• Αρχη
  • |
  • Εμεις
  • |
  • To Project
  • |
  • Επικοινωνια
  • |
  • Login
  • |

Αμφισβαινα


το φιδι που εχει ενα κεφαλι σε καθε ακρο



Άλλα ονόματα που αναφέρεται είναι:

Amphisbaina, Amphisbene, Amphisboena, Amphisbona, Amphista, Amphivena ή Anphivena.

Αμφίσβαινα στα Ελληνικά σημαίνει αυτή που «βαίνει αμφί» (δηλαδή και προς τις δυο κατευθύνσεις).

Στις περισσότερες περιγραφές εμφανίζετε σαν φίδι που έχει ένα κεφάλι σε κάθε άκρο.



Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία η Αμφίσβαινα γεννήθηκε από το αίμα που έσταζε από το κεφάλι της Γοργόνας Μέδουσας, όταν ο Περσέας με αυτό στο χέρι του πέρασε πάνω από το Λιβυκή έρημο.

Η Αμφίσβαινα ως μυθολογικό και θρυλικό πλάσμα αναφέρεται από τους συγγραφείς Αιλιανός, Lucan, το Πλίνιο το Πρεσβύτερο, τον Ισίδωρο της Σεβίλλης και τον Thomas Browne όπως και από τους ποιητές Αισχύλος, Νίκανδρο, John Milton, Alexander Pope, Alfred, Lord Tennyson, and A. E. Housman. Ποιο αναλυτικά έχουμε αναφορές: Στα Φαρσάλια (701 - 728 π.X. επικό ποίημα του Λουκιανού Λατίνου ποιητή, στην αυλή του Νέρωνα. Εξιστορεί την πάλη μεταξύ του Καίσαρα και του Πομπήιου) απαριθμούνται τα πραγματικά και τα φανταστικά ερπετά, που συνάντησαν οι στρατιώτες του Κάτωνα στην πυρωμένη τους προέλαση μέσα από την Αφρικανική έρημο.

Ανάμεσα σ' αυτά συγκαταλέγονται: ο Παρίας, «που ικανοποιείται ανοίγοντας δρόμο με την ουρά του» (ή όπως λέει ένας Ισπανός ποιητής του δέκατου έβδομου αιώνα, «που ανοίγει το δρόμο του όρθιος σαν μπαστούνι»),ο Ιάκουλος, που ξεπετάγεται με ορμή απ' τα δέντρα σαν ακόντιο και «η επικίνδυνη Αμφίσβαινα, που κινείται επίσης προς το μέρος και των δυό κεφαλιών της».

Ο Πλίνιος (VIII, 23) χρησιμοποιεί σχεδόν τις ίδιες λέξεις, για να περιγράψει την Αμφίσβαινα και προσθέτει: «Σάν νά μάν ήταν άρκετά βλαβερό το δηλητήριο, πού χύνει μόνο άπό τό ενα στόμα».

Ο Θησαυρός του Μπρουνέτο Λατίνι — ή έγκυκλοπαίδεια δηλαδή που υπέδειξε ο Λατίνι στον παλιό του μαθητή, στον Έβδομο κύκλο της Κόλασης — είναι λιγότερο φειδωλός και πιο σαφής: «Η Αμφίσβαινα είναι ένα φίδι με δύο κεφάλια, το ένα στην κανονική του θέση και το άλλο στην ουρά, μπορεί να δαγκώσει και με τα δύο, τρέχει με σβελτάδα και τα μάτια της λάμπουν σαν κεριά».

Ο σερ Τόμας Μπράουν στο έργο του Κοινές Πλάνες (1646) έγραψε ότι δεν υπάρχει είδος στη φύση κεφάλι μπροστινό και πίσω, δεξιά κι αριστερή πλευρά κι αρνήθηκε την ύπαρξη της Αμφίσβαινας, «γιατί έχοντας δυο κεφάλια, ένα σε κάθε άκρο, κάνει το κάθε τέλος της να θεωρείται αρχή της, πράγμα πού είναι αδύνατο... Και ως έκ τούτου αυτή ή διπλοπροσωπία κακώς επινοήθηκε με την τοποθέτηση σε κάθε άκρο κι ενός κεφαλιού...».

Στις Αντίλλες και σε ορισμένα μέρη της Αμερικής, το όνομα αυτό το δίνουν σ' ένα ερπετό, πού είναι συνήθως γνωστό ως doble andadora (αυτό πού πηγαίνει κι απ' τις δυο μεριές) και ως «διπλοκέφαλο φίδι» και «μητέρα των μυρμηγκιών».

Λένε ότι το τρέφουν τα μυρμήγκια.

Κι ακόμη, πως αν το κόψουν στη μέση, τα δυό μέρη ενώνονται και πάλι.

Οι ιαματικές ιδιότητες της Αμφίσβαινας εξαίρονται από τον Πλίνιο. Στην τραγωδία του Αισχύλου Αγαμέμνων σε μετάφραση Ι.Ν.Γρυπάρη αναφέρει η Κασσάνδρα πάνω στο χορό:



“…Τέτοια τολμά! Γυναίκα φόνισσα ενός άντρα!
Και ποιο όνομα να βρω στο μισητό το τέρας
να του ταιριάζει; Aμφίσβαινα ή τάχα Σκύλλα
που μες τους βράχους θρήνος των ναυτών φωλιάζει;…”



Ο αρχαίος συγγραφέας Αιλιανός έγραψε στους μύθους του «περί ζώων»(8.8) ότι ο Νίκανδρος ισχυρίζεται ότι το κέλυφος της Aμφίσβαινας είναι τυλιγμένο γύρω από ράβδους.

Σε μια άλλη παράγραφο (9. 23 )αναφέρει ότι η Αμφίσβαινα είναι ένα φίδι με δύο κεφάλια, ένα στην κορυφή και ένα προς στην ουρά. Όταν θέλει να κινηθεί προς τα εμπρός, αφήνει πίσω το ένα κεφάλι για να χρησιμεύσει ως ουρά, ενώ το άλλο το χρησιμοποιεί σαν κεφάλι. Κατόπιν πάλι εάν θέλει να κινηθεί προς τα πίσω, χρησιμοποιεί τα δύο κεφάλια ακριβώς με τον αντίθετο τρόπο!

Ο Ρωμαίος φυσικός φιλόσοφος και ιστοριογράφος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος(23-79 μ.Χ.)στην Ρωμαϊκή Εγκυκλοπαίδεια έγραψε «Το φίδι Αμφίσβαινα έχει ένα δίδυμο κεφάλι, που είναι στην ουρά της, καθώς, σαν να μην έφτανε αυτό το δηλητήριο χύνεται έξω από το στόμα της.»


Στην πραγματικότητα σήμερα η Δωδεκανησιακή Αμφίσβαινα(Blanus strauchi) είναι ένα είδος ακίνδυνου ερπετού-σκουλικιού που ζει σε υγρές περιοχές με μαλακό χώμα ή άμμο, σε χωράφια, σε βοσκοτόπια και συχνά στις εκσκαφές εδάφους. Κρύβεται κάτω από βράχους ,πέτρες ή ακόμα και σε στοές τρωκτικών.

Την συναντάμε στη Νότια Ελλάδα (μόνο στα νησιά Ρόδο,Κω,Καστελλόριζο) στην Κύπρο και στη Δυτ.Τουρκία.





Περισσότερα χαρακτηριστικά:

Τάξη: Φολιδωτά (Squamata)

Υπόταξη: Αμφίσβαινες (Amphisbaenia)

Ομοταξία: ΕΡΠΕΤΑ (Reptilia)

Οικογένεια: Amphisbaenidae

Διαστάσεις: Συνήθισμένο μήκος 19-20cm.

Διατροφή: Τρέφεται με σκαθάρια, σκολόπενδρες και άλλα μικρά ασπόνδυλα.

Αναπαραγωγή: Η αναπαραγωγική συμπεριφορά είναι άγνωστη.Το συγγενικό είδος της Ιβηρικής Χερσονήσου γεννά αβγά.

Χαρακτηριστικά: Δίνει εντύπωση χοντρού σκουληκιού.

Είναι άποδο ερπετό με κυλινδρικό σώμα,οι φολίδες του είναι διατεταγμένες κατά εμφανείς εγκάρσιους δακτυλίους.

Το ρύγχος είναι κοντό και στρογγυλό για να σκάβει, το στόμα πολύ μικρό,τα μάτια ατροφικά είναι καλυμμένα με δέρμα.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:

Κεφάλι και ουρά είναι δυσδιάκριτα αφού δε διαφοροποιούνται από το υπόλοιπο σώμα.

Η ομοιότητά τους έχει προστατευτικό ρόλο.

Είναι ζώο με υπόγειες και σκαπτικές συνήθειες.Σκάβει πολυδαίδαλες στοές.

Μετακινείται με κατακόρυφες κυματοειδείς κινήσεις. Στην αρχαιότητα, η δήθεν επικίνδυνη αμφίσβαινα είχε πολλές χρήσεις στην τέχνη της λαϊκής ιατρικής.

Λέγεται ότι οι γυναίκες που φορούν μια ζωντανή αμφίσβαινα γύρω από το λαιμό τους, θα έχουν ασφαλή εγκυμοσύνη, ωστόσο, εάν ο στόχος ήταν να θεραπεύσει ασθένειες όπως η αρθρίτιδα ή το κοινό κρυολόγημα φορούσαν μόνο το δέρμα της.

Με την κατανάλωση του κρέατος των αμφίσβαινα θα μπορούσε κανείς να προσελκύουν πολλούς λάτρεις του αντίθετου φύλου και αν κάποιος την σκοτώσει κατά τη διάρκεια της πανσελήνου θα μπορούσε να του δώσει δύναμη αρκεί να έχει καθαρή καρδιά και το μυαλό.

Οι υλοτόμοι που υποφέρουν από το κρύο στην εργασία τους θα μπορούσε να καρφώσουν το δέρμα της σε ένα δέντρο για να τους κρατάει ζεστούς, ενώ κατά τη διαδικασία της υλοτομίας επιτρέπει στο δέντρο να πέσει ευκολότερα.

[1]



Βιβλιογραφια

Αισχύλος, Αγαμέμνων 1232 ff

Κλαύδιος Αιλιανός, Περὶ ζῴων ἰδιότητος 8. 8, 9. 23

Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Φυσική Ιστορία 8. 85

Νόννος, Διονυσιακά 5. 146 ff

Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη 2. 58. 2 - 4