TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




Ηρακλειτος ο Εφεσιος (περιπ. 544 π.Χ. - 484 π.Χ.)



Διαβάστε ακόμη: Προσωκρατική φιλοσοφία


Πήγαινε απευθείας στο σημείο: ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος (αρχ. Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος) ήταν Έλληνας προσωκρατικός φιλόσοφος που έζησε τον 6ο με 5ο π.Χ. αιώνα στην Έφεσο, στην Ιωνία της Μικράς Ασίας. Ήταν απόγονος του ιδρυτή της πόλης, Ανδρόκλου. Λίγα μας είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια και τη μόρφωσή του αλλά θεωρείται μάλλον αυτοδίδακτος και εμπνευσμένος, παρά εργατικός μελετητής του φυσικού κόσμου. Λόγω της έλλειψης γνώσης για το σύνολο του έργου του, καθώς λίγα έχουν διασωθεί, αλλά και για την αινιγματική φύση της φιλοσοφίας του, καλείται «Σκοτεινός».

Ο Ηράκλειτος είναι γνωστός για την ιδέα της συνεχούς αλλαγής που διέπει ως νόμος το σύμπαν. Δική του είναι η φράση «Κανείς δεν μπορεί να μπει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές». Πίστευε στο ότι ο κόσμος δημιουργείται από τη «φωτιά», την αντίθεση και τον πόλεμο μεταξύ των αντιθέτων, στο οποίο συμπληρώνει: «τα εναντιόδρομα έχουν ενιαία φορά - από τα αντίθετα γεννιέται η ωραιότερη αρμονία».



Ο αινιγματικός Ηράκλειτος από την αρχαιότητα κιόλας είχε κερδίσει το τίτλο ο “σκοτεινός” και “αινικτής”. Τη φιλοσοφία του τη διατύπωσε στο σύγγραμμά του Περί φύσεως, χωρίς ακριβείς αποδείξεις, με χτυπητούς αφορισμούς, σύντομους, που να μοιάζουν σαν χρησμοί. Για το ύφος του αυτό τον ονόμασαν "σκοτεινό". Οι αρχαίοι τον θεωρούσαν από τους πιο βαθυστόχαστους φιλοσόφους στην εποχή του, αλλά και σήμερα τον κατατάσσουν, μαζί με το Δημόκριτο, στους προδρόμους των σύγχρονων φυσικών επιστημών.

Αν και οι ακριβείς χρονολογίες της ζωής του είναι άγνωστες – θα πρέπει να άκμασε στο μεταίχμιο των αιώνων 60υ και 50υ π.Χ. – η θέση του στην ιστορία της φιλοσοφίας έχει σαφώς καθοριστεί από το γεγονός ότι άσκησε επώνυμη κριτική στον Πυθαγόρα και από το ότι ο Παρμενίδης τον υπαινίσσεται με τρόπο αρκετά σαφή. Είναι ο διασημότερος και βαθύτερος από τους μεγάλους προσωκρατικούς φιλοσόφους.

Αν τον θεωρούμε δυσνόητο, τούτο οφείλεται όχι μόνο στο ότι διαθέτουμε λίγα μόνο αποσπάσματα απ’ ό,τι πράγματι έγραψε. Ήταν σαφώς πνεύμα αλαζονικό και υπεροπτικό και του άρεσε να εξαπολύει μεμονωμένα ρητά που θύμιζαν χρησμούς, παρά να αναπτύσσει μια υπομονετική και συνεχή σειρά επιχειρημάτων. μέθοδος με την οποία επικοινωνούσε με τους άλλους έμοιαζε με του Δελφικού μαντείου, το οποίο, όπως έλεγε, "ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, άλλά σημαίνει”.

Η ασάφεια αυτή των λόγων του ίσως να οφείλεται στο γεγονός πως το βιβλίο του γρά­φτηκε στην ιωνική διάλεκτο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται, όπως το είχε επισημάνει ήδη ο Αριστοτέλης, πολυάριθμα γραμματικά ζητήμα­τα. Πολλοί είναι, ωστόσο, αυτοί που ισχυρίζονται πως το σκοτεινό ύφος του Ηράκλειτου ήταν ηθελημένο, καθώς κι ότι ο Εφέσιος πρέπει να κατέφυγε στον ερμητισμό, ώστε να είναι καταληπτός μόνο από έναν περιορι­σμένο αριθμό μυημένων ο ίδιος ο Σωκράτης άλλωστε ομολογούσε πως, για να διαβάσει τέτοιο βιβλίο δίχως να πνιγεί μέσα του, θα χρειαζόταν τη βοήθεια ενός δεινού «Δηλίου κολυμβητή».

Όμως αξίζει τον κόπο να γνωρίσουμε κάποιες από τις ιδέες που σρίσκονται κάτω από τις, ασύνδετες μεταξύ τους, φράσεις του. Αποκαλύπτουν ένα ενδιαφέρον στάδιο της ιστορίας της σκέψεως.

Ο στόχος της κριτικής του κατά του Πυθαγόρα και άλλων ήταν οι έρευνές τους στην έξω φύση, η αναζήτηση εκ μέρους τους γεγονότων. ‘Ή πολυμάθεια δεν μας βοηθεί στην κατανόηση", έγραψε. Διαφορετικά θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο"

Τέτοια μάθηση μας προσφέρουν οι αισθήσεις, αλλά "Μάτια και αυτιά είναι κακοί μάρτυρες, αν η ψυχή δεν εννοεί”. Οι αισθήσεις μας παρουσιάζουν ένα διαφορετικό κόσμο στον καθένα. Κοίταξε μέσα σου – δηλ. μέσα στο νου σου – και θα βρεις τον “λόγον” δηλαδή την αλήθεια που είναι κοινή για όλα τα πράγματα. Είναι το πρώτο σαφές βήμα για την υπονόμευση των αισθήσεων ως οδηγών προς την αλήθεια.

Ο κρυμμένος νόμος της φύσης, τον οποίο ισχυριζόταν πως είχε ανακαλύψει ήταν – όπως φαίνεται – ότι όλα τα πράγματα βρίσκονται σε σύγκρουση, η οποία είναι ουσιώδης για τη ζωή και επομένως καλή. Το πυθαγόρειο ιδεώδες ενός κόσμου ειρηνικού και αρμονικού το απέρριπτε, ως ιδεώδες θανάτου. “‘Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων” και “Η φιλονικία είναι δικαιοσύνη”.

Τα ρητά αυτά πιθανώς είχαν στόχο τον Αναξίμανδρο που είχε περιγράψει τη συνεχή αλληλοδιείσδυση των αντιθέτων στοιχείων ως αδικία, για την οποία τα στοιχεία αυτά θα έπρεπε με τη σειρά τους να τιμωρηθούν. Ως τώρα οι φιλόσοφοι αναζητούσαν το μόνιμο και το σταθερό. Δεν υπάρχει τέτοιο, λέει ο Ηράκλειτος, ούτε κανείς θα επιθυμούσε έναν κόσμο στάσιμο. Ό,τι ζει, ζει χάρη στο θάνατο κάποιου άλλου. “Ή φωτιά ζει με το θάνατο του αέρα, και ο αέρας ζει με το θάνατο της φωτιάς το νερό ζει με το θάνατο της γης και η γη με το θάνατο του νερού”

Ο Ηράκλειτος. διακήρυττε πως όλα μεταβάλλονται, τίποτε δε μένει σταθερό, ακίνητο: “τα πάντα ρει, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν". Την αδιάκοπη αυτή κίνηση (ροή), κατά την οποία τα πάντα γίνονται και καταστρέφονται, ο Ηράκλειτος την έβλεπε ως μια αέναη πάλη αντίθετων αρχών, "εναντιοδρομία": “πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι”. Την κίνηση αυτή και την αλλαγή την υπηρετούν ευεργετικές αντιθέσεις: “το αντίξοον συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην”.

Οι Πυθαγόρειοι μίλησαν για την αρμονία των αντιθέτων, αλλά πώς μπορούν τα αντίθετα να ζουν αρμονικά, παρά μόνο χωρίς τη θέλησή τους; Πρόκειται, είπε, για συγκερασμό αντίθετων τάσεων, όπως αυτός που συμβαίνει στο τόξο. Θα πρέπει να φανταστούμε, έτσι νομίζω, ένα τόξο μόλις τανυσμένο αλλά ακινητοποιημένο. Καθώς σκοπεύει, δεν αντιλαμβανόμαστε καμιά κίνηση, και το θεωρούμε σαν αντικείμενο στατικό, σε τέλεια ακινησία. Αλλά στην πράξη έχουμε μια συνεχή διελκυστίνδα, που μπορούμε να την αντιληφθούμε, μόλις η χορδή ελευθερωθεί.

Το τόξο θα βρεθεί αμέσως σε πλεονεκτική θέση, θα τιναχτεί και θα τεντωθεί στην αρχική θέση. Η βάση της ισορροπίας είναι ο αγώνας, που είναι καθαυτόν καλός, αφού αποτελεί την πηγή της ζωής. Είναι άτοπο να θεωρούμε τη μία του πλευρά ή φάση αγαθή και την άλλη κακή.

“Ο κόσμος", λέει ο Ηράκλειτος, "είναι μια αιώνια φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο" . Αν υποθέσουμε, όπως για τους Ίωνες, ότι παραδέχονταν μία πρωταρχική ουσία, από την οποία προήλθε εξελικτικά ο κόσμος, τότε η φωτιά είναι κατά τον Ηράκλειτο η πρώτη αρχή. Αλλά ο Ηράκλειτος δεν ήταν σαν τους Ίωνες. Δεν πίστευε σε καμιά κοσμογονία, όπως αυτή του Αναξίμανδρου, σε μια εξέλιξη του κόσμου από μια αρχική απλή κατάσταση. “Υπάρχει, υπήρχε και θα υπάρχει” ό,τι και τώρα, και η φωτιά αποτελεί μάλλον ένα είδος συμβόλου της φύσης του κόσμου.

Αποτελεί η φωτιά την καλύτερη υλική έκφραση (και κανένα άλλο είδος εκφράσεως δεν ήταν τότε δυνατό) των δύο του κύριων αρχών: (i) το παν γεννάται από τον αγώνα, και (ίί) το παν βρίσκεται σε συνεχή κίνηση. Γιατί η φωτιά μόνο ζει κατ’ αρχήν καταστρέφοντας και εκμηδενίζοντας, και κατά δεύτερο λόγο συνεχώς μεταβάλλεται ως ύλη, έστω και αν φαίνεται – όπως η φλόγα του κεριού – σταθερή και διαρκής για αρκετό διάστημα. Αν ο όλος κόσμος μοιάζει κάπως έτσι, τότε είναι πετυχημένη η παρομοίωσή του με κάποια μορφή φωτιάς.

Η αντίληψη του Ηράκλειτου για το “λόγο” είναι περίεργη και δυσνόητη. "Ακούστε όχι εμένα, αλλά το "λόγο"", λέει, και ο “λόγος” φαίνεται να έχει εδώ μια από τις συνηθισμένες του σημασίες: “λογαριασμός”, “περιγραφή”, αλλά και ένα είδος ύπαρξης ανεξάρτητης από τον χρησιμοποιούντα τη λέξη, έτσι που τα δύο αυτοί να μπορούμε να τα αντιπαραθέσουμε. Ο "λόγος" ισχύει πάντοτε, όλα τα πράγματα συμφωνούν μαζί του, είναι κοινός για όλα και "πρέπει κανείς να ακολουθεί ό,τι είναι κοινό. Ταυτίζεται, υποθέτουμε, με τη “γνώμη” (=σκέψη) , με τη β0ήθεια της οποίας "διευθύνονται όλα τα πράγματα μέσα απ’ όλα".

Ένας κατοπινός φιλόσοφος λέει ότι, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, "ανασαίνovτας προσλαμβάνουμε τον θεϊκό λόγο” δηλ. το θείο πνεύμα που κατευθύνει το παν είναι (α) ταυτόσημο με το πνεύμα μέσα μας, όπως δέχονται και οι Πυθαγόρειοι, (β) είναι επίσης κάτι υλικό. Είναι το ίδιο πράγματι με το κοσμικό πυρ, γιατί σύμφωνα με έναν άλλον αρχαίο σχολιαστή του Ηράκλειτου . “λέει (ο Ηράκλειτος) ότι αυτή η φωτιά έχει νου και αυτός είναι η αιτία της τάξης του σύμπαντος”. Η έννοια της λογικής φωτιάς δείχνει πόσο δύσκολο γίνεται το να εξηγήσει κανείς τα πάντα, χωρίς να προχωρήσει πέρα από την έννοια του υλικού.

Ο Ηράκλειτος έκλινε προς τον ορθολογισμό: “κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα”. Το λογικό, ο λόγος, στον Ηράκλειτο δεν είναι δεμένος με μεταφυσικές, ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Για το λόγο έκανε μια έκθεση, που η επίδρασή της φτάνει μέχρι τα χρόνια μας. Όλα στον κόσμο γίνονται λογικά, σύμφωνα μ’ έναν αυστηρό νόμο, αδιάφορα αν δεν το αισθάνονται οι άνθρωποι. Ο λόγος είναι ο κοσμικός νόμος, η δύναμη που βρίσκεται μέσα στα πράγματα. Το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι, μια συνέπεια του κοσμικού λόγου.

Παίρνοντας μέρος σ’ αυτόν οι άνθρωποι γίνονται λογικοί. Γι’ αυτό ο λόγος είναι κοινός και υποχρεωτικός για όλους, μ’ όλο που οι άνθρωποι φαντάζονται και συλλογιούνται και ενεργούν ελεύθερα. Δικαιοσύνη και ηθική την πηγή τους την έχουν στον κοσμικό λόγο. Στον Ηράκλειτο η θεότητα είναι ενδοκοσμικός νους, που δημιουργεί (από μέσα του) τη φύση, την ιστορία, τη θρησκεία, το δίκαιο, την ηθικότητα.

Οι τρεις βασικές έννοιες του πανθεϊσμού του είναι: α) η ενότητα, β) η αιώνια αλλαγή, γ) η αδιάσπαστη νομοτέλεια της κοσμικής τάξης. Η πρώτη ύλη του κόσμου είναι η φωτιά, η θερμότητα, που είναι το πρώτο ευκίνητο στοιχείο μέσα στη φύση. Το πέρασμα από την πρώτη αυτή ύλη σ’ όλες τις άλλες (αέρα, νερό, χώμα) ο Ηράκλειτος το έβλεπε ως μια διαρκή αλλαγή της φωτιάς, δηλ. ως μια αιώνια κίνηση της φωτιάς, που σβήνει και ξανανάβει. Ο πόλεμος (η πάλη) των στοιχείων ("πόλεμος πάντων πατήρ"), η "εναντιοδρομία", έχει κίνητρο το πυρ.

Περίσσευμα θερμότητας σημαίνει περίσσευμα κίνησης και περίσσευμα ψυχρού σημαίνει ακινησία και νέκρα. Ο κόσμος κατά τον Ηράκλειτο. δε δημιουργήθηκε από κανέναν: "κόσμος τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωτον". Ο Ηράκλειτος θεωρείται υλιστής φιλόσοφος και η αντίληψή του για τη σχετική κίνηση και εξέλιξη του κόσμου τον χαρακτηρίζει ως πρόδρομο του διαλεκτικού υλισμού

Η κεντρική ιδέα της φυσικής του είναι αυτή του κύκλου και της αρμονίας των αντιθέτων. Καθοδική κίνηση είναι αυτή της φωτιάς που τίκτει τη θάλασσα, από την οποία πάλι γεννώνται από τη μια η γη κι από την άλλη οι στρόβιλοι του ανέμου. Γιατί είναι αλή­θεια, “όταν πέφτει ο κεραυνός, η βροχή γίνεται βίαια και θυελλώδης”, και, όσον αφορά τη θάλασσα πάλι, ο Ηράκλειτος θα πρέπει να είχε ζήσει από πρώτο χέρι την αργή πρόσχωση του λιμανιού της Εφέσου, που έδιωχνε τη θάλασσα μακριά του.

Η αντίθετη, ανοδική κίνηση επαναφέρει τη γη στο νερό και το νερό στη φωτιά μέσω των ξηρών εκπνοών που τρέφουν τα άστρα κι ιδιαίτερα τον ήλιο: γιατί οι εκπνοές αυτές συνιστούν την κατ’ εξοχήν ασώματη αρχή, από την οποία τα πάντα απορρέουν κι η οποία βρί­σκεται σε αέναη ροή. Ανευρίσκουμε λοιπόν και πάλι μέσα σε αυτή τη φυ­σική εξήγηση των ατμοσφαιρικών φαινομένων όχι μόνο ίο θέμα της ανα­κύκλησης και της ενότητας των αντιθέτων αλλά και αυτό του επιμερισμού του Ενός σε πολλά και της επιστροφής του πολλαπλού στο πρωταρχικό Εν.

Στο πεδίο της αστρονομίας τώρα, φαίνεται πως ο Ηράκλειτος γνώριζε την πορεία της Σελήνης και του Ηλίου καθώς και των πλανητών, έχοντας μελετήσει τις τροχιές τους, των οποίων μάλιστα ίσως είχε υπολογίσει την κλίση. Αν κατά παράδοξο τρόπο μας βεβαιώνει πως μέρα και νύχτα είναι ένα και το αυτό, συμβαίνει γιατί καθεμιά τους δίνει ζωή στην άλλη με τον ημερολογιακό ρυθμό, ρυθμό που δίνει υπόσταση στη θεματική της αρμο­νίας των αντιθέτων και της ανακύκλησης.

Ο Ηράκλειτος εκφράζεται με αινίγματα, έλεγαν οι Έλληνες, και υπήρχαν δύο κύριοι λόγοι για κάτι τέτοιο. Πρώτα πρώτα ο χαρακτήρας του ήταν τέτοιος που να τον ευχαριστεί μια γλώσσα εvτυπωσιακή και παραδοξολογούσα. Μπορούσε να μας προσφέρει σαφή παράδοξα, όπως "Καλό και κακό είναι ένα και το αυτό", ή άλλοτε μια παρομοίωση θελκτική αλλά βασανιστική, όπως: »Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια· δική του είναι η βασιλεία"· Κατά δεύτερο λόγο ο Ηράκλειτος είναι δύσκολος, γιατί η διανόηση στην περίπτωσή του έφτασε σε στάδιο παράξενα δύσκολο. Δεν μπορούσε να ανέχεται πια τις αφελείς ιωνικές κοσμογονίες, ούτε να θεωρεί εύκολο και φυσικό να περιορίζει τη ζωή και τη σκέψη στον ζουρλομανδύα της υλικής ουσίας. Ήταν σαφές πώς πολύ γρήγορα θα τον διερρήγνυε.

Η διάρρηξη συνέβη με τρόπο παράξενο και οφειλόταν τελικά στο έργο ενός διανοητή και δυνατού αλλά και περιορισμένου, του οποίου και η δύναμη και οι αυτο-περιορισμοί σχημάτισαν κάτι σαν κοιλάδα στην ελληνική σκέψη. Αυτός ο φιλόσοφος ήταν ο Παρμενίδης, που έζησε το πρώτο μισό του 50υ αιώνα και ήταν το ακριβώς αντίθετο του Ηράκλειτου. Για τον Ηράκλειτο οι μόνες πραγματικότητες ήταν η κίνηση και η μεταβ0λή, για τον Παρμενίδη η κίνηση δεν ήταν δυνατή και τη σύνολη πραγματικότητα αποτελούσε μία και μόνη, ακίνητη και αμετάβλητη ουσία.





ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

Γεννήθηκε στην Έφεσο, το 544 (ή το 535) π.Χ. και πέθανε το 484 (ή το 475) π.Χ. Ο Ηράκλειτος ανήκε σε μια εξαιρετικά διακεκριμένη αριστοκρατική οικογένεια της Εφέσου· φαίνεται, μάλιστα, πως σε όλη του τη ζωή διατήρησε κάποιο αίσθημα περιφρόνησης έναντι των ανθρώπων, λεπτομέρεια έκδηλη σε ορισμένα αποσπάσματα του, όπου στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη των συμπολιτών του. Ήταν όμως αντίπαλος τόσο της τυραννίας, όσο και της δημοκρατίας. Πήρε μέρος στους πολιτικούς αγώνες της πατρίδας του, στο πλευρό πάντοτε των αριστοκρατών, καταδικάζοντας την αρχή της ισότητας.

Κάποια παράδοση τον θέλει μελαγχολικό χαρακτήρα ενώ ορισμένοι χριστιανοί, άρα αρκετά μεταγενέστεροι, συγγραφείς ισχυρίζονται πως διώχθηκε για αθεϊσμό. Για τους δασκάλους του δεν γνωρίζουμε και πολλά πράγματα· από ορισμένους μάλιστα θεωρήθηκε μαθητής του Ξενοφάνη: το πιθανότερο, όμως, είναι πως ο τελευταίος είχε ήδη εγκαταλείψει την Ιωνία όταν γεννήθηκε ο Ηράκλειτος. Εν πάση περιπτώσει, όμως, ο Ηράκλειτος θα πρέπει να είχε διαβάσει το ποίημα του και να γνώριζε τις κοσμολογίες των Μιλησίων, εφόσον μας λέει (απ. 38) πως ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος αστρονόμος. Μνημονεύει ακόμα τον Πυθαγόρα (απ. 81) και τον Εκαταίο. Είναι πιθανόν, τέλος, ο Παρμενίδης να γνώριζε το έργο του Ηράκλειτου, που πρέπει να ήταν είκοσι πέντε χρόνια μικρότερος του.

Σύµφωνα µε τον Διογένη Λαέρτιο "Όταν του ζήτησαν να θεσπίσει νόµους, αδιαφόρησε τελείως, επειδή είχε ήδη επικρατήσει κακός τρόπος κυβέρνησης της πόλης και πήγε στο ιερό της Αρτέµιδος κι έπαιζε µε τα παιδιά αστραγάλους. Τελικά, µίσησε τους ανθρώπους και έφυγε για να ζήσει στα βουνά τρώγοντας χόρτα και βότανα. Επειδή όµως αυτό έγινε αιτία να αρρωστήσει από υδρωπικία, κατέβηκε στην πόλη και ρωτούσε αινιγµατικά τους γιατρούς αν µπορούσαν µετά από πολλή βροχή να δηµιουργήσουν ξηρασία. Οι γιατροί δεν καταλάβαιναν τι τους έλεγε και αυτός τάφηκε σ’ ένα βουτοστάσιο ελπίζοντας πως η ζεστασιά της κοπριάς θα τραβήξει από µέσα την βλαβερή υγρασία. Όµως ούτε αυτό είχε αποτέλεσµα και έτσι πέθανε.


ΘΕΩΡΙΕΣ

Όπως και ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος ξεκινά από την παρατήρηση του κόσμου, τον οποίο θεωρεί και αυτός ως ενιαίο όλο, που ως τέτοιο ούτε γεννήθηκε ούτε και θα χαθεί ποτέ. Και ενώ εκείνος την ουσία του κόσμου τη βρίσκει στη θεότητα, ο Ηράκλειτος τη βλέπει σε μία νοητική αρχή, το λόγο. Η αδιάκοπη αλλαγή, αστάθεια κάθε μερικού, του δημιουργεί τόσο δυνατή εντύπωση, ώστε σ’ αυτό βλέπει τον καθολικό κοσμικό νόμο. Σε αντίθεση με τον Ξενοφάνη και την Ελεατική Σχολή, που πίστευε στην ακινησία του "είναι", του όντος, ο Ηράκλειτος. διακήρυττε πως όλα μεταβάλλονται, τίποτε δε μένει σταθερό, ακίνητο: τα πάντα ρει, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης, "αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μηδέποτε το αυτό μένειν".

Την αδιάκοπη αυτή κίνηση (ροή), κατά την οποία τα πάντα γίνονται και καταστρέφονται, ο Ηράκλειτος την έβλεπε ως μια αέναη πάλη αντίθετων αρχών, "εναντιοδρομία": πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι. Την κίνηση αυτή και την αλλαγή την υπηρετούν ευεργετικές αντιθέσεις: το αντίξοον συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην. Πηγή για τις σωστές αυτές γνώσεις είναι το λογικό, ο λόγος.

Προς τον ορθολογισμό κλίνει και ο Ηράκλειτος: κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα. Το λογικό, ο λόγος, στον Ηράκλειτο δεν είναι δεμένος με μεταφυσικές, ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Για το λόγο έκανε μια έκθεση, που η επίδρασή της φτάνει μέχρι τα χρόνια μας. Όλα στον κόσμο γίνονται λογικά, σύμφωνα μ’ έναν αυστηρό νόμο, αδιάφορα αν δεν το αισθάνονται οι άνθρωποι. Ο λόγος είναι ο κοσμικός νόμος, η δύναμη που βρίσκεται μέσα στα πράγματα. Το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι, μια συνέπεια του κοσμικού λόγου. Παίρνοντας μέρος σ’ αυτόν οι άνθρωποι γίνονται λογικοί. Γι’ αυτό ο λόγος είναι κοινός και υποχρεωτικός για όλους, μ’ όλο που οι άνθρωποι φαντάζονται και συλλογιούνται και ενεργούν ελεύθερα.

Δικαιοσύνη και ηθική την πηγή τους την έχουν στον κοσμικό λόγο. Στον Η. η θεότητα είναι ενδοκοσμικός νους, που δημιουργεί (από μέσα του) τη φύση, την ιστορία, τη θρησκεία, το δίκαιο, την ηθικότητα.

Οι τρεις βασικές έννοιες του πανθεϊσμού του είναι: α) η ενότητα, β) η αιώνια αλλαγή, γ) η αδιάσπαστη νομοτέλεια της κοσμικής τάξης.Η πρώτη ύλη του κόσμου είναι η φωτιά, η θερμότητα, που είναι το πρώτο ευκίνητο στοιχείο μέσα στη φύση. Το πέρασμα από την πρώτη αυτή ύλη σ’ όλες τις άλλες (αέρα, νερό, χώμα) ο Ηράκλειτος το έβλεπε ως μια διαρκή αλλαγή της φωτιάς, δηλ. ως μια αιώνια κίνηση της φωτιάς, που σβήνει και ξανανάβει.

Ο πόλεμος (η πάλη) των στοιχείων ("πόλεμος πάντων πατήρ"), η "εναντιοδρομία", έχει κίνητρο το πυρ. Περίσσευμα θερμότητας σημαίνει περίσσευμα κίνησης και περίσσευμα ψυχρού σημαίνει ακινησία και νέκρα. Ο κόσμος κατά τον Ηράκλειτο. δε δημιουργήθηκε από κανέναν: "κόσμος τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών, ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωτον". Ο Ηράκλειτος θεωρείται υλιστής φιλόσοφος και η αντίληψή του για τη σχετική κίνηση και εξέλιξη του κόσμου τον χαρακτηρίζει ως πρόδρομο του διαλεκτικού υλισμού.

Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ



Ό Λόγος και το Έν

1.
ἐὰν μὴ ἔλπηται ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει, ἀνεξερεύνητον ἐὸν καὶ ἄπορον.
Αν δεν ελπίζεις, δε θα βρείς το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο.

2.
ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει.

Ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά μονάχα σημαίνει.

3.
Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι καθ’ Ἡράκλειτον ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν.

Η Σίβυλλα, που με στόμα μαινόμενο εκστομίζει λόγια αγέλαστα, αφτιασίδωτα και αμύριστα, διασχίζει με τη φωνή της χιλιάδες χρόνια με τη βοήθεια του θεού.

4.
ἀνὴρ νήπιος ἤκουσε πρὸς δαίμονος ὅκωσπερ παῖς πρὸς ἀνδρός.

Ο άνθρωπος νήπιο αποκαλείται απ’ τη θεότητα, όπως ακριβώς το παιδί από τον άντρα.

5.
ἦθος γὰρ ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θεῖον δὲ ἔχει.

Το ανθρώπινο ον δεν κατέχει την αληθινή γνώση, αλλά το θείο την κατέχει.

6.
τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.

Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ’ αυτόν το λόγο, αυτοί μοιάζουν άπειροι όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι, όποτε διακρίνω το κάθε τι σύμφωνα με τη σύσταση του και εκθέτω το πώς έχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται.

7.
ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι, τούτῳ διαφέρονται, καὶ οἷς καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται.
Μ’ όποιον πάνω απ’ όλα αδιάκοπα συναναστρέφονται, το λόγο, που τα κυβερνάει όλα, μ’ αυτόν έχουν διαφορές, και όσα συναντούν κάθε μέρα, τους φαίνονται ξένα.

8.
Ἡ φήσιν· ἀκοῦσαι οὐκ ἐπιστάμενοι οὐδ᾽ εἰπεῖν.
Δεν ξέρουν ούτε ν’ ακούν ούτε να λένε.

9.
ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι.
Όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι’ αυτό μοιάζουν με κουφούς. Σ’ αυτούς ταιριάζει η παροιμία: Παρόντες απουσιάζουν.

10.
οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί, ὁκόσοι ἐγκυρεῦσιν, οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν, ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι.
Γιατί δε σκέφτονται οι πιο πολλοί απ’ τους ανθρώπους, πάνω σ’ αυτό που συναντούν, ούτε κι όταν το μάθουν, το γνωρίζουν, αλλά το φαντάζονται.

11.
Ἀλλὰ τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ, καθ’ Ἡράκλειτον, ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι.
Τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα μας ξεφεύγουν από απιστία, και δεν γίνονται γνωστά.

12.
ὁ θεὸς ἡμέρη εὐφρόνη, χειμὼν θέρος, πόλεμος εἰρήνη, κόρος λιμός (τἀναντία ἅπαντα· οὗτος ὁ νοῦς), ἀλλοιοῦται δὲ ὅκωσπερ (πῦρ), ὁπόταν συμμιγῇ θυώμασιν, ὀνομάζεται καθ᾽ ἡδονὴν ἑκάστου.
Ο θεός είναι μέρα, νύχτα, χειμώνας, καλοκαίρι, πόλεμος, ειρήνη, κορεσμός και πείνα. Αυτός μεταβάλλεται με τον τρόπο της φωτιάς: όποτε αναμιχθεί με θυμιάματα, ονομάζεται ανάλογα με τη μυρωδια του καθενός.

13.
ξυνόν ἐστι πᾶσι τὸ φρονέειν.
Η φρόνηση είναι κοινή σ’ όλους.

14.
ἀνθρώποισι πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν.
Σ’ όλους τους ανθρώπους έχει δοθεί η αυτογνωσία και η σωφροσύνη.

15.
διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν.
Γι’ αυτό πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τον κοινό λόγο, γιατί το κοινό είναι συμπαντικό. Ενώ όμως ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να έχουν μια ιδιαίτερη φρόνηση.

16.
ψυχῆς ἐστι λόγος ἑωυτὸν αὔξων.
Στην ψυχή ανήκει ο λόγος που αυξάνει απ’ τον εαυτό του.

17.
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει.
Τα πέρατα της ψυχής δε θα βρείς προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου· τόσο βαθύ λόγο περιέχει.

18.
Μὲν οὖν φησιν εἶναι τὸ πᾶν διαιρετὸν ἀδιαίρετον, γενητὸν ἀγένητον, θνητὸν ἀθάνατον, λόγον αἰῶνα, πατέρα υἱὸν, θεὸν δίκαιον· “οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν πάντα εἶναι” ὁ Ἡράκλειτος φήσι.
Ο Ηράκλειτος λοιπόν λέει ότι το παν είναι διαιρετό και αδιαίρετο, γεννητό και αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιών, πατέρας και γιος, θεός και δικαιοσύνη. Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά το λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε πως τα πάντα είναι ένα.

19.
ἓν τὸ σοφὸν μοῦνον λέγεσθαι οὐκ ἐθέλει καὶ ἐθέλει Ζηνὸς ὄνομα.
Το Εν, το οποίο μόνον είναι η Σοφία, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία.

20.
νόμος καὶ βουλῇ πείθεσθαι ἑνός.
Νόμος είναι και η πειθαρχία στη θέληση του ενός.

21.
ξὺν νόῳ λέγοντας ἰσχυρίζεσθαι χρὴ τῷ ξυνῷ πάντων, ὅκωσπερ νόμῳ πόλις, καὶ πολὺ ἰσχυροτέρως· τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου· κρατεῖ γὰρ τοσοῦτον ὁκόσον ἐθέλει καὶ ἐξαρκεῖ πᾶσι καὶ περιγίνεται.
Εκείνοι που μιλούν με νου πρέπει να στηρίζονται σ’ αυτό που είναι κοινό στα πάντα, όπως ακριβώς μια πόλη πρέπει να στηρίζεται στο νόμο της, και με περισσότερη δύναμη ακόμα. Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα, το θεϊκό· γιατί αυτός κυριαρχεί όσο ακριβώς θέλει, επαρκεί για τα πάντα και περισσεύει.


Ο Πόλεμος και η Έρις

22.
πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους.
Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους.

23.
εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα κατ᾽ ἔριν καὶ χρεών.
Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, και ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη.

24.
καὶ ὁ κυκεὼν διίσταται (μὴ) κινούμενος.
Και ο κυκεώνας διαλύεται όταν δεν κινείται.


Η Αρμονία των Αντιθέτων

25.
τὸ ἀντίξουν συμφέρον καὶ ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν (καὶ πάντα κατ’ ἔριν γίνεσθαι).
Το αντίθετο συγκλίνει, και απ’ τις διαφορές (γεννιέται) η πιο όμορφη αρμονία, και τα πάντα γίνονται με τη διχόνοια.

26.
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων.
Η αφανής αρμονία είναι καλύτερη απ’ τη φανερή.

27.
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή.
Ο δρόμος που ανεβαίνει κι ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας κι ο ίδιος δρόμος.

28.
Γναφείῳ ὁδὸς εὐθεῖα καὶ σκολιὴ (ἡ τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου κοχλίου ἐν τῷ γναφείῳ περιστροφὴ εὐθεῖα καὶ σκολιὴ· ἄνω γὰρ ὁμοῦ καὶ κύκλῳ περιέρχεται) μία ἐστὶ, φησὶ, καὶ ἡ αὐτὴ.
Στο γναφείο ο δρόμος ο ευθύς και ο δρόμος ο λοξός είναι ένας κι ο ίδιος δρόμος.

29.
συνάψιες ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνᾷδον διᾷδον, καὶ ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα.
Συνδέσεις όλα κι όχι όλα, ομόνοια, διχόνοια, συμφωνία, ασυμφωνία: το Ένα γεννιέται απ’ όλα και από το Ένα όλα.

30.
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος.
Του τόξου το όνομα είναι ζωή, αλλά το έργο θάνατος.

31.
οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑωυτῷ ὁμολογέει· παλίντονος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης.
Δεν καταλαβαίνουν πως το διαφορετικό συνομολογεί με τον εαυτό του· αρμονία αντιθέτων εντάσεων όπως στο τόξο και τη λύρα.

32.
ταὐτὸ τ’ ἔνι ζῶν καὶ τεθνηκὸς καὶ (τὸ) ἐγρηγορὸς καὶ καθεῦδον καὶ νέον καὶ γηραιόν· τάδε γὰρ μεταπεσόντα ἐκεῖνά ἐστι κἀκεῖνα πάλιν μεταπεσόντα ταῦτα.
Το ίδιο πράγμα υπάρχει σε μας, το ζωντανό και το πεθαμένο, το ξύπνιο και το κοιμισμένο, το νέο και το γερασμένο· γιατί αυτά μεταβάλλονται σ’ εκείνα και, αντίθετα, εκείνα μεταβάλλονται σ’ αυτά.

33.
θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον, ἰχθύσι μὲν πότιμον καὶ σωτήριον, ἀνθρώποις δὲ ἄποτον καὶ ὀλέθριον.
Η θάλασσα είναι το πιο καθαρό και το πιο μολυσμένο νερό· για τα ψάρια είναι πόσιμο και σωτήριο, αλλά για τους ανθρώπους μη πόσιμο και ολέθριο.

34.
ἀθάνατοι θνητοί, θνητοὶ ἀθάνατοι. ζῶντες τὸν ἐκείνων θάνατον, τὸν δὲ ἐκείνων βίον τεθνεῶτες.
Οι αθάνατοι είναι θνητοί και οι θνητοί αθάνατοι· αυτοί ζουν από το θάνατο εκείνων κι εκείνοι πεθαίνουν από τη ζωή αυτών.

35.
Ὅθεν καὶ Ἡράκλειτον ψυχῇσι φάναι τέρψιν ἢ θάνατον ὑγρῇσι γενέσθαι· τέρψιν δὲ εἶναι αὐταῖς τὴν εἰς γένεσιν πτῶσιν· ἀλλαχοῦ δὲ φάναι ζῆν ἡμᾶς τὸν ἐκείνων θάνατον καὶ ζῆν ἐκείνας τὸν ἡμέτερον θάνατον.
Είναι τέρψη ή θάνατος για τις ψυχές να γίνονται υγρές. Είναι τέρψη γι’ αυτές η πτώση τους στη γέννηση. Η ζωή μας γεννιέται από το θάνατο τους και η ζωή τους γεννιέται από το θάνατο μας.

36.
Καὶ ἀγαθὸν καὶ κακὸν (ἕν ἐστιν). Οἱ γοῦν ἰατροὶ, φησὶν Ἡράκλειτος, τέμνοντες, καίοντες, πάντῃ βασανίζοντες κακῶς τοὺς ἀρρωστοῦντας, ἐπαιτέονται μηδὲν ἄξιοι μισθὸν λαμβάνειν παρὰ τῶν ἀρρωστοῦντων, ταὐτὰ ἐργαζόμενοι τὰ ἀγαθὰ καὶ τοὺς νόσους.
Το καλό και το κακό είναι ένα και το αυτό. Γιατί οι γιατροί, λέει ο Ηράκλειτος, που κόβουν και καίνε και με κάθε τρόπο βασανίζουν τους αρρώστους, τους ζητούν, ενώ δεν το αξίζουν, κι αμοιβή, ενώ η θεραπεία έχει τις ίδιες επιπτώσεις που έχουν κι οι αρρώ στιες.

37.
διδάσκαλος δὲ πλείστων Ἡσίοδος· τοῦτον ἐπὶστανται πλεῖστα εἰδέναι, ὅστις ἡμέρην καὶ εὐφρόνην οὐκ ἐγίνωσκεν· ἔστι γὰρ ἕν.
Δάσκαλος των πιο πολλών ανθρώπων είναι ο Ησίοδος· αυτοί είναι βέβαιοι πως αυτός γνωρίζει πάρα πολλά, αυτός που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη μέρα και τη νύχτα· γιατί αυτές είναι ένα.

38.
Περὶ δ’ ἡμερῶν ἀποφράδων εἴτε χρή τίθεσθαί τινας εἴτε ὀρθῶς Ἡράκλειτος ἐπέπληξεν Ἡσίοδῳ τὰς μὲν ἀγαθὰς ποιουμένῳ, τάς δὲ φαύλας, ὡς ἀγνοοῦντι φύσιν ἡμέρας ἁπάσης μίαν οὖσαν, ἑτέρνωθι διηπόρηται.
Ο Ηράκλειτος επέπληξε τον Ησίοδο που άλλες μέρες τις κάνει καλές κι άλλες κακές, για την άγνοια του ότι μια είναι η φύση κάθε μέρας. Κάθε μέρα είναι όμοια με όλες τις άλλες.


Το Γίγνεσθαι

39.
ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καὶ οὐκ ἐμβαίνομεν, εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν.
Στα ίδια ποτάμια και μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, και είμαστε και δεν είμαστε.

40.
Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ καθ’ Ἡράκλειτον οὐδὲ θνητῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατὰ ἕξιν (τῆς αὐτῆς)· ἀλλ’ ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει (μᾶλλον δὲ οὐδὲ πάλιν οὐδ’ ὕστερον, ἀλλ’ ἅμα συνίσταται καὶ ἀπολείπει) καὶ πρόσεισι καὶ ἄπεισι.
Δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, κατά τον Ηράκλειτο, ούτε ν’ αγγίξουμε δυο φορές μια ουσία θνητή, γιατί σκορπίζεται και πάλι μαζεύεται με την οξύτητα και την ταχύτητα της μεταβολής, (και μάλιστα όχι πάλι, ούτε αργότερα, αλλά ταυτόχρονα εμφανίζεται και χάνεται) και πλησιάζει κι απομακρύνεται.

41.
ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ· καὶ ψυχαὶ δὲ ἀπὸ τῶν ὑγρῶν ἀναθυμιῶνται (;).
Αυτοί που μπαίνουν στα ίδια ποτάμια δέχονται συνέχεια άλλα κι άλλα νερά· κι απ’ τα υγρά βγαίνουν οι ψυχές σαν αναθυμιάσεις (;).

42.
ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψυχή.
Για τις ψυχές θάνατος είναι να γίνουν νερό, για το νερό θάνατος να γίνει γη, από τη γη γίνεται νερό κι απ’ το νερό ψυχή.

43.
ξυνὸν γὰρ ἀρχὴ καὶ πέρας ἐπὶ κύκλου περιφερείας.
Στην περιφέρεια του κύκλου η αρχή και το πέρας συμπίτουν.

44.
ζῇ πῦρ τὸν γῆς θάνατον καὶ ἀὴρ ζῇ τὸν πυρὸς θάνατον, ὕδωρ ζῇ τὸν ἀέρος θάνατον, γῆ τὸν ὕδατος.
Η φωτιά ζει το θάνατο της γης κι ο αέρας ζει το θάνατο της φωτιάς, το νερό ζει το θάνατο του αέρα και η γη του νερού.

45.
Τὰ ψυχρὰ θέρεται, θερμὸν ψύχεται, ὑγρὸν αὐαίνεται, καρφαλέον νοτίζεται.
Τα ψυχρά θερμαίνονται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξεραίνεται, το στεγνό δροσίζεται.

46.
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη.
Ο αιώνας είναι ένα παιδί που παίζει, ρίχνοντας ζάρια· ενός παιδιού η βασιλεία.

47.
εἰ πάντα τὰ ὄντα καπνὸς γένοιτο, ῥῖνες ἂν διαγνοῖεν.
Αν όλα τα όντα γίνονταν καπνός, θα το γνωρίζαμε με τα ρουθούνια.


Το Πύρ

48.
Τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνὸς, τουτέστι κατευθύνει, κεραυνὸν τὸ πῦρ λέγων τὸ αἰώνιον λέγει δὲ καὶ φρόνιμον τοῦτο εἶναι τὸ πῦρ καὶ τῆς διοικήσεως τῶν ὅλων αἴτιον· καλεῖ δ` αὐτὸ χρησμοσύνην καὶ κόρον· χρησμοσύνη δέ ἐστιν ἡ διακόσμησις κατ᾿ αὐτὸν, ἡ δὲ ἐκπύρωσις κόρος· πάντα γὰρ, φησὶ, τὸ πῦρ ἐπελθὸν κρινεῖ καὶ καταλήψεται.

τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνός. Όλα τα κυβερνά ο Κεραυνός.
τὸ πῦρ χρησμοσύνη καὶ κόρος. Η φωτιά είναι χρεία και χορτασμός· γι’ αυτόν χρεία είναι η τάξη, και η εκπύρωση χορτασμός.
πάντα γὰρ τὸ πῦρ ἐπελθὸν κρινεῖ καὶ καταλήψεται.
Πράγματι, ο Ηράκλειτος λέει ότι η φωτιά, όταν επέλθει, θα κρίνει και θα καταλάβει τα πάντα.

49.
πυρός τε ἀνταμοιβὴ τὰ πάντα καὶ πῦρ ἁπάντων ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσός.
Τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και με τα πάντα η φωτιά, όπως τα εμπορεύματα με το χρυσάφι, και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα.

50.
μεταβάλλον ἀναπαύεται.
(Η φωτιά) μεταβαλλόμενη αναπαύεται.

51.
Λήσεται μὲν γὰρ ἴσως τὸ αἰσθητὸν φῶς τις, τὸ δὲ νοητὸν ἀδύνατον ἐστιν, ἢ ὡς φησιν Ἡράκλειτος· τὸ μὴ δῦνόν ποτε πῶς ἂν τις λάθοι;
Θα ξεφύγει ίσως κανείς από το αισθητό φως, αλλά είναι αδύνατο να ξεφύγει από το νοητό. Ή, όπως λέει ο Ηράκλειτος, πως κανείς να κρυφτεί απ’ αυτό που δεν δύει ποτέ;

52.
κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα.
Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον ίδιο για όλους, ούτε κανείς θεός ούτε άνθρωπος τον έπλασε, αλλ’ ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.

53.
Πυρὸς τροπαὶ πρῶτον θάλασσα, θαλάσσης δὲ τὸ μὲν ἥμισυ γῆ, τὸ δὲ ἥμισυ πρηστὴρ· δυνάμει γὰρ (Ἡράκλειτος) λέγει ὅτι πῦρ ὑπὸ τοῦ διοικοῦντος λόγου καὶ θεοῦ τὰ σύμπαντα δι’ ἀέρος τρέπεται εἰς ὑγρὸν τὸ ὡς σπέρμα τῆς διακοσμήσεως, ὃ καλεῖ θάλασσαν, ἐκ δὲ τούτου αὖθις γίνεται γῆ καὶ οὐρανὸς καὶ τὰ ἐμπεριεχόμενα· ὅπως δὲ πάλιν ἀναλαμβάνεται καὶ ἐκπυροῦται, σαφῶς διὰ τούτων δηλοῖ· (γῆ) θάλασσα διαχέεται, καὶ μετρέεται εἰς τὸν αὐτὸν λόγον, ὁκοῖος πρόσθεν ἦν ἢ γενέσθαι γῆ.
Η φωτιά μετατρέπεται πρώτα σε θάλασσα· και το μισό της θάλασσας γίνεται γη και το άλλο μισό σίφουνας. (Ο Ηράκλειτος) θέλει να πει μ’ αυτό πως με τη δύναμη της η φωτιά, υπό την επήρεια του θείου Λόγου που κυβερνά τα πάντα, μετατρέπεται δια μέσου του αέρα σε υγρασία, πυρήνα της όλης διάταξης του σύμπαντος, και την οποία ονομάζει θάλασσα. Από αυτήν ξαναγεννιούνται η γη ο ουρανός και ό,τι εμπεριέχουν. Το πώς ο κόσμος οδηγείται ξανά προς τα πίσω και αφανίζεται από τη φωτιά, το εξηγεί καθαρά: Η (γη) διαλύεται σε θάλασσα και φτάνει στο ίδιο μέτρο αναλογίας που ίσχυε πριν γίνει γη.




Ο Άνθρωπος

54.
Ἔφη ὡς ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων.
Ο χαρακτήρας του ανθρώπου, ο δαίμονας του.

55.
πιθήκων ὁ κάλλιστος αἰσχρὸς ἀνθρώπων γένει συμβάλλειν.
Ο ωραιότερος πίθηκος είναι άσχημος όταν συγκρίνεται με το γένος των ανθρώπων.

56.
ἀνθρώπων ὁ σοφώτατος πρὸς θεὸν πίθηκος φανεῖται καὶ σοφίᾳ καὶ κάλλει καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν.
Ο σοφότερος άνθρωπος, όταν συγκρίνεται με το θεό, φαίνεται πίθηκος και στη σοφία και στην ομορφιά και σ’ όλα τ’ άλλα.

57.
sic(ut) aranea, ait, stans in medio telae sentit, quam cito musca aliquem filum suum corrumpit itaque illuc celeriter currit quasi de fili persectione dolens, sic hominis anima aliqua parte corporis laesa illuc festine meat quasi impatiens laesionis corporis, cui firme et proportionaliter iuncta est.
Όπως μια αράχνη στο κέντρο του ιστού της, μόλις μια μύγα κόβει ένα νήμα του, το αισθάνεται και τρέχει γρήγορα σαν να υπέφερε για το κομμένο νήμα, έτσι και η ψυχή του ανθρώπου, όταν ένα μέρος του σώματος τραυματίζεται, ορμάει προς τα ‘κεί σαν να μη μπορεί να υποφέρει τη λαβωματιά του σώματος με το οποίο είναι δεμένη γερά και αρμονικά.

58.
εἰ μὴ γὰρ Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦντο καὶ ὕμνεον ᾆσμα αἰδοίοισιν, ἀναιδέστατα εἴργαστ’ ἂν· ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος, ὅτεῳ μαίνονται καὶ ληναΐζουσιν.
Γιατί αν δεν οργάνωναν πομπή για το Διόνυσο και δεν τραγουδούσαν το φαλλικό ύμνο, όσα έκαναν θα ήταν αναιδέστατα. Άλλα ο Άδης και ο Διόνυσος είναι το ίδιο πράγμα, που στ’ όνομά του μαίνονται και βακχεύουν.

59.
Καὶ διὰ τοῦτο εἰκότως αὐτὰ ἄκεα Ἡράκλειτος προσεῖπεν ὡς ἐξακεσόμενα τὰ δεινὰ καὶ τὰς ψυχὰς ἐξάντες ἀπεργαζόμενα τῶν ἐν τῇ γενέσει συμφορῶν.
Ο Ηράκλειτος είπε ότι η ίδια “γιατρειά” θεραπεύει φοβερές ασθένειες και ελευθερώνει τις ψυχές από συμφορές.

60.
θυμῷ μάχεσθαι χαλεπόν· ὅ τι γὰρ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται.
Είναι δύσκολο να πολεμά κανείς την καρδιά του· γιατί αυτό που θέλει, το αγοράζει με ψυχή.

61.
αἱ ψυχαὶ ὀσμῶνται καθ᾽ Ἅιδην.
Οι ψυχές οσμίζονται μέσα στον Άδη.

62.
ἔνθα δ᾽ ἐόντι ἐπανίστασθαι καὶ φύλακας γίνεσθαι ἐγερτὶ ζώντων καὶ νεκρῶν.
Εκεί πέρα, μπροστά σ’ αυτόν που είναι, ανασταίνονται και γίνονται άγρυπνοι φύλακες των ζωντανών και των νεκρών.

63.
ἀνθώπους μένει ἀποθανόντας, ἅσσα οὐκ ἔλπονται οὐδὲ δοκέουσιν.
Πράγματα που δεν ελπίζουν ούτε φαντάζονται περιμένουν τους ανθρώπους μετά το θάνατο τους.

64.
μόροι γὰρ μέζονες μέζονας μοίρας λαγχάνουσι.
Οι πιο μεγάλοι θάνατοι έχουν την πιο μεγάλη μοίρα.

65.
Οὐχί καὶ Ἡράκλειτον θάνατον τὴν γένεσιν καλεῖ… ἐν οἶς φησι· θάνατός ἐστιν ὁκόσα ἐγερθέντες ὁρέομεν, ὁκόσα δὲ εὕδοντες ὕπνος.
Θάνατος είναι όσα βλέπουμε ξύπνιοι, και ύπνος όσα κοιμισμένοι.

66.
ἄνθρωπος ἐν εὐφρόνῃ φάος ἅπτεται ἑαυτῷ (ἀποθανὼν) ἀποσβεσθεὶς ὄψεις, ζῶν δὲ ἅπτεται τεθνεῶτος εὕδων, (ἀποσβεσθεὶς ὄψεις) ἐγρηγορὼς ἅπτεται εὕδοντος.
Όταν τα μάτια του σβήνουν, ο άνθρωπος ανάβει φως για τόν εαυτό του μέσα στη νύχτα. Ζωντανός στον ύπνο του, όταν τα ιάτια του κλείνουν, αγγίζει τον πεθαμένο, ξύπνιος, αγγίζει αυτόν που κοιμάται.

67.
Ὁ Ἡράκλειτός φησι τοῖς ἐγρηγορόσιν ἕνα καὶ κοινὸν κόσμον εἶναι, τῶν δὲ κοιμωμένων ἕκαστον εἰς ἴδιον ἀποστρέφεσθαι.
Για τους ξύπνιους ένας και κοινός κόσμος υπάρχει, αλλά κάθε κοιμισμένος ξαναγυρνά στο δικό του ιδιαίτερο κόσμο.

68.
τοὺς καθεύδοντας ἐργάτας εἶναι καὶ συνεργοὺς τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων.
Οι κοιμισμένοι είναι εργάτες και συνεργοί σ’ αυτά που γίνονται στον κόσμο.


Η Φύση

69.
φύσις δὲ καθ’ Ἡράκλειτον κρύπτεσθαι φιλεῖ.
Η φύση αγαπά να κρύβεται.

70.
εἰ μὴ ἥλιος ἦν, ἕνεκα τῶν ἄλλων ἄστρων εὐφρόνη ἂν ἦν.
Αν ο ήλιος δεν υπήρχε, θα ήταν νύχτα παρά τα άλλα άστρα.

71.
περιόδους· ὦν ὁ ἥλιος ἐπιστάτης ὤν καὶ σκοπὸς ὁρίζειν καὶ βραβεύειν καὶ ἀναδεικνύναι καὶ ἀναφαίνειν μεταβολὰς καὶ ὥρας αἵ πάντα φέρουσι.
Ο ήλιος, κύριος και φύλακας των περιόδων, ορίζει, κατανέμει, φανερώνει και αποκαλύπτει τις μεταβολές και τις εποχές που φέρνουν τα πάντα.

72.
ἠοῦς καὶ ἑσπέρας τέρματα ἡ ἄρκτος καὶ ἀντίον τῆς ἄρκτου οὖρος αἰθρίου Διός.
Της αυγής και της εσπέρας τέρματα η άρκτος και απένανντι στην άρκτο, το όριο του λαμπερού Δία.

73.
ἥλιος γὰρ οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν.
Γιατί ο ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια του, αλλιώς θα τον βρουν οι Ερινύες που βοηθούν τη δικαιοσύνη.

74.
(Περὶ μεγέθους ἡλίου) εὖρος ποδὸς ἀνθρωπείου.
Ο ήλιος έχει το πλάτος ανθρώπινου ποδιού.

75.
ὁ ἥλιος οὐ μόνον, καθάπερ ὁ Ἡράκλειτός φησι, νέος ἐφ᾽ ἡμέρῃ ἐστίν, ἀλλ᾽ ἀεὶ νέος συνεχῶς.
Ο ήλιος καθημερινά είναι νέος, είναι νέος διαρκώς και ακατάπαυστα.




Αποσπάσματα για μια Ηθική

76.
Μεμνῆσθαι δὲ καὶ τοῦ ἐπιλανθανομένου ᾗ ἡ ὁδὸς ἄγει.
Πρέπει να θυμόμαστε και εκείνον που ξεχνάει πού οδηγεί ο δρόμος.

77.
εἶναι γὰρ ἓν τὸ σοφόν, ἐπίστασθαι γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα διὰ πάντων.
Γιατί μια είναι η σοφία: το να γνωρίζεις τη σκέψη που κυβερνάει όλα μέσα απ’ όλα.

78.
(Ἡρακλείτου) ὁκόσων λόγους ἤκουσα, οὐδεὶς ἀφικνεῖται ἐς τοῦτο, ὥστε γινώσκειν ὅτι σοφόν ἐστι πάντων κεχωρισμένον.
Απ’ όσων τα λόγια άκουσα, κανείς δε φτάνει σε τούτο, να αναγνωρίσει, δηλαδή, πως το σοφό είναι απ’ όλα χωρισμένο.

79.
σωφρονεῖν ἀρετὴ μεγίστη, καὶ σοφίη ἀληθέα λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν ἐπαΐαντας.
Η σωφροσύνη είναι η πιο μεγάλη αρετή, και η σοφία του να λες την αλήθεια και να πράττεις σύμφωνα με τη φύση, ακούγοντας την.

80.
χρὴ εὖ μάλα πολλῶν ἵστορας φιλοσόφους ἄνδρας εἶναι (. κατ’ Ἡράκλειτον)
Γιατί πρέπει οι φιλόσοφοι να γνωρίζουν καλά πολλά πράγματα.

81.
πολυμαθίη νόον (ἔχειν) οὐ διδάσκει· Ἡδίοδον γὰρ ἂν ἐδίδαξε καὶ Πυθαγόρην αὖτίς τε Ξενοφάνεά τε καὶ Ἑκαταῖον.
Η πολυμάθεια δε διδάσκει να έχεις νου. Αν ήταν έτσι θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, ακόμα και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο.

82.
οὐ δεῖ ὥσπερ καθεύδοντας ποιεῖν καὶ λέγειν· καὶ γὰρ καὶ τότε δοκοῦμεν ποιεῖν καὶ λέγειν.
Δεν πρέπει ούτε να κάνουμε ούτε να μιλάμε όπως όταν κοιμόμαστε· γιατί και τότε νομίζουμε πως κάνουμε και μιλάμε.

83.
ἐξηπάτηνται, φησὶν, οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὴν γνῶσιν τῶν φανερῶν παραπλησίων Ὸμήρῳ, ὃς ἐγένετο τῶν Ἑλλήνων σοφώτερος πάντων· ἐκεῖνόν τε γὰρ παῖδες φθεῖρας κατακτείνοντες ἐξηπάτησαν εἰπόντες· ὅσα εἴδομεν καὶ ἐλάβομεν, ταῦτα ἀπολείπομεν, ὅσα δὲ οὔτε εἴδομεν οὔτ᾽ ἐλάβομεν, ταῦτα φέρομεν.
Εξαπατούνται οι άνθρωποι ως προς τη γνώση των φανερών πραγμάτων, ακριβώς όπως ο Όμηρος που υπήρξε ο σοφότερος απ’ όλους τους Έλληνες. Πράγματι, και εκείνον, κάποια παιδιά που σκότωναν ψείρες, τον εξαπάτησαν λέγοντας του: “Όσα είδαμε και πιάσαμε, τ’ αφήνουμε, κι όσα ούτε είδαμε ούτε πιάσαμε, αυτά τα παίρνουμε”.

84.
τίς γὰρ αὐτῶν νόος ἢ φρήν; δήμων ἀοιδοῖσι πείθονται καὶ διδασκάλῳ χρείωνται ὁμίλῳ οὐκ εἰδότες ὅτι “οἱ πολλοὶ κακοί, ὀλίγοι δὲ ἀγαθοί”.
Γιατί ποιος είναι ο νους τους ή η φρόνηση τους; Πείθονται απ’ τους τραγουδιστές του λαού και παίρνουν τον όχλο για δάσκαλο τους, χωρίς να ξέρουν ότι “οι πολλοί είναι κακοί και οι καλοί λίγοι”.

85.
Γοῦν κακίζων φαίνεται τὴν γένεσιν, ἐπειδάν φῇ· γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ᾽ ἔχειν, μᾶλλον δὲ ἀναπαύεσθαι, καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι.
Όταν γεννιούνται, θέλουν να ζήσουν και να βρουν το θάνατό τους, ή μάλλον την ανάπαυση· και αφήνουν παιδιά που θα πεθάνουν με τη σειρά τους.

86.
οὐ δεῖ (ὡς) παῖδας τοκεώνων, τοῦτ’ ἔστι κατὰ ψιλὸν· καθότι παρειλήφαμεν.
Δεν πρέπει να φερόμαστε σαν παιδιά υπό την κηδεμονία γονέων, δηλαδή απλούστερα, επειδή έτσι τα έχουμε παραλάβει.

87.
ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν.
Αναζήτησα τον εαυτό μου.

88.
ὅσων ὄψις ἀκοὴ μάθησις, ταῦτα ἐγὼ προτιμέω.
Όσα μπορώ να δω, ν’ ακούσω και να μάθω, αυτά είναι που προτιμώ.

89.
Πόσῳ δὴ οὖν βέλτιον Ἡράκλειτος παῖδες ἀθύρματα νενόμικεν εἶναι τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματα.
Παιδιών παιχνίδια οι ανθρώπινες γνώμες.

90.
εἶς ἐμοὶ μύριοι, ἐὰν ἄριστος ἦι.
Ένας άνθρωπος για μένα αξίζει όσο μύριοι, όταν είναι άριστος.

91.
Ἑτέρα γὰρ ἵππου ἡδονὴ καὶ κυνὸς καὶ ἀνθρώπου, καθάπερ Ἡράκλειτος φησιν ὄνους σύρματ’ ἄν ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ χρυσὸν· ἥδιον γὰρ χρυσοῦ τροφὴ ὄνοις.
Διαφορετική είναι η ηδονή για το άλογο, το σκυλί και τον άνθρωπο, αφού τα γαϊδούρια θα προτιμούσαν άχυρα αντί χρυσάφι. Γιατί πιο ευχάριστη είναι η τροφή για τα γαϊδούρια παρά το χρυσάφι.

92.
Sί modo credimus Εphesίο Heracleto qui ait sues caeno, cohortales aves pulvere vel cinere lavari.
Τα γουρούνια πλένονται στο βόρβορο, τα πουλερικά στη σκόνη ή στις στάχτες.

93.
Δεῖ γὰρ τὸν χαρίεντα μήτε ῥυπᾶν μήτε αὐχμεῖν μήτε βορβόρῳ χαίρειν καθ’ Ἡράκλειτον.
Ὕες βορβόρῳ ἥδονται μᾶλλον ἢ καθαρῷ ὕδατι.

Γιατί ο άνθρωπος ο ευγενικός δεν πρέπει να είναι ακάθαρτος ούτε άπλυτος ούτε να χαίρεται στο βόρβορο.
Τα γουρούνια τέρπονται πιο πολύ στο βόρβορο παρά στο καθαρό νερό.

94.
si felicitas esset in delectationibus corporis, boves felices diceremus, cum inveniant orobum ad comedendum.
Αν η ευτυχία βρισκόταν στις σωματικές απολαύσεις, θα λέγαμε ευτυχισμένα τα βόδια όταν βρίσκουν μπιζέλια για να φάνε.

95.
αἱρεῦνται γὰρ ἓν ἀντὶ ἁπάντων οἱ ἄριστοι, κλέος ἀέναον θνητῶν, οἱ δὲ πολλοὶ κεκόρηνται ὅκωσπερ κτήνεα.
Οι άριστοι προτιμούν το ένα από όλα, την αιώνια δόξα των θνητών. Αλλά οι πολλοί χορταίνουν σαν τα κτήνη.

96.
χρυσὸν γὰρ οἱ διζήμενοι γῆν πολλὴν ὀρύσσουσι καὶ εὑρίσκουσιν ὀλίγον.
Όσοι ζητούν χρυσάφι σκάβουν πολύ τη γη και λίγα βρίσκουν.

97.
πᾶν γὰρ ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται.
Κάθε τι που έρπει εξουσιάζεται με χτυπήματα.

98.
ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν.
Την υπεροψία πρέπει κανείς να σβήνει περισσότερο παρά την πυρκαγιά.

99.
μάχεσθαι χρὴ τὸν δῆμον ὑπὲρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος.
Ο λαός πρέπει να μάχεται για το νόμο όπως ακριβώς για τα τείχη του.

100.
μὴ εἰκῆ περὶ τῶν μεγίστων συμβαλλώμεθα.
Για τα μέγιστα πράγματα ας μη κάνουμε υποθέσεις στην τύχη.

101.
τῷ μὲν θεῷ καλὰ πάντα καὶ ἀγαθὰ καὶ δίκαια, ἄνθρωποι δὲ ἃ μὲν ἄδικα ὑπειλήφασιν ἃ δὲ δίκαια.
Για το θεό όλα τα πράγματα είναι όμορφα, αγαθά και δίκαια· αλλά οι άνθρωποι μερικά πράγματα θεωρούν άδικα και άλλα δίκαια.

102.
βλὰξ ἄνθρωπος ἐπὶ παντὶ λόγωι ἐπτοῆσθαι φιλεῖ.
Ο βλάκας μπροστά σε κάθε λόγο αγαπά να τρομάζει.

103.
ἀνθρώποις γίνεσθαι ὁκόσα θέλουσιν οὐκ ἄμεινον.
Για τους ανθρώπους δεν είναι το καλύτερο να γίνονται όσα θέλουν.

104.
νέκυες γὰρ κοπρίων ἐκβλητότεροι.
Γα πτώματα είναι πιο πολύ για πέταμα από την κοπριά

105.
κύνες γὰρ καταβαΰζουσιν ὧν ἂν μὴ γινώσκωσι.
Τα σκυλιά γαβγίζουν αυτούς που δεν γνωρίζουν.

106.
νοῦσος ὑγιείην ἐποίησεν ἡδὺ καὶ ἀγαθόν, λιμὸς κόρον, κάματος ἀνάπαυσιν.
Η αρρώστια κάνει την υγεία ευχάριστο και καλό πράγμα, η πείνα το χορτασμό, η κούραση την ανάπαυση.

107.
ἀμαθίην γὰρ ἄμεινον κρύπτειν, ἔργον δὲ ἐν ἀνέσει καὶ παρ᾽ οἶνον.
Κρύπτειν ἀμαθίην κρέσσον ἢ ἐς τὸ μέσον φέρειν.

Είναι προτιμότερο να κρύβεις την αμάθεια, αλλά αυτό είναι δύσκολο όταν γίνεται μέσα στην κραιπάλη και στο μεθύσι.
Είναι προτιμότερο να κρύβεις την αμάθεια παρά να την αποκαλύπτεις παντού.

108.
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες.
Γιατί τα μάτια είναι ακριβέστεροι μάρτυρες από τα αυτιά.

109.
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.
Τα μάτια και τα αυτιά είναι κακοί μάρτυρες για τους ανθρώπους που έχουν βάρβαρες ψυχές.

110.
τήν τε οἴησιν ἱερὴν νοῦσον (ἔλεγε καὶ τὴν ὅρασιν ψεύδεσθαι).
Ο Ηράκλειτος ονομάζει την έπαρση νόσο ιερή και λέει ότι η όραση ψεύδεται.

111.
Ἀγχιβατεῖν (ἀγχιβασίην) Ἡράκλειτος.
Διφορούμενο = προσέγγιση, κατά τον Ηράκλειτο.

112.
ἐφ᾽ ἑνὸς ἄν ποτε γένοιτο . . . ἢ τινων ὀλίγων (sc. θυσίαι κεκαθαρμένων παντάπασιν ἀνθρώπων).
Από ένα… ή από λίγους θα μπορούσαν να γίνουν (θυσίες ανθρώπων ολωσδιόλου καθαρών).

113.
Δίκης ὄνομα οὐκ ἂν ᾔδεσαν, εἰ ταῦτα μὴ ἦν.
Αυτοί δεν θα μπορούσαν να ξέρουν το όνομα της Δικαιοσύνης, αν αυτά τα πράγματα (οι αδικίες) δεν υπήρχαν.

114.
δοκέοντα γὰρ ὁ δοκιμώτατος γινώσκει, φυλάσσει· καὶ μέντοι καὶ Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας καὶ μάρτυρας.
Εκείνος που χαίρει μεγάλης εκτίμησης δε γνωρίζει και δε φυλάει παρά μόνο τα καλά να πιστεύει κανείς πράγματα· αλλά η Δικαιοσύνη θα πιάσει αυτούς που κατασκευάζουν και μαρτυρούν ψέματα.

115.
ἀρῃφάτους θεοὶ τιμῶσι καὶ ἄνθρωποι.
Οι θεοί και οι άνθρωποι τιμούν εκείνους που πέθαναν στη μάχη.

116.
Τίσι δὴ μαντεύεται Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος; νυκτιπόλοις, μάγοις, βάκχοις, λήναις, μύσταις· τούτοις ἀπειλεῖ τὰ μετὰ θάνατον, τούτοις μαντεύεται τὸ πῦρ· τὰ γὰρ νομιζόμενα κατ᾽ ἀνθρώπους μυστήρια ἀνιερωστὶ μυεῦεται.
Σε ποιους προφητεύει ο Ηράκλειτος; Σε πλανώμενους τη νύχτα αλήτες, μάγους, βάκχους, μαινάδες και μύστες· αυτούς απειλεί με μεταθανάτια τιμωρία, σ’ αυτούς προφητεύει τη φωτιά· γιατί στα καθιερωμένα απ’ τους ανθρώπους μυστήρια μυούνται με τρόπο ανίερο.

117.
καθαίρονται δ᾽ ἄλλῳ αἵματι μιαινόμενοι οἷον εἴ τις εἰς πηλὸν ἐμβὰς πηλῷ ἀπονίζοιτο· μαίνεσθαι δ᾽ ἂν δοκοίη, εἴ τις αὐτὸν ἀνθρώπων ἐπιφράσαιτο οὕτω ποιέοντα· καὶ τοῖς ἀγάλμασι δὲ τουτέοισιν εὔχονται, ὁκοῖον εἴ τις δόμοισι λεσχηνεύοιτο, οὔ τι γινώσκων θεοὺς οὐδ᾽ ἥρωας οἵτινές εἰσι.
Καθαρίζονται μιαινόμενοι μ’ άλλο αίμα, όπως κάποιος που, χωμένος μέσα στη λάσπη, θα ήθελε να ξεπλυθεί με λάσπη. Αν κάποιος τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο θα τον έπαιρνε για μανιακό. Και σε τέτοια αγάλματα προσεύχονται, όμοιοι μ’ εκείνον που θα φλυαρούσε μέσα στο σπίτι του, χωρίς να γνωρίζει ποιοι είναι θεοί και ποιοι ήρωες.

118.
κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν καὶ ἄρχεσθαι.
Κάματος είναι το να μοχθεί κανείς και να εξουσιάζεται απ’ τους ίδιους.

119.
μὴ ἐπιλίποι ὑμᾶς πλοῦτος, <ἔφη,> Ἐφέσιοι, ἵν᾽ ἐξελέγχοισθε πονηρευόμενοι.
Ποτέ να μη σας λείψει ο πλούτος, Εφέσιοι, για να βγαίνει στη φόρα η πονηριά σας.

120.
ἄξιον Ἐφεσίοις ἡβηδὸν ἀπάγξασθαι πᾶσι καὶ τοῖς ἀνήβοις τὴν πόλιν καταλιπεῖν, οἵτινες Ἑρμόδωρον ἄνδρα ἑωυτῶν ὀνήιστον ἐξέβαλον φάντες· ἡμέων μηδὲ εἷς ὀνήιστος ἔστω, εἰ δὲ μή, ἄλλη τε καὶ μετ᾽ ἄλλων.
Όλοι οι ενήλικες Εφέσιοι θα έπρεπε να κρεμαστούν και ν’ αφήσουν την πόλη τους στους ανήλικους, γιατί εκείνοι έδιωξαν τον Ερμόδωρο, τον πιο άξιο άντρα, λέγοντας: “Κανείς από μας ας μην είναι ο πιο άξιος. Ειδεμή, ας πάει αλλού και με άλλους”.

121.
ἀνὴρ ὁκόταν μεθυσθῇ, ἄγεται ὑπὸ παιδὸς ἀνήβου σφαλλόμενος, οὐκ ἐπαΐων ὅκη βαίνει, ὑγρὴ τὴν ψυχὴν ἔχων.
Ένας άντρας, όταν μεθύσει, αφήνεται να οδηγείται από ένα ανήλικο παιδί: παραπατάει χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, γιατί έχει υγρή ψυχή.

122.
αὐγὴ ξηρὴ σοφωτάτη καὶ ἀρίστη, ἢ καλύτερα: αὔη ψυχὴ σοφωτάτη καὶ ἀρίστη.
Η ξηρή ψυχή είναι σοφότατη και άριστη.

123.
Ὥσπερ σάρμα εἰκῆ κεχυμένων ὁ κάλλιστος, φησὶν Ἡράκλειτος, ὁ κόσμος.
Ο πιο όμορφος κόσμος είναι σα σωρός σκουπίδια χυμένα στην τύχη.

124.
Τὸν τε Ὅμηρον ἔφασκεν ἄξιον ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι καὶ Ἀρχίλοχον ὁμοίως.
Ο Όμηρος αξίζει απ’ τους αγώνες να τον διώχνουν και να τον ραπίζουν, καθώς κι ο Αρχίλοχος.

125.
Ἡράκλειτος ἐντεῦθεν ἀστρολόγον φησὶ τὸν Ὅμηρον.
Ο Όμηρος ήταν αστρολόγος.

126.
Δοκεῖ δὲ κατὰ τινας πρῶτος ἀστρολογῆσαι . . . μαρτυρεῖ δ’ αὐτῷ καὶ Ἡράκλειτος καὶ Δημόκριτος.
Ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος μαρτυρούν πως ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος αστρονόμος.

127.
Ἐν Πριήνῃ Βίας ἐγένετο ὁ Τευτάμεω, οὗ πλείων λόγος ἢ τῶν ἄλλων.
Στην Πριήνη γεννήθηκε ο Βίας, γιος του Τευτάμου, που ο λόγος του ξεπερνά όλων των άλλων.

128.
Πυθαγόρης κοπίδων ἐστὶν ἀρχηγός.
(Ο Πυθαγόρας) είναι αρχηγός στους αγύρτες.


Αποσπάσματα αμφίβολα ή απόκρυφα

129.
κατὰ λόγον δὲ ὡρέων συμβάλλεται ἑβδομὰς κατὰ σελήνην, διαιρεῖται δὲ κατὰ τὰς ἄρκτους, ἀθανάτου μνήμης σημείω.
Σύμφωνα με το νόμο των ετών, η εβδομάδα ενώνεται με τη σελήνη, αλλά διαιρείται με τις άρκτους, τα δυο σημεία της αθάνατης μνήμης.

130.
Ἄλλως ἄ(λλο ἀεὶ αὔξε)ται πρὸς ὅ (ἄν ᾖ ἐλλι)πὲς
Κάθε πράγμα αυξάνει με τον τρόπο του, σύμφωνα μ’ αυτό που του χρειάζεται.

131.
Ὁ αἀτὸς πρὸς Αἰγυπτίους ἔφη· εἰ θεοὶ εἰσιν, ἵνα τὶ θρηνεῖτε αὐτοὺς; εἰ δὲ θρηνεῖτε αὐτοὺς, μηκέτι τούτους ἡγεῖσθε θεοὺς.
Ο Ηράκλειτος είπε στους Αιγυπτίους: “Αν είναι θεοί, γιατί τους θρηνείτε; Αλλά εάν τους θρηνείτε, μη τους θεωρείτε πια θεούς ους”.

132.
Ὅτι ὁ Ἡράκλειτος ὁρῶν τοὺς Ἕλληνας γέρα τοῖς δαίμοσιν πονέμοντας εἶπεν· δαιμόνων ἀγάλμασιν εὔχονται οὐκ ἀκούουσιν ὥσπερ ἀκούοιεν, οὐκ ἀποδιδοῦσιν, ὥσπερ οὐκ ἀπαιτοῖεν.
Ο Ηράκλειτος, βλέποντας τους Έλληνες να προσφέρουν δώρα στους θεούς, είπε: “Προσεύχονται στα αγάλματα των θεών σαν να μπορούσαν να τους ακούσουν, ενώ δεν τους ακούνε, δεν δίνουν, όπως και δεν μπορούν τίποτα να ζητήσουν”.

133.
Πυθαγόρης Μνησάρχου ἱστορίην ἤσκησεν ἀνθρώπων μάλιστα πάντων καὶ ἐκλεξάμενος ταύτας τὰς συγγραφὰς ἐποιήσατο ἑωυτοῦ σοφίην, πολυμαθίην, κακοτεχνίην.
Ο Πυθαγόρας, ο γιος του Μνησάρχου, άσκησε περισσότερο απ’ όλους τους ανθρώπους την έρευνα, και αφού διάλεξε τούτες τις γραφές, έκανε μ’ αυτές μια δική του σοφία: πολυμάθεια, κακοτεχνία.

134.
non convenit ridiculum esse ita, ut ridiculus ipse videaris, Heraclitus dixit.
Δεν πάει να αστειεύεται κανείς σε σημείο που ο ίδιος να γίνεται γελοίος, έλεγε ο Ηράκλειτος.

135.
Ἡράκλειτος ἔλεγε τὴν οἴησιν προκοπῆς ἐγκοπὴν.
Ο Ηράκλειτος έλεγε πως η έπαρση είναι εμπόδιο στην προκοπή.

136.
Τιμαὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους καταδουλοῦνται.
Οι τιμές υποδουλώνουν θεούς και ανθρώπους.

137.
Ἄνθρωποι κακοὶ ἀληθινῶν ἀντίδικοι.
Οι κακοί άνθρωποι είναι εχθροί εκείνων που λένε την αλήθεια.

138.
Τὴν παιδείαν ἕτερον ἥλιον εἶναι τοῖς πεπαιδευμένοις.
Η παιδεία είναι ένας άλλος ήλιος για τους μορφωμένους.

139.
Συντομωτάτην ὁδὸν ἔλεγεν εἰς εὐδοξίαν τὸ γενέσθαι ἀγαθὸν.
Ο συντομότερος δρόμος για ν’ αποκτήσεις καλή φήμη είναι το να γίνεις καλός.

140.
Ἡρακλείτου· ψυχαὶ ἀρηίφατοι καθαρώτεραι ἢ ἑνὶ νούσοις.
Κατά τον Ηράκλειτο, οι ψυχές που πέσανε μαχόμενες είναι καθαρότερες από εκείνες που κύλησαν σ’ αρρώστιες.

141.
Γράφει γοῦν “ἔστι γὰρ εἱμαρμένα πάντως…”.
Υπάρχει σ’ όλα επέμβαση της ειμαρμένης (;)…


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



Βιβλιογραφια

Ελληνόγλωσση

Βέικος, Θεόφιλος, «Ο λόγος και η τάξη του κόσμου των ανθρώπων στον Ηράκλειτο (απόσπ. 114) ». Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 28 (1979-85), 411

Καλογεράκος, Ι. και Θανασάς Π. Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, στο Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη από την Αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, Ε.Α.Π., (Πάτρα, 2000), ISBN 960-538-290-3.

Αναστάσιος Αρβανιτάκης Ηράκλειτος: Άπαντα. Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 1999.

Ταμπάκης, Νίκος. Ηράκλειτος και σύγχρονος κόσμος. Γκοβόστης, Αθήνα 2006, ISBN 960-446-019-6.

Γεωργίου Αντρέας. Ηράκλειτος - ο ηττημένος νικητής. Γκοβόστης, Αθήνα 1997, ISBN 960270716X.

Μαυράκης Νίκος, Ανατολικές επιρροές στην ελληνική σκέψη και τον δυτικό πολιτισμό. Σοκόλης, (Αθήνα 2016), σσ. 298-323, ISBN 978-618-5139-32-2

Γεωργοπούλου, Ν. Η φιλοσοφική κατανόηση του θείου στην Ελλάδα. Από τον Όμηρο ως το Διαφωτισμό. Αθήνα, 1989.

Γιανναδάκης Νίκος Χ, «Ηράκλειτος εναντίον Επιμενίδου;», Αριάδνη. Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης 5 (1989), 63-68.

Βουδούρης, Κωνσταντίνος, «Ο Ηράκλειτος και η διαλεκτική αντίληψη για την πολιτική». Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 4 (1987), 255-275

Kessidis, Theocharis: «Οι κοινωνικο-πολιτικές απόψεις του Ηρακλείτου» [Ελληνική περίληψη Δημήτρη Παπαδή]. Φιλοσοφία 13-14 (1983-84), 106-108

Φαράντος Γεώργιος, «Η πολιτική φιλοσοφία του Ηράκλειτου». Παρνασσός 24 (1982), 54-111.

Κεσσίδης Θεοχάρης, «Η διαλεκτική του Ηράκλειτου του Εφέσιου». Επιστημονική σκέψη 9 (1982), 58-65.

Κεσσίδης Θεοχάρης, «Ο Ηράκλειτος και η αρχαία Ανατολή. (Κριτικές σημειώσεις)». Παρνασσός 24 (1982), 303-316.

Γέροντας, Δημήτρης, «Στα ίχνη του Ηράκλειτου». Ευθύνη 114 (1981), 328-333

Παιονίδης, Φιλήμων, «Συμβολή στην κατανόηση του πολιτικού Ηρακλείτου». Παρνασσός 22 (1980), 567-573.

Καλογεράκος, Ἰωάννης Γ., «Πὺρ καὶ θεός: φυσικὴ καὶ θεολογία στὴ σκέψη τοῦ Ἡράκλειτου», Φιλοσοφία, 25-26(1995-1996) , σσ. 96-117


Ξενόγλωσση

Gigon, Olof, «Στοχασμοί πάνω στον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη». Μετάφρ. Λίλα Σκάμη. Εποπτεία 54 (1981), 99-107

Berenson F. M., «Η σημασία της φιλοσοφίας του Ηρακλείτου», Μετάφρ. Κωνσταντίνος Βουδούρης. Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 2 (1985), 243-251.

G. S. KIRK / J. E. RAVEN / MALCOLM SCHOFIELD, Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, Μετάφραση Δημοσθένη Κούρτοβικ,εκδ.ΜΙΕΤ, Αθήνα,1988, 2006(4η εκδοση),σελ.190-220

Windelband, W., Heimsoeth H. Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Τομ. Α΄, Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2001 δ΄).


Πηγες

[1] "Science Archives"

[2] "ΕΚΗΒΟΛΟΣ"





Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"