ΑΝΤΑΙΟΣ
Ο γιγαντας, παλαιστης
Ο Ανταίος ήταν μυθικός γίγαντας, γιος του θεού Ποσειδώνα και της Γης και βασιλιάς της Λιβύης. Αποτελεί κομμάτι και της ελληνικής μυθολογίας και της βερβερικής μυθικής παράδοσης.
ΗΡΑΚΛΗΣ–ΑΝΤΑΙΟΣ
Ας έρθουμε τώρα στον μύθο του Ηρακλή με τον Ανταίο, υπενθυμίζοντας τα βασικά σημεία του.
Στη Λιβύη, ζούσε κάποτε ο βασιλιάς της χώρας Ανταίος, γιός του Ποσειδώνα και της Γης, που ήταν ένας γίγαντας, εξήντα πήχεις ψηλός. Είχε τεράστια δύναμη που φαινόταν να μην τον εγκαταλείπει ποτέ, γιατί όσο πατούσε τη μητέρα του Γη και έρχονταν σε επαφή μαζί της, τόσο έπαιρνε καινούριες δυνάμεις.
Καλούσε αμέσως σε πάλη κάθε ξένο που έφτανε στη χώρα του κι όπως ήταν φυσικό, με τις αστείρευτες δυνάμεις του τον νικούσε και τον σκότωνε.
Αυτή τη φορά ο Ηρακλής ήταν αυτός που ακούγοντας για τον Ανταίο θέλησε να τον συναντήσει για να αναμετρηθεί μαζί του.
Ο Ανταίος σίγουρος για τη νίκη του δέχθηκε αμέσως κι έτσι άρχισε η πάλη. Δυνατοί και οι δύο, αλλά ο Ανταίος ήταν αδύνατο να νικηθεί όσο πατούσε στη γη κι έπαιρνε συνεχώς καινούριες δυνάμεις. Γι’ αυτό έμενε μόνο ένας τρόπος στον Ηρακλή: να προσπαθήσει με κάθε τρόπο να διακόψει την επαφή του Ανταίου με τη μητέρα του τη Γη· τον σήκωσε λοιπόν στον αέρα και καθώς έχασε τη δύναμή του, του τσάκισε τα κόκκαλα σε ένα αγκάλιασμα θανατερό. Μετά από λίγο ο τεράστιος γίγαντας Ανταίος κείτονταν άψυχος πάνω στη γη.
Αφού τελείωσαν όλα, έπεσε ο Ηρακλής κατάκοπος να κοιμηθεί. Τότε ήρθαν οι Πυγμαίοι, ένας λαός από μικρούτσικα ανθρωπάκια που τα είχε γεννήσει η Γη-ήταν λοιπόν αδέρφια του Ανταίου-, για να εκδικηθούν τον θάνατο του αδελφού τους.
Μαζεύτηκαν γύρω από τον Ηρακλή έχοντας στα χέρια τους όλων των ειδών τα μικροσκοπικά όπλα και άρχισαν να ανεβαίνουν επάνω του. Ο Ηρακλής σε λίγο ξύπνησε και έβαλε τα γέλια μόλις τους είδε. Άπλωσε τα χέρια του, τους μάζεψε όλους μέσα στη λεοντή του και τους πήγε στον Ευρυσθέα, τον βασιλιά των Μυκηνών, ο οποίος τον είχε υποχρεώσει να εκτελέσει τους δώδεκα άθλους.
Ας θυμηθούμε επίσης ότι ο Ηρακλής παρά τα παιδικά του χαρίσματα έφτασε να προβεί σε φόνους αγαπημένων προσώπων-συζύγου, παιδιών, ανιψιών-και να αναγκαστεί σε αυτοεξορία αφού πρώτα πήγε στον Θέσπιο να τον καθαρίσει από το μίασμα αυτών των φόνων. Μετά πήγε στο μαντείο των Δελφών για να ρωτήσει που πρέπει να αναζητήσει την καινούρια του κατοικία.
Πήρε την απάντηση ότι έπρεπε να γυρίσει στην Τίρυνθα, γη των προγόνων του ώστε να εξιλεωθεί και να εξευμενίσει την Ήρα. Μάλιστα θα έπρεπε να υπηρετήσει πιστά δώδεκα χρόνια τον Ευρυσθέα που βασίλευε τότε στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και το Άργος και να κάνει τους δώδεκα άθλους που θα του αναθέσει εκείνος.
Όταν θα τα είχε κάνει όλα αυτά-Ο Ήρωας πλέον Ηρακλής-όνομα που για πρώτη φορά του δίνει η Πυθία (γιατί θα αποκτούσε ατελείωτη δόξα-κλέος άφθιτον-με το να δίνει ωφέλεια-ήρα-στους ανθρώπους), θα αποκτήσει την αθανασία και θα ανέβει στον Όλυμπο μαζί με τους δώδεκα αθάνατους. Μέχρι τότε το όνομά του ήταν Αλκείδης, από τον παππού του Αλκαίο, πατέρα του Αμφιτρύωνα.
(πρβλ. τα όσα είπαμε για τον αριθμό δώδεκα, με τα δώδεκα χρόνια πιστής υπακοής στον Ευρυσθέα και τους δώδεκα άθλους - όρους εξιλασμού και προσφοράς στην ανθρωπότητα-με τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, τους δώδεκα μαθητές του Χριστού, τα δώδεκα ευαγγέλια, τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, τους δώδεκα μήνες του έτους, τις δώδεκα ώρες της ημέρας και της νύχτας κατά τις ισημερίες κ.α)
Και τώρα, αυτά που εμείς διακρίνουμε στον μύθο.
Αλήθεια, σας περιμένει μεγάλη έκπληξη όταν αναζητήσετε στο μεγάλο λεξικό της Ελληνικής γλώσσας (Liddel-Scott-Κωνσταντινίδη) το όνομα Ανταίος και το βρείτε ως επίθετο ανταίος, α, ον, με τις σημασίες: ο κατ’ ευθείαν ενάντιος, ενάντιος τινί και δαίμονας και η Εκάτη η Ανταία.
Η έκπληξη δε μεγαλώνει, όταν για το αντίστοιχο ρήμα ανταίρω, βλέπουμε τη σημασία: εγείρω τι εναντίον τινός και εγείρομαι, ανθίσταμαι εναντίον τινός. Αν ξέρατε λοιπόν, πόσα τείχη υψώνει ο ασυνείδητος εαυτός μας στο να τον γνωρίσουμε-μολονότι είναι ο υπεύθυνος σε μέγιστο βαθμό για τη συνειδητή ζωή-εύκολα θα καταλαβαίνατε ότι ο γίγαντας αυτός των εξήντα πήχεων συμβολίζει αυτόν τον ασυνείδητο εαυτό μας.
Αυτός είναι ο κατευθείαν απέναντί μας, όπως ακριβώς το σωματικό είδωλό μας στον καθρέφτη. Αυτός που τόσο ρεαλιστικά στέκεται απέναντί μας, αλλά είναι αδύνατο να τον ˝συλλάβουμε˝ καθώς υψώνει μεταξύ μας το τείχος του καθρέφτη. Πράγματι έχει ειπωθεί ότι ο πιο δυνατός αντίπαλός μας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Όσοι ασχολούνται με τη δυναμική ψυχοθεραπεία, γνωρίζουν πολύ καλά ότι όσο πλησιάζουμε τον πυρήνα του προβλήματος, τόσο αυξάνουν οι αντιστάσεις. Από τον Ηρακλή λοιπόν ζητήθηκε να παλέψει με τον άλλο, τον ασυνείδητο εαυτό, τον άγνωστο αλλά πανίσχυρο γίγαντα.
Αυτόν που θεριεύει και γιγαντώνεται όσο πατάει-είναι σε στενή επαφή και εξάρτηση-με τη μητέρα Γη. Δηλαδή με τα εγκόσμια, τα υλικά, τις εξαρτήσεις από τα πάθη. Ίσως εδώ καταλαβαίνουμε καλύτερα τι εννοούσε ο Χριστός όταν έλεγε στους μαθητές του, ότι τους επέλεξε γιατί ˝δεν ήσαν εκ του κόσμου τούτου˝ και φυσικά εννοούσε ως προς το φρόνημα.
Έτσι λοιπόν, πολύ ωραία μας λέει ο μύθος, ότι ο μόνος τρόπος για να νικήσει ο Ηρακλής τον Ανταίο, τον άλλο εαυτό, τον κατευθείαν εναντίον, τον ασυνείδητα ανώριμο, ήταν, αφού τον γνωρίσει και αντιληφθεί την πηγή της δυνάμεως άρα και της αδυναμίας του, αποφασίσει να τον απαρνηθεί, ξεκολλώντας τον από τα γήϊνα και υψώνοντάς τον προς τα ουράνια. Κατάκοπος από τον αγώνα, πέφτει να κοιμηθεί και τότε βρίσκουν την ευκαιρία οι Πυγμαίοι-αδέρφια του Ανταίου με μέγεθος πυγμής-γροθιάς να εκδικηθούν τον θάνατό του, (γι’ αυτό ο νικητής αυτού του μέγιστου αγώνα δεν πρέπει ποτέ να επαναπαύεται), με τη δύναμη όχι πλέον του ενός γίγαντα, αλλά με την ισχύ που προέρχεται από την ένωση των πολλών, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα μικρόβια.
Αλλά για τον ˝κεκαθαρμένο˝ και με πλήρη γνώση του εαυτού Ηρακλή, οι Πυγμαίοι δεν αποτελούν εσωτερικό αλλά εξωτερικό κίνδυνο, εύκολα αντιμετωπίσιμο, γι’ αυτό και βάζει τα γέλια, τους μαζεύει εύκολα μέσα στη λεοντή του, για να τους παραδώσει ως τρόπαιο-απόδειξη, στον εντολέα του, Ευρυσθέα.
Ας πούμε κι εδώ λίγα λόγια, γι’ αυτόν τον ανταίο, να προσπαθήσουμε να τον προσδιορίσουμε όσο γίνεται καλύτερα. Είναι αυτός που ταυτίζεται με ότι ανώριμο, φίλαυτο και εγωϊστικό, ότι παιδικό έχουμε μέσα μας, παρά την αύξηση της χρονολογικής ηλικίας μας. Άραγε είναι κανείς που να αμφιβάλλει ότι ο άνθρωπος γεννιέται ανώριμος; Ότι το βρέφος, το νήπιο ακόμη και το παιδάκι είναι ανίκανα να επιβιώσουν, αν κάποιος ενήλικος δεν καλύψει τις ανάγκες τους, οι οποίες εκδηλώνονται ως ενστικτώδεις απαιτήσεις; Λέει ο λαός: αν δεν κλάψει το παιδί η μάνα δεν του δίνει.
Κλαίει γιατί πεινάει, κλαίει γιατί πονάει, κλαίει γιατί δυσφορεί και φοβάται, κλαίει γιατί θέλει αγκαλιά και ˝κανάκεμα˝. Το χάδι στην ψυχή, το χάδι στο κορμί· και φυσικά ο κάθε γονιός αισθάνεται υποχρεωμένος γι’ αυτές τις παροχές.
Μήπως υπάρχει κανείς που ν’ αμφιβάλλει ότι τόσο οι ενστικτώδεις αυτές απαιτήσεις, όσο και η κάλυψή τους από τους γονείς, καθιστούν τον άνθρωπο ένα εγωϊστικό (στην ψυχή) και φίλαυτο (στο κορμί) όν;
Αυτός λοιπόν ο εγωϊσμός και η φιλαυτία είναι ταυτόσημα της ανωριμότητας και αποτελούν τις ρίζες της επιγνώσεως του εαυτού. Η ανάπτυξη στη συνέχεια του κορμού και των φύλλων, αλλά και των καρπών ˝του δέντρου της Ζωής˝, έχουν να κάνουν με τη βιολογική αλλά κυρίως την ψυχική ˝ωρίμανση˝, την ωρίμανση της προσωπικότητας, η οποία κάθε άλλο παρά δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται.
Αυτή δε η ωρίμανση είναι ο στόχος της παιδείας και θα έπρεπε φυσικά να είναι και ο κύριος άξονας της εκπαίδευσης. Τώρα, είναι κανείς που να αμφιβάλλει, ότι η εδραίωση του εγωϊσμού και της φιλαυτίας, κατά την πιο κρίσιμη πρώτη πενταετία της ζωής του ανθρώπου, αποτελούν ˝κεκτημένα˝, τα οποία είναι πολύ δύσκολο κανείς να τα πολεμήσει, πολύ δε περισσότερο να τα ξεριζώσει;
Η πράξη δε αποδεικνύει, ότι η αντίσταση του μαθητή-ανώριμου, είναι τόσο μεγάλη-πολύ πιο έντονη στις μεγαλύτερες ηλικίες-ώστε να φθάνει ακόμη και στον μηχανισμό άμυνας του Εγώ της παρανοϊκής προβολής, λέγοντας εγωϊστή και φίλαυτο, τον δάσκαλο που αγωνίζεται να τον απαλλάξει από τον εγωϊσμό και την φιλαυτία του.
Αυτά είναι τα φοβερά τείχη που υψώνει ο ανταίος του καθενός μας, στη συνειδητή προσπάθειά μας να τον εκπορθήσουμε και να τον γνωρίσουμε: και δεν αρκείται μόνο στα αμυντικά αυτά όπλα, αλλά χρησιμοποιεί και επιθετικά, όπως είναι οι προωθήσεις της ανωριμότητάς μας σε πράξεις άστοχες, αμαρτήματα.
Εδώ νομίζω ότι μας δίδεται καλή ευκαιρία να αποκαταστήσουμε την ευρύτητα που έχει η λέξη αμαρτία, διορθώνοντας το σφάλμα του περιορισμού της έννοιάς της, στο ηθικό-θρησκευτικό πλαίσιο-Ας ξεκινήσουμε ετυμολογικά.
Α-μαρτία (από στέρηση της ρίζας smert- ˝θυμούμαι˝) λησμονώ, αμελώ.
Αρχική Ελληνική σημασία: αστοχία, αποτυχία, σφάλμα (Όμηρος,Αισχύλος).
Η θρησκευτική σημασία είναι της Ελληνιστικής περιόδου με την έννοια του ηθικού παραπτώματος και αργότερα της παραβάσεως του Θεϊκού νόμου.
Με βάση αυτές τις έννοιες, μπορούμε να διακρίνουμε ότι η αμαρτία αφορά σε 3 βασικούς άξονες-αξιώματα.
1. Το κατά φύση: Η τήρησή του αποτελεί βασική αρχή της φιλοσοφίας.
(Ιδιαίτερα των στωϊκών-Επίκτητος)
Η παράβασή του (παρά φύση) είναι αμάρτημα-αστοχία.
Είναι βασική όμως η διάκριση του όντως παρά φύση από
τα παρατηρούμενα ση φύση, διότι όλα τα φυσικά φαινόμενα
δεν είναι κατά φύση (π.χ. η φιλομοφυλία των χοίρων, η διασταύρωση ίππου και όνου).
Το κατά φύση δεν οδηγεί σε αστοχία, σε αντίθεση,
με το παρά φύση.
2. Το μέτρο: Είναι αμάρτημα-αστοχία, ό,τι υπερβαίνει ή υπολείπεται
της έννοιας του μέτρου, ως άριστο.
Φυσικά κι εδώ, όπως και στο κατά φύση, είναι απαραίτητη η διακριτική
ικανότητα για τον προσδιορισμό του, η οποία αποκτάται με την επιστήμη, την πείρα, τη σοφία.
3. Η ώρα: Έτος, εποχή, τ-ώρα, κατάλληλος καιρός για κάτι, ώριμος, ωραίος.
Η έννοια αυτή αποδίδεται και στη σύγχρονη γλώσσα μας με τις φράσεις:
θα γίνει στην ώρα του, κάθε πράγμα στον καιρό του.
Δεν ωρίμασε η ιδέα, είναι ά-ωρη (άγουρη).
Σ’ αυτή την έννοια εντάσσουμε και αυτή του κατάλληλου τρόπου.
Δηλαδή το ώριμο και το ωραίο ως πράξη, να χαρακτηρίζονται και από τον τρόπο που αρμόζει (αρμονία).
Μπορεί να γίνει κατανοητό, ότι η διάκριση των τριών αξιωμάτων, γίνεται για λόγους καλύτερης κατανόησης, αφού οι έννοιες του μέτρου και της ώρας, δεν μπορούν να ξεχωριστούν από την έννοια του κατά φύση.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η πυρηνική αμαρτία (αστοχία) του ανθρώπου, είναι η λησμοσύνη, που τον οδηγεί και στην επανάληψη της παραβίασης των τριών αξιωμάτων. Ποια όμως είναι η δύναμη (αδυναμία) που τον οδηγεί στη λήθη-λάθος και την παράβαση;
α) Η φιλαυτία: Η καθ’ υπερβολή φροντίδα του εαυτούλη μας (φάγε, πίε, ευφραίνου)
β) Ο εγωϊσμός: Η καθ’ υπερβολή ανάλωση των δυνάμεων μας, για τη δόξα, τη φήμη, τα πρωτεία και τις πρωτοκαθεδρίες, που ξεκινούν από την πεποίθηση ότι είμαστε κάτι ιδιαίτερο, μοναδικό, υπεράνω των άλλων (υπερηφάνεια).
[1]
Βιβλιογραφια
Πλάτων, Νόμοι 796a
Πλάτων - Θεαίτητος 169b
Απολλόδωρος (ψευδο-), Βιβλιοθήκη 2. 115
Διόδωρος Σικελιώτης - Ιστορικά 4. 17. 4
Πλούταρχος - Βίοι Παράλληλοι: Θησεύς 11. 1
Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 9. 67 ff
Τo κείμενo βασίζεται στο βιβλίο: «Η οδός επανόδου στον Έρωτα, στην Αλήθεια, στη Ζωή, στην Αγάπη» του Ψυχιάτρου-Ψυχοθεραπευτού Στρατή Γ. Οικονόμου.