• Αρχη
  • |
  • Εμεις
  • |
  • To Project
  • |
  • Επικοινωνια
  • |
  • Login
  • |

Δεσποινα


Θεα των Μυστηριων στην Αρκαδια



Δέσποινα: Το απόρρητο όνομα της Κυρίας των Ελευσίνιων.

Στην ελληνική μυθολογία Δέσποινα αποκαλούνταν μία κόρη της θεάς Δήμητρας και του θεού Ποσειδώνα.

Η Δήμητρα πέρασε από την Αρκαδία αναζητώντας τη χαμένη Περσεφόνη, την είδε ο Ποσειδώνας και την ερωτεύτηκε. Η θλιμμένη θεά, για να αποφύγει τον Ποσειδώνα, μεταμορφώθηκε σε άσπρη φοράδα και κρύφτηκε μέσα σ' ένα στάβλο....

Ωστόσο ο Ποσειδώνας τυφλωμένος απο τον ακατασίγαστο πόθο του, μεταμορφώθηκε κι αυτός σε άλογο και μπήκε στον ίδιο στάβλο.Από την ένωσή της με τον Ποσειδώνα έφερε στον κόσμο μία νέα κόρη. Η Δέσποινα γεννήθηκε στο Λύκαιο όρος. Η κόρη που το όνομα της θεωρούνταν μυστικό, και για αυτό την αποκαλούσαν Δέσποινα. Την Δέσποινα ανέθρεψε ο Τιτάνας Άνυτος.





Το όνομά της δεν διασώθηκε σε καμία πηγή, γιατί ήταν απόρρητο, αλλά οι Αρκάδες την αποκαλούσαν Δέσποινα, της οποίας το όνομα ήξεραν μόνο κάποιοι μυημένοι στα Ελευσίνια, και απαγορευόταν αυστηρά να προφερθεί. Για να μην προφέρουν λοιπόν το απαγορευμένο όνομα, την έλεγαν Δέσποινα.... (=η Κυρία).

Το Δέσποινα είναι στην ουσία επίθετο, διγενές και δικακατάλητο, με αρσένικο τύπο τον γνωστός μας Δεσπότη, εξ'ου και οικο-δεσπότης, οικο-δέσποινα. Δεμ<σ>πότνια. Πότνια=κυρά, αφέντρα, κυρίαρχη.

Γι'αυτό και προσωνύμιο της θεάς Αρτέμιδος είναι το "Πότνια θηρών"= η κυρά των θηραμάτων (του κυνηγιού) . Το πρώτο συνθετικό προέρχεται από την ίδια ρίζα -ΔΗ- που έχει να κάνει με τη Γη,

Στην αρχαία Λυκόσουρα υπήρχε ναός της Δέσποινας και λατρευόταν σαν θεά. Σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία στο ναό υπήρχε σύμπλεγμα της Δήμητρας μαζί με την Δέσποινα έργο του Δαμοφώντος.

Στο σύμπλεγμα η Δήμητρα με την Δέσποινα ήταν καθισμένες σε θρόνο δίπλα δίπλα, η Δήμητρα κρατούσε δάδα και η δε Δέσποινα σκήπτρο , δίπλα στον θρόνο της Δήμητρας στεκόταν η Άρτεμις φορώντας φερέτρα και κρατώντας δέρμα ελαφιού, δίπλα στην Δέσποινα στεκόταν ο Τιτάνας Άνυτος οπλισμένος (σύμφωνα με την παράδοση, ήταν Τιτάνας και θετός πατέρας της θεότητας Δέσποινας).





Ο αφιερωμένος σε αυτήν ναός στη Λυκόσουρα ήταν ιδιαίτερα σεβαστός απ' όλους τους Πελοποννήσιους, γι’ αυτό και όταν το 368 π.Χ οι Λυκοσουρείς κλείστηκαν μέσα, αντιτιθέμενοι στην εγκατάλειψη της πατρογονικής τους εστίας και στην μετακόμιση τους στην Μεγαλόπολη, δεν παρενοχλήθηκαν από κανένα.

Ανακαλύφθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα π.Χ. στο λόφο που ήταν παλιότερα γνωστός ως “¨Παλιόκαστρο της Στάλας”.




Αναφορά στην θεά Δέσποινα από τον Παυσανία στα Αρκαδικά:

θεῶν δὲ αὐτὰ τὰ ἀγάλματα, Δέσποινα καὶ ἡ Δημήτηρ τε καὶ ὁ θρόνος ἐν ᾧ καθέζονται, καὶ τὸ ὑπόθημα τὸ ὑπὸ τοῖς ποσίν ἐστιν ἑνὸς ὁμοίως
λίθου: καὶ οὔτε τῶν ἐπὶ τῇ ἐσθῆτι οὔτε ὁπόσα εἴργασται περὶ τὸν θρόνον οὐδέν ἐστιν ἑτέρου λίθου προσεχὲς σιδήρῳ καὶ κόλλῃ, ἀλλὰ τὰ
πάντα ἐστὶν εἷς λίθος. οὗτος οὐκ ἐσεκομίσθη σφίσιν ὁ λίθος, ἀλλὰ κατὰ ὄψιν ὀνείρατος λέγουσιν αὐτὸν ἐξευρεῖν ἐντὸς τοῦ περιβόλου τὴν γῆν
ὀρύξαντες. τῶν δὲ ἀγαλμάτων ἐστὶν ἑκατέρου μέγεθος κατὰ τὸ Ἀθήνῃσιν ἄγαλμα μάλιστα τῆς Μητρός: [4] Δαμοφῶντος δὲ καὶ ταῦτα ἔργα. ἡ
μὲν οὖν Δημήτηρ δᾷδα ἐν δεξιᾷ φέρει, τὴν δὲ ἑτέραν χεῖρα ἐπιβέβληκεν ἐπὶ τὴν Δέσποιναν: ἡ δὲ Δέσποινα σκῆπτρόν τε καὶ <τὴν>
καλουμένην κίστην ἐπὶ τοῖς γόνασιν ἔχει, τῆς δὲ ἔχεται τῇ δεξιᾷ τῆς κίστης. τοῦ θρόνου δὲ ἑκατέρωθεν Ἄρτεμις μὲν παρὰ τὴν Δήμητρα
ἕστηκεν ἀμπεχομένη δέρμα ἐλάφου καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων φαρέτραν ἔχουσα, ἐν δὲ ταῖς χερσὶ τῇ μὲν λαμπάδα ἔχει, τῇ δὲ δράκοντας δύο. παρὰ
δὲ τὴν Ἄρτεμιν κατάκειται κύων, οἷαι θηρεύειν εἰσὶν ἐπιτήδειοι. [5] πρὸς δὲ τῆς Δεσποίνης τῷ ἀγάλματι ἕστηκεν Ἄνυτος σχῆμα ὡπλισμένου
παρεχόμενος: φασὶ δὲ οἱ περὶ τὸ ἱερὸν τραφῆναι τὴν Δέσποιναν ὑπὸ τοῦ Ἀνύτου, καὶ εἶναι τῶν Τιτάνων καλουμένων καὶ τὸν
Ἄνυτον.Παυσανία Αρκαδικά XXVII [4]



Βιβλιογραφια

Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 5. 15. 4, 5. 15. 10, 8. 25. 5, 8. 42. 1, 8. 37. 1 - 8. 38. 2, 8. 27. 6

Παυσανία Αρκαδικά XXVII [4]

Βασιλείου Τακτικού, Αθανασίου Κουμαρτζή, Βασιλικής Τακτικού, Αρχαίες πόλεις πέριξ της Ολυμπίας, Εκδόσεις Ανάδραση, Αθήνα 2002

Αθανασίου Αγγελόπουλου, Νέο λεξικό της ελληνικής μυθολογίας, Εκδόσεις ελεύθερη σκέψις, Αθήνα 2001