Κορυβαντες
υπερφυσικες οντοτητες που λατρευονταν με οργιαστικους χορους τους «κορυβαντιωντες»
Στην ελληνική μυθολογία οι Κορύβαντες ήταν κατά μία παράδοση οι «πρώτοι άνθρωποι» πάνω στη Γη, ενώ κατά μία άλλη ήταν υπερφυσικές οντότητες που γεννήθηκαν πριν γεννηθούν οι ολύμπιοι θεοί. Οι Κορύβαντες αναφέρονται συνήθως ως εννέα ή δέκα, ή ως τρεις, αλλά συχνά, και ιδιαίτερα στις γενεαλογικές παραδόσεις, γίνεται λόγος για έναν Κορύβα ή Κύρβα.
Καταγωγή
Τον πρώτο μύθο ενισχύει η μαρτυρία ότι οι Κορύβαντες αποκαλούνταν «δενδροφυείς» (πρβλ. την καταγωγή του ανθρώπινου είδους κατά τον Δαρβίνο). Σύμφωνα όμως με άλλη παράδοση, οι Κορύβαντες γεννήθηκαν από τα δάκρυα του Δία, δηλαδή από τη βροχή, που γονιμοποιεί τη γη. Τέλος, άλλες παραδόσεις λένε ότι οι Κορύβαντες ήταν απόγονοι των Ιδαίων Δακτύλων (Στράβων Ι 473) ή γιοι της Ρέας.
Επειδή οι Κορύβαντες σχετίζονταν στενά με τη λατρεία της Κυβέλης, αναφέρονται συχνά ως γιοι της, τους οποίους απέκτησε με κάποιο ήρωα της Σαμοθράκης (Διόδωρος Γ΄ 55). Στη Ρόδο τους θεωρούσαν παιδιά του Ηλίου και της Αθηνάς, ενώ στη Σαμοθράκη γιους του Απόλλωνα και της Ρυτίας.
Η σύνδεση των Κορυβάντων με τον χορό οδήγησε στη σκέψη ότι ίσως είχαν σχέση με τις Μούσες, κι έτσι από πολλούς αναφέρονται ως γιοι της Θάλειας και του Απόλλωνα (Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, Α΄ 3, 4) ή του Δία και της Καλλιόπης. Οι Κορύβαντες αναφέρονται και ως γιοι του Κρόνου, ενώ κατά τους Ορφικούς κατάγονταν από την Περσεφόνη.
Λατρεία και «κορυβαντιώντες»
Οι Κορύβαντες λατρεύονταν με οργιαστικούς χορούς των πιστών, που χαρακτηρίζονταν ως «κορυβαντιώντες» (Αριστοφ. Σφήκες 8, Πλάτ. Κριτίας 54, Συμπόσιον 215). Οι πιστοί καλούσαν τους Κορύβαντες με άγριες κραυγές και κινήσεις. Από τη μανία τους αυτοτραυματίζονταν κάποτε, καθώς χτυπούσαν τα κύμβαλα και τα τύμπανα με τη συνοδεία αυλού.
Οι αρχαίοι αποκαλούσαν την κατάσταση αυτή της εκστάσεως ως «πλήρωση», η οποία χαριζόταν από το θείο. Ταύτιζαν τη μανία αυτή με το μεθύσι ή την ευγλωττία. Η ένταξη ενός ανθρώπου στους κορυβαντιώντες γινόταν με τη «Θρόνωση»: ο μυούμενος καθόταν πάνω σε ένα θρόνο, ενώ χόρευαν γύρω του.
Τοπικές λατρείες
Τόπος καταγωγής των Κορυβάντων θεωρείται γενικώς η Μικρά Ασία. Περί τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. η λατρεία τους καθιερώθηκε στην περιοχή της Αιολίας και της Ιωνίας, όπου και συνδέθηκαν με τους Καβείρους. Αργότερα λατρεύθηκαν στη Ρόδο και στην Κρήτη, όπου ταυτίσθηκαν με τους Κουρήτες.
Τόποι λατρείας τους στην Αιολία και στις ακτές της Προποντίδας ήταν η Ίδα, το Σίγειο, η Αμαξιτία, η Σκήψις, η Μυτιλήνη, η Πέργαμος, οι Ερυθρές, η Αλικαρνασσός, κ.ά., ενώ κύριο λατρευτικό κέντρο στην Κρήτη ήταν η Ιεράπυτνα, η οποία ονομαζόταν παλαιότερα Κύρβα. Την παλαιότητα της λατρείας των Κορυβάντων στη Ρόδο στηρίζουν η μαρτυρία του Διοδώρου για κάποια πόλη «Κυρβία» και μία επιγραφή.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι Κορύβαντες λατρεύονταν για αρκετούς αιώνες και στην Αθήνα. Ο Παυσανίας γράφει ότι αγάλματά τους υπήρχαν πριν από το ιερό της Δεσποίνης στη Λυκόσουρα της Αρκαδίας.
Κορύβαντες και Κυβέλη
Οι Κορύβαντες συνδέθηκαν στενά με την Κυβέλη, πιθανώς για πρώτη φορά στη Μικρά Ασία. Μέσα από τη λατρεία της Κυβέλης έγιναν γνωστοί και στους Ρωμαίους. Από ένα χρονικό σημείο και μετά, οι Κορύβαντες εμφανίζονται στη θέση των «Γάλλων», δηλαδή των ιερέων της Κυβέλης, ενώ ήταν και οι χορευτές που τη λάτρευαν με τον χορό τους. Τα λιοντάρια που έσερναν το άρμα της Κυβέλης τα περνούσαν για Κορύβαντες μεταμορφωμένους.
Ο επικεφαλής Κορύβας, επειδή ταυτιζόταν με τον Άττιν, κατείχε υψηλή θέση: καθόταν στον ίδιο θρόνο με τη Μητέρα (την Κυβέλη).
Η συσχέτιση των Κορυβάντων με τους Ιδαίους Δακτύλους, που και αυτοί έπαιζαν κάποιο ρόλο κατά καιρούς στη λατρεία της Κυβέλης, αποτελεί μία ακόμα σύνδεση.
Οι Κορύβαντες συσχετίσθηκαν με τον θεό Διόνυσο όταν ταυτίσθηκαν με τους Κουρήτες, ενώ σχετίσθηκαν και με τους Τελχίνες της Ρόδου.
[1]
Επίσης:
Στην ακολουθία της Μεγάλης Μητέρας ανήκαν και Κουρήτες και οι Κορύβαντες, τους οποίους ταυτίζει μεταξύ τους, σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο Δημήτριος ο Σκήψιος. Οι Κουρήτες ήσαν νεαροί άντρες ιερείς στα μυστήρια της Ρέας Κυβέλης στην Κρήτη, και στην κλασσική μυθολογία δαίμονες ή ημίθεοι στους οποίους η Κυβέλη εμπιστεύτηκε το νήπιο Δία.
Αυτοί αναφέρονται να χορεύουν και να κτυπούν με θόρυβο τις ασπίδες τους με τα σπαθιά ή τα δόρατά τους για να αποκρύψουν από την Ήρα τα κλάματα του νεογέννητου Δία. Η μύηση στους ναούς τους στην Κρήτη ήταν εξαιρετικά σκληρή και διαρκούσε ένα σεληνιακό μήνα, στη διάρκεια του οποίου ο μυούμενος αφηνόταν μόνος του σε μια κρύπτη και υφίστατο τις πιο αυστηρές δοκιμασίες Λέγεται ότι ο Πυθαγόρας υποβλήθηκε επιτυχώς σε αυτή τη μύηση.
Οι Κορύβαντες από τη μεριά τους ήταν ιερείς του Άττυ, του νέου που αγάπησε η θεά Κυβέλη, και στις οργιαστικές τελετές τους περπατούσαν πηδηχτά ή χορευτικά, κτυπώντας τα κεφάλια τους, οδηγούμενοι σε θρησκευτική μανία. Οι ιεροί αυτοί χοροί (τελετές συνοδευόμενους «με οχλαγωγία και θόρυβο και κύμβαλα και ταμπούρλα και όπλα και επίσης με αυλό και καταβοή»); σχετίζονταν πάντα με τις τελετές της Μεγάλης Μητέρας.
Κουρήτες και Κορύβαντες ταυτίζονται επίσης από πολλούς με τους Κρητικούς σιδηρουργούς Ιδαίους Δακτύλους, που λέγεται ότι ήσαν οι πρώτοι που ανακάλυψαν και επεξεργάστηκαν τον χαλκό και τον σίδηρο και εισήγαγαν το ρυθμό και τη μουσική στην Ελλάδα, και τους Τελχνίνες, τους περίφημους μεταλλουργούς και σιδηρουργούς της Ρόδου - ένα άλλο επίσης ηφαιστειακό νησί, που σύμφωνα με την παράδοση πρόβαλε ξαφνικά από τη θάλασσα, μετά από μια προηγούμενη βύθισή του σε αυτήν.
Τελικά όλοι αυτοί ταυτίζονται με τους Κάβειρους (Δες Στράβων, ,«Γεωγραφικά» 7.50, 10.3.15 , 10.3.19, 10.3.7.1 και 10.3.9).. Έτσι η Σαμοθράκη και η Ρόδος ή οι Κάβειροι και οι Τελχίνες συνδέονται επίσης με τους μύθους του Κατακλυσμού. Η Μπλαβάτσκυ μάλιστα παρουσιάζει τον Νώε του Βιβλικού Κατακλυσμού σαν ένα Κάβειρο και αυτόν.
[2]
Βιβλιογραφια
Απολλόδωρος (ψευδο-), Βιβλιοθήκη 1. 18
Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη 5. 48. 2, 5. 64. 3
Στράβων, Γεωγραφικά 10. 3. 19, 10. 3. 20 - 22
Νόννος, Διονυσιακά 3. 61 ff, 4. 184 ff, 9. 160 ff, 13. 135 ff, 13. 400 ff, 15. 65 ff, 28. 275 ff, 29. 215 ff, 29. 284 ff