ANCIENT GREECE RELOADED
ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ
ΑΥΤΟΛΥΚΟΣ (κλεφτης)
Μπερδεμένες είναι οι πληροφορίες για την καταγωγή του Αυτόλυκου, πολλοί τον διεκδικούν για γιο ή γαμβρό, για σύζυγο ή για πατέρα. Η σύγχυση αυτή μπορεί να οφείλεται και στην προσπάθεια αποκατάστασης ή υποκατάστασης χαμένων πληροφοριών. Έτσι, και επειδή κλεπτοσύνῃ πάντας ὑπερέβαλε, θεωρούνταν γιος του θεϊκού προτύπου του κλέφτη, δηλαδή του Ερμή, και της κόρης του Εωσφόρου (ή Αυγερινού) Στίλβης ή Τηλαύγης, ή της κόρης του Δαιδαλίονα Φιλωνίδας ή Χιόνης, οπότε είναι ετεροθαλής αδελφός του Φιλάμμωνα που για πατέρα του είχε τον αδελφό του Ερμή, Απόλλωνα.
Σε άλλες εκδοχές ο Δαιδαλίονας αναφέρεται ως πατέρας του αντί για πεθερός του και η Νέαιρα λογαριάζεται για γυναίκα του ή για κόρη του! Ως σύζυγο του δίνουν οι μυθογράφοι και τη Μήστρα, την κόρη του Αθηναίου Ερυσίχθονα, και θυγατέρες την Πολυμήδη ή Πολυφήμη, μητέρα του Ιάσονα από τον Αίσονα, αλλά και την Αντίκλεια, κόρη της Αμφιθέας και μητέρα του Οδυσσέα.
Επομένως, ο Αυτόλυκος παρουσιάζεται ως παππούς δύο ηρώων, του Ιάσονα και του Οδυσσέα, κάτι όμως που αμφισβητείται, μια και ο γάμος του Αυτόλυκου με τη Μήστρα του Ερυσίχθονα αποτελεί μάλλον νεότερη παράδοση.
Από την Αμφιθέα απέκτησε και γιους — γνωστός είναι μόνο ο Αίσιμος. Ο Όμηρος περιγράφει τη στιγμή που ο Αυτόλυκος παίρνει στην αγκαλιά του τον νεογέννητο μωρό της Αντίκλειας και του Λαέρτη και το ονομάζει Οδυσσέα. Αργότερα, σε ένα κυνήγι που πήρε μέρος ο Οδυσσέας στον Παρνασσό για χάρη του Αυτόλυκου, τον χτύπησε κάπρος και του άφησε σημάδι στο πόδι· από αυτόν τον αναγνώρισε η Ευρύκλεια όταν σαν ζητιάνος και ξένος μπήκε στο σπίτι του ο Οδυσσέας. (Όμ., Οδ. τ 376-470 (1))
Λεγόταν ακόμη ότι ο Αυτόλυκος πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και ότι προγύμνασε τον Ηρακλή στην πάλη. Περίφημος κλέφτης ο Αυτόλυκος, έκλεψε μια δερμάτινη περικεφαλαία από τον Αμύντορα, την οποία χάρισε στον Οδυσσέα —αυτή φορούσε ο Οδυσσέας στη νυχτερινή επιδρομή που έκανε εναντίον της Τροίας μαζί με τον Διομήδη. Ανεπιτυχώς προσπάθησε να κλέψει ζώα του Σίσυφου και δικαιολογημένα, λόγω και της φήμης που τον κυνηγούσε, κατηγορήθηκε ότι είχε κλέψει τα βόδια του Εύρυτου, προκαλώντας έμμεσα τον θάνατο του γιου του Ίφιτου από τον Ηρακλή, κάτι που είχε ως επακόλουθο τη δουλική υπηρεσία του ήρωα στην Ομφάλη προκειμένου να καθαρθεί από τον φόνο.
Ο Αυτόλυκος είχε αποκτήσει την ικανότητα να κάνει το άσπρο μαύρο, προκειμένου να καλύπτει τις κλοπές του, και να καμουφλάρει τα ζώα βάφοντας λ.χ. το τρίχωμά τους. Σε κάθε περίπτωση μετέστρεφε την κατάσταση προς όφελός του. Για παράδειγμα, όταν ο Σίσυφος βρέθηκε στο σπίτι του Αυτόλυκου προσπαθώντας να βρει τα κλεμμένα ζώα του, εκείνος τον έβαλε να ενωθεί με την κόρη του Αντίκλεια, ενώ την πάντρευε με τον Λαέρτη. Ίσως για όλους αυτούς τους λόγους να καλλιεργήθηκε η άποψη ότι ο ίδιος ο Αυτόλυκος είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται.
Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Αυτόλυκος αναφέρονται τα παρακάτω 4 πρόσωπα:
Γιος του θεού Ερμή και της Χιόνης ή του Δαιδαλίωνα και της Φιλωνίδας. Ο Αυτόλυκος ήταν δίδυμος αδελφός του Φιλάμμωνα. Νυμφεύθηκε την Αμφιθέα ή τη Νεαίρα και απέκτησαν την Αντίκλεια, τη μητέρα του Οδυσσέα. Παιδιά του Αυτολύκου ήταν ακόμα η Πολυμήδη, μητέρα του Ιάσονα, και ο Αίσιμος. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Αυτόλυκος είχε σύζυγό του τη Μήστρα, κόρη του Ερυσίχθονα. Ο Αυτόλυκος ζούσε στον Παρνασσό ;έχοντας δημιουργήσει λαμπρά κτήματα, πλούτο και οικογένεια με πολλούς γιους και θυγατέρες και έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία.
Επίσης είναι αυτός που έδωσε το όνομα στο βρέφος Οδυσσέα ως παππούς του. Ο Αυτόλυκος κατά τον Ησίοδο είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του Ερμή την ικανότητα να κλέβει και να μεταμορφώνει τα κλεμμένα: Από τον Αμύντορα έκλεψε ένα χάλκινο κράνος (την "κυνέη" όπως ονομάζετο) και το δώρισε στον Οδυσσέα, που το φορούσε στη νυχτερινή εισβολή του μαζί με τον Διομήδη στην πόλη της Τροίας. Ο Αυτόλυκος όμως νικήθηκε από τον Σίσυφο, του οποίου προσπάθησε ανεπιτυχώς να κλέψει τα ζώα. Ο Σίσυφος ενυμφεύθη την Αντίκλεια θυγατέρα του Αυτόλυκου, η οποία σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, εγκατέλειψε τον Σίσυφο και έλαβε σύζυγο τον Λαέρτη εκ του οποίου εγεννήθη ο Οδυσσέας
Γιος του Δημάχου από την Τρίκκη της Θεσσαλίας, ήρωας της Σινώπης. Το άγαλμά του που σμίλεψε ο Σθέννιος, μετέφερε στην Ρώμη ο Λούκουλλος. Αυτός ο Αυτόλυκος φέρεται ως ιδρυτής μαντείου. Ο Ηρακλής τον είχε αφήσει στη Σινώπη όταν περνούσε για την εκστρατεία του κατά των Αμαζόνων. Από εκεί, ύστερα, περνώντας οι Αργοναύτες τον πήραν μαζί τους.
Γιος του Λύκωνος και τινός γυναικός Ροδίας, Αθηναίος Θορίκιος (αρχαίος Δήμος της Αθήνας που διεσπάσθη σε κοινότητες Καλυβίων Θορικού, Κουβαρά, Κερατέας), υπερόχου καλλονής, νικητής στο παγκράτιον κατά τα μεγάλα Παναθήναια του 422 π.Χ. Ο εκτιμών αυτόν πλούσιος Αθηναίος ονόματι Καλλίας για τον εορτασμόν της νίκης του Αυτόλυκου παρέθεσε πολυτελές συμπόσιον και ο Λεωχάρης σμίλεψε τον ανδριάντα του, κατά τον Ξενοφώντα. Ο Αυτόλυκος εφονεύθη υπό των τριάκοντα τυράννων γιατί αντιτάχθηκε στην πολιτικοστρατιωτική εξουσία τους στην Αθήνα.
Ο αρχαιότατος 'Ελλην μαθηματικός και αστρονόμος εκ Πιτάνης της Αιολίδος, ζήσας περί το 330 π.Χ. Υπήρξε διδάσκαλος του συμπατριώτη του ακαδημαϊκού Αρκεσιλάου. Εσώθησαν δύο μόνον συγγράμματά του "Περί κινουμένης σφαίρας" και "Περί επιτολών και δύσεως" στα οποία γίνεται για πρώτη φορά η εφαρμογή της γεωμετρίας στην εξέταση των ουρανίων φαινομένων. Κριτική έκδοσις των έργων του Αυτολύκου έγινε από τον Hultsch στην Λειψία το 1885.
Πηγες
1.
Αυτόλυκος και Οδυσσέας. Το λουτρό της Ευρύκλειας
Η Ευρύκλεια μιλά στον Οδυσσέα:
Και για χατίρι της αφέντρας μου και για δικό σου θέλω
τα πόδια να σου πλύνω· μέσα μου ξεσηκώθηκαν τόσοι
τώρα καημοί! Μα ομπρός, το λόγο μου ν’ ακούσεις θέλω τώρα:
Βασανισμένοι πλήθος έφτασαν στα αρχοντικό μας ξένοι,
μα λέω πως άλλον δεν αντίκρισα ποτέ μου, του Οδυσσέα
τόσο στα πόδια και στο ανάριμμα και στη φωνή να μοιάζει!»
[…]
κι έφερε η γερόντισσα στραφταλιστό λεβέτι,
που το ’χε πάντα για ποδόλουτρο, και κρύο νερό του χύνει
μέσα πολύ, κι απάνω του έριξε ζεστό· μα από το τζάκι
κάθισε αλάργα εκείνος στρέφοντας στο σκότος το κορμί του·
φοβήθηκε πως αν τον άγγιζε, μπορούσε το σημάδι
να καταλάβει, κι έτσι να ’βγαινε το κάθε τι στη φόρα.
Κι εκείνη ζύγωσε και βάλθηκε το ρήγα της να πλένει·
αμέσως το σημάδι εγνώρισε, που του ’χε αφήσει ο κάπρος
στον Παρνασσό, για τον Αυτόλυκο σαν πήγε και τους γιους του,
τον αντρειανό γονιό της μάνας του, που άλλος κανείς στους όρκους
και στην κλεψιά δεν του παράβγαινε· θεός του το ’χε δώσει,
ο Ερμής, το δώρο αυτό· τι του ΄καιγε μεριά από αρνιά και ρίφια
της αρεσκιάς του, του παράστεκε λοιπόν κι αυτός με αγάπη.
Ο Αυτόλυκος μια μέρα φτάνοντας στην καρπερήν Ιθάκη
την κόρη του με γιο νιογέννητο λεχώνα βρήκε· κι ήταν
η Ευρύκλεια τότε που του απίθωσε στα γόνατα τ’ αγγόνι,
το δείπνο ως τέλεψε, του μίλησε κι αυτά τα λόγια του ’πε:
«Αυτόλυκε, μονάχος τ’ όνομα να βρεις, για να το δώσεις
στου τέκνου σου το τέκνο· το ’θελες από καρδιάς τ’ αγγόνι!»
Πήρε το λόγο τότε ο Αυτόλυκος κι απηλογήθη κι είπε:
«Γαμπρέ και κόρη, νοματίστε τον καθώς σας πω το γιο σας·
εδώ που με θωρείτε, έχω οργιστεί με πλήθος κόσμο ως τώρα,
κι είναι πολλοί που δυσαρέστησα στη γη, γυναίκες κι άντρες·
για τούτο κι Οδυσσέα το αγόρι σας να πείτε, κι ως μεστώσει
και γίνει παλικάρι, στο τρανό της μάνας του παλάτι
στον Παρνασσό ας έρθει· απ’ τα πλούτη μου που εκεί φυλάω, θα πάρει
τόσα απ’ το χέρι μου, που ολόχαρο θα τον καλοστρατίσω.»
Έτσι ο Οδυσσέας μια μέρα κίνησε, να πάρει τα πανώρια
δώρα που του ’ταξε. Κι ο Αυτόλυκος κι οι γιοί του, σαν τον είδαν,
ποκαρδιάς το χέρι του ’σφιγγαν και τον καλωσόριζαν.
Κι ήρθε η Αμφιθέα και τον αγκάλιασε, της μάνας του η μητέρα,
και στο κεφάλι τον εφίλησε, στα δυο πανώρια μάτια.
Κι ο Αυτόλυκος αμέσως πρόσταξε τους δοξασμένους γιους του
το γιόμα να συντάξουν, κι άκουσαν τους ορισμούς του εκείνοι·
αρσενικό, πενταχρονίτικο να σφάξουν βόδι φέρνουν,
κι αφού το γδάραν, το συγύρισαν και το ’κοψαν πιδέξια,
το λιάνισαν μετά και πέρασαν στις σούβλες τα κομμάτια·
κι ως στη φωτιά με τέχνη τα ’ψησαν, χώριζαν τις μερίδες.
Έτσι, ως του ήλιου τα βασιλέματα καθούμενοι, όλη μέρα,
τρώγαν και πίναν, κι είχε, ως ταίριαζε, καθείς το μερτικό του.
Κι όντας ο γήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
πλάγιασαν έπειτα και φράθηκαν την άγια του ύπνου χάρη.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
κυνήγι είπαν να βγουν, και τράβηξαν λαγωνικά κι ατοί τους
οι γιοί του Αυτόλυκου, και πίσω τους ερχόταν ο Οδυσσέας·
στο απόγκρεμο, το δασοφούντωτο του Παρνασού ανεβήκαν
βουνό και φτάσαν στ’ ανεμόδαρτα φαράγγια του σε λίγο.
Την ώρα ο γήλιος που πρωτόριχνεν, απ’ το βαθύ κινώντας
τον Ωκεανό τον αργοσάλευτο, το φως του στα χωράφια,
φτάναν σε λόγγο οι κυνηγάρηδες· οι σκύλοι ομπρός τους παίρναν
κι οσμίζουνταν τ’ αχνάρια τρέχοντας, κι οι γιοί ξοπίσω έρχονταν
του Αυτόλυκου, κι ο αρχοντογέννητος πλάι στα σκυλιά Oδυσσέας
μαζί τραβούσε, το μακρόισκιωτο κοντάρι του κουνώντας.
Στο λόγγο μέσα κάπρος βρέθηκε να κείτεται μεγάλος·
οι άνεμοι οι νοτεροί δεν έφταναν εκεί βαθιά φυσώντας,
μηδέ κι ο Γήλιος με τις διάφωτες αχτίδες το περνούσε,
μηδέ η βροχή το χώμα ενότιζε· τόσο πυκνός ο λόγγος,
κι ακόμα είχε ένα γύρο αρίφνητα στη γη πεσμένα φύλλα.
Το ποδοβόλι τότε ακούγοντας, που έκαναν κυνηγώντας
οι αγριμολόοι κι οι σκύλοι, χύθηκεν όξω απ’ το λόγγο αντίκρυ,
με σηκωμένη τρίχα, κι έβγαζαν φωτιές τα δυο του μάτια·
μα ως κοντοζύγωσε, κατάττρωτος του ρίχτηκε ο Οδυσσέας
στο δυνατό κρατώντας χέρι του τ’ ολόμακρο κοντάρι
ψηλά, να τον χτυπήσει· πρόλαβε, λοξά χιμώντας, όμως
ο κάπρος και τον βρήκε, κι έσκισε το δόντι του τη σάρκα
πάνω απ’ το γόνατο κι ανέβλαβο το γόνατο του αφήκε.
Μα κι ο Oδυσσέας τον κάπρο πέτυχε δεξιά στην πλάτη απάνω,
κι απ’ το κοντάρι του το λιόφωτο βγήκε ο χαλκός αντίκρυ.
Μουγκρίζοντας στις σκόνες έπεσε και πέταξε η ψυχή του.
Τον κάπρο ευτύς οι γιοι του Αυτόλυκου να συγυρίσουν τρέξαν,
και την πληγή του ισόθεου, του άψεγου γνοιάστηκαν Οδυσσέα·
πεδέξια του τη δέσαν, κι έπειτα με ξόρκι σταμάτησαν
τα μαύρο γαίμα, πριν στου κύρη τους διαγείρουν το παλάτι.
Κι ο Αυτόλυκος μετά τον κοίταξε μαζί, με τους υγιούς του
καλά να γιάνει, και περίλαμπρα του δώσαν δώρα, κι έτσι
γοργά χαρούμενοι χαρούμενο τον στέλναν στην Ιθάκη.
Κει πέρα ο κύρης του κι η μάνα του χάρηκαν που τον είδαν,
ωστόσο το σημάδι βλέποντας καταλεπτώς ρωτούσαν
τι του ’γινε· κι αυτός ιστόρησε με τη σειρά τα πάντα,
πως για κυνήγι με του Αυτόλυκου τους γιους ανέβη απάνω
στον Παρνασσό κι εκεί τον λάβωσε με τ’ άσπρο δόντι ο κάπρος.
Τώρα τα χέρια της γερόντισσας του άγγιξαν το σημάδι,
κι ως ψαχουλεύοντας το γνώρισε, του αμόλησε το πόδι·
κι η γάμπα τρύπησε το χάλκινο λεβέτι, που απ’ την άλλη
βροντώντας έγειρε και χύθηκαν στο χώμα τα νερά του.
(Όμ., Οδ. τ 376-470, μετ. Ν. Καζαντζάκη – Ι.Θ. Κακριδή)
Apollodorus. Bibliotheke I, ix, 16; II, iv, 9; vi, 2.
Ovid. Metamorphoses XI, 301-17;
Homer. Iliad X, 265-271.
Homer. Odyssey XI, 84-6; XIX,395-566.
Hyginus, Fabulae
Homer, Odyssey
Ovid, Metamorphoses
Pausanias, Description of Greece
Aeschylus, Fragments
Apollodorus, The Library
Homer, Iliad
Apollonius Rhodius, Argonautica
Pausanias viii. 4. § 3
Odyssey xix. 394, &c.
"Wikipedia"
"Αρχαία ελληνική μυθολογία"
Η εφαρμογη μας για το κινητο σου
Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"