TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




ΚΥΚΝΟΣ




Στην Ελληνική Μυθολογία έχουμε διάφορα πρόσωπα / ιστορίες που αναφέρονται στο όνομα Κύκνος.



Κύκνος, γιος του θεού Ποσειδώνα

Με το ίδιο όνομα (Κύκνος) αναφέρεται ένας βασιλιάς των Κολωνών στην Τρωάδα, ο οποίος ήταν γιος του θεού Ποσειδώνα. Μάνα του ήταν η Καλύκη (κόρη του Εκάτωνα) ή η Αρπάλη ή η Σκαμανδροδίκη. Αυτός ο Κύκνος αναφέρεται στον μύθο για την ίδρυση της Τενέδου.

Υπήρξε πατέρας του Τέννη και της Ημιθέας με την πρώτη του σύζυγο, την Πρόκλεια, κόρη του Λαομέδοντα. Η δεύτερη σύζυγος του Κύκνου, η Φιλονόμη, κόρη του Τραγάσου, ερωτεύθηκε με πάθος τον Τέννη, αλλά αυτός δεν ανταποκρίθηκε. Τότε η Φιλονόμη τον συκοφάντησε στον Κύκνο, λέγοντας ότι θέλησε δήθεν να τη βιάσει.

Ο Κύκνος την πίστεψε και έκλεισε τον Τέννη με την αδελφή του μέσα σε μία λάρνακα την οποία έριξε στο πέλαγος. Αλλά όταν αργότερα έμαθε την αλήθεια έθαψε τη Φιλονόμη ζωντανή. Ο Κύκνος σκοτώθηκε όταν μονομάχησε με τον Αχιλλέα. Ο Σοφοκλής αναφέρει αυτόν τον Κύκνο σε δύο δράματά του.


Η μονομαχία με τον Αχιλλέα

Όταν ο αχαϊκός στόλος έφτασε στη Τροία, κανένας δεν τολμούσε να βγει από το καράβι του, καθώς η μητέρα του Αχιλλέα, η Θέτις είχε πει πως όποιος ακουμπήσει πρώτος το έδαφος της Τροίας, θα σκοτωθεί αμέσως. Η κατάσταση χειροτέρεψε, καθώς μια ομάδα από Τρώες με αρχηγό τον Έκτορα, άρχισε να πετροβολεί τα καράβια των Αχαιών.

Τη λύση έδωσε ο Οδυσσέας ο οποίος βγήκε από το καράβι, πήρε την ασπίδα μαζί του και λίγο πριν ακουμπήσει την τρωική γη, ακούμπησε πάνω στην ασπίδα του ώστε να μη πραγματοποιηθεί ο χρησμός της Θέτιδας. Το ίδιο έκανε και ο Πρωτεσίλαος αλλά κατά λάθος ακούμπησε για λίγο το χώμα και πέθανε αμέσως από το κοντάρι του Έκτορα.

Έπειτα από αυτό το γεγονός, οι Αχαιοί ευχαριστημένοι για την λύση του χρησμού ταυτόχρονα όμως και λυπημένοι για τον θάνατο του φίλου τους, βγήκαν έξω και η μάχη άρχισε. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Αχιλλέας μονομάχησε με τον Κύκνο που είχε την ικανότητα να μην τον πληγώνει κανένα χάλκινο όπλο. Έτσι με δυσκολία, ο Αχιλλέας τον νίκησε, ρίχνοντας του μια μεγάλη πέτρα στο κεφάλι του. Η μάχη αυτή ήταν τόσο σφοδρή έτσι που όταν ανέφεραν τις επιτυχίες του Αχιλλέα, ανέφεραν την μάχη του με τον Κύκνο μαζί με τις μάχες του με τον Έκτορα και τον Μέμνονα.

Έπειτα τη μονομαχία του Αχιλλέα και του Κύκνου, οι Τρώες από τον φόβο τους μπήκαν μέσα στη πόλη τους φοβισμένοι. Εν τω μεταξύ οι Αχαιοί διαλέγουν αρχηγούς για τη πρεσβεία που θέλουν να στείλουν στους Τρώες. Ο Αχιλλέας αρνείται να γίνει μέρος της πρεσβείας και έτσι ο Οδυσσέας και ο Μενέλαος πηγαίνουν στην Τροία χωρίς εκείνον.





Κύκνος, γιος του θεού Άρη

Η παράδοση διασώζει ιστορίες για δύο Κύκνους, και οι δυο παιδιά του Άρη και της Πελοπίας, μιας κόρης του Πελία, ο ένας, της Πυρήνης ο δεύτερος. Και οι δυο ήρθαν στα χέρια με τον Ηρακλή σε διαφορετικούς τόπους ο καθένας.

Για τον πρώτο Κύκνο, τον γιο της Πελοπίας, παραδίδονται τα εξής: Πηγαίνοντας κάποτε ο Ηρακλής και ο Ιόλαος στον Κήυκα, τον βασιλιά της Τραχίνας, συνάντησε στο τέμενος του Παγασαίου Απόλλωνος τον Κύκνο με τον πατέρα του Άρη. Ο Κύκνος ήταν σύζυγος της κόρης του Κήυκα, άνθρωπος βίαιος και αιμοβόρος, ληστής που έκοβε τα κεφάλια όσων περνούσαν από εκεί, κυρίως προσκυνητών, επειδή ήθελε να χτίσει με τα κρανία ναό στον πατέρα του ή επειδή με τα κλοπιμαία προσέφερε θυσίες στον πατέρα του. Φυσικά, αυτό εξόργισε τον Απόλλωνα που προκάλεσε μονομαχία ανάμεσα στον Κύκνο και τον Ηρακλή.

Εκείνος μονομάχησε εναντίον του και εναντίον του πατέρα του που έσπευσε να βοηθήσει τον γιο του. Η Αθηνά προσπάθησε να κάνει τον Άρη να σκεφτεί λογικά και να αποτρέψει τη μονομαχία υπακούοντας στις επιταγές της Μοίρας που ήθελε τον Κύκνο να σκοτώνεται από τον Ηρακλή, ενώ τον ήρωα δεν μπορούσε να τον σκοτώσει κανένας.

Ο θεός ρίχτηκε στη μάχη αλλά για μια ακόμη φορά η Αθηνά έκανε το δόρυ του να παρεκκλίνει, ο Ηρακλής εκμεταλλεύτηκε ένα λάθος του θεού στην άμυνα και τον πλήγωσε στον μηρό. Ο Άρης έφυγε ντροπιασμένος για τον Όλυμπο, όπως ντροπιασμένος είχε φύγει μετά από τον τραυματισμό του από τον Διομήδη (Ιλ., Ε 844-898) ή για τη Θράκη, όταν τον έπιασε ο Ήφαιστος με την Αφροδίτη (Οδ., Θ 266-366). Εξάλλου, ήταν η δεύτερη φορά που ο Ηρακλής τον πλήγωνε, η πρώτη ήταν στην Πύλο, όταν μάλιστα του αφαίρεσε και τον οπλισμό.

Τελικά, ο Ηρακλής σκότωσε τον Κύκνο, ο Κήυκας και οι περίοικοι τον έθαψαν, αλλά ο τάφος του παρασύρθηκε από τα νερά του ποταμού Άναυρου, που εκβάλλει στον Παγασητικό Κόλπο. Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ότι ο Κύκνος σκοτώθηκε από τον Ηρακλή και ο Άρης μονομάχησε μαζί του για να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του παρά τις παραινέσεις της Αθηνάς.

Η προστασία που πρόσφερε η Αθηνά στον Ηρακλή έσωσε τον ήρωα από χτύπημα του θεού και του έδωσε την ευκαιρία να τραυματίσει τον θεό που αποχώρησε από το πεδίο της μάχης. Επίσης, αλλάζει και ο τόπος της μονομαχίας, είναι ο Πηνειός (Παυσανίας) ή ο Ίτωνος στους πρόποδες του Πηλίου (1) και τις Παγασές (Απολλόδωρος) ή τον Εχέδωρο ποταμό της Μακεδονίας στον δρόμο προς τη χώρα των Εσπερίδων. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μνημονεύεται θεϊκή παρέμβαση.

Φυσικά, δεν λείπει και ο συνδυασμός των δύο εκδοχών σύμφωνα με τον οποίο ο Ηρακλής αντιμετώπισε πατέρα και γιο, τον Άρη και τον Κύκνο, και υποχώρησε μη μπορώντας να τους νικήσει. Όταν κάποια στιγμή βρήκε τον Κύκνο μόνο του, τον σκότωσε χωρίς καμία θεϊκή παρέμβαση.

Η αναμέτρηση Ηρακλή-Κύκνου απετέλεσε ένα από τα προσφιλέστερα θέματα της αρχαϊκής τέχνης, ενώ από τον μύθο του αγώνα δημιουργήθηκε η παράδοση της ψευδοησιόδειας «Ασπίδας του Ηρακλή» (2) . Σύμφωνα με αυτήν, ο Κύκνος ήταν γιος του Άρη και της Πελοπίας, μιας κόρης του Πελία. Αιμοβόρος και βίαιος, λήστευε τους ταξιδιώτες που έπιανε και στη συνέχεια τους σκότωνε. Επειδή δρούσε κοντά στο μαντείο των Δελφών και ενοχλούσε τους προσκυνητές, ο Απόλλωνας παρακίνησε εναντίον του τον Ηρακλή.

Μετά τον θάνατο του Κύκνου, ο Άρης προσπάθησε να εκδικηθεί, αλλά η Αθηνά έκανε το ακόντιό του να αστοχήσει, δίνοντας την ευκαιρία στον Ηρακλή να τραυματίσει τον Άρη στο μηρό και αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει στον Όλυμπο.





Κύκνος, βασιλιάς της Λιγυρίας

Ο Κύκνος ήταν βασιλιάς της Λιγυρίας (ΒΔ. στην ιταλική χερσόνησο), φίλος του Φαέθοντα, γιου του Ήλιου, προικισμένος από τον Απόλλωνα με μελωδική φωνή. Όταν ο Δίας κεραυνοβόλησε αναγκαστικά τον Φαέθοντα, για να αποφευχθεί μια καθολική πυρπόληση, καθώς ο νέος είχε χάσει τον έλεγχο του άρματος του πατέρα του Ήλιου, ο Κύκνος θρήνησε τόσο που ο Δίας τον μεταμόρφωσε σε κύκνο, στο πουλί εκείνο που τραγουδά μελωδικά την ώρα που πεθαίνει (κύκνειο άσμα).

Μεταμόρφωσε και τις αδελφές του Φαέθοντα, τις Ηλιάδες, σε δέντρα, ιτιές κλαίουσες, επειδή και αυτές θρηνούσαν ακατάπαυστα.





Κύκνος, γιος του Απόλλωνα

Ο Κύκνος είναι γιος του Απόλλωνα και της Θυρίης, κόρης του Αμφίνομου. Εξελίχθηκε σε όμορφο νέο και ικανό κυνηγό, όμως υπήρξε δύστροπος και άξεστος -πόσο μάλλον που κατοικούσε στους αγρούς, στο ενδιάμεσο μεταξύ Πλευρώνας και Καλυδώ­νας στην Αιτωλία, οπότε δεν ήταν σε επαφή με τα ήθη μιας οργανωμένης κοινωνίας.

Πολλοί τον ερωτεύτηκαν για την ομορφιά του, όμως ο Κύκνος αλαζονικά τους απέρριπτε όλους και τους απογοήτευε, με αποτέλεσμα να τον εγκαταλείπουν ο ένας μετά τον άλλον, εκτός από τον ωραίο Φύλιο, που κι αυτόν όμως ο Κύκνος τον αντιμετώπιζε υπεροπτικά και κάθε φορά του έβαζε μια δοκιμασία.

Όταν εμφανίστηκε ένα λιοντάρι που αφάνιζε τους Αιτωλούς και τα κοπάδια τους, ο Κύκνος ζήτησε από τον Φύλιο να το σκοτώσει χωρίς όπλο. Εκείνος το υποσχέ­θηκε και πέτυχε τον άθλο με τέχνασμα. Γνωρίζο­ντας ποια ώρα το λιοντάρι επρόκειτο να έρθει, γέμισε την κοιλιά του με πολλή τροφή και κρασί και, όταν πλησίασε το θηρίο, ξέρασε τις τροφές. Το λιοντάρι από την πείνα του έφαγε όσα απέβαλε το στομάχι του Φύλιου, όμως μέθυσε από το κρασί και σαν ναρκωμένο αποκοιμήθηκε. Τότε ο Φύλιος έσφιξε το λιοντάρι με το μπράτσο του και του έφραξε το στόμα με το ρούχο που φορούσε.

Με αυτόν τον τρόπο το σκότωσε. Ύστερα το σήκωσε στους ώμους του και το πήγε στον Κύκνο.

Επειδή ο Φύλιος έγινε ξακουστός για το κατόρθωμα τούτο, ο Κύκνος του όρισε κι άλλον άθλο πιο παράδοξο: να του φέρει ζωντανούς τους γύπες που είχαν εμφανιστεί στη χώρα -θηρία υπερφυσικά και μεγάλα- και σκότωναν πολλούς. Ο Φύλιος δεν ήξερε τι να κάνει, όμως οι θεοί τον βοήθησαν. Έστειλαν έναν αετό που είχε αρπάξει λαγό και, αντί να τον πάει στη φωλιά του, τον πέταξε μισοπεθαμένο στη γη. Ο Φύλιος άπλωσε επάνω του το αίμα του λαγού και ξάπλωσε στη γη. Τα όρνια, νομίζοντας τον Φύλιο νεκρό όρμησαν επάνω του, και τότε εκείνος έπιασε από τα πόδια δύο και τα πήγε στον Κύκνο.

Ακόμη δυσκολότερο ήταν το τρίτο εγχείρημα που όρισε ο Κύκνος στον Φύλιο: να πιάσει με τα χέρια του έναν ταύρο της αγέλης και να τον πάει στον βωμό του Δία. Ο Φύλιος, μη ξέροντας τι να κάνει, προσευχήθηκε στον Ηρακλή ζητώντας τη βοήθειά του. Τότε εμφανίστηκαν δύο ταύροι μανιασμένοι για μια αγελάδα και, χτυπώντας ο ένας τον άλλον με τα κέρατα τους, έπεσαν στη γη. Εξαντλημένοι όπως ήταν από τη μεταξύ τους αμάχη, ο Φύλιος έπιασε τον έναν ταύρο από το πόδι και τον έσυρε στον βωμό.

Με παρέμβαση του Ηρακλή ο Φύλιος δεν παρέδωσε τον ταύρο στον Κύκνο, ο οποίος από την ντροπή και την οργή του έπεσε στη λίμνη Κωνώπη και χάθηκε. Από τη λύπη της για τον θάνατο του γιου της, η Θυρίη έπεσε κι αυτή στην ίδια λίμνη. Με απόφαση του Απόλλωνα οι δύο τους έγιναν πουλιά της λίμνης και οι άνθρωποι τη μετονόμασαν σε Κυκνείη. Σε αυτήν, την εποχή του οργώματος εμφανίζονταν πολλοί κύκνοι. Εκεί κοντά βρισκόταν και το μνήμα του Φύλιου.



Κύκνος ή Όρνις

Σύμφωνα με μια παράδοση μητέρα των Τυνδαρίδων (Ελένη, Κλυταιμνήστρα, Κάστορας, Πολυδεύκης) δεν ήταν η Λήδα αλλά η Νέμεση, κόρη της νύχτας. Την αγάπησε ο Δίας, κι εκείνη, θέλοντας να αποφύγει τις περιπτύξεις του θεού και να διατηρήσει την παρθενιά της, πήρε διάφορες μορφές και στο τέλος μεταμορφώθηκε σε χήνα. Όμως ο Δίας, παίρνοντας μορφή κύκνου, ενώθηκε μαζί της. Η Νέμεση γέννησε ένα αυγό που το μάζεψαν βοσκοί και το παρέδωσαν στη Λήδα (σε βάθρο αγάλματος της Νέμεσης από τον Φειδία στον Ραμνούντα της Αττικής παριστάνεται η Λήδα που φέρνει την Ελένη στη θεά (Παυσ. 1.33)).

Ο Ερατοσθένης λέει ότι ο Δίας τοποθέτησε στον ουρανό τον κύκνο, στη μορφή του οποίου είχε πάρει για να ενωθεί με τη Νέμεση (3) . Το γρήγορο πουλί (αἰόλος) φαίνεται στον ουρανό, όταν η νύχτα είναι καθαρή -η αἰόλα νὺξ είναι η αστραφερή, η γυαλιστερή, η γεμάτη αστέρια νύχτα.







Υποσημειώσεις - Πηγες


1.

Η θεσσαλική πόλη «Ίτωνος» ιδρύθηκε από τον Δευκαλίωνα, γιο του Προμηθέα, και θεωρούνταν η τρίτη αρχαιότερη πόλη των Ελλήνων. Το όνομά της συναντάται στις αρχαίες φιλολογικές πηγές ως (η) Ίτων ή Ίτωνος, ενώ η θέση της δεν έχει εντοπισθεί.

2.

Η μονομαχία του Ηρακλή με τον Κύκνο και τον Άρη

Αυτός τον Κύκνο σκότωσε, το γενναιόκαρδο το γιο του Άρη.
Γιατί τους βρήκε στο τέμενος του Απόλλωνα που από μακριά τοξεύει,
αυτόν και τον πατέρα του, τον Άρη, τον αχόρταγο για πόλεμο,
ν' αστράφτουν με τα όπλα τους σαν της φωτιάς που καίει τη λάμψη,
όρθιους σε δίφρο μέσα. Τη γη έκαναν να κροτεί τα γοργά τα άλογα
με τις οπλές χτυπώντας, κι η σκόνη τους πύρωνε από γύρω,
καθώς χτυπιόταν απ' τα καλόδετα άρματα κι από τα πόδια των αλόγων.
Τ' άρματα τα καλοφτιαγμένα και οι άντυγες κροτούσαν από γύρω,
καθώς ορμούσαν τ' άλογα. Χάρηκε ο άψογος Κύκνος,
με την ελπίδα τον πολεμικό το γιο του Δία και τον ηνίοχό του
με το χαλκό το δόρυ του να σφάξει και να τον ξεγυμνώσει
από τα ξακουστά του όπλα.
Μα τις ευχές του ο Φοίβος Απόλλων δεν τις άκουγε.
Γιατί ο ίδιος κίνησε εναντίον του το δυνατό Ηρακλή.
Κι όλο το άλσος κι ο βωμός του Παγασαίου Απόλλωνα
έλαμπε απ' το φοβερό θεό, κι από τα όπλα του κι από τον ίδιο,
κι από τα μάτια του θαρρείς και έβγαινε φωτιά.
Ποιος θα τολμούσε, που θα 'τανε θνητός, να ορμήσει εναντίον του,
εκτός βεβαίως απ' τον Ηρακλή και τον Ιόλαο τον ένδοξο;
Και στον ηνίοχο είπε ο Ηρακλής, τον κρατερό Ιόλαο:
«[…]
Φίλε, εσύ πιάσε γοργά τα πορφυρά ηνία
των ταχύποδων αλόγων. Σήκωσε θάρρος μέγα στην καρδιά σου
και κράτα ευθύ το άρμα το γοργό και την ορμή των ταχύποδων αλόγων,
χωρίς να φοβηθείς το θόρυβο του αντροφόνου Άρη,
που τώρα κραυγάζει και μανιασμένος τριγυρνά στο ιερό το άλσος
του Φοίβου Απόλλωνα, του άνακτα που από μακριά τοξεύει.
Θα τον χορτάσει τον πόλεμο, στ' αλήθεια, και ας είναι κρατερός.»

(στ. 60-77, 95-101)

Μοναδική είναι η περιγραφή του οπλισμού του Ηρακλή γι’ αυτή τη μονομαχία που συνήθως πολεμά με το ρόπαλο και έχοντας τη λεοντή επάνω του. Ο ήρωας φόρεσε κνημίδες από ορείχαλκο (του Ήφαιστου κατασκευάσματα), θώρακα χρυσό, δώρημα της Αθηνάς Παλλάδας, σιδερένιο ξίφος γύρω από τους ώμους, πλατιά φαρέτρα γύρω στα στήθη, με βέλη πολλά· πήρε κοντάρι με χάλκινη αιχμή, φόρεσε καλοφτιαγμένη περικεφαλαία από αδάμαντα, και στα χέρια κράτησε ασπίδα πολυποίκιλτη. Πάνω σε αυτή την ασπίδα απεικονιζόταν ο γιος του Άρη Φόβος και η Έριδα και, βέβαια, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι θεοί που πήραν μέρος σε αυτή τη μονομαχία, ο Άρης με τη συνοδεία του και η Αθηνά:

Στο κέντρο της υπήρχε ο Φόβος από αδάμαντα, ακατονόμαστος,
που λοξοκοίταζε με μάτια λαμπρά απ' τη φωτιά.
Το στόμα του ήταν γεμάτο με δόντια κάτασπρα,
δεινά, απλησίαστα, και πάνω στο βλοσυρό του μέτωπο
η Έριδα η φοβερή πετούσε, τον τάραχο της μάχης των αντρών διεγείροντας,
η σκληρή. Αυτή το νου και το μυαλό κυρίευε των αντρών
που σήκωναν αγώνα κατά πρόσωπο με το γιο του Δία.
[…]
Κι ακόμη ήτανε δουλεμένη επάνω της η Καταδίωξη και το Πισωγύρισμα,
φλεγόταν η Βοή, ο Φόνος, η Ανδροκτονία,
[ορμούσε η Έριδα κι η Ταραχή, και η ολέθρια του θανάτου Μοίρα: […]
[…]
Στέκανε εκεί και τα γοργόποδα άλογα του βλοσυρού του Άρη,
χρυσά, εκεί κι ο ίδιος ο λαφυροφόρος ολέθριος Άρης:
κοντάρι στα χέρια του βαστούσε και στους πεζομάχους θάρρος έδινε,
κόκκινος απ' τα αίματα σαν να φόνευε ζωντανούς,
μέσα σε δίφρο ανεβασμένος. Δίπλα του έστεκαν ο Δείμος και ο Φόβος,
ποθώντας στη μάχη να χωθούνε των ανθρώπων.
Ήταν εκεί και του Δία η κόρη που το στρατό οδηγάει, η Τριτογένεια,
όμοια σαν να ήθελε να ξεσηκώσει μάχη:
δόρυ στο χέρι της κρατούσε και περικεφαλαία χρυσή
και την αιγίδα της στους ώμους γύρω. Και στη σκληρή τη μάχη πορευόταν.

(στ. 144-150, 155-157, 191-200)

Στην ασπίδα απεικονίζονταν ακόμη φιδιών κεφάλια φοβερών, αγέλες κάπρων άγριων και λιονταριών, μάχες με Λαπίθες και Κένταυρους. Ο Περσέας, οι Γοργόνες που τον καταδίωκαν, η Γοργώ, οι Κήρες που αίμα να πιουν ποθούσαν μαύρο, γυναίκες και γέροι άνδρες που ανησυχούσαν για τα παιδιά τους που πολεμούσαν, οι Μοίρες, η Αχλύς. Από την άλλη, όπως στην ασπίδα του Αχιλλέα, πρόβαλλε και ένας κόσμος ειρηνικός, οι θεοί με τον Απόλλωνα να κιθαρίζει, οι Πιερίδες Μούσες να τραγουδούν, λιμάνι με δελφίνια και ψάρια, νέοι που χόρευαν και τραγουδούσαν, ειρηνικά συμπόσια, γεωργοί, κυνηγοί με τα σκυλιά τους, ψαράδες και αμπελουργοί, αρματοδρόμοι, γύρω τριγύρω ο Ωκεανός.

Ακολουθεί το απόσπασμα από τη μονομαχία:

Δίπλα τους [στον Ηρακλή και τον ηνίοχό του Ιόλαο] ήρθε η θεά Αθηνά η αστραπόματη
και δίνοντας τους θάρρος λόγια τους είπε φτερωτά:
«Χαίρετε του Λυγκέα γενιά που μακριά φτάνει η φήμη του.
Τώρα ο Δίας, των μακαρίων θεών ο βασιλιάς, τη δύναμη σας δίνει
τον Κύκνο να σκοτώσετε και ν' αφαιρέσετε τα ξακουστά του όπλα.
Μα λόγο ακόμη ένα εσένα θα σου πω, απ' όλους τους πολεμιστές ανώτερε:
μόλις στερήσεις τη γλυκιά ζωή απ' τον Κύκνο,
εκεί ν' αφήσεις αυτόν και τα όπλα του,
κι ο ίδιος να παραμονέψεις τον ανθρωποφθόρο Άρη, σαν θα 'ρχεται
εναντίον σου, κι όπου με τα μάτια σου τον δεις γυμνό απ' την ασπίδα του
την πλουμιστή, εκεί με το αιχμηρό το δόρυ σου να τον πληγώσεις.
Και πάλι υποχώρησε, γιατί γραφτό δεν είναι
να πάρεις ούτε τα άλογα ούτε τα ξακουστά του όπλα.»
Έτσι είπε κι ανέβηκε στο δίφρο η πιο λαμπρή απ' τις θεές,
στα χέρια της τ' αθάνατα έχοντας τη νίκη και τη δόξα,
ορμητικά. Τότε ο διογέννητος Ιόλαος
με φοβερή φωνή πρόσταξε τ' άλογα. Κι εκείνα απ' την κραυγή του
εύκολα σέρνανε τ' άρμα το ταχύ και σκόνιζαν την πεδιάδα.
Γιατί εντός τους η θεά Αθηνά ορμή τους έδωσε η αστραπόματη
σείοντας την αιγίδα. Και γύρω η γη αντιβόησε.
Κι εκείνοι μαζί εμφανίστηκαν, ίδιοι φωτιά ή θύελλα,
ο Κύκνος ο ιπποδαμαστής κι ο Άρης για αλαλαγμούς αχόρταγος.
Τότε τ' άλογα και των δυο αντίκρυ μεταξύ τους
δυνατά χρεμέτισαν και γύρω τους η ηχώ σκορπούσε.
Στον Κύκνο πρώτος μίλησε ο δυνατός ο Ηρακλής:
«Καλέ μου Κύκνε, τι διευθύνετε τα γοργά σας άλογα εναντίον μας,
που 'μαστε άντρες έμπειροι στη μάχη και την ταλαιπωρία;
Μα κράτα παρέκει τ' άρμα το καλοσκαλισμένο και τραβήξου
να βγεις έξω απ' το δρόμο. Πάω για την Τραχίνα,
στο βασιλιά Κήυκα. Μες την Τραχίνα ξεχωρίζει αυτός απ' όλους
για τη δύναμη και την υπόληψη του. Κι εσύ ο ίδιος πολύ καλά το ξέρεις.
Γιατί 'σαι παντρεμένος με την κόρη του Θεμιστονόη, τη μαυρομάτα.
Καλέ μου, ο Άρης το τέλος του θανάτου για σένα
δε θ' αποσοβήσει, αν συγκρουστούμε οι δυο μας για να πολεμήσουμε.
Γιατί, το βεβαιώνω, ήδη άλλη μια φορά δοκίμασε
το δόρυ μου, τότε που για την Πύλο την αμμουδερή
αντίπαλος μου στάθηκε και λαχταρούσε αχόρταγα τη μάχη.
Τρεις χτυπημένος απ' το δόρυ μου φορές στο χώμα ακούμπησε
μ' ασπίδα λαβωμένη, την τέταρτη το μερί του τρύπησα,
μ' όλη μου τη μανία όρμησα και του 'σκισα ως βαθιά τη σάρκα.
Μπρούμυτα μες τις σκόνες χάμω έπεσε απ' την ορμή του κονταριού.
Και τότε παραλίγο μέσα στους αθάνατους θα ατιμαζότανε
απ' τα δικά μου χέρια, αφήνοντας τα ματωμένα όπλα...»
Έτσι είπε. Μα ο Κύκνος με το καλό κοντάρι δεν ήθελε
τον Ηρακλή ν' ακούσει και τ' άλογα που το άρμα σέρνουνε να συγκρατήσει.
Τότε απ' τα καλόπλεχτα άρματα πήδησαν πάλι στη γη,
ο γιος του μεγάλου Δία και το παιδί του βασιλιά Ενυάλιου.
Οι ηνίοχοι οδήγησαν κοντά τα καλλίτριχα άλογα.
Καθώς ορμούσαν βροντούσε η γη η πλατιά κάτω απ' τα πόδια τους.
Όπως όταν από ψηλή κορφή βουνού μεγάλου
πέτρες αποκολλούνται κι η μια πάνω στην άλλη πέφτουν,
και πλήθος οι ψηλόκορφες βελανιδιές, πλήθος τα πεύκα
κι οι λεύκες οι βαθύρριζες σπάνε απ' αυτές,

καθώς γοργά κυλάνε, μέχρι να φτάσουνε στην πεδιάδα,
έτσι ο ένας πάνω στον άλλο έπεσαν με δυνατές κραυγές. Των Μυρμιδόνων η πόλη ολόκληρη και η ξακουστή Ιωλκός,
η Άρνη, η Ελίκη και η χλοερή Άνθεια,
απ' τη φωνή και των δυο δυνατά αντηχούσαν. Μ' άφατο
αλαλαγμό συγκρούστηκαν. Βρόντησε δυνατά ο Δίας ο συνετός,
[κι έριξε απ' τον ουρανό στάλες αιμάτινες,]
σημάδι του πολέμου δίνοντας στο γιο του με το μέγα θάρρος.
Όπως μες τα φαράγγια του βουνού κάπρος με χαυλιόδοντες
—φοβερός μπροστά σου να τον δεις— μες την καρδιά του μάχη θέλει
με άντρες κυνηγούς, και τα λευκά του δόντια ακονίζει
κυρτωμένος, και στάζει γύρω απ' το στόμα του αφρός
καθώς τα δόντια τρίζει, και μοιάζουνε τα μάτια του μ' αστραφτερή φωτιά
κι αναριγά ορθές τις τρίχες του στη χαίτη και το σβέρκο,
ίδια μ' αυτόν κι ο γιος του Δία πήδησε απ' το άρμα με τα άλογα.
Την εποχή που καθισμένο σε χλωρό κλαρί σταχτόφτερο τζιτζίκι
με το τερέτισμα αρχινά να τραγουδά το θέρος στους ανθρώπους
—έχει για φαγητό και για πιοτό την απαλή δροσιά αυτό—
κι όλη τη μέρα απ' την αυγή το άσμα του σκορπάει
μέσα στην κάψα τη φριχτότερη, όταν ο Σείριος το δέρμα το ξεραίνει,
τότε [και τ' άγανα γίνονται γύρω στα κεχριά,
που σπέρνονται το καλοκαίρι, κι οι αγουρίδες χρώμα αλλάζουν,
καθώς ο Διόνυσος τις έδωσε χαρά και βάσανο στον άνθρωπο.
Αυτήν την εποχή] πολέμαγαν κι ορυμαγδός σηκωνότανε πολύς.
Καθώς λιοντάρια δυο γύρω από ελάφι σκοτωμένο
θυμώνουν μεταξύ τους και ορμούν το ένα στ' άλλο,
και φοβερή ιαχή και τρίξιμο δοντιών συνάμα γίνεται...
[Έτσι κι εκείνοι καθώς γυπαετοί γαμψώνυχες, γαμψόραμφοι,
σε βράχο ψηλό επάνω μάχονται και δυνατά κραυγάζουν
για γίδα βουνόθρεφτη ή για ελάφι άγριο παχύ,
που το υπέταξε χτυπώντας το με βέλος απ' το τόξο του
άντρας ρωμαλέος. Κι ο ίδιος περιπλανιέται αλλού,
γιατί τον τόπο δε γνωρίζει. Μα εκείνα γοργά το αντιλήφθηκαν
κι ορμητικά δριμεία μάχη έστησαν γι' αυτό.
Έτσι κι εκείνοι με κραυγές ο ένας στον άλλο ορμήσανε.]
Τότε ο Κύκνος, τον υπερδύναμο του Δία γιο
με πόθο να σκοτώσει, του έριξε το χάλκινο κοντάρι στην ασπίδα,
μα δεν την πέρασε ο χαλκός και του θεού το δώρο τον απέκρουσε.
Κι ο γιος του Αμφιτρύωνα, ο δυνατός ο Ηρακλής,
ανάμεσα στην περικεφαλαία και την ασπίδα, σαν είδε τον αυχένα
γυμνωμένο, γοργά με το μακρύ το δόρυ τον διαπέρασε ορμητικά
κάτω από το σαγόνι. Και τ’ ανδροκτόνο δόρυ του 'κοφε
και τους δυο τους τένοντες. Γιατί έπεσε πάνω τους αντρειωμένου μέγα σθένος.
Και σωριάστηκε, καθώς σωριάζεται βελανιδιά ή πεύκο
πανύψηλο που από του Δία τον αιθαλώδη κεραυνό χτυπήθηκε.
Έτσι σωριάστηκε. Και βρόντησαν γύρω του τα όπλα τα πλουμισμένα με χαλκό.
Αυτόν τον άφησε του Δία ο γιος με την καρτερική καρδιά,
κι ο ίδιος τον Άρη τον ανθρωποφθόρο παραφύλαξε καθώς πλησίαζε.
Με μάτια φοβερά τον κοίταζε, καθώς λιοντάρι που πέτυχε ένα ζωντανό
και με τα δυνατά του νύχια όλο όρεξη το δέρμα του το σκίζει
κι αμέσως τη γλυκιά ζωή του παίρνει.
Μ' ορμή γεμίζει και μαυρίζει μέσα του η καρδιά.
Και φοβερά αγριοκοιτάζει με τα μάτια του και μαστιγώνει με την ουρά
πλευρά και ώμους και το χώμα σκάβει με τα πόδια του. Κι ούτε κανείς
θα τόλμαγε να 'ρθει κοντά του να το δει πρόσωπο με πρόσωπο,
ούτε ν' αγωνιστεί μαζί του.
Τέτοιος ο γιος του Αμφιτρύωνα απέναντι στον Άρη στάθηκε,
αχόρταγος γι' αλαλαγμούς, το θάρρος στην ψυχή του δυναμώνοντας,
ορμητικά. Κι εκείνος κοντά του ήρθε με πόνο στην καρδιά.
[Κι οι δυο τους όρμησαν με ιαχές ο ένας ενάντια στον άλλο.]
Όπως από ψηλή βουνοκορφή ορμά μια πέτρα
και μ' αναπηδητά μακριά κατρακυλά και προχωρά με ηχώ
ορμώντας. Μα βράχος τη συναντά ψηλός,
συγκρούεται μαζί του κι εκεί τη συγκρατεί.
Έτσι κι ο Άρης, ο ολέθριος, που βαραίνει τ' άρμα,
με κραυγές εφόρμησε, ενώ ο Ηρακλής με ετοιμότητα τον υποδέχτηκε.
Μα η Αθηνά, του Δία που βαστά αιγίδα η κόρη,
στον Άρη ενάντια ήρθε και βάσταγε τη σκοτεινή αιγίδα.
Με βλέμμα φοβερό τον λοξοκοίταξε και του 'πε λόγια φτερωτά:
«Άρη, συγκράτησε το μένος σου το κρατερό και τα ανίκητα
τα χέρια σου. Δεν είναι δίκαιο να αφαιρέσεις τα ξακουστά τα όπλα
σκοτώνοντας τον Ηρακλή, του Δία το γιο το γενναιόκαρδο.
Μα εμπρός πάψε τη μάχη και μη στέκεσαι ενάντια μου.»
Έτσι είπε. Όμως του Άρη την καρδιά του γενναιόψυχου δεν έπειθε.
Μα έβγαλε δυνατή ιαχή και κράδαινε τα όπλα του ίδια με φλόγα,
κι ορμητικά εφόρμησε στο δυνατό Ηρακλή
με τη λαχτάρα να τον θανατώσει. Και του ‘ριξε το χάλκινο κοντάρι,
άγρια θυμωμένος για το γιο του που σκοτώθηκε,
καταπάνω στη μεγάλη ασπίδα. Μα η Αθηνά η αστραπόματη
άλλαξε την ορμή του δόρατος απλώνοντας το χέρι της απ' τ' άρμα.
Λύπη σφοδρή κυρίεψε τον Άρη. Το αιχμηρό το ξίφος του το τράβηξε
και όρμησε στον γενναιόψυχο Ηρακλή. Κι αυτόν, καθώς ερχόταν εναντίον του,
ο γιος του Αμφιτρύωνα, ο αχόρταγος για τον αλαλαγμό τον φοβερό,
τον χτύπησε δυνατά στο μηρί σαν φάνηκε γυμνό
κάτω απ' την πλουμιστή ασπίδα. Βαθιά τη σάρκα του την έσκισε
το δόρυ του κινώντας και τον έριξε καταμεσής στο χώμα.
Ο Φόβος και ο Δείμος ευθύς στον Άρη οδήγησαν κοντά το άρμα
με τους ωραίους τροχούς και τ' άλογα, τον σήκωσαν από τη γη
με τους πλατιούς τους δρόμους και τον έβαλαν στο πολυποίκιλτο άρμα.
Αμέσως έπειτα μαστίγωσαν τα άλογα και τράβηξαν στον Όλυμπο τον υψηλό.
Και της Αλκμήνης ο γιος κι ο ξακουστός Ιόλαος,
αφού αφαίρεσαν από του Κύκνου τους ώμους τα ωραία όπλα του,
έφυγαν. Κι αμέσως έπειτα στην πόλη της Τραχίνας ήρθανε
με τ' άλογα τα γοργοπόδαρα. Και η αστραπόματη Αθηνά
έφτασε στο μεγάλο Όλυμπο και τα παλάτια του πατέρα της.
Τον Κύκνο πάλι ο Κήυκας τον έθαψε και πλήθος ατελείωτο
που κατοικούσε κοντά στην πόλη του ξακουστού του βασιλιά,
[στην Άνθη, την ξακουστή των Μυρμιδόνων πόλη, την Ιωλκό,
την Άρνη, την Ελίκη. Πλήθος λαός μαζεύτηκε,]
τον Κήυκα να τιμήσει που 'ταν αγαπητός στους μακάριους θεούς.
Τον τάφο και τον τύμβο εκείνου εξαφάνισε ο Άναυρος,
φουσκωμένος με τις χειμωνιάτικες βροχές. Γιατί έτσι τον διέταξε
ο Απόλλωνας, της Λητώς ο γιος, γιατί ο Κύκνος παραμόνευε
και λήστευε με τη βία αυτούς που ’φερναν στην Πυθώ
τις μεγαλόπρεπες των εκατό βοδιών θυσίες.

(στ. 325-480, μετ. Σταύρος Γκιργκένης)


3.

Αστερισμός του Κύκνου

Οὗτός ἐστιν ὁ καλούμενος μέγας, ὃν κύκνῳ εἰκάζουσιν· λέγεται δὲ τὸν Δία ὁμοιωθέντα τῷ ζῴῳ τούτῳ Νεμέσεως ἐρασθῆναι, ἐπεὶ αὐτὴ πᾶσαν ἤμειβε μορφήν, ἵνα τὴν παρθενίαν φυλάξῃ, καὶ τότε κύκνος γέγονεν· οὕτω καὶ αὐτὸν ὁμοιωθέντα τῳ ὀρνέῳ τούτῳ καταπτῆναι εἰς Ῥαμνοῦντα τῆς Αττικῆς, κἀκεῖ τὴν Νέμεσιν φθεῖραι· τὴν δὲ τεκεῖν ᾠόν, ἐξ οὗ ἐκκολαφθῆναι καὶ γενέσθαι τὴν Ἑλένην, ὥς φησι Κρατῖνος ὁ ποιητής. καὶ διὰ τὸ μὴ μεταμορφωθῆναι αὐτόν, ἀλλ' οὕτως ἀναπτῆναι εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸν τύπον τοῦ κύκνου ἔθηκεν ἐν τοῖς ἄστροις· ἔστι δὲ ἱπτάμενος οἷος τότε ἦν.

Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,25



---------------------


Pausanias, Description of Greece, 1. 27. 6

Strabo, Geography, 13. 1. 19

Ovid, Metamorphoses, 2, 367 sqq.

Antoninus Liberalis, Metamorphoses, 12

Pseudo-Apollodorus, Bibliotheca, Epitome of Book 4, 7. 27

Tzetzes on Lycophron, 506

Pseudo-Eratosthenes, Catasterismi, 25

Hyginus, Poetical Astronomy, 2. 8

Hesiod, Shield of Heracles 472–479

Pausanias, Graeciae Descriptio 1.27.6

Pseudo-Apollodorus, Bibliotheca 2.7.7. & 2.5.11

Pseudo-Apollodorus, Bibliotheca 2.7.7

Diodorus Siculus, Bibliotheca historica 4.37.4

Pseudo-Apollodorus, Bibliotheca 2.5.11; same version in Hyginus, Fabulae 31

Euripides, Heracles 390

Eustathius on Homer, p. 254

Strabo, Geographica 13.1.19

Hyginus, Fabulae 157

Scholia on Pindar, Olympian Ode 2.147

Tzetzes on Lycophron, 232

Scholia on Theocritus, Idyll 16 & 49

Scholia on Homer, Iliad 1.38

Scholia on Ovid, Ibis 463

Cretensis, Trojan War Chronicle 2.13

Pseudo-Apollodorus, Bibliotheca Epitome of Book 4.3.23–24

Conon, Narrations 28

Tzetzes on Lycophron, 232-233

Pausanias, Graeciae Descriptio 10.14.2–3

Diodorus Siculus, Bibliotheca historica 5.83.4

Quintus Smyrnaeus, Posthomerica 4.529

Dictys Cretensis, Trojan War Chronicle 2.12

Ovid, Metamorphoses 12.64–145

Servius on Aeneid, 10. 189

Ovid, Metamorphoses, 2, 367 sqq.

Virgil, Aeneid, 10. 189 ff

Pausanias, Description of Greece, 1. 30. 3

Hyginus, Fabulae, 154

Antoninus Liberalis, Metamorphoses, 12

Ovid, Metamorphoses, 7. 371 ff

"Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία"





Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"