ΜΑΙΝΑΔΕΣ
νυμφες, συντροφισσες και ακολουθοι του θεου Διονυσου, το ονομα τους μεταφραζεται κυριολεκτικα ως «εξαλλες»
ΜΑΙΝΑΔΕΣ Ή ΒΑΚΧΕΣ Γυναίκες, συνοδοί του θεού Διονύσου. Φορούσαν δέρματα από ελάφια ή πάνθηρες, στο κεφάλι τους είχαν στεφάνι από κισσό και στο χέρι τους κρατούσαν θύρσο, δηλ. μια ράβδο τυλιγμένη με κισσό, φύλλα αμπελιού και κουκουνάρες πεύκου. Τριγύριζαν στα βουνά με μουσική και χορό και, όταν ενθουσιασμένες καταλαμβάνονταν από ιερή μανία, εκτελούσαν υπερφυσικά κατορθώματα, ξερίζωναν δέντρα και ξέσκιζαν άγρια θηρία.
Στην Αρχαία Ελληνική Μυθολογία, οι Μαινάδες ήταν νύμφες, συντρόφισσες και ακόλουθοι του θεού Διόνυσου, το όνομά τους μεταφράζεται κυριολεκτικά ως «έξαλλες». Η λέξη μαινάς (στον ενικό) εμφανίζεται στον Όμηρο ως συνώνυμο της λέξης «μανία». Πράγματι, το κυριότερο χαρακτηριστικό των Μαινάδων ήταν η εκστατική μανία όπου συχνά εμπνευσμένες απ’ τον Διόνυσο και μέσω ενός συνδυασμού χορού και μέθης, έχαναν κάθε αυτοέλεγχο, φώναζαν και συμπεριφέρονταν ανεξέλεγκτα, υπερκινητικά και πέρα από κάθε λογική βίαια.
Αναλυτικά:
Στην ελληνική μυθολογία οι Μαινάδες ήταν νύμφες που παρουσιάζονται ως συντρόφισσες και συνοδοί του θεού Διονύσου (1). Η λέξη μαινάς (στον ενικό) εμφανίζεται στον Όμηρο, όπου συσχετίζεται με τη μανία. Και πράγματι, το κυριότερο χαρακτηριστικό των Μαινάδων ήταν η εκστατική μανία, δηλαδή η πέρα από τη λογική υπερκινητική και βίαιη συμπεριφορά. Αναφέρονται κυρίως ως τροφοί του Διονύσου και ταυτίζονται με τις Βάκχες. Την καλύτερη περιγραφή τους τη συναντάμε στην τραγωδία Βάκχες του Ευριπίδη.
Στη Μακεδονία, σύμφωνα με τον «Βίο του Αλεξάνδρου» από τον Πλούταρχο, οι Μαινάδες αποκαλούνταν Μιμαλλώνες και Κλωδώνες. Στην υπόλοιπη Ελλάδα αναφέρονταν και με τα επίθετα Βασσαρίδες, Ποτνιάδες κ.ά., ενώ συγχέονται και με τις Θυιάδες.
Οι Μαινάδες φορούσαν στεφάνια από κισσό, σμίλακα και νεβρίδες (ελαφριά φορέματα από δέρμα νεβρού, δηλαδή ελαφιού). Διέτρεχαν τα βουνά και μπορούσαν να συναναστρέφονται με τα άγρια ζώα, τα οποία έπαιρναν στα χέρια τους και τα θήλαζαν. Λάτρευαν τον Διόνυσο με τραγούδια, με «μανικούς» χορούς και με κραυγές. Πάνω στον ενθουσιασμό τους μπορούσαν να ξεριζώσουν δέντρα και να σκοτώσουν δυνατά θηρία. Τόση ήταν η δύναμή τους, που τους τη χάριζε ο Διόνυσος.
Κυνηγούσαν εξάλλου ζώα και έτρωγαν το κρέας τους ωμό. Οι Μαινάδες ακολούθησαν τον Διόνυσο ακόμα και στην εκστρατεία του στην Ινδία. Ωστόσο, συνδέονται και με ειρηνικά έργα, όπως ο τρύγος και η οινοποιία, όπως αναπαριστώνται σε αγγειογραφίες.
Οι Μαινάδες στην τέχνη
Οι Μαινάδες διακρίνονται στην τέχνη από τις άλλες γυναικείες μορφές. Στις αρχαίες ελληνικές αγγειογραφίες απεικονίζονται πολλές φορές να χορεύουν με Σειληνούς και Σατύρους, ή την ώρα που προσφέρουν θυσία στον Διόνυσο, ή κατά τη σκηνή της τιμωρίας του Πενθέα και του Ορφέα. Στην κλασική και μεταγενέστερη τέχνη, οι Μαινάδες απεικονίζονται επίσης μαζί με τη θεά Αφροδίτη και τον κύκλο της, ή μαζί με την Ειρήνη και τις Μούσες.
Από τις γλυπτές αναπαραστάσεις των Μαινάδων ξεχωρίζουν δύο αγάλματα Μαινάδων που χορεύουν. Το ένα από αυτά, που φυλάσσεται στη Δρέσδη, σχετίζεται με τον γλύπτη Σκόπα, ενώ το άλλο ανάγεται στην Ελληνιστική Εποχή.
Βακχες: Η ανθρωπινη ψυχη σε διαμαχη με τον εαυτο της
Συνοπτικά η υπόθεση των Βακχών έχει ως εξής: Ο Διόνυσος, γιος του Δία και της κόρης του Κάδμου Σεμέλης, φτάνει στη Θήβα με ανθρώπινη μορφή για να επιβάλει εκεί τη λατρεία του. Οι κόρες του Κάδμου αμφισβητούν τη θεϊκή καταγωγή του και γι' αυτόν τον λόγο τρελαίνονται από τον θεό και ως Μαινάδες παραμένουν στον Κιθαιρώνα. Ο Πενθέας, γιος τής Αγαύης, επίσης αρνείται να δεχτεί τη λατρεία του νέου θεού και στρέφεται ενάντια στις Μαινάδες. Συλλαμβάνει τον Διόνυσο, ο οποίος, με τη σειρά του, ελευθερώνεται και με σεισμό καταστρέφει το παλάτι.
Ο Διόνυσος εκδικείται τον Πενθέα για την ασέβειά του. Τον πείθει να μεταμφιεσθεί σε Μαινάδα για να κατασκοπεύσει τις Θηβαίες στον Κιθαιρώνα και όταν φτάνει στο βουνό, οι Μαινάδες και πρώτη η μητέρα του η Αγαύη τον διαμελίζουν. Οταν ο Κάδμος πληροφορείται το συμβάν πηγαίνει στον Κιθαιρώνα και συλλέγει τα κομμάτια του κορμιού του. Η Αγαύη επιστρέφει θριαμβευτικά στην πόλη μεταφέροντας το κεφάλι του Πενθέα, θεωρώντας το κεφάλι λιονταριού. Στη συνέχεια, ο Κάδμος την κάνει να συνειδητοποιήσει τι έχει πράγματι διαπράξει και το έργο τελειώνει με την εμφάνιση του Διόνυσου ως θεού πλέον, από το θεολογείο, που ανακοινώνει τη δυσοίωνη τύχη των ηρώων και εδραιώνει τη θρησκεία του.
Αν ανατρέξουμε στη μυθολογία των αρχαίων Αιγυπτίων θα συναντήσουμε την ανασύνθεση του σώματος του αρχαίου θεού Οσιρι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που παρακολουθούμε το φούσκωμα των νερών του Νείλου και τη γονιμοποίηση των εδαφών του αιγυπτιακού Δέλτα που ακολουθεί. Στο τέλος των Βακχών κυριαρχεί απαισιοδοξία καθώς δεν υπάρχει ανασύσταση του σώματος του βασιλιά Πενθέα, που κείτεται διαμελισμένο. Ο Πενθέας, γόνος, ο ίδιος, δράκοντα ή φιδιού, σύμβολο της τάξης και της ηθικολογίας, ηττάται κατά τη σύγκρουσή του με τον Διόνυσο, τον θεό της γονιμότητας -τον όμαιμό του Διόνυσο- επειδή τον εξύβρισε.
«Ο Διόνυσος, αρσενικός θεός της γονιμότητας, μετενσάρκωση της αρχής της ζωτικότητας και της ανάπτυξης στη φύση, που περιέχει στη λατρεία του όλους τους ζωικούς χυμούς και τα υγρά συστατικά της ζωής, όπως το νερό, το κρασί, το γάλα, το αίμα και το σπέρμα, εξυβρίζεται από τον Πενθέα, πως δήθεν είναι «ένας ψευτοθεός, ένας φτηνός γόητας γυναικών, που όλες τον ερωτεύονται και παρασύρονται σε ακολασίες μαζί του» (Βάκχες, μτφρ.: Γ. Χειμωνάς σ. 2), μια ύβρις εναντίον της Αφροδίτης επίσης. Ο ίδιος ο Διόνυσος, που εμφανίζεται ως θηλυκόμορφος νέος, φέρνει μαζί του τη λατρεία του, που συμπεριλαμβάνει τον σπαραγμό (τον διαμελισμό σωμάτων ζώων, ενίοτε και ανθρώπων) και την ωμοφαγία, αναγκαίες διαδικασίες για να εξασφαλιστεί η γονιμότητα της γης καθώς και για να διατηρηθεί το φαινόμενο της ζωής.
Ο Διόνυσος εκδικείται τον Πενθέα για την ασέβειά του εμφυσώντας του την τρέλα και μεταμφιέζοντάς τον σε γυναίκα (οι Μαινάδες δεν ανέχονταν την ανδρική παρουσία). Ο Πενθέας, που μαθαίνει από τον ξένο -τον Διόνυσο- πώς πρέπει να ακκίζεται μια γυναίκα και πώς ο ίδιος να φτιάχνει τις μπούκλες του, τη ζώνη του, τις πιέτες της ρόμπας του, φτάνει να συμπεριφέρεται σαν μεταμφιεσμένος ομοφυλόφιλος, για να πορευτεί τελικά κατ' αυτόν τον τρόπο ώς τον θάνατο.
Ο Πενθέας, όπως και κάθε άνδρας έχει κι αυτός το θηλυκό του κομμάτι, το οποίο όμως του προκαλεί αποστροφή, τρόμο, μα και ηδονή ταυτόχρονα. Το μοτίβο της θηλυκότητας στις Βάκχες έρχεται να συναντήσει τούτο της τρέλας - τα δύο δώρα του Διόνυσου προς τον Πενθέα-, αποσφραγίζοντας καίρια την προβληματική της ανθρώπινης ψυχής, η οποία σε τούτο το δράμα του Ευριπίδη εμφανίζεται να κατασπαράσσει τον εαυτό της. Η σύγκρουση λογικότητας κι ενστίκτου στις Βάκχες, πρωταρχικός διχασμός της ανθρώπινης ψυχής, δεν θα ειρηνεύσει, παρά θα «εκδραματίσει» όλη τη ρηξιγενή της φύση με μια συγκλονιστική διονυσιακή τελετή.
Οι πανάρχαιες διονυσιακές τελετές έχουν έναν χαρακτήρα εξαιρετικά πολυσήμαντο, καθώς συνδέονται θεματικά με πλήθος άλλες θρησκευτικές τελετουργίες αρχαίων λαών (όπως π.χ. των Αζτέκων) και στοχεύουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, στη διατήρηση λεπτών ισορροπιών στην ανθρώπινη ψυχική πραγματικότητα, κυρίως με τη μορφή που αυτή κοινωνικοποιήθηκε σε πρωτόγονα κοινοτικά σχήματα. Το κυνήγι κεφαλών, η ανθρωποθυσία, ο κανιβαλισμός δεν είναι φυσική συμπεριφορά του πρωτόγονου ανθρώπου, πιστεύει ο Mircea Eliade, μα μια συμπεριφορά βασισμένη σε μια θρησκευτική θεώρηση της ζωής, που στοχεύει στην εξασφάλιση της ζωής των φυτών.
«Για να συνεχίσει να υπάρχει ο κόσμος των φυτών, ο άνθρωπος πρέπει να σκοτώνει και να σκοτώνεται, πρέπει να ασκεί τη σεξουαλικότητα μέχρι το ακραίο της όριο, το όργιο», προσθέτει ο Μ. Eliade (Jan Kott, Θεοφαγία, Εξάντας, σ. 218). Καθώς όμως η σεξουαλικότητα δεν είναι παρά μία μόνο από τις παραμέτρους της ανθρώπινης ψυχής και, κυρίως, τούτη που ενοποιεί, που συνθέτει τον αντινομικό και ρηγματώδη της χαρακτήρα, δεν θα 'ταν άστοχο να επισημάνουμε τη θυσία τούτης της σεξουαλικότητας προ του καθήκοντος της εξάλειψης μιας πρωταρχικής ενοχής με το σταυρικό μαρτύριο του Ιησού Χριστού κατά τους χριστιανικούς αιώνες, με την επικράτηση του Χριστιανισμού.
Ο παραλληλισμός του σταυρικού μαρτυρίου και της τελετουργίας της Μεγάλης Εβδομάδος με τις διονυσιακές τελετές μόνον άστοχος δεν είναι - η συσχέτιση έχει ήδη επιχειρηθεί από τον Φρόιντ (Freud). Η θυσία του Θεανθρώπου χάριν της εξιλέωσης και της σωτηρίας της ανθρωπότητας επιχειρείται εδώ με διαφορετικούς όρους. «Ο άγιος Χρυσόστομος γράφει ότι στην Ευχαριστία ο Χριστός πίνει το ίδιο του το αίμα», ενώ «η θεωρία της Mactation, που παρουσιάστηκε τον 16ο αιώνα, μιλούσε για τον «σφαγιασμό» του Χριστού από τον ιερέα στο ιερό» (Jan Kott, Θεοφαγία, σ. 230).
Αν η επιβίωση τούτων των παγανιστικών συμβολισμών πείθει για την επανάληψη κι επαναπρόσληψη αρχετυπικών εικόνων του ιερού από την αρχαιότητα ώς τη χριστιανική Δύση, πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο συμβολισμός της Σταύρωσης βαρύνεται με το χρέος της εξάλειψης εκ μέρους του Θεανθρώπου, χάριν της ανθρωπότητας, μιας διπλής ενοχής, ενοχής σε μεγάλο βαθμό κληρονομημένης από το παρελθόν: Πρώτον η ανθρωπότητα είναι αμαρτωλή, δεύτερον τούτη η αμαρτωλή ανθρωπότητα θα σταυρώσει τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος με την ανθρώπινη μορφή του έχει έρθει για να τη σώσει. Ο συμβολισμός είναι δυσβάσταχτος για τον άνθρωπο, που μερικούς αιώνες νωρίτερα έχει γνωρίσει την persona του τραγικού ήρωα στην αρχαία τραγωδία, και την ύβρι που οδήγησε τον Οιδίποδα στην τύφλωση.
Στις Βάκχες συμμετέχει ολόκληρο το βασιλικό σόι του Πενθέα, που είναι και συλλογικά ένοχο, η έννοια της ύβρεως θεμελιώνεται έτσι ολόπλευρα σε σχέση με τη μορφή του Πενθέα - είναι άραγε τυχαία η προέλευση τούτου του ονόματος από τη λέξη «πένθος», για να επανέλθουμε στην εισαγωγική παρατήρηση του Γ. Χειμωνά, όσον αφορά «την εγγενή λειτουργία του πένθους» στην αρχαία τραγωδία. Οσον αφορά το αρχαίο δράμα, κεντρική είναι η ανάληψη της ευθύνης -η στάση μπροστά στο τραγικό πεπρωμένο- προ μιας πρωταρχικής ενοχής, πρωταρχικότερης ίσως του πένθους (συλλογική ενοχή της ανθρωπότητας που γέννησε το αρχαίο δράμα;), ένα ψυχικό δεδομένο ανιχνεύσιμο ευδιάκριτα, όπως είπαμε και στη θεματική του Χριστιανισμού, όπου, όμως, η τραγικότητα έχει αρθεί πλέον μέσα από τη θυσία του Θεανθρώπου.
Αν ο Θεός στις Βάκχες εμφανίζεται ως ο κατεξοχήν καταστροφέας, φτάνει κανείς στη διαπίστωση πως τα θεϊκά αρχέτυπα - ή το αρχέτυπο του Θεού, καλύτερα - ουδέποτε υπήρξαν απαλλαγμένα από έναν ριζικά επιθετικό χαρακτήρα - ο Θεός των Ιουδαίων είναι ο Θεός του Παραδείσου, μα και της Κόλασης. Το αρχέτυπο του Θεού, βαθύτατη ανθρώπινη ψυχική πραγματικότητα, ενοποιεί θα λέγαμε τις ανορθολογικές προϋποθέσεις-παραμέτρους της ανθρώπινης ψυχής, «τις συναρμολογεί» μέσα στην αποσπασματικότητα και αντινομικότητά τους, μα και συγκρατεί, διά μέσου της θρησκευτικότητας, την ανθρώπινη ψυχή μέσα από όλο τον ρηξιγενή χαρακτήρα που τούτη έχει.
Στις Βάκχες, σ' αυτό το αριστοτεχνικό ιχνογράφημα της ανθρώπινης ψυχής -όπου τούτη εμφανίζεται αδηφάγος με τις ίδιες της τις σάρκες-, όπου η διονυσιακή ορμή και η πανουργία παλεύουν με το έλλογο, η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται και η κάθαρση πραγματοποιείται καθώς η ανθρώπινη ψυχή έρχεται να προσφερθεί στον θεατή έτοιμη ν' αποσυντεθεί στα εξ ων συνετέθη -ίσως η μόνη δυνατότητα ν' αποκτήσει κάποτε την ακεραιότητά της, αν κατόπιν ανασυγκροτηθεί γνωστικά- ο ρόλος της τέχνης και του αρχαίου δράματος.
Η Αγαύη θρηνεί πάνω από το κομμένο κεφάλι του γιου της Πενθέα, κεφάλι που η ίδια έκοψε περνώντας τον Πενθέα για λιοντάρι - πώς αγνοούσε άραγε πως στον Κιθαιρώνα δεν υπήρχαν λιοντάρια; Στοχαζόμενοι πάνω στην εικόνα του ανθρώπου στο έργο του Ευριπίδη, ας θυμηθούμε τέλος και κάτι άλλο: Οι ταύροι σκύβουν ταπεινά τα κεφάλια τους όταν τους πλησιάζουν οι Μαινάδες για να τους κομματιάσουν, αποτίοντας φόρο τιμής στον ανώτερό τους, όσον αφορά την αγριότητα, άνθρωπο.
[1]
Παραπομπες
(1) Στους σχετικούς μύθους ο Διόνυσος περιστοιχίζεται από μια θορυβώδη ακολουθία, στην οποία οι Μαινάδες αντιπροσωπεύουν το θηλυκό στοιχείο, ενώ οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και ο Παν το αρσενικό (Ρισπέν 1964, σελ. 254)
Βιβλιογραφια
Νόννος, Διονυσιακά
5.555, 18.5, 18.125, 19.55, 21.77, 21.88, 27.330, 29.237, 29. 257, 29.270, 30.192, 30.213, 30.225, 33.17, 33.190ff., 35.204ff., 36.256, 44.74, 46.258
Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 3.712ff., 11.3ff
Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 2.2.7, 2.20.4
Πλάτων, Ίων 534a
Emmy Patsi-Garin (1969): Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας. Αθήνα: Χάρη Πάτση
Ρισπέν, Ζαν. (1964): Ελληνική Μυθολογία, τόμος Α΄. Αθήναι: Αυλός
Πηγες
[1] "enet"
Ευριπίδη - Βάκχες, μτφρ.: Γιώργος Χειμωνάς, εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 97
Μπορείτε να βρείτε όλο το (αρχαίο) κείμενο στην Online-Βιβλιοθήκη μας εδώ:
Ευριπίδης, Βάκχαι