ANCIENT GREECE RELOADED
ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ
ΤΑ 5 ΠΟΤΑΜΙΑ ΤΟΥ ΑΔΗ
Ο Άδης γενικά στην Ελληνική Μυθολογία σήμαινε τόσο τον κάτω κόσμο όπου μεταβαίνουν οι ψυχές μετά θάνατο όσο και την ίδια ιδεατή ανθρωπόμορφη δύναμη που κυβερνούσε αυτόν τον χώρο. Η λέξη αρχικά αναφερόταν αποκλειστικά στον θεό.
Η γενική πτώση της λέξης (Ἅιδου), ήταν συντόμευση της φράσης «σπίτι του Άδη», αλλά τελικά και η ονομαστική της λέξης άρχισε να περιγράφει την κατοικία των νεκρών.
Υπήρχαν πολλοί τομείς του Άδη, συμπεριλαμβανομένων των Ηλυσίων Πεδίων και του Ταρτάρου.
Στην Ρωμαϊκή μυθολογία, μια είσοδος στον κάτω κόσμο που βρισκόταν στο Αβέρνους, έναν κρατήρα κοντά στην Κύμη της Καμπανίας, ήταν ο δρόμος που ο Αινείας χρησιμοποίησε για να κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Συνεκδοχικά, η λέξη Αβέρνους μπορεί να ήταν υποκατάστατο ολόκληρης της σημασίας κάτω κόσμος. Οι Ινφέριι Ντίι ήταν οι Ρωμαίοι θεοί του κάτω κόσμου.
Οι νεκροί εισέρχονταν στον κάτω κόσμο διασχίζοντας τον ποταμό Αχέροντα, με τη βάρκα του Χάροντα, ο οποίος χρέωνε έναν οβολό για το πέρασμα, τοποθετημένο κάτω από τη γλώσσα του νεκρού από τους πιστούς συγγενείς του. Οι άποροι και όσοι δεν είχαν φίλους παρέμεναν για πάντα στην όχθη του ποταμού. Η αντίπερα όχθη φυλασσόταν από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο σκύλο που νικήθηκε από τον Ηρακλή. Πέρα από τον Κέρβερο, οι σκιές των τεθνεώτων εισέρχονταν στον Τάρταρο, τη γη των νεκρών.
Οι πέντε ποταμοί του Άδη
Οι πέντε ποταμοί του Άδη ήταν οι Αχέρων (o ποταμός της θλίψης), Κωκυτός (o ποταμός του θρήνου), Φλεγέθων (o ποταμός που έχει πύρινες φλόγες), Λήθη (o ποταμός της λησμονιάς) και Στυξ (o ποταμός του μίσους).
Αχέρων
Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι ο Αχέρων αποτελεί τον ποταμό εκείνο, τον διάπλου του οποίου έκανε, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία ο «ψυχοπομπός» Ερμής παραδίδοντας τις ψυχές των νεκρών στον Χάροντα για να καταλήξουν στο βασίλειο του Άδη. Η κάθε ψυχή, περνώντας από το πορθμείο του Χάροντα, έπρεπε να δώσει από έναν οβολό για τη μεταφορά, ενώ αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του Μένιππου, τον οποίο αναφέρει ο Λουκιανός, ως τον μοναδικό που διέσχισε τον Αχέροντα χωρίς να πληρώσει.
Στο δρόμο του ο ποταμός Αχέρων διασταυρωνόταν με τους Πυριφλεγέθοντα και Κωκυτό, στο σημερινό χωριό Μεσοπόταμος, στο σημείο όπου βρίσκεται το αρχαίο Νεκρομαντείο του Αχέροντα. Η αρμοδιότητα του Νεκρομαντείου του Αχέροντα ήταν διαφορετική από αυτή των Δελφών και της Δωδώνης. Ο σκοπός του δεν ήταν η παροχή χρησμού αλλά η διευκόλυνση της επικοινωνίας των επισκεπτών με τις ψυχές των νεκρών συγγενών τους. Αχέρων, Κωκυτός και Πυριφλεγέθων συναποτελούσαν τους τρεις ποταμούς του Άδη.
Ο Όμηρος στην «Οδύσσεια» αναφερόμενος στην κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη για να πληροφορηθεί από το μάντη Τειρεσία για την επιστροφή του στην Ιθάκη περιγράφει λεπτομερώς το σημείο συνάντησης του Αχέροντα με τον Πυριφλεγέθοντα και τον Κωκυτό:
… ἄραξ' ἐκεῖ τὸ πλοῖο σου στοῦ Ὠκεανοῦ τὴν ἄκρη,
καὶ στοῦ Ἅδη κίνησε νὰ πᾶς τ' ἀραχνιασμένο σπίτι,
Ἐκεῖ ὁ Πυριφλεγέθοντας στοῦ Ἀχέροντα τὸ ρέμα
κυλιέται μὲ τὸν Κωκυτὸ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὴ Στύγα,
κι ὁ βράχος ποὺ βαρύβροντα τὰ δυὸ ποτάμια σμίγουν…
— (κ’ ραψωδία)
Αλλά και ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη» χρησιμοποιεί το όνομα Αχέρων ως μετωνυμία του Χάρου, τη στιγμή που η Αντιγόνη οδεύει προς την τιμωρία του ηθικού της χρέους :
…ἀλλά μ᾽ ὁ παγκοίτας Ἅιδας ζῶσαν ἄγει
τὰν Ἀχέροντος
ἀκτάν,οὔθ᾽ὑμεναίων ἔγκληρον,οὔτ᾽ἐπινύμφειός
πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν,ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω…
— (4ο επεισόδιο, Α σύστημα, στροφή α)
Επίσης το έργο του Λουκιανού «Νεκρικοί διάλογοι», όπου σατιρίζει κοινωνικά γεγονότα εμπνεόμενος από τη μεταφορά των νεκρών στον Άδη, περιστρέφεται γύρω από τον Αχέροντα. Μεγάλος αριθμός ποιητών και συγγραφέων της αρχαίας ελληνικής παράδοσης αναφέρονται στον Αχέροντα καθώς, το όνομα του ποταμού ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μετάβαση των νεκρών στην κοινωνία των ψυχών.
Κωκυτός
Ο Κωκυτός, από το αρχαιοελληνικό ρήμα «κωκύω», που σημαίνει «κραυγάζω μετ' οδύνης, θρηνώ», σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ήταν υποχθόνιος ποταμός, ένας από τους ποταμούς που διέρρεαν τον Άδη.
O Όμηρος, στην Οδύσσεια, ανέφερε ότι έσμιγε με τον Πυριφλεγέθοντα και χύνονταν μαζί με θορυβώδη καταρράκτη στον Αχέροντα. Στον πλατωνικό διάλογο Φαίδων (114a) αναφέρεται ως ο ποταμός που ρίχνονταν οι ανθρωποκτόνοι, σε διάκριση με τους πατροκτόνους και μητροκτόνους που ρίχνονταν στον Πυριφλεγέθοντα.
Επρόκειτο, σύμφωνα με τον μύθο, όχι για τους αμετανόητους ή στυγνούς εγκληματίες (αυτοί ρίχνονταν άπαξ δια παντός στον Τάρταρο), αλλά για εκείνους που είχαν δράσει εν θερμώ ή παρόμοιους λόγους και, στη συνέχεια, είχαν μετανοήσει για τις πράξεις τους. Όλοι αυτοί μετακινούνταν μεταξύ Τάρταρου και Αχερουσιάδος λίμνης δια μέσου των δυο ποταμών, έως ότου να λάβουν συγχώρεση από τα θύματά τους, τα οποία ικέτευαν με γοερά παρακάλια και ικεσίες.
Γνωστή νύμφη του Κωκυτού ήταν η Μίνθη, η οποία είχε προκαλέσει το ερωτικό ενδιαφέρον του Άδη και, συνεπεία αυτού, την εκδικητική μανία της Περσεφόνης ή της Δήμητρας.
Πυριφλεγέθων
Ο Πυριφλεγέθων, δηλαδή «ὁ λάμπων ὡς φλοξ πυρός» ή αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες, γνωστός διεθνώς και ως Φλεγέθων (Phlegethon, Flegeton), ήταν στην ελληνική μυθολογία ένας από τους τρεις ή πέντε ποταμούς που διέρρεαν τον Κάτω Κόσμο, τον Άδη.
Ο Πυριφλεγέθων αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια. Πιστευόταν ότι έρρεε στο πάλι του Κωκυτού, που ερχόταν από τη Στύγα. Τα δυο ποτάμια έσμιγαν και χύνονταν με θορυβώδη καταρράκτη στον Αχέροντα: «ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσι Κώκυτός θ', ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀποῤῥώξ, πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων» (κ΄ 513-515).
Στον πλατωνικό διάλογο Φαίδων (113b,c και 114a) περιγράφεται ως ποταμός του οποίου «οι ρύακες εις όσα σημεία εγγίζουν την επιφάνειαν της γης εκβράζουν πύρινον πηλόν». Αναφέρεται ότι στον Πυριφλεγέθοντα ρίπτονταν οι πατροκτόνοι και οι μητροκτόνοι, ενώ οι υπόλοιποι ανθρωποκτόνοι στον ποταμό Κωκυτό.
Επρόκειτο, σύμφωνα με το μύθο, όχι για τους αμετανόητους ή στιγνούς εγκληματίες (αυτοί ρίχνονταν άπαξ δια παντός στον Τάρταρο), αλλά για εκείνους που είχαν δράσει εν θερμώ κ.λπ. και στη συνέχεια είχαν μετανοήσει για τις πράξεις τους. Όλοι αυτοί, μετακινούνταν μεταξύ Τάρταρου και Αχερουσιάδος λίμνης δια μέσου των δυο ποταμιών, έως ότου να λάβουν συγχώρεση από τα θύματά τους, τα οποία παρακαλούσαν με γοερά παρακάλια και ικεσίες.
Άλλες αναφορές
Ως «Φλεγέθων» αναφέρεται στην Αινειάδα (στο VI.551: Tartareus Phlegethon, torquetque sonantia saxa -λατ.), καθώς και από το Δάντη στην Κόλαση (Inferno, canti 12 και 14). Στον «έβδομο κύκλο» του ποιήματος, περιγράφεται ως ποταμός βραστού αίματος, στον οποίο τιμωρούνται οι πιο βίαιοι εγκληματίες, βυθιζόμενοι μέσα του, ανάλογα με το μέγεθος των κριμάτων τους.
H περιγραφή του Δάντη είναι λεπτομερής (Inf. 12.46-54, 12.100-39), αλλά o ποιητής δεν αποκαλύπτει το όνομα του φοβερού ποταμιού, πράγμα που γίνεται αργότερα (στο 14.76-84). Μνεία κάνει και ο Τζον Μίλτον στον Χαμένο Παράδεισο, μαζί με τα υπόλοιπα ποτάμια του ΄Αδη.
Αναφορά στον Πυριφλεγέθοντα και τον Κωκυτό υπάρχει στο ποίημα «Της Σελήνης της Μυτιλήνης παλαιά και νέα ωδή» (1953) του Οδυσσέα Ελύτη, το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα ετεροθαλή: «Τόσο πικρή στη φούχτα μου η γαλήνη / Τόσο οι άνθρωποι μαύροι και μικροί / Με το πόδι εμπρός που ολοένα παν / Παν κατευθείαν για τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα!».
Επίσης αναφορά συναντάται και στο διήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε "Η Ρουφήχτρα του Μάελστρομ" όταν ο συγγραφέας περιγράφει το απόκοσμο θέαμα και θόρυβο των θαλάσσιων ρευμάτων που δημιουργούσαν την δίνη του Μάελστρομ.
Λήθη
Στην ελληνική μυθολογία, κατά τον Ησίοδο, η Λήθη ήταν θυγατέρα της Έριδας και προσωποποίηση της λήθης, δηλαδή της λησμονιάς και της αγνωμοσύνης. Τη θεωρούσαν μία από τις Ναϊάδες Νύμφες. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η Λήθη ήταν η μητέρα των τριών Χαρίτων.
Από τη Λήθη πήραν το όνομά τους μία πηγή και ένας από τους πέντε ποταμούς του Άδη, από τα ύδατα του οποίου έπιναν οι κατερχόμενοι νεκροί για να λησμονήσουν το παρελθόν, την επίγεια ζωή τους. Τον ποταμό Λήθη παρίσταναν ως ένα γέροντα που κρατούσε στο ένα χέρι υδρία και στο άλλο κύπελλο.
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι υπήρχε βωμός της Λήθης στο Ερέχθειο των Αθηνών. Επίσης, στη Βοιωτία υπήρχε κοντά στο Μαντείο του Τροφωνίου η πηγή της Λήθης, όπως και η πηγή της Μνημοσύνης. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η Λήθη ήταν αδελφή του Θανάτου και του Ύπνου.
Στύγα
Η Στύγα (Στυξ) ήταν αρχέγονη χθόνια θεότητα, απεχθής και φρικαλέα, προσωποποίηση του ομώνυμου ποταμού του Άδη.
Η θεά Στυξ
Θεογονία
Η Στυξ ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος ή κόρη του Ερέβους και της Νυκτός. Από τον Δία απέκτησε την Περσεφόνη και από τον Πάλλαντα τη Νίκη, τον Ζήλο, το Κράτος και τη Βία.
Στα παιδιά της από τον Πάλλαντα ο Υγίνος προσέθεσε και τη Σκύλλα. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, σύζυγος της ήταν ο Πείρας, όπου ως καρπός της ένωσής τους προέκυψε η Έχιδνα.
Συμβολή στην Τιτανομαχία
Η Στύγα κατοικούσε μακριά από τους άλλους θεούς, στο βαθύ σκότος του Άδη, μέσα στο, κτισμένο πάνω σε πανύψηλους αργυρούς στύλους, ξακουστό παλάτι της.
Ανέβηκε στον Όλυμπο μόνο μια φορά: όταν έσπευσε μαζί με τα παιδιά της να βοηθήσει τον Δία στην άγρια και αμφίρροπη μάχη του εναντίον των Τιτάνων.
Όταν αυτός, τελικά, επικράτησε, ανταμείβοντάς την, όρισε να δίνουν, πλέον, οι θεοί όρκο στο ιερό της όνομα και προσκάλεσε τα παιδιά της να έρθουν να ζήσουν για πάντα μαζί του, στον Όλυμπο. Το Κράτος και η Βία θα γίνουν, έκτοτε, μόνιμοι παραστάτες του και απηνείς εκτελεστές των αποφάσεών του.
Ο Στύγιος ποταμός και η λίμνη Στύγα
Η Στύγα ήταν, επίσης, ένας από τους μεγάλους ποταμούς του Κάτω Κόσμου, κλάδος του αρχέγονου Ωκεανού. Από την κορυφή ενός απόκρημνου βράχου, του Τάρταρου, ανάβλυζε το νερό που σχημάτιζε αρχικά τον Στύγιο ποταμό και, ακόλουθα, την λίμνη Στύγα. Τα νερά τους είχαν την τρομερή δύναμη να διαλύουν και να αφανίζουν ότι έπεφτε μέσα τους.
Αυτά τα νερά αναμεμειγμένα με θειάφι χρησιμοποιούσαν οι Τελχίνες για να καταστρέψουν φυτά και ζώα και σ'αυτά, επίσης, η Θέτις (σύμφωνα μ'έναν μετα-ομηρικό μύθο που διέσωσε ο Ρωμαίος Στάτιος) βάπτισε τον νεογέννητο Αχιλλέα κι έτσι τον κατέστησε άτρωτο - εκτός του σημείου που τον κρατούσε, την πτέρνα, μοναδικό, έκτοτε, τρωτό σημείο του σώματός του, γνωστό μέχρι σήμερα ως αχίλλειος πτέρνα.
Ο Όρκος των θεών
Όπως αναφέρει ο Ησίοδος, όταν δυο θεοί φιλονικούσαν μεταξύ τους κι ο Δίας δεν μπορούσε να διαπιστώσει ποιος λέει την αλήθεια και ποιος όχι, έστελνε την Ίριδα να φέρει από τον Άδη λίγο από το νερό της Στύγας μέσα σε χρυσό αμφορέα. Οι θεοί έπρεπε να ορκιστούν τότε μπροστά στο ιερό ύδωρ. Ο επίορκος παρέλυε, μένοντας άλαλος και δίχως ανάσα.
Για ένα ολόκληρο έτος θα παράμεινε σε αυτή την κατάσταση, σύν τοις άλλοις, θνητός. Όμως και ύστερα από το κώμα, θα βρίσκονταν αποκλεισμένος από τα συμβούλια και τα συμπόσια των θεών για ακόμα εννιά χρόνια.
Η Αρκαδική Στύγα
Ψηλά στα Αροάνια όρη, από έναν απόκρημνο σκιερό βράχο αναβλύζει ακόμη και σήμερα πηγή που οι αρχαίοι ονόμαζαν Ύδωρ Στυγός ενώ ακόμη και σήμερα αποκαλείται Μαυρονέρι. Τα ύδατα της πηγής διέρχονται υπογείως και αναβλύζουν ξανά, χαμηλότερα στην ίδια περιοχή, για να ενωθούν με τον Κράθι ποταμό.
Η σκούρα όψη τους οφειλόταν, σύμφωνα με τον μύθο, στη θεά Δήμητρα: όταν αυτή μεταμορφωμένη σε φοράδα (για να ξεφύγει από τον Ποσειδώνα που την είχε ερωτευθεί και την κυνηγούσε), ήρθε και καθρεφτίστηκε μέσα τους, η εικόνα που αντίκρισε τη δυσαρέστησε, ταράχτηκε κι ευθύς, ο ποταμός έγινε μελανός.
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι τα ύδατα της πηγής προέρχονταν από τον χθόνιο ποταμό της Στύγας και γι' αυτό οι Αρκάδες συνήθιζαν να ορκίζονται μπροστά τους, μιμούμενοι τον Όρκο των θεών. Πίστευαν ακόμη ότι είχαν παρόμοιες με τα χθόνια ύδατα μαγικές δυνάμεις: όποιο, δηλαδή, ζωντανό πλάσμα έπεφτε μέσα τους δηλητηριαζόταν και πέθαινε, τα πήλινα αγγεία ράγιζαν, ενώ εκείνα από μέταλλο (ακόμη κι από χρυσό) σκούριαζαν και διαλύονταν. Κανένα δοχείο δεν μπορούσε να συγκρατήσει το ύδωρ της Στυγός εκτός κι αν ήταν κατασκευασμένο από οπλή αλόγου.
Το ύδωρ της Στυγός και ο θάνατος του Μ. Αλεξάνδρου
Σύμφωνα με φήμες στις οποίες αναφέρονται αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι ιστορικοί, ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε όντας δηλητηριασμένος από ύδωρ της Στύγας που έριξε κρυφά στο κρασί του ο οινοχόος του Ιόλλας. Εμπνευστής της συνωμοσίας φέρεται ο Αντίπατρος με εκτελεστές τους υιούς του και σύμβουλο ή προμηθευτή του δηλητηρίου τον Αριστοτέλη.
Σύμφωνα με Αμερικανούς επιστήμονες, οι φήμες αυτές ενδέχεται να επαληθεύονται, αφού πριν από μερικά χρόνια στα ασβεστολιθικά πετρώματα του καταρράκτη της Στύγας εντοπίστηκε η εξαιρετικώς τοξική ουσία καλιχεαμυκίνη (calicheamicin). Η ουσία αυτή προξενεί βλάβες στο DNA, με αρχικά συμπτώματα αίσθημα αδυναμίας, κόπωση και πόνο, στη συνέχεια κατάρρευση των εσωτερικών οργάνων και του νευρικού συστήματος, που τελικά οδηγούν στο θάνατο.
Η κουκουβάγια στύγα
Στο Λεξικό του Ησυχίου αναφέρεται ένα πτηνό ονόματι στύγα (στύξ), πού ήταν ίσως ένα είδος μπούφου ή κουκουβάγιας (γλαύκας). Η γλαύκα ήταν, άλλωστε, σύμβολο των χθόνιων θεών, το σκοτεινό πτηνό της Στύγας όπως λέει ο Οβίδιος.
Το πτηνό στύγα αναφέρει και ο Αντωνίνος Λιβεράλις στην ιστορία της Πολυφόντης. Ο Ερμής, αναφέρει, αφού τιμώρησε τους υιούς της, επειδή ήταν ασεβείς απέναντι στους θεούς και σκληροί με τους ανθρώπους, μεταμόρφωσε την ίδια στο νυχτοπούλι στύγα, του οποίου το κρώξιμο του τη νύχτα προαναγγέλλει πόλεμο και διχόνοια.
Πηγες
Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, «Χάρτης Αχέροντα», 1971.
Σπύρος Μουσελίμης: "Αχέρων Ποταμός και Νεκρομαντείο", Πρέβεζα, 1966
Εγκυκλοπαίδεια «Δομή»: Λήμμα «Αχέρων Ποταμός», έκδοση 1996, Αθήνα.
Εγκυκλοπαίδεια Microsoft Encarta: Λήμμα «Acheron River», έκδοση 2007
Αδαμακόπουλος Τ: «Τα βουνιά του Μωριά», σελίδα 107, έκδοση 1988.
Καράμπελας Νίκος: Νικόπολη Πρέβεζα. Λεύκωμα, έκδοση 1990
Εκδοτική Αθηνών: «Ελληνική Μυθολογία», τόμοι 5, έκδοση 1994, Αθήνα
Εκδοτική Αθηνών: «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», έκδοση 1994, Αθήνα
Δάκαρης Σωτήριος: «Το νεκρομαντείο του Αχέροντα», έκδοση 1972
Λουκιανός: «Νεκρικοί Διάλογοι», εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα
Ομήρου "Ιλιάδα" και "Οδύσσεια"
Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τόμ. 12ος, σελ. 314.
Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969
Κ. Κερένυϊ, Η Μυθολογία των Αρχαίων Ελλήνων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996
J.-P. Vernant, Μύθος και Σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα, Δαίδαλος - Ζαχαρόπουλος.
J.-P. Vernant, Το Βλέμμα του Θανάτου, Αλεξάνδρεια, 1992.
"Wikipedia"
Η εφαρμογη μας για το κινητο σου
Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"