Περσης
Τιτανας θεος της Καταστροφης
Γιος του Κρίου και της Ευρυβίης, αδελφός του Αστραίου και του Πάλλαντα, σύζυγος της Αστερίας και πατέρας της Εκάτης.
Ο Πέρσης ανήκει στη δεύτερη γενιά των Τιτάτων και λατρευόταν ως ο θεός της καταστροφής.
Στοιχεία του βρίσκουμε, αν και λίγα, στη Θεογονία του Ησίοδου.
Δεν θα έπρεπε να μας ξαφνιάζει το γεγονός πως από την ένωση του Πέρση με την Αστερία προέκυψε μία πανίσχυρη θεότητα ονόματι Εκάτη.
ΠΕΡΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΧΙΔΑ
Κάποια στιγμή ο Πέρσης εκθρόνισε τον αδελφό του Αιήτη (πατέρας της Μήδειας), τον οποίο φυλάκισε, και έτσι έγινε βασιλιάς της Κολχίδας.
Όταν κάποια στιγμή, και μετά από όλες τις περιπέτειες της, επέστρεψε πίσω στην Κολχίδα η Μήδεια μαζί με τον γιο της Μήδο (που απέκτησε από τον Αιγέα) ή τον Μήδειο (γιο που απέκτησε από τον Ιάσωνα) – αναλόγως τις πηγές που μελετάει κανείς – αντιλήφθηκαν πολύ γρήγορα ότι ο Πέρσης είχε σφετεριστεί την εξουσία από τον Αιήτη.
Κατά μία εκδοχή τον Πέρση τον σκότωσε η Μήδεια.
Κατά μία άλλη εκδοχή, πρώτα κατέφθασε στην Κολχίδα ο Μήδος, τον οποίο αναγνώρισε ο Πέρσης και τον έκλεισε και αυτόν φυλακή. Φοβούμενος για τη ζωή του, ο Μήδος, ισχυρίστηκε πως είναι ο πρίγκηπας Ιππότης, γιος του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα.
Αργότερα κατέφθασε και η Μήδεια, τη οποία ο Πέρσης δεν την αναγνώρησε… πόσο δε όταν η Μήδεια ισχυρίστηκε ότι ήταν ιέρεια της θεάς Άρτεμις – και συνεπώς έχαιρε σεβασμού.
Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Ιππότης είχε καταφθάσει στην Κολχίδα η Μήδεια τρομοκρατήθηκε μιας και είχε σκοτώσει τον πατέρα του.
Όταν φέρανε τον Μήδο – που παρίστανε τον Ιππότη – ενώπιων της Μήδειας ώστε να τον σκοτώσει η ίδια, φυσικό ήταν να αναγνωρίσει τον γιο της και να καταλάβει πραγματικά την όλη κατάσταση.
Συνεπώς, η Μήδεια έδωσε το σπαθί της στο Μήδο οποίος με τη σειρά του σκότωσε τον Πέρση. Στη συνέχεια απελευθερώσανε τον Αιήτη και τον επαναφέρανε στο θρόνο της Κολχίδας.
Τέλος, τον Αιήτη τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο εγγονός του ο Μήδος.
Πηγες
Ησίοδος, Θεογονία 375 ff, 404 ff
Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 7. 74 ff
Ομηρικοί Ύμνοι προς Δήμητρα 25 ff
Απολλόδωρος (ψευδο-), Βιβλιοθήκη 1. 8