν ύψος 9 οργιές (δηλαδή πάνω από 15 μέτρα) και πλάτος 9 πήχεις.
Άλλες μυθολογικές παραδόσεις τους αποδίδουν διάφορα κατορθώματα. Λέγεται ότι προσπάθησαν να μετατρέψουν την ξηρά σε θάλασσα και το ανάποδο.
Η δύναμή τους ήταν τόση, ώστε κάποτε έδεσαν και κράτησαν επί 13 μήνες αιχμάλωτο τον ίδιο τον θεό του πολέμου, τον Άρη, μέσα σε ένα μεγάλο χάλκινο δοχείο ή σε « σιδηροβρώτιν πέτραν » (πέτρα που τρώει το σίδερο ) στο όρος Μπίτσα της Νάξου - ανάμεσα σε Τραγαία και Απείρανθο – για δεκατρείς μήνες. Τον Άρη τον ελευθέρωσε τελικά ο Ερμής, που πληροφορήθηκε το γεγονός από τη μητριά των Αλωάδων, την Ηερίβοια:
«και τότε ο πολεμόδιψος ο `Αρης θα εχανόταν, / η μητρυιά του αν του Ερμή δεν το 'λεγεν, η ωραία / Ηεριβοίη. Κι έκλεψεν αυτός τον `Αρη, οπόταν / εκόντευε ο σκληρός δεσμός να πάρει την πνοήν του.» (Ιλιάδα, Ε 388-391)
Ο Ιάκωβος Γκριμάλντι αναφέρει ότι στον Άγιο Γεώργιο Μελανών βρέθηκε επιγραφή « Τεμένισμα Άρεως »
Υπερηφανευόμενοι για τις τεράστιες διαστάσεις και δυνάμεις τους, οι Αλωάδες πήραν στο τέλος την απόφαση να καταβάλουν τον Δία και τους άλλους θεούς του Ολύμπου και να ανεβούν από τον Όλυμπο μέχρι τα ουράνια.
Μετά την επιτυχία του σχεδίου τους είχαν σκοπό να πάρουν για γυναίκες τους ο ΄Ωτος τη θεά `Ηρα και ο Εφιάλτης τη θεά Αρτέμιδα ή κατ' άλλους να επιβουλευθούν μόνο την τιμή τους - Απολλόδ. Α΄ 7, 4.-
Προς εκτέλεση του σχεδίου να φθάσουν στον ουρανό, οι Αλωάδες επεχείρησαν να βάλουν το βουνό Όσσα πάνω στον `Όλυμπο και πάνω σε αυτά το Πήλιο, ενώ παράλληλα άρχισαν να ρίχνουν άλλα βουνά στη θάλασσα για να την κάνουν ξηρά. Κατά τον Όμηρο θα πετύχαιναν ασφαλώς τον σκοπό τους αν περίμεναν να φθάσουν στην εφηβεία. Το θράσος τους αυτό δεν έμεινε ατιμώρητο από τους Θεούς.
Για την τιμωρία των Αλωάδων υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Μία εκδοχή μας λέει ότι ο Απόλλων πρόφθασε και τους σκότωσε με τα βέλη του.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή τους κεραύνωσε ο Δίας.
Σύμφωνα με την τελευταία εκδοχή, με συμβουλή του Απόλλωνα η Άρτεμις έστειλε στους Αλωάδες μήνυμα: αν τερμάτιζαν την πολιορκία τους, αυτή θα τούς συναντούσε στη Νάξο και εκεί θα ενέδιδε στις περιπτύξεις του Ώτου. Ο ΄Ωτος χάρηκε, αλλά ο Εφιάλτης, πού δεν είχε λάβει από την ‘Ήρα παρόμοιο μήνυμα, ζήλεψε και θύμωσε. Άγριος καβγάς ξέσπασε στη Νάξο, όπου οι δύο Αλωάδες πήγαν μαζί. Ο Εφιάλτης επέμενε ότι οι όροι έπρεπε να απορριφθούν, εκτός αν αυτός, σαν μεγαλύτερος από τούς δύο, ερωτοτροπούσε πρώτος με την Άρτεμη.
Η διαφωνία είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, η θεά – θέλοντας να εκδικηθεί τον ανόσιο έρωτα του Ώτου έστειλε ανάμεσά τους ένα ελάφι. Τότε τα δύο αδέλφια, ετοιμάστηκαν καρφώνοντας τη να αποδείξουν ο καθένας ότι ήταν ο καλύτερος σκοπευτής επιχειρώντας να το πετύχουν με τα βέλη τους, έριξαν προς το ζώο. Όμως – όταν τα βέλη είχαν φύγει από τα τόξα – η Θεά εξαφάνισε το ελάφι από τη μέση, οπότε το βέλος του ενός ερωτύλου γίγαντα κτύπησε τον άλλο, με αποτέλεσμα την αλληλοεξόντωσή τους.
Έτσι πληρώθηκε ο χρησμός που προέβλεπε ότι τα δύο αδέλφια δεν ήταν δυνατό να σκοτωθούν από χέρι άλλου, θνητού ή Αθάνατου.
Μετά το θάνατό τους, οι ψυχές τους καταδικάστηκαν να βασανίζονται αιώνια στον Κάτω Κόσμο. Τους έδεσαν πλάτη με πλάτη σ’ έναν στύλο και φίδια τυλίγονταν στα μέλη τους και τους δάγκωναν, ενώ ένας νυχτοκόρακας (= ώτος) έκραζε στα αυτιά τους με μια εκνευριστική και διαπεραστική φωνή!
Η νύμφη Στύξ κουρνιάζει ζοφερή στην κορυφή του στύλου, υπόμνηση των ανεκπλήρωτων όρκων τους.
Σε άλλα μυθολογικά κείμενα οι Αλωάδες, εκτός από τη σχέση που έχουν με τα Τέμπη και τα βουνά τους, παρουσιάζονται και ως φιλειρηνικά πρόσωπα, που ασχολούνται και με έργα ειρήνης, πολιτισμού και μουσικής.
Εμφανίζονται έτσι ως οι πρώτοι οικιστές του Αλώιου ή Αλώου και ρυθμιστές των τύπων της λατρείας του τόπου εκείνου. Επίσης, σύμφωνα με τον Παυσανία, συνδέονταν με τον Ελικώνα, όπου πιστευόταν ότι υπήρξαν οι εισηγητές της λατρείας των Μουσών, όχι των εννέα, αλλά τριών προγενέστερων: της Μελέτης, της Μνήμης και της Αοιδής.
Οι Αλωάδες θεωρούνταν ακόμα ως οικιστές της Άσκρης και συνιδρυτές της μαζί με τον Οίοκλο, γιο του Ποσειδώνα. Αυτή η αντίθεση στον χαρακτήρα γέννησε πολλές υπόνοιες για την ακρίβεια των μύθων: Πολλοί πιστεύουν ότι άλλοι ήταν οι γίγαντες Αλωάδες και άλλοι οι ήρωες του Ελικώνα, οι φιλειρηνικοί και φιλόμουσοι.
Απλώς είχαν τα ίδια ονόματα, πρόκειται δηλαδή περί συνωνυμίας.
Οι νεκροί σοροί τους μεταφέρθηκαν για ενταφιασμό στην Ανθηδόνα της Βοιωτίας αλλά οι Νάξιοι εξακολουθούν να τούς περιβάλλουν με τιμές ηρώων. Μνημονεύονται επίσης οι Αλωάδες σαν οι Ιδρυτές της βοιωτικής ‘Άσκρας και σαν οι πρώτοι θνητοί πού λάτρεψαν τις Μούσες στον Ελικώνα.
Το πελώριο ανάστημα και τα παράτολμα εγχειρήματα των Αλωαδών ενάντια ακόμα και στους θεούς, κατέπληξαν τη φαντασία των αρχαίων και προκαλούσαν τον θαυμασμό αλλά και τον τρόμο τους. Ο Πλίνιος γράφει (Naturalis Historia, VI 16.1) ότι κατά την παράδοση βρέθηκε το πτώμα του `Ωτου και ήταν 64 πήχεις!
Πολλοί αρχαίοι καλλιτέχνες εμπνεύσθηκαν από τους Αλωάδες. Σε αυτό συνέτεινε πολύ και η λατρεία των Αλωαδών σε κάποια μέρη της Ελλάδας ως θεοτήτων και η απόδοση σε αυτούς τιμών ηρώων. Στην Ανθηδόνα της Βοιωτίας κατά τον Παυσανία τους τιμούσαν ως ήρωες και μάλιστα έδειχναν στους επισκέπτες τον «τάφο» τους. Στη Νάξο βρέθηκε επιγραφή που όριζε τα όρια ιερού άλσους που συνδεόταν με ναό των Αλωαδών.
Μία ερμηνεία κατά τους ερευνητές είναι ότι οι Αλωάδες προσωποποιούν τους ατμούς που γεννά η θάλασσα (Ποσειδώνας), οι οποίοι αναπτύσσονται και παίρνουν ταχύτατα τη μορφή γιγάντιων και τερατόμορφων νεφών, αλλά ζουν πολύ λίγο, καθώς σύντομα διαλύονται από τα τόξα του θεού του ηλιακού φωτός, του Απόλλωνα.
Σχετίζεται δηλαδή ο μύθος των Αλωαδών με την πάλη των Τιτάνων με τους ολύμπιους θεούς, των όντων της καταιγίδας προς τους θεούς του φωτός, όπως και με τον μύθο της πάλης του Ηρακλή (ηλιακού ήρωα) με τους Ακτορίωνες ή τους Μολίωνες, που προσωποποιούν τους δαίμονες της αστραπής και της βροντής.
Το ότι η πόλη Αλώιο βρισκόταν στον χώρο του εύφορου θεσσαλικού κάμπου, πράγμα που φανερώνει την ευρεία διάδοση του μύθου των Αλωαδών εκεί, έδωσε μία άλλη ερμηνεία του: ότι πρόκειται για μία αλληγορία της γεωργίας. Αλωέας (Αλωεύς) σημαίνει εκείνον που αλωνίζει, `Ωτος εκείνον που ωθεί, κτυπά ή πατάει, και Εφιάλτης (επί + άλτης) αυτόν που «πηδά πάνω» στα σταφύλια ή στα στάχυα-σιτηρά. Εξηγείται έτσι και η έχθρα των Αλωαδών προς τον `Αρη, αφού ο πόλεμος (= `Αρης) καταστρέφει τη γεωργία, ενώ η επιχείρησή τους κατά του ουρανού θεωρείται ως αποτέλεσμα της υπεροψίας του ανθρώπου μετά την ευημερία που του προσέφερε η γεωργία.
[1]
Βιβλιογραφια
Όμηρος, Ιλιάδα 5. 385 ff
Όμηρος, Οδύσσεια 11. 305
Απολλόδωρος (ψευδο-), Βιβλιοθήκη 1. 53
Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 9. 22. 6, 9. 29. 1,
Διόδωρος Σικελιώτης - Ιστορικά 4. 85. 1, 5. 51. 1
Νόννος, Διονυσιακά 20. 35, 31. 41, 48. 395
Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 1. 151, 6. 117