Kορυμβος
ο θεος του κισσου και των καρπων του
O Kόρυμβος είναι ο θεός του κισσού και των καρπών του καθώς και συνόδευε το θεό Διόνυσο παντού. Η μητέρα του Kόρυμβου ονομαζόταν Μύστις (αυτός που έχει διδαχθεί την έννοια των μυστηριακών συμβόλων και τελετών, ο μυσταγωγηθείς, ο κατηχηθείς και μτφρ. αυτός που κατέχει με πληρότητα και εμβρίθεια κάποια επιστήμη ή τέχνη: «μύστης της ιστορίας», «μύστης της μουσικής» κ.α.), ήταν η τροφός του Διόνυσου στη Εύβοια. Οι δύο τους, ο Διόνυσος μαζί με τον Κόρυμβο μοιράζονταν την ίδια κούνια (εξ ου και ο Διόνυσος πέρα από το αμπέλι είχε και τον κισσό σαν ιερό του σύμβολο).
Κατά μία έννοια, η Μύστις (μητέρα του Κόρυμβου) συμβόλιζε τη μύηση στα Βακχικά Μυστήρια/όργια, ενώ ο υιός της, ο Κόρυμβος, συμβόλιζε τον Ιερό Κισσό με τον οποίο στεφόταν οι μυημένοι.
Το όνομα Kόρυμβος, ακούγεται όμοια με τους Κορυβαντες της Ευβοίας, 7 φύλακες-θεοί που με εντολή του Δία προστάτευαν το θεό Διόνυσο (μωρό ακόμα) και την τροφό του.
Αν πάει κανείς μια βόλτα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, θα δει πολλές απεικονίσεις που αναφέρονται στη λατρεία του Διονύσου. Σε όλες, εκτός από το αμπέλι, απεικονίζεται και ο κισσός. Η χρήση του κισσού για θεραπευτικούς και τελετουργικούς σκοπούς είναι αρχαιότερη του αμπελιού. Διαβάζοντας για το Διόνυσο, θ’ ανακαλύψει κανείς, πόσο κυρίαρχο ρόλο έπαιξε ο κισσός τόσο στη γέννηση όσο και τη λατρεία του θεού.
Παρ’ όλο που ο κισσός φυτρώνει άγριος στα δάση των βουνών μας, δεν είναι μεσογειακής καταγωγής. Η οικογένειά του, αυτή των Αραλιωδών, έχει για πατρίδα της το νότιο ημισφαίριο της γης. Ο κισσός είναι ο μόνος αντιπρόσωπος αυτής της οικογένειας στην Ευρώπη όσο και το μοναδικό αναρριχητικό μέλος της.
Ο κισσός ζει άγριος στα σκοτεινά και υγρά δάση μας. Καλύπτει σαν πράσινος έλικας τους κορμούς των δένδρων, τείνοντας υπομονετικά και αργά προς το φως. Οι έλικες ήταν σύμβολο του αέναου κύκλου της ζωής και του θανάτου, της πορείας της ψυχής προς την ολοκλήρωση και της ρυθμικής αναγέννησης της φύσης.
Εκεί που ζει άγριος ο κισσός, στα ίδια δάση λάτρευαν κάποτε, σε "ιερή μανία" οι Βακχίδες ή Μαινάδες το θεό τους Διόνυσο. Στα χέρια τους κρατάγανε τον πυρσό, ένα ραβδί περιτυλιγμένο με κισσό που στην κορφή του είχε ένα κουκουνάρι.
Έπιναν ένα ποτό φτιαγμένο απ’ τους (τοξικούς) καρπούς του κισσού, κουκουνάρια και νέκταρ. Όπως οι σαμάνοι όλου του κόσμου, στον ρυθμικό ήχο από τα τύμπανα και τα κρόταλα, βίωναν την "ιερή μέθη".
Ιερή μέθη, μεθυσμένος, μεθ’-ίσταμαι, αλλάζω θέση, αλλάζω οπτική γωνία αντίληψης. Λύω το σώμα και το πνεύμα από την καθημερινή αντίληψη της πραγματικότητας, περνάω στο μαγικό κόσμο των θεών και των πνευμάτων.
[1]
Βιβλιογραφια
Νόννος, Διονυσιακά 13. 135 ff
Nina Aringer: Nonnos von Panopolis. Quellen und Vorbilder der Pentheusgesänge der Dionysiaka. (Diss.) Wien 2002.
Wolfgang Fauth: Eidos poikilon: zur Thematik der Metamorphose und zum Prinzip der Wandlung aus dem Gegensatz in der Dionysiaka des Nonnos von Panopolis. Hypomnemata Bd. 66. Vandenhoeck & Ruprecht, Göttingen 1981.
Werner Peek: Kritische und erklärende Beiträge zu den Dionysiaka des Nonnos. Abhandlungen der Deutschen Akademie der Wissenschaften, Klasse für Sprachen, Literatur und Kunst 1969,1. Akademie-Verlag, Berlin 1969.
Martin String: Untersuchungen zum Stil der Dionysiaka des Nonnos von Panopolis. Phil. Fakultät der Universität Hamburg vom 4. Feb. 1966.
Joachim-Friedrich Schulze: Die Erzählung von Hymnos und Nikaia in Nonnos' Dionysiaka Buch 15, 169-422. Phil. Fakultät der Universität Halle vom 29. April 1961.
Viktor Stegemann: Astrologie und Universalgeschichte. Studien und Interpretationen zu den Dionysiaka des Nonnos von Panopolis. Studien zur Geschichte des antiken Weltbildes und der griechischen Wissenschaft Bd. 9. Teubner, Leipzig 1930.
Reinhold Köhler: Über die Dionysiaka des Nonnus von Panopolis. Pfeffer, Halle 1853
Sergej Semenovič Uvarov: Nonnos von Panopolis der Dichter. Ein Beytrag zur Geschichte der griechischen Poesie. Pluchart, St. Petersburg 1842