TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




ΜΗΡΙΟΝΗΣ




Ο Μηριόνης ήταν δισέγγονος του Μίνωα, εγγονός του Δευκαλίωνα, γιος του νόθου Μόλου και μιας εταίρας.

Αναφέρεται στον κατάλογο των μνηστήρων της Ελένης και ως εκ τούτου συμμετέχει στον Τρωικό πόλεμο, πιστός σύντροφος του Ιδομενέα (1) και γενναίος πολεμιστής.

Σκότωσε πολλούς (Φέρεκλος, Αδάμας, Αθάμας, Ακάμας, Αρπαλίων, Λαόγονος, Ιπποτίων), τραυμάτισε άλλους (Δηίφοβος…), απέφυγε δεινούς πολεμιστές (Αινείας…), μετείχε στις μάχες γύρω από το σώμα του νεκρού Πατρόκλου, επόπτευε στη συγκέντρωση ξύλων για το κάψιμο του πτώματος του ήρωα, πήρε μέρος στους ταφικούς αγώνες προς τιμή του, όπου αγωνίσθηκε σε τρία αθλήματα, αρματοδρομία, ακόντιο, τόξο, και πρώτευσε, όπως ήταν αναμενόμενο, στην τοξοβολία (2) , καθώς η Κρήτη ήταν η χώρα δεινών τοξοτών, βοήθησε .

Για τη γενναιότητά του παρομοιάζεται με τον θεό του πολέμου Άρη, ενώ τα επίθετα ἣρως, δουρικλυτός (=ξακουστός στο δόρυ), δαΐφρων (=συνετός), πεπνυμένος (=σώφρων), περιγράφουν τις ικανότητες και την προσωπικότητά του.





Η, έστω, σκωπτική προσφώνηση του Αινεία ως ορχηστή (=χορευτής) περιγράφει στην ουσία την ταχύτητα με την οποία κινείται και χάρη στην οποία αποφεύγει χτυπήματα.

Μετά την άλωση της Τροίας, Μηριόνης και Ιδομενέας επέστρεψαν στην Κρήτη, όπου μετά τον θάνατό τους τιμήθηκαν από τους κατοίκους ως ήρωες, έδειχναν μάλιστα τον κοινό τους τάφο (3) . Στους πίνακες των βασιλέων της Κρήτης ο Μηριόνης φέρεται 17ος στη σειρά.

Σύμφωνα με μια μεταγενέστερη παράδοση, ο Μηριόνης ταξίδεψε μετά και στη Σικελία, όπου τον υποδέχθηκαν οι εκεί Κρητικοί άποικοι στην Ηράκλεια Μινώα και στο Εγγύιο. Στο Εγγύιο (4) αναφέρεται και λατρεία του ήρωα σε σωζόμενο ιερό όπου αποκαλύφθηκε κράνος με την επιγραφή «ΜΗΡΙΟΝΟΥ». Στον Μηριόνη αποδόθηκε και η ίδρυση της πόλεως Κρήσσα στην Παφλαγονία (Στέφ. Βυζ.).







Υποσημειωσεις - Πηγες


1.

Ιδομενέας και Μηριόνης στην Τροία

στο μέρος που ο γενναίος
Ιδομενεύς εσύνταζε τους Κρήτας εις την μάχην,
και στους προμάχους έστεκε με τόλμην χοίρου αγρίου
και τες οπίσω φάλαγγες κυβέρνα ο Μηριόνης.

(Δ 252-254)


και ως έφθασεν ο Ιδομενεύς στην εύμορφην σκηνήν του,
κι εζώσθη τα λαμπρ΄ άρματα, κι επήρε δυο κοντάρια,
κι εκίνησεν ως κεραυνός, που εφούκτωσε ο Κρονίδης
και απ΄ τον φωτερόν Όλυμπον ετίναξε να δείξει
μέγα σημείον των θνητών, και πέρ΄ αστράφτει η λάμψις·
όμοια κι εκείνου ως έτρεχεν ελάμπαν τ΄ άρματά του.
Και ακόμη στην σκηνήν εγγύς τον ήβρε ο Μηριόνης
ο ακόλουθός του ως πήγαινεν άλλην να πάρει λόγχην.
«Υιέ του Μόλου αδάμαστε», του είπε ο Ιδομενέας,
«ω ποθητέ μου όσο κανείς των φίλων, Μηριόνη,
πώς εδώ ήλθες και άφησες τον ιερόν αγώνα;
Μη βέλος σ΄ εύρηκε πικρό κι η άκρη του σε σφάζει;
Ή μηνυτής μου έρχεσαι, διότι ούδ΄ εγώ θέλω
αργός να μένω εις τες σκηνές, αλλά να πολεμήσω».
Και προς αυτόν ο συνετός αντείπε Μηριόνης:
«Ω Ιδομενέα, των Κρητών χαλκοχιτώνων πρώτε,
ήλθα να πάρω, αν σου ΄μεινε εις τες σκηνές κανένα
κοντάρι, ότι μου εκόπηκεν εκείνο που εφορούσα,
του υπερηφάνου ως κτύπησα Δηιφόβου την ασπίδα».
Και των Κρητών ο αρχηγός ο Ιδομενεύς αντείπεν:
«Κοντάρι΄ αν θέλεις κι είκοσι θα έβρεις στην σκηνήν μου
στον λαμπρόν τοίχον στυλωτά, των Τρώων, που φονεύω,
άρματα αιματοστάλακτα, διότι εγώ να κάμνω
με τους εχθρούς τον πόλεμον δεν συνηθώ μακρόθεν,
όθεν κοντάρια, κόρυθες και ομφαλωτές ασπίδες
και ακτινοβόλοι θώρακες μου υπάρχουν φυλαγμένοι».
Και προς αυτόν ο συνετός αντείπε Μηριόνης:
«Πολλά ΄χω λάφυρα κι εγώ παρμέν΄ από τους Τρώας
εις την σκηνήν· αλλά σιμά δεν είναι να τα λάβω˙
ότι ούδ΄ εμέ δεν άφησε, πιστεύω, η πρώτη ανδρεία·
και όταν ανάφτη λυσσερό το πείσμα του πολέμου
στην μάχην, δόξαν των ανδρών, προβάλλω με τους πρώτους·
κι εάν κανείς των Αχαιών χαλκοχιτώνων άλλος
τούτο δεν ξεύρει, καν εσύ, θαρρώ να το γνωρίζεις».
Και των Κρητών ο αρχηγός: «Πόσον γενναίος είσαι
το ξεύρω· να το λέγεις συ ποσώς δεν είναι ανάγκη.
Διότι αν εκλεγόμασθεν οι πρώτοι πολεμάρχοι
δια το καρτέρι, όπ΄ άσφαλτα διακρίνετ΄ η ανδρεία
όπου ο δειλός γνωρίζεται και δείχνεται ο γενναίος -
του ανάνδρου βλέπεις τη θωριά να συχναλλάζει χρώμα,
δεν τον αφήν΄ η αστήρικτη ψυχή του να ησυχάζει,
αλλά στες δύο φτέρνες του συχνά καθίζει επάνω,
σφόδρα η καρδία του βροντά στα στήθη, ως βλέπει εμπρός του
τες μοίρες, και τα δόντια του τριζοκοπούν στο στόμα.
Αλλ΄ ο γενναίος την θωριά δεν άλλαξε, αλλά μένει
εις την καθίστραν άφοβος με τους ανδρειωμένους
και ολόψυχα παρακαλεί πότε ν΄ αρχίσ΄ η μάχη. -
Και μηδ΄ αυτού δεν θα ΄ψεγε κανείς την δύναμίν σου·
διότι αν λόγχη σ΄ έβρισκε μαχόμενον ή ξίφος
μήτε στο ζνίχι θα ΄πεφτε το βέλος ή στην πλάτην,
αλλά τα στήθη θα πληκτεν εμπρός ή την γαστέρα,
ως πρόθυμος θα πρόβαλλες μες στους συντρόφους πρώτος.
Αλλ΄ ας μη στέκωμεν εδώ σα νήπια μωρολόγα
μήπως απότολμος κανείς πικρά μας ονειδίσει.
Αλλ΄ άμε, πάρε απ΄ την σκηνήν το στερεό κοντάρι».
Είπεν αυτά και ο ισόπαλος του Άρη Μηριόνης
γρήγορα επήρε απ΄ την σκηνήν το χάλκινο κοντάρι
κι έτρεξε πάλι όλος φωτιά προς τον Ιδομενέα.

[…]

Ομοίως μ' άρματα λαμπρά στην μάχην κατεβαίναν
οι πολεμάρχ' Ιδομενεύς ομού και Μηριόνης.
«Ω Δευκαλίδη», του 'λεγεν ο Μηριόνης πρώτος,
«πόθεν στα πλοία του στρατού να προχωρήσεις θέλεις·
στο δεξιόν, στο μεσινόν ή στ' αριστερό μέρος;
Ότι εκεί πλέον παρ' αλλού, θαρρώ, στενοχωρούνται
οι ανδρειωμένοι Δαναοί απ' των εχθρών τα πλήθη».
Και των Κρητών ο αρχηγός αντείπ' ο Ιδομενέας:
«Στην μέσην και άλλοι μάχονται να σώσουν τα καράβια,
και πολεμούν οι Αίαντες και ο Τεύκρος, φημισμένος
τοξότης, και από σύνεγγυς πολεμιστής ανδρείος·
θα τον χορτάσουν πόλεμον, μ' όσην και αν έχει ανδρείαν,
τον Πριαμίδην Έκτορα· άκρον θα έχει αγώνα
την δύναμιν ασύντριφτην κλονώντας των ηρώων
να κάψει τα καράβια μας· έξω αν θελήσει ο Δίας
δαυλόν ο ίδιος εις αυτά να βάλει φλογοβόλον.
Ότ' εις θνητόν πόχει τροφήν της Δήμητρας το δώρον,
οπού χαλκός και φονικά λιθάρια τον λαβώνουν,
τόπον δεν κάμνει ο φοβερός υιός του Τελαμώνος,
ουδέ στον σπάστην των ανδρών λεοντόψυχον Πηλείδην
θα υποχωρούσε, αν τύχαινε, και στην σταδίαν μάχην·
ότι στον δρόμον δεν νικά κανείς τον Αχιλλέα.
Αλλά της μάχης κίνησε στ' αριστερά, να δείξει
αν άλλους θα δοξάσομεν ή εμείς να δοξασθούμεν»

(Όμ., Ιλ. Ν 240-296, 304-327, μετ. Ι. Πολυλάς)


2.

Ἆθλα επί Πατρόκλῳ: ο αγώνας τοξοβολίας

Το σίδερο το μελαψό των τοξευτών βραβείον,
αξίνες δέκα δίστομες, δέκα μονές προβάλλει,
και αφού κατάρτι έστησε πέρα υψηλό στον άμμον
σ' εκείνο με λεπτήν κλωστήν προσδένει περιστέρι
από το πόδι, και σ΄ αυτό τους λέγει να τοξεύσουν.
«Κείνος που το δειλόψυχο πετύχει περιστέρι
όλες θα πάρει σπίτι του τες δίστομες αξίνες.
Και όποιος πετύχει την κλωστήν, χωρίς το περιστέρι,
θα πάρει εκείνος τες μονές, κατώτερος τοξότης».
Είπε, κι ευθύς σηκώθηκαν ο Τεύκρος πολεμάρχης
και ο Μηριόνης οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως.
Εις ένα κράνος χάλκινο ετίναξαν τους κλήρους
και ο Τεύκρος πρώτος έλαχε· κι έριξ' ευθύς το βέλος
σφοδρότατα, και του θεού δεν έταξε να δώσει
από αρνιά πρωτότοκα εξαίσιαν εκατόμβην.
Και το πουλί δεν πέτυχεν, ότι αντιστάθη ο Φοίβος·
κι επήρε μόνον την κλωστήν στο πόδι του δεμένην
το βέλος και την έκοψε· κι ευθύς το περιστέρι
πέταξε προς τον ουρανόν, και αυτού ξετεντωμένη
προς την γην έκλινε η κλωστή και αλάλαξαν τα πλήθη.
Το τόξον ευθύς άρπαξε του Τεύκρου ο Μηριόνης
και βέλος από την αρχήν στο χέρι του κρατούσε.
Κατόπι ευθύς ετάχθηκε του μακροβόλου Φοίβου
από αρνιά πρωτότοκα εξαίσιαν εκατόμβην.
Το περιστέρ' είδε υψηλά στα σύννεφ' από κάτω
να φέρνει γύρες ήσυχα, και κάτω απ' την φτερούγα
κατάστηθα το ετόξευσε κι εγύρισε το βέλος
κι εμπρός του εμπήχθη μες στην γην· κι ευθύς η περιστέρα
εις το κατάρτι εκάθισε με τα φτερά λυμένα,
και τον λαιμόν εκρέμασε, κι επέταξε η ψυχή της
από τα μέλη τα νεκρά και πέρα εκεί στον άμμον
έπεσε χάμω και οι λαοί θωρούσαν κι εθαυμάζαν.
Ο Μηριόνης πήρ' ευθύς τες δίστομες αξίνες
κι έφερε ο Τεύκρος τες μονές μέσα στα κοίλα πλοία.

(Όμ. Ιλ. Ψ 850-883, μετ. Ι. Πολυλάς)


3.

Ο τάφος του Ιδομενέα και του Μηριόνη στην Κνωσό

Μίνῳ δέ φασιν υἱοὺς γενέσθαι Δευκαλίωνά τε καὶ Μόλον· καὶ Δευκαλίωνος μὲν Ἰδομενέα, Μόλου δὲ Μηριόνην ὑπάρξαι. τούτους δὲ ναυσὶν ἐνενήκοντα στρατεῦσαι μετ᾽ Ἀγαμέμνονος εἰς Ἴλιον, καὶ διασωθέντας εἰς τὴν πατρίδα τελευτῆσαι καὶ ταφῆς ἐπιφανοῦς ἀξιωθῆναι καὶ τιμῶν ἀθανάτων. καὶ τὸν τάφον αὐτῶν ἐν τῇ Κνωσῷ δεικνύουσιν, ἐπιγραφὴν ἔχοντα τοιάνδε, Κνωσίου Ἰδομενῆος ὅρα τάφον. αὐτὰρ ἐγώ τοι πλησίον ἵδρυμαι Μηριόνης ὁ Μόλου. τούτους μὲν οὖν ὡς ἥρωας ἐπιφανεῖς τιμῶσιν οἱ Κρῆτες διαφερόντως, θύοντες καὶ κατὰ τοὺς ἐν τοῖς πολέμοις κινδύνους ἐπικαλούμενοι βοηθούς. (Διόδωρος Σ. 5.79.4.1-13)

4.

Ο Μηριόνης στην πόλη Εγγύιο της Σικελίας

πόλις ἐστὶ τῆς Σικελίας Ἐγγύιον οὐ μεγάλη, ἀρχαία δὲ πάνυ καὶ διὰ θεῶν ἐπιφάνειαν ἔνδοξος, ἃς καλοῦσι Ματέρας. ἵδρυμα λέγεται Κρητῶν γενέσθαι τὸ ἱερόν· καὶ λόγχας τινὰς ἐδείκνυσαν καὶ κράνη χαλκᾶ, τὰ μὲν ἔχοντα Μηριόνου τὰ δὲ Οὐλίξου, τουτέστιν Ὀδυσσέως, ἐπιγραφάς, ἀνατεθεικότων ταῖς θεαῖς. (Ποσειδώνιος, Fragmenta 93.9-93.13· πρβ. και Πλούτ., Μάρκελλος 20.3-4)


--------------------


Hyginus, Fabulae 114.

Homer. The Iliad. Book II, Book VIII, Book XIII.

Homer. The Iliad. Book XIII.

Homer. The Iliad. Book XIII.

Homer. The Iliad. Book XXIII.

Quintus Smyrnaeus, Posthomerica 1.254–258, p. 9

Quintus Smyrnaeus, Posthomerica 6.538–544, p. 112

Quintus Smyrnaeus, Posthomerica 6.549–555, p. 112

Quintus Smyrnaeus, Posthomerica 8.101, p. 137

Quintus Smyrnaeus, Posthomerica 8.402, p. 145

Quintus Smyrnaeus, Posthomerica 11.91, p. 178

Quintus Smyrnaeus, Posthomerica 12.320 p. 197





Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"