Πολυφημος
Ο γιγαντας που πολεμησε τον Οδυσσεα
Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Πολύφημος (>πολύ + φημί (λέω), που σημαίνει «πολύ διάσημος» ή «μεγαλόφωνος»).
Φεύγουν από το νησί των Λωτοφάγων. Το καράβι του Οδυσσέα αρμενίζει· ξαφνικά τον στολίσκο τον τυλίγει κάτι σαν ομίχλη, όπου δεν διακρίνεται πια τίποτα.
Είναι σκοτάδι, το καράβι προχωράει χωρίς να χρειάζεται οι ναύτες να κωπηλατούν και χωρίς να μπορούν να προβλέψουν τι θα γίνει. Προσαράζουν λοιπόν σε ένα νησάκι που δεν το είχαν δει και όπου δεν διακρίνουν το παραμικρό.
Η θάλασσα, ή οι θεοί, σπρώχνουν το πλοίο προς το αόρατο νησί· εκεί προσαράζει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ακόμα και το φεγγάρι έχει κρυφτεί. Δεν βλέπουν απολύτως τίποτα. Έχουν βρεθεί εκεί πέρα χωρίς καθόλου να μπορούν να προβλέψουν τι θα τους συμβεί.
Λες και μετά το νησί της λησμονιάς ανοίχτηκε μπροστά τους η πύλη του σκότους, της νύχτας. Περνώντας την, θα ζήσουν νέες περιπέτειες. Βγαίνουν στη στεριά. Το νησάκι καταλήγει σε ένα ύψωμα, στο ακρωτήρι όπου ζουν οι τερατώδεις γίγαντες με το ένα και μοναδικό μάτι στο μέτωπο, οι Κύκλωπες, όπως τους ονομάζουν.
Ο Οδυσσέας ασφαλίζει το καράβι του σε έναν ορμίσκο και με καμιά δωδεκαριά άντρες ανεβαίνει ως την κορφή του λόφου, όπου έχει εντοπίσει ένα σπήλαιο και ελπίζει ότι θα βρει τρόφιμα να ανεφοδιαστεί.
Μπαίνουν μέσα στην τεράστια αυτή βαθιά σπηλιά, βλέπουν ψαθωτά με τυριά και ανακαλύπτουν έναν ολόκληρο βουκολικό πολιτισμό. Δημητριακά δεν υπάρχουν, υπάρχουν όμως κοπάδια, τυριά, ίσως και μια αγριοκληματαριά λίγο παραμέσα.
Οι σύντροφοι του Οδυσσέα, όπως είναι φυσικό, ένα μόνο έχουν στον νου τους: να βουτήξουν κάμποσα τυριά και να ξανακατεβούν στην ακτή όσο πιο γρήγορα γίνεται, μακριά από την πελώρια σπηλιά που δεν παρουσιάζει γι’ αυτούς κανένα ενδιαφέρον.
Λένε στον Οδυσσέα: «Πάμε να φύγουμε!». Αυτός αρνείται. Θέλει να μείνει, διότι θέλει να δει. Θέλει να γνωρίσει αυτόν που κατοικεί στο μέρος ετούτο.
Ο Οδυσσέας δεν είναι απλώς ο άνθρωπος που οφείλει να θυμάται, είναι επίσης ο άνθρωπος που θέλει να βλέπει, να γνωρίζει, να δοκιμάσει όλα όσα ο κόσμος μπορεί να του προσφέρει, ακόμα και αυτός ο κατώτερος από τον ανθρώπινο κόσμος στον οποίο έχει βρεθεί.
Η περιέργεια του Οδυσσέα τον σπρώχνει συνεχώς όλο και πιο πέρα, πράγμα που μπορεί να τον οδηγήσει αυτή τη φορά ακόμα και στον θάνατο. Η περιέργειά του πάντως θα γίνει αιτία να πεθάνουν πολλοί σύντροφοί του.
Έρχεται σε λίγο ο Κύκλωπας, με τις κατσίκες, τα πρόβατα, το κριάρι του, και όλο αυτό το πλήθος μπαίνει στη σπηλιά.
Ο Κύκλωπας είναι τεράστιος, γιγάντιος. Δεν διακρίνει αμέσως τα μικρά σαν τις ψείρες ανθρωπάκια, που κρύβονται στις γωνιές της σπηλιάς και τρέμουν από τον φόβο τους.
Ξαφνικά, τους ανακαλύπτει, απευθύνεται στον Οδυσσέα, που είναι λίγο πιο μπροστά, και τον ρωτάει: «Μα ποιος είσαι εσύ;».
Ο Οδυσσέας, φυσικά, του λέει άλλα αντί άλλων. Του λέει λοιπόν – ψέμα πρώτο: «Το καράβι μου πάει», την ώρα που το καράβι του τον περιμένει, «καταστράφηκε και βρίσκομαι στο έλεός σου, ήρθα εδώ με τους άντρες μου να ικετέψουμε φιλοξενία, είμαστε Έλληνες, πολεμήσαμε γενναία μαζί με τον Αγαμέμνονα στις ακτές της Τροίας, καταλάβαμε την πόλη και τώρα βρεθήκαμε εδώ πέρα, δυστυχισμένοι ναυαγοί».
Ο Κύκλωπας απαντάει: «Μάλιστα, μάλιστα, πολύ ωραία, εμένα, όμως, όλες αυτές οι ιστορίες, στα παλιά μου τα παπούτσια».
Αρπάζει δυο συντρόφους του Οδυσσέα από τα πόδια, τους κοπανάει πάνω στον πλαϊνό βράχο, τους σπάζει το κεφάλι και τους καταβροχθίζει όπως είναι, ωμούς. Οι υπόλοιποι ναύτες έχουν παγώσει από τον τρόμο τους και ο Οδυσσέας αναρωτιέται πού πήγε έμπλεξε.
Πολύ περισσότερο που δεν υπάρχει οδός διαφυγής, διότι ο Κύκλωπας έφραξε την είσοδο του άντρου του για τη νύχτα με έναν τεράστιο βράχο, που κανένας Έλληνας, ούτε καν μια πολυάριθμη ομάδα, δεν θα κατάφερνε να τον κουνήσει.
Την επομένη το πρωί, επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία, ο Κύκλωπας τρώει άλλους τέσσερις άντρες, δύο το πρωί και άλλους δύο το βράδυ. Έχει ήδη καταβροχθίσει έξι, δηλαδή τους μισούς της ομάδας. Ο Κύκλωπας είναι πανευτυχής.
Όταν ο Οδυσσέας προσπαθεί να τον καλοπιάσει με λόγια όσο δεν παίρνει μελιστάλαχτα, δημιουργείται μεταξύ τους μια στοιχειώδης μορφή φιλοξενίας. Ο Οδυσσέας του λέει: «Θα σου κάνω ένα δώρο που θα το ευχαριστηθείς, πιστεύω, πάρα πολύ».
Αρχίζει ένας διάλογος, στη διάρκεια του οποίου ξεκινάει μια προσωπική σχέση, μια σχέση φιλοξενίας.
Ο Κύκλωπας συστήνεται, ονομάζεται Πολύφημος. Είναι ένας άνθρωπος [κάποιος] που μιλάει πάρα πολύ και έχει πολύ μεγάλη φήμη.
Ρωτάει τον Οδυσσέα πώς τον λένε. Για να δημιουργηθεί μια σχέση φιλοξενίας, η εθιμοτυπία απαιτεί να πει ο ένας στον άλλον ποιος είναι, από πού έρχεται, ποια είναι η γενιά και η πατρίδα του. Ο Οδυσσέας τού δηλώνει ότι ονομάζεται Ούτις, δηλαδή Κανένας.
Του λέει: «Το όνομα με το οποίο με φωνάζουν οι δικοί μου και οι φίλοι μου είναι Ούτις». Πρόκειται για ένα λογοπαίγνιο, διότι οι δύο συλλαβές του ού-τις μπορούν να αντικατασταθούν από δύο άλλες, μή-τις.
Το ου και το μη είναι και τα δύο αρνητικά μόρια της ελληνικής, όμως ενώ το ούτις σημαίνει κανένας, το μήτις δηλώνει την πονηριά.
Φυσικά, όταν αναφερόμαστε στη μήτιν, ο νους μας πηγαίνει αμέσως στον Οδυσσέα, ο οποίος είναι πράγματι ο ήρωας που διαθέτει τη μήτιν, την πονηριά, που μπορεί και βρίσκει διεξόδους στα αδιέξοδα, που ψεύδεται, τυλίγει τους ανθρώπους, τους λέει χαζομάρες και ξεμπερδεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
«Ούτις, Κανένας» αναφωνεί ο Κύκλωπας «αφού λοιπόν είσαι ο Κανένας, θα σου κάνω κι εγώ ένα δώρο. Θα σε φάω τελευταίο».
Του δίνει τότε ο Οδυσσέας το δώρο του, κρασί από εκείνο που του είχε χαρίσει ο Μάρωνας, πραγματικό θεϊκό νέκταρ. Πίνει ο Κύκλωπας, το βρίσκει υπέροχο, πίνει κι άλλο. Όπως έχει βαρυστομαχιάσει από τα τυριά και τους δυο ναύτες που έχει κατεβάσει και έχει μεθύσει από το κρασί, τον παίρνει ο ύπνος.
Ο Οδυσσέας προλαβαίνει να πυρώσει στη φωτιά ένα τεράστιο παλούκι από ελιά, που το πελέκησε και το έκανε μυτερό στην άκρη. Όλοι οι εναπομείναντες ναύτες συμμετέχουν στο πελέκημα και στη συνέχεια όλοι μαζί πάλι μπήγουν τον φλεγόμενο πάσσαλο στο μάτι του Κύκλωπα, που ξυπνάει ουρλιάζοντας.
Είναι καταδικασμένος πια στη νύχτα, στο σκοτάδι. Φωνάζει, λοιπόν, όπως είναι φυσικό, για βοήθεια, και οι Κύκλωπες ζουν ο καθένας μόνος του, είναι ο καθένας αφεντικό στο σπίτι του, άλλον θεό και αφέντη δεν αναγνωρίζουν έξω από την εστία τους, έρχονται όμως τρέχοντας και, απ’ έξω από τη σπηλιά, αφού είναι φραγμένη, φωνάζουν: «Πολύφημε, Πολύφημε, τι έπαθες; – Αχ, είναι τρομερό, με σκοτώνουν! – Μα ποιος σε πείραξε; – Ο Κανένας, ο Ούτις! – Αφού κανένας, μήτις, δεν σε πείραξε, τι μας παίρνεις τα αυτιά με τις φωνές σου;». Και σηκώνονται και φεύγουν.
Συνεπώς, ο Οδυσσέας, ο οποίος εξαφανίστηκε, κρύφτηκε, χάθηκε κάτω από το όνομα που πήρε, έχει κατά κάποιο τρόπο σωθεί. Όχι όμως εντελώς, αφού πρέπει τώρα να βγει από το άντρο που είναι κλεισμένο με τον τεράστιο βράχο.
Καταλαβαίνει ότι, για να βγει από τη σπηλιά, ένας τρόπος υπάρχει, να δέσει με λυγαριά έναν έναν τους Έλληνες που έχουν απομείνει στην κοιλιά των προβάτων.
Ο ίδιος κρεμιέται από το πυκνό μαλλί στο αγαπημένο κριάρι του Κύκλωπα. Βγάζει λοιπόν αυτός την πέτρα που έφραζε την είσοδο και στέκει εμπρός στην πόρτα του άντρου του, βάζει όλα τα πρόβατα να περάσουν ανάμεσα από τα σκέλια του και ψηλαφεί την πλάτη τους, μην τυχόν και επωφεληθεί κανένας Έλληνας και περάσει έξω μαζί τους. Δεν αντιλαμβάνεται ότι οι Έλληνες είναι κρυμμένοι στην κοιλιά τους.
Την ώρα που βγαίνει το κριάρι με τον Οδυσσέα, ο Κύκλωπας απευθύνεται στο ζώο, που αποτελεί κατά βάθος τον μοναδικό συνομιλητή του, και του λέει: «Κοίτα το χάλι μου, πώς με κατάντησε ο Κανένας, το φριχτό αυτό τέρας, θα μου το πληρώσει όμως». Το κριάρι προχωράει προς την έξοδο και ο Οδυσσέας βγαίνει και αυτός έξω.
Ο Κύκλωπας βάζει την πέτρα στη θέση της, πιστεύοντας ότι οι Έλληνες έχουν μείνει μέσα στο λημέρι του, την ώρα που αυτοί στέκονται κιόλας ορθοί απ’ έξω: κατηφορίζουν ολοταχώς μέσα από τα στενά, βραχώδη μονοπάτια στον όρμο όπου έχουν κρύψει το καράβι τους. Πηδάνε μέσα, σηκώνουν τις άγκυρες και ξεμακραίνουν από την παραλία.
Βλέπουν τον Κύκλωπα να στέκει ψηλά στην κορφή του βράχου, δίπλα στη σπηλιά του, και να τους πετάει τεράστιες πέτρες στα τυφλά.
Εκείνη τη στιγμή, ο Οδυσσέας παραδίδεται στην απόλαυση της καυχησιάς και της ματαιοδοξίας και του φωνάζει: «Κύκλωπα, όταν σε ρωτούν ποιος σου στέρησε το φως σου, να λες ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη, ο Οδυσσέας από την Ιθάκη, ο καστροπολεμίτης, ο νικητής της Τροίας, ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος».
Φυσικά, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις. Διότι ο Κύκλωπας είναι γιος του Ποσειδώνα, του μεγάλου θεού που διαφεντεύει όλες τις θάλασσες, αλλά και όσα βρίσκονται στα βάθη της γης· και τους σεισμούς και τις θύελλες ο Ποσειδώνας τα προκαλεί.
Ο Κύκλωπας δίνει φοβερή κατάρα στον Οδυσσέα, η οποία πιάνει μόνο όταν προφέρεις το όνομα εκείνου τον οποίο καταριέσαι.
Αν έλεγε «Κανένας», ίσως η κατάρα να μην είχε κανένα αποτέλεσμα, ο Κύκλωπας όμως φανερώνει το όνομα του Οδυσσέα στον πατέρα του τον Ποσειδώνα και του ζητάει να εκδικηθεί: ο Οδυσσέας να μην μπορέσει να γυρίσει στην πατρίδα του την Ιθάκη, παρά αφού περάσει αμέτρητα βάσανα και αφού έχουν χαθεί όλοι οι σύντροφοί του, και το καράβι του έχει βουλιάξει και έχει μείνει μόνος, χαμένος και καραβοτσακισμένος.
Και αν τυχόν τα καταφέρει και επιζήσει, να γυρίσει σαν ξένος, πάνω σε ξένο καράβι, και όχι σαν ναυτικός, που τον περιμένουνε και γυρίζει πίσω με το δικό του το καράβι.
Ο Ποσειδώνας εισακούει τον γιο του και η κατάρα πιάνει. Στο επεισόδιο αυτό εντοπίζεται η απόφασή του να οδηγήσει τον Οδυσσέα στο έσχατο όριο του σκότους και του θανάτου και να τον υποβάλλει στις πιο τρομερές δοκιμασίες του κόσμου, κι αυτή η απόφαση θα κυριαρχήσει σε όλες τις κατοπινές περιπέτειες του ήρωα.
Όπως θα εξηγήσει αργότερα η Αθηνά, η μεγάλη προστάτιδα του Οδυσσέα, εκείνη δεν ήταν δυνατό να επέμβει επειδή ο Ποσειδώνας δεν μπορούσε να συγχωρέσει το κακό που έπαθε ο γιος του ο Κύκλωπας.
Γι’ αυτό εμφανίστηκε στο τέλος πια, όταν έληξαν οι περιπλανήσεις του, όταν είχε σχεδόν πια επιστρέψει. Για ποιον λόγο; Διότι, αφού βύθισε το μάτι του Πολύφημου στο σκοτάδι, ο Οδυσσέας οφείλει να διασχίσει και αυτός με τη σειρά του τον νύκτιο, σκοτεινό και φοβερό κόσμο.
[1]
Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ - Η “ΑΛΗΘΕΙΑ” ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ
Ο Κύκλωπας Πολύφημος μεγάλη δύναμη είχε,
μα στο κεφάλι του μυαλό πολύ δεν περιείχε.
Με ένα μάτι έβλεπε και οπτική είχε μία,
την νόμιζε απόλυτη, επιλογή καμία.
Ποιος άνθρωπος στη γη λοιπόν, χωρίς να ’ναι σαΐνι,
αν ζει μονάχος σε σπηλιές κι από σχολειό ξεμείνει,
μπορεί σπουδαίος να γενεί και συμβουλές να δίνει;
Αυτός σαν τον Πολύφημο θα βλέπει με ένα μάτι,
τις πράξεις του, τα πράγματα, θα έχει και γινάτι,
για μια μονάχα προοπτική, χωρίς να είναι απάτη,
μονόπλευρη η σκέψη του, σε ένα μονοπάτι.
Πολύπλευρα και σύνθετα δεν ξέρει να ενεργήσει,
που λέει ο λόγος τσις, κακά, άντε και να πορδίσει.
Ακάθεκτα και άγαρμπα έξυπνους θα πατήσει,
γιατί αυτό που έμαθε αυτό θα συνεχίσει.
Σε άλλων δικαιώματα ο νους του κλικ δεν κάνει,
στο ότι κάνει και κακό, η σκέψη του δεν φτάνει.
Οι άλλοι τότε τον φθονούν, χαζό τον ανεβάζουν
και την ορμή του την πολλή στο χώμα κατεβάζουν.
Γι’ αυτό γνώσεις απόκτησε, πολύπλευρα να βλέπεις,
του κόσμου τα προβλήματα να ξέρεις να προβλέπεις
και με σοφία σφαιρική απόφαση να παίρνεις
κι απ’ όλες τις επιλογές στη δίκαιη να γέρνεις.
[2]
Βιβλιογραφια
Όμηρος, Οδύσσεια 9. 110 ff, 9.187 - 542, 1. 68 ff, 2. 19, 10. 201, 10. 434, 13. 341, 12. 211, 20. 17, 23. 310
Απολλόδωρος (ψευδο-), Βιβλιοθήκη E7. 3 - 9
Θεόκριτος, Ειδύλλια 7. 158, 6, 11
Φιλόστρατος, «Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον» 4. 36
Νόννος, Διονυσιακά 6. 300 ff, 14. 52 ff
Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 13. 728 ff, 14. 160 ff
Απόσπασμα από το βιβλίο Το Σύμπαν, οι Θεοί, οι Άνθρωποι, Ελληνικές ιστορίες για τη δημιουργία του κόσμου, Jean-Pierre Vernant, εκδόσεις Πατάκη