TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ




Καταγωγή

Ο Φιλοκτήτης, γιος του Ποίαντα και της Δημώνασσας (ή της Μεθώνης), ήταν βασιλιάς διαφόρων πόλεων της Μαγνησίας στη Θεσσαλία.


Φιλοκτήτης και Ηρακλής

Από τα ομηρικά έπη ακόμη είναι γνωστό ότι ο Ηρακλής του κληροδότησε το τόξο και τα βέλη του, με τα οποία επέπρωτο να κυριευθεί η Τροία.

Του τα παρέδωσε ο ίδιος ως ευχαριστήριο δώρο, γιατί ο Φιλοκτήτης δέχτηκε να κάνει αυτό που αρνούνταν άλλοι, να ανάψει την πυρά που είχε ετοιμαστεί για να καεί ο Ηρακλής στην κορυφή του όρους Οίτη, καθώς υπέφερε από το δηλητηριασμένο πουκάμισο που του είχε στείλει η Δηιάνειρα να φορέσει.

Ο Ηρακλής ζήτησε από τον Φιλοκτήτη να κρατήσει μυστικό τον τόπο του θανάτου του, κι εκείνος ορκίστηκε. Ωστόσο, όταν κάποτε τον πίεσαν να αποκαλύψει τον τόπο, ο Φιλοκτήτης ναι μεν κράτησε τον κανόνα της σιωπής που είχε υποσχεθεί στον μελλοθάνατο Ηρακλή, όμως ανέβηκε στην Οίτη και χτύπησε με το πόδι του τη γη, υποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο το μέρος όπου είχε στηθεί η πυρά για τον Ηρακλή.

Η παράδοση επεσήμανε πως για το σφάλμα του αυτό τιμωρήθηκε με την τρομερή πληγή που τον βρήκε στο πόδι.

Υπάρχει και η παράδοση ότι αυτός που άναψε τη φωτιά στην Οίτη για χάρη του Ηρακλή ήταν ο πατέρας του Φιλοκτήτη Ποίαντας, ότι σε αυτόν χάρισε το τόξο του ο ήρωας κι εκείνος με τη σειρά του το κληροδότησε στον γιο του.


Ο Φιλοκτήτης μνηστήρας της Ελένης. Συμμετοχή στον τρωικό πόλεμο

Ο Φιλοκτήτης περιλαμβάνεται ανάμεσα στους μνηστήρες της Ελένης και μ’ αυτή την ιδιότητα εμπλέκεται στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας με επτά καράβια και πενήντα κωπηλάτες στο καθένα, άξιοι τοξότες ακόμη πιο άξιου και ικανού αρχηγού στην τοξοβολία, κάτι που επισημαίνει και τονίζει ο Όμηρος τόσο στην Οδύσσεια (θ 219-220) όσο και στην Ιλιάδα:


και ο Φιλοκτήτης αρχηγός, εξαίσιος τοξότης,
μ’ επτά καράβια ολόμαυρα· κι επάνω στο καθένα
ήσαν τοξότες θαυμαστοί πενήντα κουπηλάτες·

(Ιλ. Β 718-720, μετ. Ι. Πολυλάς)






Το τσίμπημα του φιδιού και το βέλος του Ηρακλή. Η εγκατάλειψη

Μετά τον απόπλου από την Αυλίδα οι Αχαιοί αγκυροβόλησαν στην Τένεδο. Εκεί κατά τη διάρκεια θρησκευτικής τελετής ένα νερόφιδο τσίμπησε τον Φιλοκτήτη στο πόδι. Η πληγή μολύνθηκε και η δυσοσμία από τη σήψη ήταν τόσο ανυπόφορη που ο Οδυσσέας δεν δυσκολεύτηκε να πείσει τους άλλους αρχηγούς να εγκαταλείψουν τον πληγωμένο στη Λήμνο, όταν ο στόλος πέρασε κοντά από το νησί· τη διαταγή την έδωσε ο Αγαμέμνονας.

Και ενώ την αρχηγία των πλοίων ανέλαβε ο Μέδοντας, ο Φιλοκτήτης έμεινε δέκα χρόνια στο νησί της Λήμνου, που τότε ήταν έρημο, και επιβίωσε σκοτώνοντας πουλιά με τα βέλη του Ηρακλή:


αλλά εκείνος έμενε στην Λήμνον την αγίαν
που τον αφήκαν οι Αχαιοί φρικτά βασανισμένον
απ’ την πληγήν που του ᾽φερεν ολέθρια νεροφίδα.
Εκεί θλιμμένος έμενεν·

(Ιλ. Β 720-723, μετ. Ι. Πολυλάς)



Κατά μια εκδοχή το φίδι δάγκωσε τον Φιλοκτήτη στο νησί Νέαι κοντά στη Λήμνο (Στεφ. Β.). Λεγόταν ακόμη ότι το επεισόδιο έγινε στη Λήμνο και ότι με αυτόν τον τρόπο η Ήρα θέλησε να τιμωρήσει τον Φιλοκτήτη, επειδή βοήθησε τον Ηρακλή να αυτοκτονήσει και να κερδίσει την αθανασία (Υγίνος 102.1). Παραδίδεται ακόμη ότι ο ήρωας δεν πληγώθηκε στην Τένεδο αλλά σε ένα μικρό νησάκι, τη Χρύση, που ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη νύμφη.

Εκεί έδειχναν ένα βωμό του Φιλοκτήτη με ένα φίδι από χαλκό, καθώς και ένα τόξο, αναπαράσταση του παθήματός του –δείκνυται βωμὸς Φιλοκτήτου καὶ χάλκεος ὄφις καὶ τόξα καὶ θώραξ ταινίαις περίδετος, μίμημα τῆς ἐκείνου πάθης, (Αππ., Μιθρ. 335). Αυτό καταποντίστηκε τον 1-2ο αι. μ.Χ. και γι’ αυτό, ενώ ο Παυσανίας γνώριζε την ύπαρξή του, δεν τον είδε.

Η ιστορία της περιπέτειας του Φιλοκτήτη έχει ως εξής: Όταν ο στόλος των Αχαιών παρέπλεε τη Λήμνο, αγκυροβόλησε στη Χρύση, για να προσφέρουν θυσία στον βωμό της νύμφης. Τη θυσία ανέλαβε να προσφέρει ο Φιλοκτήτης αλλά τον δάγκωσε στο πόδι ένα φαρμακερό φίδι, ο φύλακας του ναού, τιμωρώντας έτσι τον ασεβή που τόλμησε να πλησιάσει τον ναό· είτε κατ’ εντολή της νύμφης, επειδή ο Φιλοκτήτης δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά της.

Όπως και να έχει, η πληγή ήταν δύσοσμη και προκαλούσε πολύ έντονους πόνους στον παθόντα που, μη αντέχοντάς τες, άφηνε κραυγές οδύνης, δύσκολο να τις υπομείνει κανείς. Και οι Ατρείδες, ισχυριζόμενοι ότι κραυγές του διατάρασσαν την τελετουργική σιγή της θυσίας, αποφάσισαν να τον εγκαταλείψουν σε μια έρημη ακτή της Λήμνου.

Αυτή την πράξη την ανέλαβε ο Οδυσσέας και σε αυτόν συνήθως ρίχνεται η ευθύνη και το ανάθεμα της πράξης, αν και αυτός που πήρε την απόφαση ήταν ο αρχηγέτης Αγαμέμνονας. Ο Φιλοκτήτης έζησε μόνος για δέκα χρόνια υποφέροντας από την αρρώστια, την πείνα και τη μοναξιά. Μόνη βοήθεια γι' αυτόν ήταν τα όπλα, με τα οποία εξασφάλιζε την τροφή του, αν και δεν λείπει παραλλαγή που του δίνει για βοηθό τον Λήμνιο Ιφίμαχο, ποιμένα του βασιλιά Άκτορα.

Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσής του δυνάμωναν το μίσος και τα αισθήματα εκδίκησης που έτρεφε εναντίον των Ατρειδών και του Οδυσσέα για την απάνθρωπη μεταχείριση που του επιφύλαξαν (Σοφ., Φιλ. 254-316 (1) ).

Σύμφωνα με μια αποκλίνουσα εκδοχή ο Φιλοκτήτης δεν είχε πληγωθεί από ζώο, αλλά από ένα από τα δηλητηριώδη βέλη του Ηρακλή, που του τρύπησε το πόδι πέφτοντας «τυχαία», υποτίθεται, από τη φαρέτρα. Στην πραγματικότητα ήταν η εκδίκηση και η τιμωρία του Ηρακλή προς τον Φιλοκτήτη, επειδή αποκάλυψε το μέρος της πυράς του πάνω στην Οίτη, καταπατώντας τον όρκο που είχε δώσει ότι θα κρατούσε τον τόπο μυστικό.

Παραλλαγή υπάρχει και για τις αιτίες της εγκατάλειψης του Φιλοκτήτη στο νησί. Σύμφωνα με αυτή το νησί κάθε άλλο παρά ακατοίκητο και έρημο ήταν, μάλιστα ήταν ο κατεξοχήν τόπος λατρείας του Ήφαιστου, του οποίου οι ιερείς θεωρούνταν ότι γιάτρευαν τις πληγές από φίδι. Λέγεται, λοιπόν, ότι η πρόθεση των Αχαιών όταν άφηναν τον Φιλοκτήτη ήταν για να δοθεί χρόνος να θεραπευτεί η πληγή του στο ηφαίστειο νησί της Λήμνου.

Ο γιατρός που τον θεράπευσε πρέπει να ήταν κάποιος Πύλιος, γιος του Ήφαιστου· σε αντάλλαγμα της φροντίδας και της θεραπείας που πρόσφερε, ο Φιλοκτήτης του δίδαξε την τέχνη του τόξου. Και ο θεραπευμένος ήρωας επανήλθε στις τάξεις του στρατού των Αχαιών μπροστά στην Τροία.





Τα όπλα του Ηρακλή και ο δόλος του Οδυσσέα

αλλ’ έμελλαν οι Αργείοι
ογρήγορα να ενθυμηθούν τον μέγαν Φιλοκτήτην·
και αυτὸν ποθούσεν ο λαός, αν κι άναρχοι δεν ήσαν·

(Β 723-725, μετ. Ι. Πολυλάς)



Οι Αχαιοί, αποθαρρημένοι μετά τον θάνατο του Αχιλλέα για την έκβαση του πολέμου και την άλωση της Τροίας, αξιοποίησαν την πληροφορία του μάντη Κάλχαντα ότι ο Έλενος, ο αδελφός των νεκρών Έκτορα και Πάρη, με τη μαντική δύναμη που του έδινε ο Απόλλωνας γνώριζε τη μοίρα της Τροίας. Ο Οδυσσέας έστησε ενέδρα και συνέλαβε τον Έλενο, ο οποίος είχε καταφύγει στα βουνά μετά την άρνηση των Τρώων να του δώσουν για γυναίκα του την Ελένη (Σοφ., Φιλ. 592-620 (2) ).

Ο Τρώας μάντης αποκάλυψε ότι για την άλωση της Τροίας ήταν αναγκαία η παρουσία του Φιλοκτήτη με τα όπλα που είχε στην κατοχή του και που ήταν του Ηρακλή· με αυτά τα όπλα είχε καταλάβει ο ίδιος ο Ηρακλής την πόλη τους όταν ζούσε. Και οι Αχαιοί έστειλαν τον Οδυσσέα στη Λήμνο, μόνο του ή συνοδευόμενο από τον Νεοπτόλεμο σύμφωνα με τον Σοφοκλή (στ. 468-506 (3) ), ή τον Διομήδη, για να βρει τον Φιλοκτήτη και να τον πείσει να επιστρέψει στην Τροία.

Σχετικά με τα μέσα που χρησιμοποίησε ο Οδυσσέας, για να τον πείσει ή να τον εξαναγκάσει, οι παραδόσεις ποικίλλουν. Κατά τον Ευριπίδη ο Οδυσσέας και ο Διομήδης αφόπλισαν τον ήρωα με πονηριά, κι εκείνος, απογυμνωμένος από τον οπλισμό του, τους ακολούθησε υποχρεωτικά. Άλλοι λένε ότι του μίλησαν με τη γλώσσα του πατριωτισμού και του καθήκοντος· ή ότι του υποσχέθηκαν θεραπεία με τις φροντίδες των γιων του Ασκληπιού, που ήταν οι γιατροί των ελληνικών στρατευμάτων· επομένως, έπρεπε να τους ακολουθήσει.

Στη σοφόκλεια εκδοχή η αποκάλυψη ότι ο Νεοπτόλεμος υπήρξε το δόλωμα του Οδυσσέα, για να πειστεί ο Φιλοκτήτης να παραδώσει τον πολύτιμο οπλισμό του Ηρακλή, προκάλεσε την οργή του και ένα λόγο καταγγελτικό (στ. 1004-1044 (4) ). Μόνο η από μηχανής παρέμβαση του Ηρακλή λύνει το αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιέλθει όλοι (στ. 1409-1444 (5) )


Ο Φιλοκτήτης στην Τροία. Θεραπεία και δράση

Διηγούνταν πως ο Φιλοκτήτης, μόλις ήρθε στην Τροία, θεραπεύτηκε από τον Ποδαλείριο ή ακόμη από τον Μαχάονα, και οι δυο γιοι του Ασκληπιού, θεωρείται μάλιστα το πρώτο μυθολογικό παράδειγμα χειρουργικής επέμβασης με αναισθησία. Πιο συγκεκριμένα: Ο Απόλλωνας βύθισε τον Φιλοκτήτη σε βαθύ ύπνο, την ώρα που ο Μαχάονας καθετηρίαζε την πληγή και αφαιρούσε με μαχαίρι τις νεκρές σάρκες. Έπειτα έπλυνε την πληγή με κρασί και έβαλε ως επίθεμα ένα φυτό, του οποίου το μυστικό είχε μάθει ο Ασκληπιός από τον Κένταυρο Χείρωνα και το κληροδότησε στους γιους του.

Ο Φιλοκτήτης θεραπεύτηκε και ο ήρωας μπόρεσε να πάρει μέρος στις μάχες. Συχνά αποδίδουν στον τοξότη Φιλοκτήτη το θάνατο του τοξότη Πάρη. Το επεισόδιο όμως αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την ιστορία της προφητείας του Έλενου, γιατί ο Έλενος αιχμαλωτίστηκε, όπως έλεγαν, ύστερα από το θάνατο του Πάρη. Για να εξαλείψουν οι μυθογράφοι τη δυσκολία αυτή, διηγούνταν πως η προφητεία, που υποχρέωνε τον Φιλοκτήτη να οδηγηθεί από τη Λήμνο στην Τροία, ήταν του Κάλχα και όχι του Έλενου και πως κατά συνέπεια ο ερχομός του προηγούνταν από το θάνατο του Πάρη.


Νόστος

Στην Οδύσσεια (γ 190) συγκαταλέγεται ανάμεσα στους προνομιούχους ήρωες που είχαν έναν ευτυχισμένο νόστο ―έφτασε καλά κι ο Φιλοκτήτης, ένδοξος γιος του Ποία αυτός. Οι μεταγενέστερες όμως παραδόσεις γνώριζαν και άλλες περιπέτειες του Φιλοκτήτη. Έλεγαν ότι κατέληξε στην Καμπανία της Ιταλίας, ότι πολέμησε και νίκησε τους Λευκανούς και ότι εγκαταστάθηκε στην Κρίμισσα, στην περιοχή του Κρότωνα στη Νότια Ιταλία –Φιλοκτήτου δ᾽ ἐστὶ καὶ ἡ παλαιὰ Κρίμισσα (Στρ. 6.1.3). Εκεί ίδρυσε διάφορες πόλεις και τον ναό του Ἁλαίου Απόλλωνα, όπου αφιέρωσε το τόξο του (το τόξο του Ηρακλή), και όταν σκοτώθηκε αργότερα τον έθαψαν κοντά στον ναό.

Άλλες πηγές θέλουν τον Φιλοκτήτη να τιμωρείται για τον θάνατο του Πάρη τὴν θήλειαν νόσον νοσήσας, έχασε δηλαδή τον ανδρισμό του και από ντροπή γι’ αυτό δεν επέστρεψε στην πατρίδα του, έμεινε στην Ιταλία, όπου ίδρυσε την πόλη Μαλακία ή Μάκαλλα από το πρόβλημα που του είχε προκύψει –Μάκαλλα, πόλις Ἰταλίας. κέκληται ἀπὸ τοῦ μαλακισθῆναι ἐν αὐτῇ Φιλοκτήτην (Στεφ. Β. 427). Του αποδίδουν και την ίδρυση της Πετηλίας –Πετηλία μὲν οὖν μητρόπολις νομίζεται τῶν Λευκανῶν (Στρ. 6.1.3). Έδειχναν τον τάφο του και σε πολλά άλλα μέρη εκτός από την Κρίμισσα, και στη Μάκαλλα, όπου υπήρχε ιερό στη μνήμη του και οι κάτοικοι τον τιμούσαν σαν θεό.

Ο Αριστοτέλης σημειώνει ότι και οι Συβαρίτες τιμούσαν τον Φιλοκτήτη, ονομάζει Μύκαλλα την πόλη, δίνει και την πληροφορία για την αφιέρωση του τόξου στον ναό του Απόλλωνα ἁλίου και ότι ο Φιλοκτήτης πέθανε κοντά στον ποταμό Σύβαρη, όταν πήγε να βοηθήσει τους Ρόδιους, οι οποίοι είχαν φτάσει στη χώρα μετά το τέλος του τρωικού πολέμου με την καθοδήγηση του Τληπόλεμου και πολεμούσαν τους ντόπιους:


παρὰ δὲ τοῖς Συβαρίταις λέγεται Φιλοκτήτην τιμᾶσθαι. κατοικῆσαι γὰρ αὐτὸν ἐκ Τροίας ἀνακομισθέντα τὰ καλούμενα Μύκαλλα τῆς Κροτωνιάτιδος, ἅ φασιν ἀπέχειν ἑκατὸν εἴκοσι σταδίων, καὶ ἀναθεῖναι ἱστοροῦσι τὰ τόξα τὰ Ἡράκλεια αὐτὸν εἰς τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ ἁλίου. ἐκεῖθεν δέ φασι τοὺς Κροτωνιάτας κατὰ τὴν ἐπικράτειαν ἀναθεῖναι αὐτὰ εἰς τὸ Ἀπολλώνιον τὸ παρ᾽ αὑτοῖς. λέγεται δὲ καὶ τελευτήσαντα ἐκεῖ κεῖσθαι αὐτὸν παρὰ τὸν ποταμὸν τὸν Σύβαριν, βοηθήσαντα Ῥοδίοις τοῖς μετὰ Τληπολέμου εἰς τοὺς ἐκεῖ τόπους ἀπενεχθεῖσι καὶ μάχην συνάψασι πρὸς τοὺς ἐνοικοῦντας τῶν βαρβάρων ἐκείνην τὴν χώραν.

(Αριστ., π. θαυμ. 840a.15-26)



Κατά μια εκδοχή ο Φιλοκτήτης ίδρυσε και τον ναό της Αθηνάς Εὶλενίας στην Ιταλία.





Ο Φιλοκτήτης στον Αισχύλο, τον Ευριπίδη και τον Σοφοκλή

Η αρχή του μύθου του Φιλοκτήτη βρίσκεται στην Ιλιάδα, την Οδύσσεια και τα Κύπρια έπη. Πιστοί στο έπος μένουν οι λυρικοί ποιητές Πίνδαρος (Πυθ. 1.52) και Βακχυλίδης (απ. 7 Snell), ενώ ο μύθος του δραματοποιήθηκε από τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές αλλά και από άλλους, όπως ο Αχαιός, ο Αντιφώντας, ο Θεοδέκτης. Όμως μόνο η ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή έχει διασωθεί ακέραιη (409 π.Χ.), ενώ των δύο άλλων τραγικών (431 π.Χ.) αποσπασματικά και καθόλου των υπολοίπων. Με βάση τα αποσπάσματα του Αισχύλου και του Ευριπίδη και τις πληροφορίες του Δίωνα από την Προύσα, σχηματίζουμε μια ιδέα για το πώς πραγματεύτηκαν τον μύθοι οι δύο τραγικοί.

Στον Αισχύλο —όπως και στον Ευριπίδη— ο χορός αποτελείται από κατοίκους της Λήμνου (επομένως το νησί δεν παρουσιάζεται έρημο και ακατοίκητο, όπως στον Σοφοκλή). Ο Οδυσσέας, πιθανότατα χωρίς τον Νεοπτόλεμο, εμφανίζεται μεταμφιεσμένος στον Φιλοκτήτη και με δόλο καταφέρνει να του αποσπάσει το τόξο. Στοιχείο της δραματικής πλοκής φαίνεται ότι υπήρξε και μια κρίση της αρρώστιας του Φιλοκτήτη, όπως και στον Ευριπίδη. Στο έργο, που διδάχθηκε το 431 π.Χ. μαζί με τη Μήδεια, εμφανίζεται ο Οδυσσέας μεταμορφωμένος από τη θεά Αθηνά και προσπαθεί να πείσει τον Φιλοκτήτη να τον ακολουθήσει στην Τροία. Παράλληλα, όμως, μια πρεσβεία Τρώων επιχειρεί να αποτρέψει την επάνοδό του.

Στο τέλος του δράματος αναφέρεται ότι κάποιος αναγκάζει τον Φιλοκτήτη να επιβιβαστεί στο πλοίο που θα τον οδηγήσει στην Τροία. Όσο για τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή παραδίδονται τα εξής:


ΦΙΛΟΚΤΗΤΟΥ ΥΠΟΘΕΣΙΣ

Ο Νεοπτόλεμος και ο Οδυσσεύς απήγαγαν τον Φιλοκτήτη, για να τον μεταφέρουν από τη Λήμνο στην Τροία σύμφωνα με την μαντεία του Έλενου. Ο Κάλχας φανέρωσε στους Έλληνες ότι ο Έλενος γνώριζε τους χρησμούς που θα βοηθούσαν στην άλωση της Τροίας, γι' αυτό ο Οδυσσεύς του έστησε ενέδρα και τον συνέλαβε. Το έργο διαδραματίζεται στη Λήμνο. Ο χορός αποτελείται από γέροντες ναύτες του Νεοπτόλεμου. Ο μύθος δραματοποιήθηκε και από τον Αισχύλο. Διδάχθηκε (η τραγωδία), όταν ήταν άρχων ο Γλαύκιππος. Ο Σοφοκλής πήρε το πρώτο βραβείο.


Ο Φιλοκτήτης στα εικαστικά

Ο Παυσανίας μνημονεύει και ζωγραφικές παραστάσεις βασισμένες στον μύθο του Φιλοκτήτη· η μία βρισκόταν στην Αθήνα, η άλλη στους Δελφούς, ενώ και ποιητές υμνούν άλλα έργα που τον απεικόνιζαν (Ανθ. Πλ. 16.111-113)







Υποσημειωσεις - Πηγες


1.

Ο Φιλοκτήτης στη Λήμνο

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄ, πῶς κατάντησα: σκουπίδι τῶν θεῶν,
νά μή σημαίνω τίποτε στή γῆ μου·
οὔτε μιά φήμη μακρυνή κάποιου πού κάπου, κάποτε,
κάτι... καί τά καθάρματα πού μ’ ἔριξαν ἐδῶ
νά γελᾶνε μοχθηρά καί ἡ ἀρρώστια
νά μέ σκοτώνει κάθε μέρα πιό βαθιά!
Ἀγόρι μου, ἀγόρι τοῦ Ἀχιλλέα, ἐγώ εἶμαι ὁ κληρονόμος
τῶν ὅπλων τοῦ Ἡρακλῆ, ἄν ἔχεις ἀκουστά,
ὁ γιός τοῦ Ποίαντα, ὁ Φιλοκτήτης.
Δυό στρατηγοί κι ὁ ἄρχοντας τῶν Κεφαλλήνων
μοῦ πέταξαν κατάμουτρα τό αἶσχος αὐτῆς τῆς ἐρημιᾶς·
νά τρέφω μέ τό τέλος μου τή φρίκη
πού ἄνοιξε τό δόντι ἑνός φιδιοῦ φονιά.
Μ’ ἐγκατέλειψαν, ἀγόρι μου, ὁλομόναχο, ἀμέσως
μόλις ἀράξαμε ἐδῶ ἀπ’ τό νησί τῆς Χρύσης.
Μέ εἶδαν ζαλισμένο ἀπό τήν τρικυμία
κι ὅταν κατέρρευσα στά βράχια τῆς ἀκτῆς
σάν πεθαμένος, βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά φύγουν,
πετώντας μου κάτι κουρέλια
καί λίγα ψίχουλα. Ἀνάθεμά τους!
Γιά σκέψου, ἀγόρι μου· κατάφερα νά βγῶ
ἀπ’ τό σκοτάδι τοῦ ὕπνου
καί βρέθηκα βαθιά μές στή σιωπή τῆς μοναξιᾶς.
Ἔκλαψα, κραύγασα τή συμφορά μου.
Οἱ ἄντρες, οἱ σύντροφοι, τά πλοῖα: μιά ἀπουσία
γεμάτη μάτια πού δέ μ’ ἔβλεπαν ποτέ καί χέρια
πού δέν μποροῦσαν ν’ ἀπαλύνουν τήν πληγή μου.
Οὔτε αὔριο, οὔτε χθές, μονάχα ἕνα παρόν,
πού θησαύριζε πόνους·: περιουσίες ὁλόκληρες κραυγές.
Ὡστόσο οἱ μέρες ἔφευγαν κι ἔπρεπε νά κρατήσω
τήν ψυχή μου ζωντανή σ’ αὐτή τήν πέτρα.
Ὅσο γιά τό στομάχι μου...
τό γέμιζε αὐτό τό τόξο μ’ ἄγρια περιστέρια.
Τά χτυποῦσα στό φτερό.
Μόνο που ἔπρεπε νά σέρνω τήν πληγή μου,
σφαδάζοντας, ὁ δύστυχος, κατ’ ὅπου
σφάδαζαν τίς πληγές τους.
Ἄν ἤθελα νερό ἤ ξύλα, μέσ’ στόν ἄγριο χειμώνα,
σερνόμουν ὅπως-ὅπως καί τά κατάφερνα.
Κι ἄν ἤθελα φωτιά, χτυποῦσα τσακμακόπετρες,
μέχρι νά βρῶ τήν πυρωμένη τους καρδιά.
Ἔτσι ἐπιβίωσα. Ἔχω στέγη, ἔχω φωτιά, ὅλα καλά.
Μόνο ἡ ἀρρώστια δέ χορταίνει, δέ ζεσταίνει,
δέ λέει ν’ ἀποκοιμηθεῖ.
Καί τό νησί, ἀγόρι μου, νά στέκεται μιά πέτρα
στή μέση τοῦ νεροῦ. Ποιός ναυτικός νά πλησιάσει;
Τί θά κερδίσει; Οὔτε κάν μιά ἀπανεμιά.
Πρέπει νά εἶναι παλαβός γιά νά κατέβει
ἤ ἐντελῶς χαμένος· συμβαίνουν κι αὐτά.
Ὅλα τά φέρνει ὁ χρόνος τῶν ἀνθρώπων.
Ἄν φανεῖ κανένας τέτοιος, δέ λέω, μέ παρηγορεῖ.
Κάποιοι δέν ἔχουν μόνο λόγια, γιά τήν ἀθλιότητά μου.
Μοῦ προσφέρουν τροφή, κανένα ροῦχο,
μά στό τέλος ξεχνοῦν νά μέ πάρουν
μαζί πρός τήν πατρίδα, νά μέ σώσουν.
Ἔτσι λοιπόν, ψυχορραγῶ τό δέκατό μου χρόνο,
μέ τήν πληγή πού τρέφω καί μέ τρέφει δυστυχία.
Νά, τί μοῦ ἔκαναν οἱ Ἀτρεῖδες κι ὁ Ὀδυσσέας.
Μακάρι νά τούς πλήρωναν μέ πόνους οἱ θεοί,
τήν κτηνωδία που ξόδεψαν σέ μένα.

(Σοφ., Φιλ. 254-316, μετ. Γ. Μπλάνας)


2.

Η σύλληψη του Έλενου και το σχέδιο του Οδυσσέα

ΕΜΠΟΡΟΣ
[…] ὁ γιός
τοῦ Τυδέα κι ὁ Ὀδυσσέας, ὁρκίστηκαν πώς θά τόν βροῦν
κι ἤ θά τόν πείσουν ἤ θά τόν συλλάβουν.
Ἄκουσαν ὅλοι οἱ Ἀχαιοί τόν Ὀδυσσέα νά τό φωνάζει,
γιατί ἔχει περισσότερη ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις του ἀπ’ τόν ἄλλο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Καί ποιός ὁ λόγος ν’ ἀσχοληθοῦν μαζί του,
μετά ἀπό τόσα χρόνια πού τόν εἶχαν πεταμένο;
Τούς στρίμωξε ἡ ἀνάγκη ἤ τούς ἔζωσαν οἱ τύψεις;

ΕΜΠΟΡΟΣ
Μάλλον δέν ξέρεις τίποτε. Θά σοῦ τά πῶ μέ τή σειρά.
Ἦταν, πού λές, ἕνας μάντης, ἀριστοκράτης, γιός τοῦ Πρίαμου.
Ἕλενο τόν ἔλεγαν. Μιά νύχτα πού εἶχε βγεῖ
μόνος, τόν ἔπιασε αὐτός ὁ ἄτιμος, τό σίχαμα,
ὁ ὕπουλος, ὁ Ὀδυσσέας· τόν ἔδεσε
καί τόν γύριζε σάν ζῶο στό στρατόπεδο, νά δοῦν
τί πιάνει ὅταν κυνηγάει. Αὐτός λοιπόν ὁ μάντης,
προφήτευσε πολλά καί διάφορα, ἰδίως
πώς δέν πρόκειται νά πάρουν τήν Τροία οἱ Ἀχαιοί,
ἄν δέν πᾶνε στό νησί πού ζεῖ μονάχος καί τόν πείσουν νά γυρίσει.
Ὅταν ἄκουσε τό μάντη ὁ γιός
τοῦ Λαέρτη, ὑποσχέθηκε νά τό φροντίσει ὁ ἴδιος.
Εἶπε πώς θά τόν ἔπειθε, μά κι ἄν ἀρνιόταν,
σέρνοντας θά τόν ἔφερνε καί πώς ἄν δέν τό ἔκανε,
νά τόν ἀποκεφάλιζαν χωρίς πολλές κουβέντες.
Τώρα, παιδί μου, ἔμαθες τά πάντα.

(Σοφ., Φιλ. 592-620, μετ. Γ. Μπλάνας)


3.

Ο Φιλοκτήτης ικετεύει τον Νεοπτόλεμο

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Στή μνήμη τοῦ πατέρα σου, παιδί μου,
στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας σου, σ’ ὅποιον σέ περιμένει,
σ’ ἐξορκίζω, σέ ἱκετεύω, δές, προσπέφτω,
μή μέ ἀφήνεις σ’ αὐτή τήν ἐρημιά.
Ἄκουσες, εἶδες· μ’ ἔκαναν φωλιά οἱ συμφορές.
Πέτα με κάπου, σάν σκουπίδι! Ξέρω, ξέρω,
εἶναι κόπος, εἶμαι φόρτωμα, μπελάς.
Λυπήσου με ὅμως! Οἱ γενναῖοι πολεμοῦν τίς ἀδικίες
καί προσπαθοῦν τή δόξα. Ἄν μέ ἀφήσεις,
παίρνεις τό κρίμα στό λαιμό σου. Κάποτε θά σέ πονέσει.
Πάρε με μαζί σου καί ἅρπαξε τή δόξα
τῆς δίκαιης ἐπιστροφῆς μου.
Οὔτε μιά μέρα - μά τί λέω, οὔτε μισή - δέν εἶναι κόπος.
Τόλμησε! Στό ἀμπάρι βάλε με, στήν πρύμνη,
στήν πλώρη, ὅπου θέλεις, νά μή σᾶς ἐνοχλῶ.
Μίλα, παιδί μου, πές τό ναί στόν Δία τῶν ζητιάνων.
Πέφτω στά πόδια σου, ὁ σακάτης, προσκυνῶ,
μά μή μ’ ἐγκαταλείπεις! Δέν περνιέται ἡ μοναξιά,
χωρίς νά νιώθεις πλάι σου ἀνθρώπου βῆμα.
Πάρε με στά μέρη σου· ἔστω, πήγαινέ με στήν Χαλκίδα
καί βρίσκω τρόπο γιά νά φτάσω... ἄχ, νά φτάσω
στήν Οἴτη, στίς πλαγιές τῆς Τραχινίας,
στά νερά τοῦ Σπερχειοῦ!
Σκέψου τί δῶρο θά εἶναι αὐτό γιά τόν πατέρα μου.
Τό ἴδιο τό παιδί του! Ἄν καί φοβᾶμαι πώς δέ ζεῖ,
ἀφοῦ δέν ἦρθε νά μέ βρεῖ τόσον καιρό.
Τοῦ ἔστελνα συνέχεια κραυγές ἀπελπισίας,
μ’ ὄποιον ἐξώκειλε στήν ἐρημιά μου.
Ἤ πέθανε ἤ μέ ξέχασαν κι ἐμένα καί τήν πέτρα μου
οἱ ταχυδρόμοι ἀπ’ τή βιασύνη τους.
Ὅμως ἐσύ μπορεῖς, ἄν θές, νά γίνεις
ἄγγελος καί σωτήρας μου.
Λυπήσου με, σπλαχνίσου με, σῶσε με, σκέψου:
μιά πάλη ἀτέλειωτη, μιά ἀτέλειωτη ἀγωνία
λυσσομανάει ἡ ἀνθρώπινη ζωή, πετύχεις δέν πετύχεις.
Ὅταν δέ ζεῖς τή δυστυχία
νά σκέφτεσαι πώς πάντα ὑπάρχει
κι ὅταν εἶσαι εὐτυχισμένος νά προσέχεις·
ὅλα μπορεῖ ν’ ἀλλάξουν σέ μιά μέρα.

(Σοφ., Φιλ. 468-506, μετ. Γ. Μπλάνας)


4.

Φιλοκτήτη λόγος

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Χέρια μου, χέρια στερημένα τή συντρόφισσα χορδή·
χέρια ριγμένα στά δεσμά τῶν χεριῶν του.
Ἄρρωστο μυαλό, σκλάβα ψυχή, πῶς τρύπωσες ξανά
στή ζωή μου καί μ’ ἅρπαξες, κρυμμένος
πίσω ἀπ’ αὐτό τό ἄγνωστο παιδί, [τον Νεοπτόλεμο]
πού δέ σοῦ ἀξίζει καί μοῦ ἀξίζει;
Μά τί μποροῦσε νά γνωρίζει ἄλλο ἀπ’ τίς διαταγές σου;
Κοίτα, πονάει γιά ὅσα μέ πόνεσε καί πόνεσα.
Δέν τό ’θελε, δέν ἦταν κακός ἀπό τή φύση του
κι ὅμως τό μοχθηρό σκοτάδι τῆς ψυχῆς σου
τόν ἔκανε τεχνίτη στήν ἀπάτη.
Τώρα, κάθαρμα, μέ δένεις καί ζητᾶς νά μέ τραβήξεις
ἀπ’ τήν ἀκτή, πού μ’ ἔριξες ἔρημο, ἄστεγο, κουφάρι ζωντανό.
Ἀνάθεμά σε! Νά ψοφήσεις σάν σκυλί!
Πόσες φορές σέ καταράστηκα,
ἀλλ’ οἱ θεοί δέ θέλουν νά γελάσω
τόν ὄλεθρό σου. Ἐσύ ζεῖς καί βασιλεύεις
κι ἐγῶ κουτσαίνω, ὁ δύστυχος, τίς συμφορές μου,
γιά νά γελᾶς καί νά γελοῦν τ’ ἀφεντικά σου,
οἱ περιβόητοι στρατηγοί Ἀτρεῖδες.

Καί νά σκεφτεῖς πώς σ’ ἔζεψαν μέ ψέματα κι ἐκβιασμούς
στήν ἐκστρατεία τους, ἐνῶ ἐγώ, ὁ ἀφελής,
ἔτρεξα πρόθυμα, μέ ἑφτά καράβια,
γιά νά μέ ἐξευτελίσετε σ’ αὐτή τήν ἐρημιά
καί νά ρίχνετε ὁ ἕνας στόν ἄλλον τήν εὐθύνη.
Τί μέ τραβᾶτε τώρα; Ποῦ μέ πᾶτε; Γιατί;
Δέν εἶμαι πιά ἕνα τίποτα; Δέν πέθανα ἀπό καιρό;
Πῶς δέν κουτσαίνω πιά, πῶς δέ βρωμάω, ἀθεόφοβε;
Πῶς θά μπορέσετε νά κάνετε θυσίες καί σπονδές,
ἄν μέ πάρετε μαζί σας; Γι’ αὐτό δέ μέ παράτησες ἐδῶ;
Πού νά ψοφήσετε σάν τά σκυλιά, φονιάδες μου,
ἄν οἱ θεοί ἀποδίδουν δικαιοσύνη.
Καί νά ’στε σίγουροι, ἀποδίδουν.
Θά μπαίνατε ποτέ στόν κόπο νά φτάσετε ὡς ἐδῶ,
γιά χάρη ἑνός ἀπόκληρου, ἄν κάτι θεϊκό
δέ σᾶς ἐνοχοποιοῦσε;
Ἂ, πατρίδα καί θεοί πού βλέπετε τά πάντα,
τσακίστε τους· σήμερα, αὔριο, κάποτε,
ὅμως τσακίστε τους, ἄν μέ λυπᾶστε.
Τέτοια ζωή πού καταρρέω, θά χαιρόμουν
τό θάνατό τους, σάν νά ἔγινα καλά.

(Σοφ., Φιλ. 1004-1044, μετ. Γ. Μπλάνας)


5.

Ο από μηχανής Ηρακλής

ΗΡΑΚΛΗΣ
[…]
Νά εἶσαι βέβαιος πώς ἀκοῦς φωνή τοῦ Ἡρακλῆ
καί βλέπεις τοῦ Ἡρακλῆ μορφή.
Γιά χάρη σου ἄφησα τόν οὐρανό,
τοῦ Δία βουλεύματα νά προσκομίσω
καί τό δρόμο πού ἐτοιμάζεσαι νά πάρεις νά ἐμποδίσω.
Ἄκου, μάθαινε καί πράττε τό σωστό.
Σοῦ ὑπενθυμίζω πώς ἐγῶ πέρασα κόπους
καί πόνεσα ἀγωνίες ἕνα σωρό,
μέχρι νά φτάσω ἐτούτη τήν ἀθάνατη ἀρετή.
Πάρ’ το ἀπόφαση, τά ἴδια ὀφείλεις στή μεγάλη,
τήν ἔνδοξη ὕπαρξή σου.
Θά πᾶς μαζί μ’ αὐτόν τόν ἄνδρα στήν πολιτεία τῆς Τροίας
καί πρῶτα ἀπ’ τήν πληγή σου θά ξεφύγεις.
Ὕστερα, ἀφοῦ ἀναδειχθεῖς πρῶτος πολεμιστής,
μέ τό δικό σου τόξο θ’ ἀπαλλάξεις τούς θνητούς
ἀπό τόν Πάρη, αὐτόν ποῦ εἶναι αἰτία κάθε κακοῦ,
τήν Τροία θά ἐκπορθήσεις
καί τ’ ἀριστεῖα πού θά σοῦ δώσει ὁ στρατός,
θά στείλεις λάφυρα στά μέγαρα τοῦ Ποίαντα πατέρα,
στήν Οἴτη ἐκεῖ, τή γῆ μητέρα.
Ὅμως αὐτά πού ἴσως πάρεις γιά τό τόξο μου,
στόν τόπο τῆς πυρᾶς μου ἀνάθεσέ τα.
Ὅσο γιά σένα, γιέ τοῦ Ἀχιλλέα, οἱ παραινέσεις μου εἶναι αὐτές:
οὔτε ἐσύ, χωρίς αὐτόν, διαθέτεις
τήν ἀπαιτούμενην ἰσχύ γιά νά ἐκπορθήσεις
τήν ἐπικράτεια τῆς Τροίας, οὔτε αὐτός, χωρίς ἐσένα.
Ὁ ἕνας τόν ἄλλο νά φυλᾶτε, σάν λιοντάρια
πού βγαίνουνε μαζί νά κυνηγήσουν.
Ἐγώ θά στείλω στό Ἴλιο τόν Ἀσκληπιό, [30]
νά παύσει τήν πληγή σου.
Ἀποφασίστηκε γιά δεύτερη φορά νά τήν ἁλώσει [31]
τό τόξο μου. Προσέξτε ὅμως,
ὅταν σαρώνετε τή γῆ, σεβαστεῖτε ὅ,τι ἀνήκει στούς θεούς·
γιατί ὅλα τ’ ἄλλα δεύτερα τά θεωρεῖ ὁ Δίας πατέρας·
ὁ σεβασμός μπορεῖ νά ζεῖ μέ τούς ἀνθρώπους
μά δέν πεθαίνει ποτέ τό θάνατό τους.

(Σοφ., Φιλ. 1409-1444, μετ. Γ. Μπλάνας)



-------------------


Homer, Iliad

Homer, Odyssey

John C. Wells, Longman Pronunciation Dictionary, 3rd edition (2008), entry Philoctetes.

Hyginus, Fabulae, 102

Proklos. p. 3.2.

Hyginus, Fabulae 114.

Mayor, Adrienne (2008). Greek Fire, Poison Arrows and Scorpion Bombs: Biological & Chemical Warfare in the Ancient World. New York: The Overlook Press.

Photius, Bibliotheca excerpts - GR

Photius, Bibliotheca excerpts, 190.48 - EN

Aristotelian Corpus, On Marvelous Things Heard, § 27.107

Lycophron, Alexandra, 909

Justin, History of the World, 20.1

Solinus, Polyhistor, 2.10

Strabo, Geography, 6.1.3

Virgil, Aeneid, §3.356

Appian, Mithridatic Wars, 11.77





Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"