ANCIENT GREECE RELOADED
ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ
ΔΗΙΦΟΒΟΣ
Όταν ο Πρίαμος διοργάνωσε ταφικούς αγώνες για τον Πάρη που τον θεωρούσαν χαμένο ή νεκρό από τότε που ήταν παιδί, υπηρέτες του Πρίαμου πήγαν να πάρουν ταύρο από τα κοπάδια που φύλαγε ο Πάρης στο βουνό Ίδη ως έπαθλο για τον νικητή των αγώνων.
Επειδή ο Πάρης είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον συγκεκριμένο ταύρο, αποφάσισε να πάρει μέρος στους αγώνες, να νικήσει και να κερδίσει τον ταύρο του. Πράγματι, νίκησε όλα του τα αδέλφια σε όλα τα αγωνίσματα, κάτι που προκάλεσε την οργή του Δηίφοβου -ένας δούλος βοσκός να νικά τα βασιλόπαιδα.
Ο Δηίφοβος τράβηξε σπαθί για να τον σκοτώσει, όμως ο αναγνωρισμός (ως αδελφό του) απέτρεψε τον φόνο.
Στη μάχη κοντά στα πλοία ο Πολίτης έσωσε τον αδελφό του. Όταν ο Αχιλλέας σκότωσε τον Τρωίλο στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα και τον αποκεφάλισε, κάρφωσε το κεφάλι του νέου στο δόρυ και το επιδείκνυε στον Έκτορα, τον Αινεία και τον Δηίφοβο.
Λεγόταν, λοιπόν, ότι στον ίδιο αυτό ναό ο Δηίφοβος (ή ο Πάρης) κρυμμένος πίσω από το άγαλμα του θεού, σκότωσε τον Αχιλλέα, όταν ο Μυρμιδόνας έκλεισε μυστική συμφωνία με τον Πρίαμο να προδώσει το αχαϊκό στρατόπεδο και να επιστρέψει στην πατρίδα του ή να πολεμήσει μαζί τους εναντίον των Ελλήνων, προκειμένου να πάρει την Πολυξένη για γυναίκα του.
Στη μονομαχία Έκτορα - Αχιλλέα, η Αθηνά ξεγέλασε τον Έκτορα, καθώς πήρε τη μορφή του Δηίφοβου (1), αγαπημένου αδελφού του Έκτορα, και τον παρακίνησε να μονομαχήσει με τον Μυρμιδόνα.
Μετά τον θάνατο του Πάρι, ο Πρίαμος όρισε την Ελένη ως έπαθλο για τον γενναιότερο. Παρουσιάστηκαν ως επίδοξοι μνηστήρες ο Δηίφοβος, ο Έλενος και ο Ιδομενέας. Νεότερος ο Δηίφοβος, υπερίσχυσε. Τη νύχτα της άλωσης, ο Έλενος ύστερα από συμφωνία που έκανε με τους Αχαιούς, άδειασε το σπίτι του Δηίφοβου από τα όπλα, οπότε ο Μενέλαος, σκότωσε εύκολα τον Δηίφοβο, και τον διαμέλισε, όταν οι Αχαιοί μπήκαν στην Τροία.
Η σκιά του παρουσιάστηκε στον Αινεία, όταν αυτός κατέβηκε στον κάτω κόσμο (Βιργ. Αιν. 6.494 κ.ε.) (2).
Τέλος, στην Ολυμπία υπήρχε άγαλμα του Δηιφόβου, έργο του Λυκίου (γιου του διάσημου γλύπτη Μύρωνα). Επίσης, ο Αριστοφών είχε ζωγραφίσει σε τοιχογραφία του τον Δηίφοβο μαζί με τον Πρίαμο, την Ελένη, τον Οδυσσέα, τον Δόλο και την Ευπιστία.
Όπως και με το όνομα Δηίφοβος αναφέρεται και ένας Αμυκλαίος, ο οποίος εξάγνισε τον Ηρακλή από τον φόνο του Ιφίτου.
Υποσημειωσεις - Πηγες
1.
Η Αθηνά Δηίφοβος
και στην ακούραστην φωνήν του Δηιφόβου [η Αθηνά] ομοιώθη.
Κι ήβρε τον θείον Έκτορα, πλησίασε και του 'πε:
«Στα στενά σ' έχει, αγαπητέ, ο γρήγορος Πηλείδης,
που ολόγυρα σε κυνηγά στα τείχη του Πριάμου·
αλλ' ας μείνομε ακλόνητοι μαζί ν' αντισταθώμεν».
Και ο μέγας της απάντησεν, ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Δηίφοβ· εγώ πάντοτε σε πρώτον αγαπούσα
απ' όσους γέννησ' αδελφούς η Εκάβη του Πριάμου,
αλλά τώρ' ακριβότερα θα σε τιμήσει ο νους μου.
Αφού μ' είδαν τα μάτια σου, να βγεις από το τείχος
ετόλμησες γι' αγάπη μου κι οι άλλοι μέσα μένουν».
Τότε η γλαυκόφθαλμη θεά σ' εκείνον απαντούσε:
«Αγαπητέ, και η σεβαστή μητέρα και ο πατέρας
και οι φίλοι όλοι αραδικώς θερμά μ' επαρακάλουν
να μείνω αυτού· τόσο πολύς όλους τους πήρε τρόμος.
Αλλά εμέ βασάνιζεν ο πόνος σου, αδελφέ μου.
Και ας πεταχθούμε τώρα ευθύς στην μάχην και ας βροντήσουν
γενναία τα κοντάρια μας, να ιδούμε αν ο Πηλείδης
τα αιματωμένα λάφυρα θα πάρει των κορμιών μας
στες πρύμνες ή απ' την λόγχην σου θα ξεψυχήσει εκείνος».
Είπε η θεά και δίβουλα ξεκίνησε αυτή πρώτη
και όταν αυτοί προχώρησαν κι ευρέθησαν αντίκρυ
ο Έκτωρ πρωτομίλησεν: «Εμπρός σου δεν θα φύγω,
Πηλείδη, πλέον ως προτού, που ολόγυρα εις τα τείχη
τρεις μ' εκυνήγησες φορές, και αντίκρυ εις την ορμήν σου
να μείνω δεν ετόλμησα· τώρα η ψυχή μου θέλει
αντίμαχα να σου στηθώ· θα πέσεις ή θα πέσω.
Και πρώτ' ας συμφωνήσουμε και μάρτυρες μεγάλοι
θα 'ναι οι θεοί και έφοροι στο λόγο που θα ειπούμε.
Άπρεπα εγώ το σώμα σου δεν θα χαλάσω, αν ίσως
μου δώσει ο Δίας δύναμιν και την ζωήν σου πάρω·
γυμνόν απ' τ' άρματα λαμπρά το σώμα σου, ω Πηλείδη,
θα δώσω εγώ των Αχαιών· όμοια και συ να πράξεις».
Μ' άγριο βλέμμ' απάντησεν ο γρήγορος Πηλείδης:
«Μη μου προφέρεις σύμβασες, ω Έκτωρ μισητέ μου,
λεοντάρια και άνθρωποι ποτέ δεν ώμοσαν ειρήνην,
λύκοι και αρνιά δεν γίνεται ποτέ να ομογνωμήσουν
αλλ' έχθραν έχουν άσπονδην κακήν ανάμεσόν τους.
Τόσο κι εγώ δεν δύναμαι ποτέ να σ' αγαπήσω
και όρκους δεν θα ομόσομε πριν ένας απ' τους δύο
χορτάσει με το αίμα του τον ανδρειωμένον Άρην.
Κάθε αρετήν πολεμικήν να θυμηθείς είν' ώρα
καλός να δείξεις λογχιστής και μαχητής ανδρείος·
αποφυγήν δεν έχεις πλια, στην λόγχην μου αποκάτω
θα σε δαμάσ' η Αθηνα· και θα πλερώσεις όλον
τον πόνον των συντρόφων μου που η λόγχη σου έχει σφάξει».
Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι.
Καθώς το είδε εκάθισε να το ξεφύγει ο Έκτωρ
κι επέταξε απ' επάνω του το χάλκινο κοντάρι
και αυτού στυλώθη μες στην γην κι η Αθηνά το παίρνει
και από τον Έκτορα κρυφά το δίδει του Αχιλλέως.
Ο Έκτωρ τότε ομίλησε στον άψογον Πηλείδην:
«Δεν πέτυχες, ισόθεε Πηλείδη, μήτε ο Δίας
σου είπε ακόμα, ως έλεγες, το πότε θ' αποθάνω.
Αλλ' έχεις λόγια στρογγυλά και κλεφτολόγος είσαι
να με δειλιάσεις, στην ψυχήν το θάρρος να νεκρώσεις.
Δεν φεύγω εγώ, την λόγχην σου στες πλάτες να μου εμπήξεις
αλλά στο στήθος, που άντικρυς προβάλλω, πέρασέ την,
αν τούτο θέλησε ο θεός· ωστόσο απ' την δικήν μου
φυλάξου, κι είθε ολόβολη στα σπλάχνα σου να φθάσει·
στους Τρώας ελαφρότερον θα κάμει τον αγώνα
ο θάνατός σου, ότι σ' εσέ την συμφοράν τους βλέπουν».
Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι
και του Πηλείδη επέτυχε στην μέσην την ασπίδα.
Αλλά τινάχθηκε μακράν απ' την ασπίδα εκείνο.
Χαμένο είδε τ' ακόντι του ο Έκτωρ κι εχολώθη,
κατηφιασμένος έμεινε, που άλλην δεν είχε λόγχην.
Κι έσυρε δυνατήν φωνήν να ειπεί του Δηιφόβου
κοντάρι να του φέρει ευθύς, και αυτός εκεί δεν ήταν.
Και ο Έκτωρ το εννόησε στο πνεύμα του και είπε:
«Το βλέπω, οϊμένα, που οι θεοί μ' εκάλεσαν στον Άδην·
τον ήρωα Δηίφοβον επίστευα κοντά μου
κι είναι στο τείχος· η Αθηνά μ' ετύφλωσε με δόλον.
Θάνατος τώρα μ' εύρηκε κακός, μακράν δεν είναι.
(Όμ., Ιλ. Χ 227-302, μετ. Ι. Πολυλάς)
2.
Ο Διήφοβος στον Άδη
Kι ακόμα εδώ τον Πριαμήδη Δηίφοβο κομματιασμένο σ' όλο του το κορμί βλέπει κι άγρια ακρωτηριασμένο στο πρόσωπο, στο στόμα και τα δυο του τα χέρια, και στους κροτάφους που τους έλειπαν τα κομμένα αφτιά και την κουτσουρεμένη με ελεεινό τραύμα μύτη. Μόλις που τον γνώρισε δειλιασμένο και τη σκληρή να κρύβει τιμωρία, τέλος με γνώριμη φωνή του μιλάει: «Δηίφοβε οπλοδύναμε, γεννημένε απ' το ένδοξο αίμα του Τεύκρου, ποιος έτσι σκληρά διάλεξε να σε τιμωρήσει;
Σε ποιον ήταν βολετό τόσο μεγάλο έγκλημα να σου κάμει; Σε μένα η φήμη τη μοιραία κείνη νύχτα έφερε πως αποκαμωμένος από την ατέλειωτη σφαγή των Πελασγών έπεσες τέλος πάνω σε σωρό ανάκατα πτωμάτων. Τότε εγώ κενοτάφιο στου Ροίτειου την αχτή έστησα και τρεις φορές τη Σκιά σου με μεγάλη φωνή εφώναξα. Τ' όνομά σου και τ' άρματα τον τόπο κατέχουν εσένα, φίλε, δε μπόρεσα να βρω κι απ' την πατρίδα αναχωρώντας να σε θάψω». Σ' αυτά ο Πριαμίδης απαντάει:
«Τίποτε φίλε μου δεν παράλειψες. Όλα για το Δηίφοβο τα ταχτοποίησες και για τη σκιά του νεκρού του. Μα εμένα η μοίρα μου και το συφοριασμένο έγκλημα της Λακώνισσας σ' αυτές τις συφορές με βούλιαξαν· κείνη αυτά μου άφησε τα σημάδια. Γιατί πως τη στερνή μας νύχτα την περάσαμε σ' απατηλή χαρά, το ξέρεις· κι είναι μεγάλη ανάγκη ναν το θυμόμαστε.
Όταν ο μοιραίος ίππος πηδώντας πέρασε πάνω από τα ψηλά Πέργαμα και φορτωμένος στην κοιλιά του έφερνε αρματωμένο πεζικό, εκείνη χορό καμόνοντας έσερνε ολόγυρα τις Τρωαδίτισσες που τραγουδούσαν το Βάκχο· δαδί αναμμένο στη μέση όντας κρατούσε αυτή πελώριο κι από την ψηλή τους Δαναούς την ακρόπολη καλούσε. Τότε εμέ βασανισμένο από έγνοιες και βάρυπνο ο άτυχος με κράτησε θάλαμος κι όταν ξάπλωσα γλυκός και βαθύς μ' έσφιξε ύπνος πάρα πολύ οιδίζοντας με ήσυχο θάνατο.
Στ' αναμεταξύ η περίφημη σύζυγός μου ξεμακραίνει από το σπίτι τ' άρματά μου όλα και το πιστό μου σπαθί τα πάνω από το κεφάλι μου ξεκλέβει· μέσα στο σπίτι το Μενέλαο φωνάζει και τις πύλες ανοίγει, δηλαδή ελπίζοντας πως τούτο θα είναι ρουσφέτι μεγάλο στον άντρα που την αγαπούσε και πως έτσι θα είναι βολετό να σβηστεί το κακό της όνομα για το παλιό της έγκλημα. Μα γιατί ναν τα πολυλογώ; Πατάνε το σπίτι· ακολουθάει σύντροφος μαζί ο συμβουλάτορας των εγκλημάτων Αιολίδης.
Θεοί, άμποτε στους Έλληνες να πληρώσετε τα τέτοια εγκλήματά τους, ανίσως με δίκαιο στόμα ζητώ τιμωρία.
(Βιργ., Αιν. 6.494 κ.ε., μετ. Θ.Δ. Τασόπουλου)
Homer, Iliad
Hyginus, Fabulae 115.
Gaius Julius Hyginus, Fabulae from The Myths of Hyginus translated and edited by Mary Grant. University of Kansas Publications in Humanistic Studies.
Homer, The Iliad with an English Translation by A.T. Murray, Ph.D. in two volumes. Cambridge, MA., Harvard University Press; London, William Heinemann, Ltd. 1924.
Homer, Homeri Opera in five volumes. Oxford, Oxford University Press. 1920.
Publius Vergilius Maro, Aeneid. Theodore C. Williams. trans. Boston. Houghton Mifflin Co. 1910.
Publius Vergilius Maro, Bucolics, Aeneid, and Georgics. J. B. Greenough. Boston. Ginn & Co. 1900
"Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία"
Η εφαρμογη μας για το κινητο σου
Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"