Σειληνος (ή Σιληνος)
θεοι ή δαιμονες των ρεοντων υδατων και της ευφοριας της γης, συντροφοι του θεου Διονυσου.
Στην ελληνική μυθολογία ο Μαρσύας ήταν ένας Σάτυρος από τη Φρυγία. Ο Μαρσύας ήταν δεξιοτέχνης στον αυλό και προκάλεσε τον θεό Απόλλωνα σε σύγκριση της μουσικής τους τέχνης. Ο Απόλλωνας έπαιξε Λύρα και οι Μούσες και ο Μίδας, που ήταν κριτές της μονομαχίας, ανέδειξαν νικητή τον θεό. Ο Μαρσύας γδάρθηκε ζωντανός, ως τιμωρία για την Ύβρι που διέπραξε να προκαλέσει θεό. Το αίμα του σχημάτισε τον ομώνυμο ποταμό.
Σιληνός Μαρσύας: Ο εφευρέτης του Αυλού που διαγωνίσθηκε τον Απόλλωνα
Γνωστός, όσο και τραγικός, αφού πλήρωσε με τη ζωή του το θάρρος του να παραβγεί σε μουσικό αγώνα με τον ίδιο το θεό της μουσικής Απόλλωνα. Στην ελληνική μυθολογία ο Σιληνός Μαρσύας ήταν ένας Σάτυρος από τη Φρυγία. γιος του Ύαγνι.
Ήταν ένας από την τριάδα των Φρυγών μουσικών, μαζί με τον Ύαγνι και τον Όλυμπο, που εισήγαγαν στην Ελλάδα τον αυλό και την αυλητική τέχνη, καθώς και τη φρυγική αρμονία....
Σύμφωνα μ' ένα μύθο που διασώθηκε ως τους κλασικούς χρόνους, ο Μαρσύας ήταν ακόμα ο εφευρέτης του αυλού· ο Πλάτων ονόμαζε τον αυλό "όργανο του Μαρσύα". Ο Μαρσύας προκάλεσε τον Θεό Απόλλωνα σε σύγκριση της μουσικής τους τέχνης.
Όταν λοιπόν ο Μαρσύας ένιωσε πως η δεξιοτεχνία του στον αυλό είχε φτάσει σε υψηλό επίπεδο, τόλμησε να καυχηθεί πως είναι τόσο καλός μουσικός όσο και ο Απόλλων -κι ακόμα καλύτερος.
Ο θεός θεώρησε τη σύγκριση υβριστική. Τόσο για την αλαζονεία ενός κατωτέρου του όντος όσο και για το ότι ο Μαρσύας ήταν αυλητής και ο αυλός δεν ήταν ακόμα αποδεκτός στην Ελλάδα ως όργανο πρωτόγονο (σε σύγκριση με τη λύρα του Απόλλωνα) και ως εκπρόσωπος της κατώτερης ασιατικής τέχνης.
Έτσι, ο Απόλλων κάλεσε τον Μαρσύα να αποδείξει την αξία του σε ένα μουσικό διαγωνισμό που έγινε στο όρος Τμώλον της Μικράς Ασίας. Κριτές ήταν ο Τμώλος υπέρ του θεού, ο Μίδας υπέρ του Μαρσύα και οι Μούσες. Οι κριτές ανακήρυξαν νικητή το θεό. Ο θεός Απόλλων για να τιμωρήσει τον στόμφο και τη αλαζονεία του ο ίδιος έδεσε αυτόν σε πεύκο και τον έγδαρε ζωντανό όπως διηγείται ο Νίκανδρος, ο Φιλόστρατος, ο Λουκιανός ή όπως αναφέρει ο Πλίνιος, και κρέμασε το δέρμα του στο άνοιγμα ενός σπηλαίου για παραδειγματισμό. ότι αυτό συνέβη στη Σκύθη.
Το αίμα του σχημάτισε τον ομώνυμο ποταμό.
Σύμφωνα, μάλιστα, με μια λεπτομέρεια του μύθου, ένας από τους κριτές του διαγωνισμού ήταν ο γνωστός, από άλλους μύθους, βασιλιάς της Φρυγίας Μίδας, ο οποίος ψήφισε υπέρ του Μαρσύα και για τιμωρία του ο θεός μετέτρεψε τα αυτιά του σε αυτιά γαϊδάρου.
Στην Αθήνα πίστευαν, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ότι το δέρμα του Μαρσύα φυλασσόταν σε σπήλαιο της Ακρόπολης πάνω από την αγορά.
Την μικρασιατική καταγωγή του Μαρσύα αποδεικνύουν πολλοί ομώνυμοι χείμαρροι και τοποθεσίες στη Μικρά Ασία. Κατά Στέφανο τον Βυζάντιο οι τότε ξεναγοί (εξηγητές) επεδείκνυαν και τον τάφο του Μαρσύα στη πόλη της Πεσσινούντος όπου λατρευόταν κυρίως η θεά Ρέα - Κυβέλη που κατά την ασιατική παράδοση ο Μαρσύας που ανακάλυψε τον αυλό συνόδευε πάντα αυτή τη θεά.
Εξ όλων όμως των ομώνυμων ποταμών σπουδαιότερος είναι ο Μυσίας της Φρυγίας, παραπόταμος του Μαιάνδρου, πλησίον της πόλης των Κελαινών. Εδώ όπου και η πηγή του χείμαρου Μαρσύα λέγεται ότι συνέβη ο περίφημος μουσικός διαγωνισμός όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος και ο Ξενοφών.
Λέγεται ακόμη πως η θεά Αθηνά όταν βρήκε τον αυλό και δοκίμασε να παίξει είδε τον εαυτόν της στα νερά του Μαιάνδρου με φουσκωμένα μάγουλα και το πρόσωπό της παραμορφωμένο και με βδελυγμία το απέρριψε.Ο αυλός έπεσε στη Φρυγία και τον βρήκε ο Μαρσύας.
Ο Παυσανίας (Α', 24, 1) λέει πως ένα άγαλμα της Αθηνάς δείχνει τη θεά να χτυπά το Σιληνό Μαρσύα, γιατί πήρε τους αυλούς, τους οποίους εκείνη ήθελε να ριχτούν μακριά.
Ο μύθος του Μαρσύα, αν και θεωρήθηκε ως πάλη και νίκη (επικράτηση) της κιθάρας έναντι του φρυγικού αυλού και κατ' επέκταση της δωρικής ελληνικής μουσικής έναντι της φρυγικής, δεν έπαψε και να θεωρείται ότι συμβολίζει την πάλη ανάμεσα στην Απολλώνια και τη Διονυσιακή πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
Ο μουσικός αγώνας ανάμεσα στον Απόλλωνα, που αντιπροσωπεύει το πνεύμα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, και στον αυλητή Μαρσύα, που συμβολίζει την υποδεέστερη (κατά την αντίληψη της εποχής) ασιατική μουσική.
Τελειώνει μεν με τη νίκη του Απόλλωνα και την παραδειγματική τιμωρία του Μαρσύα, αλλά στο τέλος (το 586 π.Χ.) ο περιφρονημένος αυλός καταφέρνει να πολιτογραφηθεί ως ελληνικό όργανο στους Δελφούς, όταν ο Αργείος αυλητής Σακάδας συνέθεσε μουσικό νόμο και λυρικό άσμα και κέρδισε το πρώτο βραβείο στην εορτή των Πύθιων.
Γι' αυτό και υπάρχει μια αναθεωρημένη εκδοχή του μύθου:ο Απόλλων, μετανιωμένος για ό,τι έκανε στον Μαρσύα, κατέστρεψε "την κιθάρα του και την αρμονία" από αυτή την αρμονία, λέει ο Παυσανίας, οι Μούσες βρήκαν τη μέση, ο Λίνος τη λιχανό, ο Ορφέας και ο Θάμυρις την Υπάτη και την παρυπάτη αντίστοιχα.
Πήγε και ξεκρέμασε το δέρμα του, ώστε σιγά σιγά να ξεχαστεί το δυσάρεστο αυτό ζήτημα. Δεν τα κατάφερε όμως να σβήσει εντελώς όλα τα ίχνη. Στις παραστάσεις της αρχαίας ελληνικής τέχνης, ο Ερμής (ο δημιουργός της λύρας του Απόλλωνα) συχνά εικονίζεται να κρατά στο χέρι το «μαρσύπιον», ένα βαλάντιο (πορτοφολάκι) από δέρμα.
Επίσης, «μαρσύπια» και «μάρσιπους» λένε, στη στρατιωτική ορολογία, το ζεύγος των δερμάτινων σάκων εκατέρωθεν της σέλας του αλόγου, μέσα στους οποίους ο ιππέας τοποθετεί διάφορα χρήσιμα αντικείμενα είδη καθαριότητας, τρόφιμα κ.λπ.
Ας μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε, βέβαια, τα 140 είδη των μαρσιπορόφων θηλαστικών (marsipialia) της μακρινής Αυστραλίας.
Ένα άλλο όνομα για τον Μαρσύα ήταν Μάσσης (Πλούτ. Περί μουσ. 1133F)
[1]
Σειληνοί
Οι Σειληνοί είναι μυθικά πρόσωπα. Αρχικά τους θεωρούσαν αρσενικά πνεύματα των τρεχούμενων νερών, που καθιστούσαν εύφορη τη γη και τα οποία ήταν προικισμένα με σύνεση και προφητικές ικανότητες. Ωστόσο, από τον 5o αι. π.κ.χ. η γραμματεία τούς εμφανίζει στην ακολουθία του Διονύσου, ως αχώριστους συντρόφους του στις περιοδείες και στους πολέμους του εναντίον των Γιγάντων, των Ινδών κ.ά., όπως και τους Σατύρους, με τους οποίους πολλές φορές ταυτίζονταν αφού, σύμφωνα με μαρτυρίες του Παυσανία, Σειληνοί ονομάζονταν οι ενήλικοι Σάτυροι.
Η αναπαράσταση των Σατύρων με χαρακτηριστικά τράγου αποτελεί ελληνιστική εξέλιξη που προήλθε από τη σύνδεσή τους με τον Πάνα. Σύμφωνα με την παράδοση, οι δαίμονες αυτοί κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία. Λέγεται μάλιστα ότι ο βασιλιάς της Φρυγίας Μίδας συνέλαβε έναν Σειληνό κοντά σε μια πηγή και, αφού έριξε στο νερό κρασί με αποτέλεσμα να τον μεθύσει, του απέσπασε τον χρησμό ότι η μεγαλύτερη ευτυχία για τον άνθρωπο θα ήταν να μη γεννιόταν ποτέ ή, αν γεννιόταν, να πέθαινε το γρηγορότερο.
Στα έργα τέχνης, οι Σειληνοί εμφανίζονται με αφτιά και ουρά αλόγων και πολλές φορές είναι οπλισμένοι. Ωστόσο, η αρχαία πλαστική τούς παρουσίαζε άλλοτε γέρους με πατρική έκφραση να κρατούν στην αγκαλιά τους τον Βάκχο σε νηπιακή ηλικία, και άλλοτε πάλι κοντόχοντρους και μεθυσμένους άντρες, αποκρουστικούς στην όψη, στεφανωμένους με κληματόφυλλα και σταφύλια να κρατούν θύρσο ή ραβδί. Πολλές φορές ήταν ξαπλωμένοι δίπλα σε ασκί και άλλοτε πάνω σε γάιδαρο, που ήταν και το ιερό τους ζώο.
Ο γνωστότερος από τους Σειληνούς ήταν, κατά τη μυθολογία, ο ομώνυμος βασιλιάς της Νίσας στη Λιβύη, ο οποίος ήταν γιος του Ερμή ή του Πάνα και κάποιας Νύμφης (Βλ. λ. Σειληνός). Οι Σειληνοί ήταν χθόνιες θεότητες με αμφίσημο χαρακτήρα. Αφενός εμφανίζονται να έχουν βίαιο και λάγνο χαρακτήρα που τους φέρνει σε προστριβές με τις Νύμφες. Ως τέτοιοι παρουσιάζονται σαν αποτρόπαιοι δαίμονες (όπως η Γοργώ, η Μέδουσα ή οι Ερινύες) αποτρέποντας το κακό που οι ίδιοι συμβολίζουν. Ωστόσο, οι εξατομικευμένες μορφές Σειληνών όπως ο Σειληνός ή ο Μαρσύας παρουσιάζονται ως ευεργετικοί δαίμονες.
Παρουσιάζονταν ως σοφοί δάσκαλοι και μάντεις που είχαν στενή σχέση με τη μουσική. Αυτός ο διττός χαρακτήρας τους προκύπτει από το ότι οι Σειληνοί ήταν χθόνιες θεότητες (όπως ο Πάνας ή οι Κένταυροι) που μεσολαβούν μεταξύ του πάνω και του κάτω Κόσμου. Έτσι σχετίζονται τόσο με τη γονιμότητα όσο και με τον θάνατο.Είναι ακριβώς ο χθόνιος χαρακτήρας τους που τους συνδέει με τον Διόνυσο, επίσης χθόνια θεότητα. Ο αλογόμορφος χαρακτήρας τους συνδέεται επίσης με τη βακχική μανία, καθώς το άλογο στην αρχαία Ελλάδα ήταν σύμβολο της επιληψίας και της θείας μανίας.
[2]
Βιβλιογραφια
Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 1. 23. 6, 1. 4. 5, 3. 25. 2, 6. 24. 8
Νόννος, Διονυσιακά
10. 142 ff, 13. 43 ff, 14. 96 ff, 17. 23 ff, 19. 158 ff, 27. 221 ff, 29. 243 ff
Απολλόδωρος (ψευδο-), Βιβλιοθήκη 2. 83
Στράβων, Γεωγραφικά 10. 3. 14, 12. 4. 8
Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη 4. 4. 3
Ορφικοί Ύμνοι προς Σιληνό
Ηρόδοτος, Ιστοριών 8. 138. 1
Φιλόστρατος, «Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον» 4. 27
Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 4. 25 ff, 11. 86 ff, 14. 634 ff
Πλούταρχος, Περί Μουσικής 1133F