ANCIENT GREECE RELOADED
ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ
Λητω (Λατω)
τιτανιδα θεα της σεμνοτητας και της ευγενειας
Στην ελληνική μυθολογία, η Λητώ, (ή Λατώ, στη δωρική διάλεκτο) είναι κόρη των Τιτάνων Κοίου και Φοίβης. Από τον Δία γέννησε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Στη ρωμαϊκή μυθολογία, η αντίστοιχη θεότητα της Λητούς είναι η Λατόνα.
Η Λητώ ήταν η κύρια θεότητα στην Ανατολική Λυκία, ενώ την καταγωγή της διεκδικούσαν και οι κάτοικοι της Κω. Το ιερό της, το Λητώον, ένωνε τις πόλεις-κράτη της Λυκίας μεταξύ τους. Λατρευόταν με τα επίθετα Κοιογένεια, Φυστίη και Εκδυσία.
Γέννηση της Άρτεμης και του Απόλλωνα
Όταν η Ήρα έμαθε ότι η Λητώ ήταν έγκυος από το Δία, απαγόρευσε στη Λητώ να γεννήσει σε στεριά και σε οποιοδήποτε μέρος κάτω από τον ήλιο. Σύμφωνα με έναν μύθο, όχι και τόσο διαδεδομένο, η Λητώ ήρθε από τη γη των Υπερβορείων με τη μορφή λύκαινας, αναζητώντας τη «χώρα των λύκων», τη Λυκία. Ο πιο διαδεδομένος μύθος λέει ότι όταν η Λητώ έφτανε να γεννήσει, φάνηκε ένα μικρό νησί μέσα στη θάλασσα, η Δήλος, όπου κατάφερε να γεννήσει πρώτα την Άρτεμη κι έπειτα τον Απόλλωνα.
Κατά τον Οβίδιο, μετά τη γέννηση των διδύμων, η Λητώ περιπλανήθηκε και έφτασε μέχρι τη Λυκία, όπου δεν έγινε δεκτή και με την καλύτερη υποδοχή. Όταν πήγε να πιει νερό από μια λίμνη, οι κάτοικοι της το απαγόρευσαν, αναμοχλεύοντας τη λάσπη στο βυθό της λίμνης. Τότε η Λητώ τους μεταμόρφωσε σε βατράχια για την έλλειψη φιλοξενίας που έδειξαν, ώστε να ζουν πάντα καταδικασμένοι στα λασπώδη νερά των ποταμών και των λιμνών.
Η τιμωρία της Νιόβης
Κάποτε η βασίλισσα Νιόβη, που είχε εφτά γιους κι εφτά κόρες, περηφανεύτηκε για την ευγονία και την ομορφιά των παιδιών της, λέγοντας πως «ένα μόνο ζεύγος διδύμων έναντι των τόσων δικών της έχει να επιδείξει η Λητώ, η εκλεκτή του Δία» (εννοώντας την Άρτεμη και τον Απόλλωνα).
Όταν το έμαθε η Λητώ, αγανάκτησε και ζήτησε από τα παιδιά της να τιμωρήσουν την ξιπασιά της Νιόβης. Έτσι κατά τις παραδόσεις οι δύο θεοί σημάδεψαν με τα βέλη τους, η μεν Άρτεμις τις κόρες, ο δε Απόλλων τους γιους.
Τα νεκρά σώματα των παιδιών της Νιόβης έμειναν επί εννέα ημέρες άταφα, αφού ο Δίας μετέτρεπε σε πέτρα όποιον επιχειρούσε να αποδώσει νεκρικές τιμές. Την ένατη μέρα υπέκυψαν οι θεοί, μετά από τις ικεσίες της Νιόβης και τα ενταφίασαν οι ίδιοι σε δύο κοινούς τάφους.
Η προέλευση της λατρείας της Λητούς.
Η αρχαιότερη πηγή των παραδόσεων για την Λητώ είναι το έπος της Ιλιάδος. Εκεί βλέπουμε την Λητώ μαζί με τα παιδιά της να είναι μεταξύ των θεών που υπεστήριζαν τους Τρώες ( Ραψωδία Υ, στίχοι 37 – 40 ). Στην ίδια παράταξη με την Λητώ αναφέρεται, από την παραπάνω περικοπή του Ομήρου, και ο θεός Ξάνθος, που είναι θεός του ομωνύμου του ποταμού στην Λυκία της Μικράς Ασίας, ο οποίος εμπλέκεται τόσο στα μυθολογούμενα για την Λητώ όσο και στην λατρεία της.
Ο θεός Ξάνθος είναι Μικρασιάτης θεός και φυσικό είναι να βοηθά τους Τρώες. Αυτό μας κάνει να υποπτευθούμε ότι και η Λητώ που σχετίζεται μαζί τους μυθολογικά (με τον γνωστό μύθο για τους βοσκούς της Λυκίας) αλλά και λατρευτικά (με το Λητώον ιερό στις όχθες του Ξάνθου) πρέπει να είναι θεότητα που λατρευόταν στην Μικρά Ασία από μικρασιατικούς λαούς πριν την γνωρίσουν λατρευτικά οι Έλληνες της περιοχής και μεταφέρουν την λατρεία της στην πέραν του Αιγαίου Ελλάδα.
Σε πολύ όψιμη εποχή ο Aντωνίνος Λιβεράλις ( Μεταμορφώσεων συναγωγή, 35 ) και ο Οβίδιος ( Metamorphoses, Liber VI, 313 – 381 ) διηγούνται ότι η Λητώ μετά την γέννηση των παιδιών της πήγε στην Λυκία, στην περιοχή του ποταμού Ξάνθου, όπου είχε την γνωστή περιπέτεια με κάποιους που δεν την δέχτηκαν καλά και που αυτή τους τιμώρησε. Ο μύθος αυτός μας κάνει να διαβλέπουμε μια απώτατη σχέση της Λητούς με την Λυκία η οποία έχει παραμορφωθεί με τους αιώνες.
Όπως ήδη γνωρίζουμε στην περιοχή του ποταμού Ξάνθου και σε απόσταση δέκα σταδίων από τις εκβολές του υπήρχε το Λητώον, ιερό αφιερωμένο στην θεά Λητώ ( Walter Burkert, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, σ. 363, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993 ). Μετά το Λητώον και σε απόσταση εξήντα σταδίων ήταν η πόλις των Ξανθίων, η Ξάνθος ( Στράβων, Γεωγραφικά, 14, 3, 6 ). Πολιούχος της Ξάνθου ήταν ο θεός του ποταμού, ο Ξάνθος που είχε συμπαραταχθεί με την Λητώ στο πλευρό των Τρώων κατά τον Τρωικό πόλεμο.
Αυτό το Λητώον ήταν το ιερό της ομοσπονδίας των Λυκίων ( Walter Burkert, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, σ. 363, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993 ) και όπως μαρτυρεί η τρίγλωσση επιγραφή, που βρέθηκε σ’ αυτό, η Λητώ μνημονευόταν ως « Μητέρα αυτού του ιερού » ( Comptes rendus de l’ Académie des Inscriptions et Belles Lettres, 1974, 117.38 και E. Laroche, Bulletin de la Société de Linguistique de Paris, 55, 1960, 183 κ. εξ. ).
Αξιοσημείωτη είναι η ευρύτητα της διάδοσης της λατρείας της Λητούς στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία με επίκεντρο την Καρία.
Σε δυο περιοχές της Καρίας, το Αρτεμίσιο, και την πολίχνη Φύσκο υπήρχαν Λητώα, ιερά αφιερωμένα στην Λητώ ( Στράβων, Γεωγραφικά, 14, 2, 2 και 4 ), πράγμα που μαρτυρεί την σημασία της λατρείας της Λητούς για τους Κάρες.
Αφού, λοιπόν, εντοπίσαμε την λατρεία της Λητούς στα καρικά εδάφη της Μικράς Ασίας, καιρός είναι να εξετάσουμε την παράδοση που θέλει η Άρτεμις και ο Απόλλων να γεννώνται σε διαφορετικές περιοχές. Στο θέμα αυτό αναφέρονται δυο πηγές της αρχαϊκής εποχής, ο Ορφικός Ύμνος 35 ( της Λητούς ) και ο Ομηρικός Ύμνος εις Απόλλωνα ( στ. 14 – 16 ), οι οποίοι μας παρουσιάζουν την Λητώ να γεννά την Αρτέμιδα στο άλσος Ορτυγία ( ήταν αφιερωμένο στην νύμφη Ορτυγία ) παρά τον ποταμό Κέγχριο κοντά στην Έφεσο και τον Απόλλωνα στην Δήλο ( Στράβων, Γεωγραφικά, 14, 1, 20 και 26 - 37 ).
Στην Έφεσο υπάρχει το πιο σημαντικό κέντρο λατρείας της Αρτέμιδος υπό την ασιατική μορφή της, η οποία διαφέρει από την ελληνική Αρτέμιδα. Στην Έφεσο η Άρτεμις είναι θεά με καταγωγή και χαρακτήρα εντελώς ασιατικό, λατρευόταν στα ελώδη στόμια του Καΰστρου και επί των γειτονικών ορέων από τους Κάρες και τους Λέλεγες.
Η εφεσία Άρτεμις ήταν σεληνιακή θεότητα, όχι παρθένος, αλλά τροφός των πάντων, με ευνούχους και ιερόδουλες στην υπηρεσία της, και με ένα γενικά φανατικό θρησκευτικό χαρακτήρα που βεβαιωνόταν με τον ακρωτηριασμό των ευνούχων που ήταν αφοσιωμένοι στη λατρεία της ( ( P. Decharme καθηγητού της φιλολογικής σχολής του πανεπιστημίου των Παρισίων, Μυθολογία της Αρχαίας Ελλάδος, μετάφρασις υπό Αδ. Ι. Αδαμαντίου καθηγητού του πανεπιστημίου Αθηνών, σελ. 145 ). Η μικρασιάτικη εντοπιότητα της λατρείας μας βεβαιώνει ότι η Άρτεμις που γεννήθηκε από την Λητώ στο άλσος Ορτυγία δεν διαφέρει και πολύ από την Αρτέμιδα που λατρευόταν στην Έφεσο.
Θεά τροφός, η οποία απαιτούσε ευνουχισμούς, θεά των ελών του Καΰστρου όπως η μητέρα της ήτο θεάς των ελών του Ξάνθου. Ήταν και οι δύο θεότητες της Ανατολής που ο Ελληνισμός τις έκανε ηπιότερες και τις συνέδεσε με τον δωρικό Απόλλωνα σε κάποια ελληνική περιοχή, ίσως στην Κρήτη, όπου έχουμε εντοπιότητα της λατρείας με το τριπλό χάλκινο άγαλμα της Λητωϊκής Αγίας Τριάδος ( Λητώ – Απόλλων – Άρτεμις ), αλλά και το θαύμα των « Εκδυσίων του Λευκίππου » ( Αντωνίνος Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων Συναγωγή, 17 ). Η Δήλος ήρθε αργότερα, όπως ήρθε και η περί Αστερίας – Ορτυγίας – Δήλου παράδοση.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι οι μύθοι των αρχαίων Ελλήνων είναι ότι τα συναξάρια των Χριστιανών, προσπαθούν να περιβάλουν με εντοπιότητα και ιστορική υπόσταση τις διάφορες διδαχές της θρησκείας τους και να τις προσαρμόσουν κατάλληλα προς το συμφέρον του ιερατείου και αυτού που το ελέγχει. Η μικρασιατική Ορτυγία και ο σχετικός με αυτή μύθος για την Λητώ, τα ιερά, η τοπική λατρεία, και η αδελφότητα των Κουρητών, που τελούσε την ιδιότυπη λατρεία για την Λητώ βεβαιώνουν τον ασιατικής μορφής τοπική λατρεία που πηγάζει από τις τοπικές παραδόσεις για την Λητώ ( Στράβων, Γεωγραφικά, 14, 1, 20 ).
Άξια παρατήρησης είναι η ύπαρξη, κοντά στην Έφεσο, κώμης που έφερε το όνομα « Λητούς », δηλαδή κώμη της Λητούς ( Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 1, 31d, δες και § Γ. 11. 2 της παρούσας μελέτης ). Η τοπωνυμική παρουσία της Λητούς στην περιοχή μαρτυρεί εξάπλωση της λατρείας της και ενσωμάτωσης της στα τοπικά λαϊκά στρώματα, κάτι ανάλογο με τα σημερινά τοπωνυμία, Άνω Παναγιά, Κάτω Παναγιά, Παλαιοπαναγιά κλπ.
Εξετάζοντας παραπάνω την ετυμολογία του ονόματος « Λητώ » βλέπουμε ότι ο Hofmann ( J. B Hofmann, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 214, Αθήναι 1989 ) και ο Μπαμπινιώτης ( Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, σελίδα 1013 – 1014, Κέντρο λεξικολογίας, Αθήνα 1998 ) θεωρούν αυτό δεν είναι ελληνικής προέλευσης και ότι ίσως έχει κοινή ετυμολογία με το λυδικό Lada που σημαίνει «γυναίκα, σύζυγος».
Έχοντας υπ’ όψη μας την παραπάνω ετυμολογική εκτίμηση των δύο διακεκριμένων ειδικών, αλλά και όλα τα μυθολογικά και αρχαιολογικά στοιχεία που ήδη παραθέσαμε, είναι πλέον φανερό ότι η λατρεία της Λητούς παραλήφθηκε από τους Έλληνες της αρχαϊκής εποχής από την νοτιοδυτική Μικρά Ασία και από εκεί διαδόθηκε σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, αφού υπέστη την αναγκαία ελληνοποίηση και προσέλαβε εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα την έκαναν προσιτή από την ελληνική θρησκευτική συνείδηση και την ιδιοσυστασία της ελληνικής λαϊκής μαζοψυχής.
Πριν κλείσουμε την παρούσα μελέτη θεωρούμε απαραίτητο να θέσουμε δύο ερωτήματα θρησκειολογικής φύσης.
Το πρώτο ερώτημα έχει να κάνει με την πιθανή διάδοση της λατρείας της ελληνοαιγυπτιακής θεάς Βουτούς ( Ηροδότου, Β’ Ευτέρπη, 155 και 156 ) προς τον αφρικανικό νότο και την μετατροπή της στην λατρεία των αφρικανικής καταγωγής κατοίκων της Νοτίου Αμερικής, της γνωστής υπό τον όρο «Βουντού».
Υπάρχει θρησκειολογική σχέση μεταξύ λατρείας της Λητούς – Βουτούς με την λατρεία του Βουντού;
Κατά την στιγμή αυτή είναι αδύνατη η απάντηση λόγω έλλειψης στοιχείων. Ίσως σε κάποια μελλοντική έρευνα να καταστεί δυνατή μια απάντηση. Πάντως ως ερώτημα και μόνο είναι πολύ ενδιαφέρον.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά τον προσδιορισμό του τόπου της γέννησης του μύθου και της λατρείας της Λητούς:
Είδαμε από τα παραπάνω ότι η θεά Λητώ είναι η προσωποποίηση της Νύχτας. Είδαμε, ακόμη, ότι παραλήφθηκε από τους Έλληνες της αρχαϊκής εποχής από την νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Είναι άραγε αυτή η περιοχή ο τόπος της γέννησης του μύθου και της λατρείας της Λητούς ή μόνο ένας ενδιάμεσος σταθμός;
Στο ερώτημα αυτό υπάρχει μία ένδειξη που μας οδηγεί να δεχτούμε ότι η νοτιοδυτική Μικρά Ασία είναι μόνο ένας ενδιάμεσος σταθμός και ότι ο τόπος της αρχικής προέλευσης της θεότητας που οι Έλληνες λάτρεψαν με το όνομα Λητώ, προσαρμόζοντας την στα δικά τους ανθρωπιστικά μέτρα, είναι η μείζων περιοχή των Σημιτικών λαών.
Δεν είναι άσχετο το ότι η στυγνή και αιμοβόρος θεά των Σημιτών που προσωποποιεί την Νύχτα ακούει στο όνομα Λιλίθ, που προέρχεται από το εβραϊκό «λιλά» που σημαίνει νύχτα. Ακόμη, υπάρχουν μεταγενέστερες εβραϊκές παραδόσεις που προσδιορίζουν κάποια κακοπροαίρετη νυκτερινή υπερφυσική οντότητα με τον χαρακτηρισμό «Λίλιν» ( Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν « Ηλίου », τόμος ΙΓ’, σελ. 393 ).
Το να αποδείξουμε μια τέτοια σχέση δεν είναι της παρούσας μελέτης θέμα. Ίσως στο μέλλον να αποτελέσει αυτός ο προβληματισμός την διενέργεια μιας νέας έρευνας που σκοπό θα έχει την εξέταση της πιθανής σχέσης Λητούς και Λιλίθ. Ένα είναι όμως το βέβαιο:
Ο εξανθρωπισμός της σημιτικής αιμοδιψούς Λιλίθ και η εξέλιξη της στην σεμνή, γλυκιά, μεγάθυμη, πολυλατρεμένη Λητώ ( Ορφικός Ύμνος 35, Λητούς ) είναι αποκλειστικά έργο του παναγιωτάτου και θεουργού Ελληνικού Πνεύματος που εξημερώνει και εξανθρωπίζει τα πάντα, παντού και πάντοτε εις τους αιώνας των αιώνων.
[1]
Λητώ/Ληθώ:Το μυθολογικό σκότος της Ψυχής
Το σκότος μυθολογική προέλευση έχει την μητέρα των Διδύμων. Την Λητώ.
Λητώ είναι η Λήθη, η οποία καλύπτεται από το απόλυτο σκότος. Δια την Ελληνική Ψυχήν η απουσία σκέψεων, είναι το σκότος και η ακινησία του Νού. Είναι η παντελής έλλειψη μνήμης οργανωμένων συλλογισμών των έσω διαστάσεων...
Άνευ των εσωτερικών αποριών, ο θνητός ήτο και παραμένει ακινητοποιημένος. Τιμωρία της ψυχής είναι η ακινησία, διότι, ως είπεν ο Πλάτων εις τον διάλογον Φαίδρος, "ψυχή πάσα αυτοκίνητος." Καθηλομένη η ψυχή εντός του σώματος, του οποίου το βάρος και την πυκνότητα αισθάνεται, δυσανασχετεί και αδημονεί.
Η παραμονή της εις το διττόν εσωτερικόν σκότος είναι η πρώτη διαπίστωσις της παντελούς ελλείψεως αυτογνωσίας της.
Εσωτερικόν σκότος σημαίνει η άγνοια του εαυτού, εις αντίθεσις του γνώθι σαυτόν, το οποίο σημαίνει εσωτερικό φως.
Σκότος, ημίφως, φως είναι οι τρεις στάσεις/σταθμοί οι οποίοι αντιστοιχούν εις το:
Σκότος/Λητώ, ημίφως/Άρτεμις, φως/Απόλλων.
Την Μνήμη, την οποίαν χρησιμοποιεί ο ανθρωπος εις την καθημερινόν του βίον, ουδεμίαν σχέσιν έχει μετά της εννοίας της Λητούς/Λήθης, Μητρός των Διδύμων του Φωτός. Ο Σωκράτης λέει ότι η Λητώ ή Ληθώ, σημαίνει το "λείον του ήθους". Η ερμηνεία της Λητούς, υπό του Σωκράτους, υποδεικνύει ότι είναι αναγκαία η καλοπροαίρετος φύση και διάθεση του όντος, το οποίο διακρίνεται εις την ομαλότητα και την γλυκήτητα του χαρακτήρος.
Η ψυχή, ομοία με την Λητώ, εκ του σκότους, το οποίο μόλις με αγαλλίαση εσυνειδητοποίησε, καθίσταται ικανή να συλλάβει κάτι νέο δια αυτήν. Εκ της συνειδητής αναγνωρίσεως του σκότους/λήθης/ Λητούς, η ψυχή συναντάται δια πρώτη φορά μετά της νοήσεως του κεραυνίου Διός/νου, αιτίαν της αστραπής.
Η συνάντησις των είναι μοιραία και οδηγεί εις γάμον.
Ο γάμος, εκρηκτικός, οδηγεί εις την σύλληψη εκ του χάους τέκνων.
Μετά την αναγνώριση της αγνοίας της, η Λητώ/ληθώ καθίσταται ικανή να γεννήσει την Άρτεμιν, δηλαδή να αρχίσει να ενθυμείται.
"Λήθη έναντι μνήμης επαναφέρει την μάθησιν η οποία είναι μνήμη," είπεν ο Σωκράτης.
Εις το νοητόν πεδίον τα τέκνα/ιδέες είναι συνήθως δίδυμα.
Με τον γάμον, αι προκύψασαι αντιθέσεις αγνοίας/γνώσεως, γενούν το ημίφως/ Άρτεμιν. Αμέσως μετά την γέννησίν της, η Άρτεμις Ειλειθυία θα βοηθήσει την μητέρα της Λητώ/λήθη/σκότος να γεννήσει τον Απόλλωνα/φώς εις την νήσο Δήλον.
[2]
Βιβλιογραφια
Απολλόδωρος (ψευδο-), Ιστορική Βιβλιοθήκη 1. 8 - 9, 1. 21, 1. 23, 1. 118 - 122, 3. 46
Αισχύλος, Ευμένιδες 6 & 323 ff
Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1. 758 ff, 2. 707 ff
Στράβων, Γεωγραφικά 10. 5. 2, 14. 1. 20, 10. 5. 3
Οβίδιου Μεταμορφώσεις
6. 185 ff, 6. 332 ff, 13. 634 ff, 6. 313 ff, 6. 149 ff
Όμηρος, Ιλιάδα 1. 9 ff, 14. 327 ff, 24. 602 ff, 5. 445 ff, 20. 38 ff, 21. 493 ff
Όμηρος, Οδύσσεια
11. 318 ff, 11. 580 ff, 6. 100 ff
Ομηρικοί 'Υμνοι προς Άρτεμη 14 ff
Πίνδαρος, Νεμεόνικοι 6. 36 ff
Ησιόδου Θεογονία 404 ff, 918 ff
Ησίοδος, Έργα και Ημέραι 770 ff
Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις
1. 18. 5, 1. 31. 1, 8. 53. 1, 10. 11. 1, 2. 21. 9, 9. 5. 9, 3. 13. 5, 10. 13. 7
Ομηρικοί 'Υμνοι προς Απόλλων 2 - 148 ff, 177 ff, 183 ff, 186 ff
Ορφικοί Ύµνοι προς Λητώ
Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 5. 67. 1, 4. 74. 3
Νόννος, Διονυσιακά
4. 166 ff, 4. 331 ff, 8. 80 ff, 8. 135 ff, 9. 206 ff, 27. 259 ff, 20. 35 ff, 48. 395 ff, 24. 94 ff, 36. 5 ff
Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά, Βιβλίο 2, στ. 674
Αελιανός, Περί ζώων, Κεφ. 4.4, 4. 29, 10. 47
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ - ΥΜΝΟΙ προς Άρτεμης 22 ff, 73 ff, 109 ff
ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ - ΥΜΝΟΙ προς Δήλο 51 ff
Πλάτων, ΚΡΑΤΥΛΟΣ 400d & 406d
Αθήναιου Δειπνοσοφισταί, Βιβλίο 1, 31d
Bιργίλιος, Γεωργικά 3. 6 ff
Παυσανία Ελλάδος περιήγησις, Βιβλίο 3, κεφ. 9.1.
Πηγες
[1] "epopteiamystirion", Γεωργίου - Μιχαήλ Δ. Καραχάλιου
[2] "mythiki-anazitisi"
Η εφαρμογη μας για το κινητο σου
Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"