• Αρχη
  • |
  • Εμεις
  • |
  • To Project
  • |
  • Επικοινωνια
  • |
  • Login
  • |

Γλαυκος


η προσωποποιηση του γαλαζιου κυματος που αντανακλα το γλαυκο χρωμα του ουρανου



Γλαύκος ο Ανθηδόνιος

Ο Γλαύκος ο Ανθηδόνιος ήταν θαλάσσιος δαίμονας, η προσωποποίηση του γαλάζιου κύματος που αντανακλά το γλαυκό χρώμα του ουρανού, γνωστός και ως «Γλαύκος ο Πόντιος» ή «ο Θαλάσσιος». Αργότερα έγινε η προσωποποίηση του όλου θαλάσσιου βίου.

Ο μύθος

Ο αρχικός του μύθος ξεκινά από την Ανθηδόνα, μικρό λιμάνι στη Βοιωτία, από όπου και η επωνυμία. Ο Γλαύκος ήταν γιος του ιδρυτή της Ανθηδόνας και της Αλκυόνης. Αργότερα, ο μύθος του διαδόθηκε σε όλες τις Κυκλάδες και γενικά στις ακτές, με τη μορφή κυρίως λαϊκών παραδόσεων.

Κατά τον Παυσανία ο Γλαύκος ήταν φτωχός ψαράς που όταν γέρασε γκρεμίστηκε από κάποιο βράχο της πατρίδας του («Γλαύκου Πήδημα») για να πεθάνει, αλλά αντί για θάνατο βρήκε την αθανασία τρώγοντας ένα μαγικό βότανο που μπορούσε να ξαναζωντανεύει τα ψάρια. Οι θαλάσσιες θεότητες τον απάλλαξαν από κάθε θνητό στοιχείο και τον μεταμόρφωσαν: οι ώμοι του πλάτυναν, απέκτησε ουρά ψαριού και πράσινα γένεια. Ο Γλαύκος ήταν όμως δυστυχισμένος με την αθανασία του αυτή, καταδικασμένος να περιπλανάται συνεχώς από τη μία παραλία στην άλλη. Απέκτησε συνεκδοχικά και το «προνόμιο» να προλέγει τη δυστυχία.

Σύμφωνα με άλλο μύθο, ο Γλαύκος ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Ναΐδας, ή της Ευβοίας και του Πολύβου (γιου του Ερμή). Εμφανιζόταν στους ναυτικούς ως μελαγχολικός γέρος, με σώμα αδύνατο και γεμάτο κοχύλια και φύκια, κλαίγοντας για την αθανασία του. Τους προειδοποιούσε όταν επρόκειτο να φυσήξουν δυνατοί άνεμοι με θορυβώδεις χρησμούς. Επιπλέον μύθοι μιλούν και για τους έρωτες του Γλαύκου, που αύξησαν τη δυστυχία του. Αγάπησε τη Σκύλλα, η οποία ανταποκρίθηκε στον έρωτά του.

Η Κίρκη όμως, ζηλεύοντας την ευτυχία τους, δηλητηρίασε το λουτρό της Σκύλλας, και αυτή μεταμορφώθηκε σε τέρας. Ο έρωτας όμως του Γλαύκου διατηρήθηκε και μετά τη μεταμόρφωση αυτή. Ο έρωτας του Γλαύκου προς την Αριάδνη ήταν επίσης άτυχος. Η Αριάδνη έγινε σύζυγος του Διονύσου, και ο Γλαύκος προσκολλήθηκε στον θίασό του.

Ως θαλάσσιος δαίμονας, ο Γλαύκος γίνεται σύντροφος του Νηρέα, των Νηρηίδων, του Ποσειδώνα, της Αμφιτρίτης και άλλων θαλασσινών θεοτήτων. Μεταμορφώνεται και σε γυναίκα, τη Γλαύκη, που βγάζοντας από τα κύματα το άσπρο της κεφάλι τρομάζει τους ναύτες, ή σε Σειρήνα που κρατά στα χέρια της δύο νεαρούς.

Κατά μία παράδοση, ο Γλαύκος παρουσιάσθηκε στον Μενέλαο όταν αυτός περνούσε το ακρωτήριο Μαλέας επιστρέφοντας από την Τροία. Λεγόταν επίσης ότι ο Γλαύκος βοήθησε τους Αργοναύτες στην εκστρατεία τους, και μάλιστα πολέμησε μαζί τους ενάντια στους Τυρρηνούς κυβερνώντας την «Αργώ» και ήταν ο μόνος που δεν τραυματίσθηκε σε εκείνη τη μάχη. Ο Βιργίλιος θεωρεί τον Γλαύκο πατέρα της Σίβυλλας Δηιφόβης.

Οι πολυάριθμοι αυτοί μύθοι ενέπνευσαν ποιητ

ές και καλλιτέχνες, όπως ήταν ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος (που έγραψε και τον «Πόντιον» ή «Ποτνιέα Γλαύκον») και ιδίως ο Οβίδιος. Στα γλυπτά έργα, ο Γλαύκος παριστάνεται με το επάνω μισό σώμα του ανθρώπινο και με το υπόλοιπο σαν ψάρι, μαλλιά άφθονα ριγμένα στους ώμους, μεγάλο πηγούνι, πυκνά και μεγάλα φρύδια και κοιλιά σκεπασμένη με όστρακα και φύκια.

Ο Πλάτωνας παραβάλλει στην Πολιτεία του (Ι 611) τον Γλαύκο με την ανθρώπινη ψυχή, τη μολυσμένη από γήινες «ακαθαρσίες». Από τους νεότερους λογοτέχνες που εμπνεύσθηκαν από τους μύθους για τον Γλαύκο σημαντικότεροι είναι οι E. Winet και E. Renan.


ΓΛΑΥΚΟΣ, γιος του Μίνωα

Ο μύθος του Γλαύκου αντανακλά μια λατρευτική παράδοση για τον θάνατο και την αναγέννηση της ζωής αλλά αποτελεί και αναπαράσταση του τρόπου ταφής και της ταρίχευσης σε πιθάρια, διαπιστωμένα κατά τη μινωική εποχή και γνωστά στους λαούς της Μεσογείου.

Ο μικρός Γλαύκος, κυνηγώντας ένα ποντίκι έπεσε σε ένα πιθάρι με μέλι, πνίγηκε και χάθηκε. Μάντεις ή και ο ίδιος ο Απόλλωνας αποκάλυψαν πού ήταν το πτώμα του παιδιού. Οι Κουρήτες του είπαν πως θα μπορούσε να επαναφέρει στη ζωή το παιδί κάποιος που θα περιέγραφε με τον καλύτερο τρόπο το χρώμα μιας αγελάδας που άλλαζε τρεις φορές την ημέρα, πρώτα γινόταν άσπρη, μετά κόκκινη κι ύστερα μαύρη.

Ο Μίνωας συγκέντρωσε τους πιο ικανούς για να δοκιμάσουν να περιγράψουν την αγελάδα και μόνο ο μάντης Πολύιδος (ή Πολύειδος) από το Άργος κατάφερε να το κάνει με τον πιο πετυχημένο τρόπο: παρομοίωσε το χρώμα της αγελάδας με των μούρων, αρχικά λευκό, μετά κόκκινο και στην πλήρη ωρίμανση μαύρο. Ο Μίνωας ζήτησε από τον μάντη να επαναφέρει στη ζωή τον Γλαύκο, αλλιώς δεν θα έφευγε από την Κρήτη. Τον έκλεισε στον χώρο όπου είχε βρεθεί το παιδί. Ένα φίδι που πλησίασε το σώμα του παιδιού φόβισε τον Πολύιδο ότι θα μπορούσε να το φάει ή με κάποιο τρόπο να το βλάψει, και γι' αυτό το σκότωσε.

Μετά από λίγο εμφανίστηκε ένα δεύτερο φίδι κουβαλώντας στο στόμα του ένα χόρτο με το οποίο άγγιξε το ταίρι του και αυτό αναστήθηκε. Ο Πολύ(ε)ιδος άρπαξε το φυτό, έτριψε το σώμα του παιδιού και έτσι ο Γλαύκος επανήλθε στη ζωή.

Ο Μίνωας επέτρεψε στον μάντη να φύγει, αφού πρώτα μυούσε τον Γλαύκο στην τέχνη της μαντικής. Ο Πολύ(ε)ιδος δίδαξε ό,τι έπρεπε να διδάξει στον νεαρό μαθητή του όμως τον έκανε να τα ξεχάσει όλα, όταν, μπαίνοντας στο καράβι που θα τον έφερνε μακριά του (στο Άργος ή την Κόρινθο), του ζήτησε να φτύσει μέσα στο στόμα του. Ο μύθος θυμίζει την ιστορία του Απόλλωνα και της Κασσάνδρας.

Ελληνιστικό ιερό του Γλαύκου ανασκάφτηκε στην Κνωσό.

Λεγόταν ότι το μυστικό του βοτανιού που ανέστησε τον Γλαύκο το διαφύλαξε ο Ασκληπιός και ότι το ίδιο το βοτάνι το φύλαξε στο φαρμακείο που είχε από ελεφαντόδοτο. Αυτό το βοτάνι το χρησιμοποίησε, ύστερα από παράκληση της Άρτεμης, για να αναστήσει τον Ιππόλυτο, τον γιο του Θησέα που ερωτεύτηκε η δεύτερη γυναίκα του από την Κρήτη, η Φαίδρα. Εξαιτίας αυτού του έρωτα ο Ιππόλυτος σκοτώθηκε, ενώ η παρέμβαση του Ασκληπιού προκάλεσε αναστάτωση στον κόσμο των θεών, καθώς διαταρασσόταν η αρχή που ήθελε τους ανθρώπους να γεννιούνται και να πεθαίνουν (Παυσ. 2.27.4).


ΓΛΑΥΚΟΣ, Νόθος γιος του Πριάμου

ἐκ δὲ ἄλλων γυναικῶν Πριάμῳ παῖδες γίνονται Μελάνιππος, Γοργυθίων, Φιλαίμων, Ἱππόθοος, Γλαῦκος, Ἀγάθων, Χερσιδάμας, Εὐαγόρας, Ἱπποδάμας, Μήστωρ, Ἄτας, Δόρυκλος, Λυκάων, Δρύοψ, Βίας, Χρομίος, Ἀστύγονος, Τελέστας, Εὔανδρος, Κεβριόνης, Μύλιος, Ἀρχέμαχος, Λαοδόκος, Ἐχέφρων, Ἰδομενεύς, Ὑπερίων, Ἀσκάνιος, Δημοκόων, Ἄρητος, Δηιοπίτης, Κλονίος, Ἐχέμμων, Ὑπείροχος, Αἰγεωνεὺς, Λυσίθοος, Πολυμέδων, θυγατέρες δὲ Μέδουσα, Μηδεσικάστη, Λυσιμάχη, Ἀριστοδήμη.

(Απολλόδ. 3.12.5).



ΓΛΑΥΚΟΣ, γιος του Σίσυφου

Ο πρώτος Γλαύκος ήταν γιος του Σίσυφου, ιδρυτή της πόλης Εφύρα, της μελλοντικής Κορίνθου. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο της πόλης και πήρε μέρος με το αγώνισμα του τέθριππου στους ταφικούς αγώνες προς τιμή του Πελία. Νικήθηκε από τον Ιόλαο, τον γιο του Ιφικλή, και κατασπαράχθηκε από τις φοράδες του που αφήνιασαν, είτε γιατί ήπιαν νερό από μια μαγική πηγή, είτε από τον θυμό της Αφροδίτης, γιατί ο Γλαύκος, θέλοντας να τις κάνει πιο γρήγορες, δεν τις άφηνε να ζευγαρώσουν· έτσι όμως προσέβαλε τη θεά.

Άλλη εκδοχή του μύθου θέλει τον Γλαύκο να πίνει ο ίδιος από πηγή που το νερό της χάριζε την αθανασία. Όμως ποιος να πιστέψει ένα θνητό που έλεγε ότι είχε γίνει αθάνατος; Για να πείσει για τη μεταμόρφωσή του, έπεσε στη θάλασσα και έγινε ένας θαλασσινός θεός που έφερνε γρήγορο τέλος σε όποιον ναυτικό τον αντίκριζε.

Πιο ορθολογικές ερμηνείες θέλουν τον Γλαύκο να κάνει μεγάλες δαπάνες για την εκτροφή αλόγων που έπαιρναν μέρος σε ιπποδρομίες και να μην ενδιαφέρεται καθόλου για τα του οίκου του, με αποτέλεσμα να χάσει όλη του την περιουσία (Παλαίφ., περί απίστων 25)


Γλαύκος ο Αθηναίος

Ο Γλαύκος ο Αθηναίος αναφέρεται ως ένας αυτόχθων κάτοικος των Αθηνών, που έδωσε το όνομά του στον λόφο Γλαυκώπιον. Αυτός ο λόφος αργότερα ταυτίσθηκε με τον λόφο της Ακροπόλεως των Αθηνών.

Ολόκληρη η ύπαρξη του υποθετικού αυτού προσώπου αποτελεί μία εναλλακτική ετυμολόγηση της προσωνυμίας «Γλαυκώπις Αθηνά», όταν η θεά Αθηνά άρχισε να λατρεύεται πάνω στην Ακρόπολη. Η ετυμολόγηση που επικρατεί είναι από το πουλί γλαυξ (κουκουβάγια), το ιερό πτηνό της θεάς. «Γλαυκώπις» είναι αυτή που έχει μάτια σαν της κουκουβάγιας.


Γλαύκος: Το άλογο του θεού Ποσειδώνα

Ο αστεροειδής 1870 Γλαύκος (1870 Glaukos), που ανακαλύφθηκε το 1971 και ανήκει στην Τρωική Ομάδα, πήρε το όνομά του από το πρώτο, το δεύτερο και το τελευταίο από τα μυθικά αυτά πρόσωπα.



Βιβλιογραφια

Πλάτων, Πολιτεία 611d

Ευριπίδης, Ορέστης 362 ff

Νόννος, Διονυσιακά 13. 78 ff, 35. 72 ff, 43. 81 και 43. 210

Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 7. 232 ff και 13 .900 - 14. 74

Στράβων, Γεωγραφικά 9. 2. 13

Απολλώνιος ο Ρόδιος - Αργοναυτικά 1. 1309 ff

Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 6. 10. 1, 9. 22. 7

Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη 4. 48. 6

Bιργίλιος, Γεωργικά 1. 432 ff

Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969, σελ. 277, 279