• Αρχη
  • |
  • Εμεις
  • |
  • To Project
  • |
  • Επικοινωνια
  • |
  • Login
  • |

ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ


Οι ανθρωποφαγοι γιγαντες



Απόσπασμα από το βιβλίο: Η Οδύσσεια - Αδελφών Στεφανίδη

(...) Έξι µέρες ταξιδεύαµε στην τύχη και την έβδοµη αντικρίσαµε στεριά. Ήταν η χώρα των Λαιστρυγόνων. Βρήκαµε εκεί ένα καλό λιµάνι, κλειστό γύρω γύρω από ψηλούς βράχους. Άραξαν οι σύντροφοι τα καράβια στο βάθος του λιµανιού.

Εγώ όµως το δικό µου το άφησα απ’ έξω και το έδεσα στις πέτρες. Σαν βγήκαµε απ’ τα πλοία ανέβηκα στον πιο ψηλό βράχο να δω τον τόπο. Παράξενος µου φάνηκε. Καλλιεργηµένη γη δε φαινόταν πουθενά. Έβγαινε όµως καπνός από µακριά κι ένας καρόδροµος οδηγούσε σ’ ένα δάσος. Έστειλα τρεις συντρόφους να µάθουν ποιοι µένουν σ’ αυτόν τον τόπο. Πήραν αυτοί το δρόµο για το δάσος. Σαν προχώρησαν είδαν µια πολιτεία.

Κοντά στην είσοδο ήταν µια βρύση, όπου µια κόρη όµορφη, ψηλή, µ’ ένα σταµνί στο χέρι, είχε πάει για νερό. Τη ρώτησαν ποιος είναι ο βασιλιάς σ’ αυτόν τον τόπο και της είπαν πως θα ήθελαν να τον συναντήσουν. Η κοπέλα, που ήταν κόρη του βασιλιά, τους έδειξε τον πύργο του πατέρα της κι ύστερα έβαλε να γεµίσει το σταµνί της. Οι τρεις σύντροφοι πήγαν στο παλάτι κι όταν µπήκαν µέσα αντίκρισαν µια γυναίκα πελώρια σαν βουνό, που κατατρόµαξαν. Εκείνη χωρίς να τους µιλήσει έστειλε να φωνάξει τον άντρα της, τον βασιλιά Αντιφάτη που ήταν στην πλατεία.

Ήρθε αυτός τρέχοντας αλλά µε κακό σκοπό στο νου του. Ήταν ένας φοβερός γίγαντας που µόλις µπήκε στο παλάτι και είδε τους συντρόφους µου, άπλωσε το τεράστιο χέρι του έπιασε έναν απ’ τους τρεις και τον έφαγε. Αµέσως οι άλλοι δυο το ’βαλαν στα πόδια. Μα ο Αντιφάτης µε µια άγρια και τροµερή φωνή κάλεσε τους Λαιστρυγόνες να τρέξουν πίσω τους. Xιλιάδες γίγαντες βγήκαν στους δρόµους και τρέξαν στο λιµάνι. Μόλις είδαν τα πλοία άρχισαν να ρίχνουν πάνω σ’ αυτά τεράστιες πέτρες κι ολόκληρους βράχους.

Φοβερός ήταν ο χαλασµός. Όλα τα πλοία γίνανε κοµµάτια κι οι σύντροφοι γίνανε τροφή των Λαιστρυγόνων. Τότε εγώ που είχα το καράβι µου έξω απ’ το λιµάνι κόβω µε το σπαθί µου τα παλαµάρια που κρατούσαν το πλοίο και την ίδια στιγµή φώναξα στους ναύτες να κάνουν γρήγορα κουπί Κι αυτοί, που φοβούνταν πιο πολύ από µένα, κάναν αµέσως τη θάλασσα ν’ αφρίζει και γρήγορα φύγαµε µακριά. Σώθηκε έτσι το δικό µου πλοίο µα τα άλλα χάθηκαν όλα.

Με µατωµένα τα σπλάχνα απ’ τη µεγάλη καταστροφή αρµενίζαµε στο άγνωστο. Κάποτε βρεθήκαµε στην Αιαία, το νησί όπου έµενε η Κίρκη, η κόρη του Ήλιου. Βγήκαµε στ’ ακρογιάλι και µείναµε εκεί δυο µέρες θρηνώντας τους συντρόφους. Την αυγή της τρίτης µέρας ανέβηκα σε µια κορφή και είδα να βγαίνει καπνός πάνω από ένα λόφο. Ήθελα να πάω ως εκεί να µάθω πού βρισκόµαστε κι αν µπορούµε να έχουµε βοήθεια αλλά κρατιόµουνα γιατί δεν ήξερα τι θα συναντήσω.

Κι έπρεπε πρώτα να σκεφτώ τι θα φάµε γιατί είµασταν νηστικοί από µέρες, κι όπως ο νους µου βασανιζόταν, βγήκε µέσα από το δάσος ένα ολόπαχο ελάφι. Ευχαρίστησα το θεό που µου το ’στειλε κι αµέσως ρίχνω το κοντάρι µου και το σκοτώνω. Ύστερα το φορτώθηκα στις πλάτες και το ’φερα στους συντρόφους λέγοντας:

– Μ’ όλα τα βάσανα που περνάµε θα τον νικήσουµε το Χάρο. Γιατί κανένας δεν πεθαίνει πριν την ώρα του. Εµπρός, να ετοιµάσουµε γρήγορα να φάµε, να µη µας δέρνει η πείνα.

Με χαρά άναψαν οι σύντροφοι φωτιά κι έψησαν το ελάφι κι όλη µέρα τρωγοπίναµε και παίρναµε δυνάµεις. Αφού φάγαµε, σηκώθηκα και είπα:

– Ελάτε τώρα να δούµε τι θα κάνουµε. Όταν ανέβηκα σε κείνη την κορφή είδα πως είµαστε σ’ ένα µέρος κυκλωµένο απ’ τη θάλασσα. Μα ο τόπος δεν είναι έρηµος κι ακατοίκητος γιατί πρόσεξα πως κάπου µακριά έβγαινε καπνός µέσα από το δάσος. Χρειάζεται µόνο να πάµε ως εκεί για να µάθουµε πού βρισκόµαστε.

Μούδιασαν οι σύντροφοι στα λόγια µου. Θυµήθηκαν τη συµφορά που µας βρήκε στη χώρα των Λαιστρυγόνων και τι πάθαµε σαν πήγαµε να συναντήσουµε τον Κύκλωπα. Έτσι φοβήθηκαν πολύ και κλαίγανε µην πάθουµε χειρότερα. Μα επειδή µε το κλάµα δε βγαίνει τίποτα, τους χώρισα όλους σε δυο οµάδες κι έβαλα στη µια αρχηγό τον θαρραλέο Ευρύλοχο και στην άλλη έµεινα ο ίδιος. Ύστερα έριξα σ’ ένα κράνος δυο λαχνούς για να δούµε ποια οµάδα θα πάει να εξερευνήσει το νησί. Σαν τους τίναξα ο κλήρος έπεσε στον Ευρύλοχο.

Ξεκίνησε αυτός µε τους συντρόφους λυπηµένους κι εµείς µείναµε πίσω έχοντας φόβο στην καρδιά. Εκείνοι προχώρησαν και σε µια κορφή του δάσους βρήκαν το παλάτι της κόρης του Ήλιου. Ήταν ολόλαµπρο και χτισµένο από µάρµαρο. Γύρω του τριγυρνούσαν λιοντάρια και λύκοι µα δεν τους πείραζαν γιατί η Κίρκη, που ήταν µεγάλη µάγισσα και θεά, τα είχε ηµερώσει όλα µε µαγικά βότανα. Σαν έφτασαν στην πόρτα, άκουσαν από µέσα τραγούδι από µια γλυκιά γυναικεία φωνή. (...)

[1]



Βιβλιογραφια

Η Οδύσσεια - Αδελφών Στεφανίδη, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

Όμηρος, Οδύσσεια 10. 80 ff & 12. 1 ff

Απολλόδωρος (ψευδο-), Βιβλιοθήκη Ey. 12

Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 8. 29. 2

Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 14. 233 ff



Πηγη