TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




Διοσκουροι: Καστωρ και Πολυδευκης




ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ

Κατά την Παράδοση (Απολλώνιος Ρόδιος 1.149, Θεόκριτος 22, Ομηρικός ύμνος 13.5, Πίνδαρος, κ.ά.), οι Διόσκουροι γεννήθηκαν μέσα από ένα αυγό στο όρος Ταϋγετος (ή, κατ’ άλλους, στις Αμύκλες, την νήσο Πέφνο και τις Θαλάμες), ως «Λακεδαιμόνιοι παίδες», από την μία ο αθάνατος Πολυδεύκης υιός του Θεού Διός και της Λήδας («Κούρος Διός») και από την άλλη ο θνητός Κάστωρ υιός της Λήδας και του βασιλιά της Σπάρτης Τυνδάρεω («Τυνδαρίδης»).

Τα ονόματα «Διόσκουροι» και «Τυνδαρίδαι» χρησιμοποιούνται ωστόσο και για τους δυο. Σε ένα δεύτερο αυγό παραδίδεται ότι είχε γεννηθεί η γονιμοποιητική θεότητα Ελένη, που αργότερα η ομηρική ποίηση την μετέτρεψε στο πρόσωπο που έμεινε γνωστό ως «Ωραία Ελένη».


Ο ΜΥΘΟΣ

Σύμφωνα με τον μύθο, οι δίδυμοι ήρωες Διόσκουροι, Κάστορας και Πολυδεύκης, γεννηθήκαν στον Ταΰγετο, το μεγάλο βουνό της Σπάρτης και του Ταινάρου, έτσι είναι κατεξοχήν ήρωες δωρικής καταγωγής.

Στην Σπάρτη, ο βασιλιάς Τυνδάρεως, είχε για γυναίκα του την πανέμορφη Λήδα, κόρη του βασιλιά τής Αιτωλίας, Θέστιου. Η Λήδα έσμιξε με τον Δία κι απέκτησε μαζί του δύο παιδιά, την Ελένη, πού ήταν ωραία σαν θεά και τον Πολυδεύκη τον τρανό ήρωα. Με τον βασιλιά Τυνδάρεω η Λήδα είχε άλλα δύο παιδιά, την Κλυταιμνήστρα, και τον Κάστορα.

Ο Πολυδεύκης πήρε απ' τον πατέρα του θεό Δία την αθανασία, μα ο αδελφός του, ο Κάστορας, παρέμεινε θνητός, επειδή ήταν γιος του θνητού βασιλιά. Έγιναν και οι δύο τους μεγάλοι και τρανοί, κανένας δε μπορούσε να παραβγεί με τον Κάστορα, στη μαστοριά του να οδηγάει το άρμα, όπου κατάφερνε να δαμάσει και τα πιο ατίθασα άλογα. Ο δε Πολυδεύκης ήτανε γενναίος πρωταθλητής στην πυγμαχία. Οι δυο τους δεν αποχωρίστηκαν ποτέ μεταξύ τους γιατί τους ένωνε φλογερή αγάπη.

Οι Διόσκουροι πήραν μέρος σε πολλά μεγάλα κατορθώματα των Ελλήνων ηρώων, πήραν μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και διακρίθηκαν ιδιαίτερα εναντίον του βασιλιά των Βεβρύκων, Αμύκου, τον οποίο νίκησε ο Πολυδεύκης τρέποντας έτσι σε φυγή όλους τους Βέβρυκες. Όταν ο Θησέας και ο Πειρίθους κατέβηκαν στον Κάτω Κόσμο προκειμένου να αρπάξουν την Περσεφόνη, οι Διόσκουροι ξεκίνησαν εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, διεκδικώντας την αδελφή τους Ελένη, την οποία ο Θησέας είχε απαγάγει και την είχε φυλακίσει στο οχυρό των Αφιδνών στην Λακωνία. Έτσι, ενώ έλειπε ο Θησέας ελευθέρωσαν την αδελφή τους και πήραν την μητέρα του Θησέα, Αίθρα, αιχμάλωτη στη Σπάρτη. Επιπλέον, απομάκρυναν από το θρόνο της Αθήνας, τους γιους του Θησέα και τους αντικατέστησαν με τον διεκδικητή της βασιλείας Μενεσθέα.





Οι Διόσκουροι είχαν δύο ξαδέλφια, το Λυγκέα και τον Ίδα, πού ήταν παιδιά του βασιλιά τής Μεσσηνίας, Αφαρέα. Ο Ίδας ήταν ατρόμητος πολεμιστής και ο αδελφός του, ο Λυγκέας, ήταν ονομαστός για τη δύναμη της ματιάς του· μπορούσε να δει ακόμα και κάτω απ' τη γη. Οι Διόσκουροι μαζί με αυτά τα Μεσσήνια ξαδέλφια τους κάνανε πολλούς άθλους μαζί. Κάποτε, κι οι τέσσερις άρπαξαν, από την Αρκαδία, ένα κοπάδι βόδια κι αποφάσισαν να τα μοιράσουν συναμεταξύ τους. Τη μοιρασιά θα την έκανε ο Ιδας.

Αυτός όμως θέλησε να βάλει στο χέρι ολάκερο το κοπάδι μαζί με τον αδελφό του και σοφίστηκε μια πονηριά: Έκοψε στα τέσσερα ένα βόδι. έδωκε στον καθέναν από ένα κομμάτι και πρότεινε να πάρει το μισό κοπάδι εκείνος πού θα καταβροχθίσει πρώτος το μεράδι του, και τ' άλλο μισό να πέσει σε εκείνον που θα έρθει δεύτερος. Ο Ίδας έφαγε πρώτος το κομμάτι του και βόηθησε και τον Λυγκέα να φάει το δικό του. Ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης οργίστηκαν τρομερά σαν είδαν ότι τούς γέλασε ο Ίδας κι αποφασίσανε να εκδικηθούνε τα ξαδέρφια τους, που ως τότε είχανε μαζί τους ακλόνητη φιλία. Έκαναν επιδρομή στη Μεσσηνία κι άρπαξαν, όχι μονάχα το κοπάδι που είχανε πάρει απ' την Αρκαδία, αλλά και μερικά απ' τα κοπάδια του Ίδα και του Λυγκέα. Δεν αρκεστήκανε όμως σ' αυτά, αλλά τους κλέψανε και τις αρραβωνιαστικιές τους.

Οι Διόσκουροι ήξεραν ότι ο Ίδας και ο Λυγκέας δεν θα τους συχωρέσουν για αυτά που τους έκαναν, κι αποφασίσαμε να κρυφτούν στο κούφωμα ενός πελώριου δέντρου και να περιμένουν εκεί, ώσπου ν' αρχίσουν τα ξαδέρφια τους να τους κυνηγούν. Θέλαν να τους ριχτούνε αναπάντεχα, γιατί σκιαζόντουσαν να πιάσουν μάχη με τον υπερδύναμο Ίδα που, κάποτε, τόλμησε να παλέψει για μια γυναίκα, ακόμα και με τον θεό Απόλλωνα. Δεν μπόρεσαν όμως να κρυφτούμε από τα διαπεραστικά μάτια Λυγκέα, που τους διέκρινε μέσα στην κουφάλα του δέντρου, πάνω από τις κορυφές του Ταΰγετου. Ο Ίδας και ο Λυγκέας όρμησαν πάνω στους Διόσκουρους.

Προτού ακόμα καταφέρουν να βγουν απ' τον κρυψώνα, ο Ίδας έριξε το κοντάρι του στο δέντρο και πλήγωσε κατάστηθα τον Κάστορα. Ο Πολυδεύκης χίμηξε επάνω τους. Οι Αφαρείδες δεν μπόρεσαν να τα βγάλουν μαζί του και το βάλαν στα πόδια. Ο Πολυδεύκης τους έφτασε κάπου κοντά στον τάφο των γονιών τους. Σκότωσε τον Λυγκέα κι άρχισε να παλεύει, για ζωή ή για θάνατο, με τον Ίδα. Ο μέγιστος Δίας τότε παρενέβη για να σταματήσει την μάχη, ρίχνοντας ένα αστροπελέκι που έκανε στάχτη και τον Ίδα, και το κουφάρι του Λυγκέα.

Ο Πολυδεύκης γύρισε εκεί πού κείτονταν θανάσιμα λαβωμένος ο Κάστορας κι έκλαψε πικρά σαν είδε τον θάνατο να τους χωρίζει. Παρακάλεσε τον πατέρα του τον Δία, να τον αφήσει να πεθάνει μαζί με τον αγαπημένο αδελφό του. Ο Δίας φανερώθηκε τότε στο γιο του και τον έβαλε να διαλέξει: Ή να ζήσει παντοτινά νέος ανάμεσα στους φωτεινούς θεούς του Ολύμπου ή να ζήσει για πάντα με τον αδελφό του τη μια μέρα στο ζοφερό βασίλειο του Άδη, και την άλλη στον Όλυμπο. Ο Πολυδεύκης δεν θέλησε να χωριστεί από τον αδερφό του. Και έτσι μοιράστηκε την τύχη του.

Από τότε, τα δυο αυτά αδέλφια πλανιούνται την μια μέρα στους σκοτεινούς κάμπους του βασιλείου του Άδη και την άλλη, ζούνε μαζί τούς θεούς στα παλάτια του ηγέτη των θεών, Δία.





ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

Δύο φορές οι Αργοναύτες σώθηκαν από τους κινδύνους στη θάλασσα χάρη στους Διόσκουρους που συμμετείχαν στην εκστρατεία και στον Ορφέα που ήταν μυημένος στα μυστήρια της Σαμοθράκης. Την πρώτη φορά, μετά την αναχώρηση των Αργοναυτών από το ακρωτήριο Σίγειο της Τρωάδας, δυο αστέρια έπεσαν στα κεφάλια των Διοσκούρων· τη δεύτερη, στη μέση του Εύξεινου Πόντου, σταμάτησαν κατά προτροπή του Ορφέα, ώστε με τη μύηση όλων στα Μυστήρια του ιερού νησιού να πετύχουν ευνοϊκό ταξίδι -σωότεροι ναυτίλλοιντο.

Στην αρχαιότερη, ως τις μέρες μας, απεικόνιση του Ορφέα και των Αργοναυτών στη μετόπη του μονόπτερου των Σικυωνίων στους Δελφούς, οι Διόσκουροι μέσα στην Αργώ πλαισιώνουν τον Ορφέα και έναν άλλο μουσικό, όρθιους με λύρες στα χέρια τους (560 π.Χ. Δελφοί, Αρχαιολογικό Μουσείο). Ο ερυθρόμορφος κρατήρας με ελικωτές λαβές του ζωγράφου του Τάλου μαρτυρεί το πέρασμα των Αργοναυτών από την Κρήτη, καθώς στη μία πλευρά του κρατήρα παριστάνονται οι Διόσκουροι να συγκρατούν τον ετοιμοθάνατο Τάλο (αριστερά η Μήδεια, δεξιά ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη παρακολουθούν), ενώ στην άλλη πλευρά παριστάνονται τρεις Αργοναύτες μέσα και γύρω από την Αργώ σε ακρογιάλι της Κρήτης (400-390 π.Χ., Ruvo, Museo Jatta, 1501).

Οι Διόσκουροι διακρίθηκαν ιδιαίτερα στη χώρα των Βεβρύκων:



[Οι Αργοναύτες] Άφησαν τη Μυσία για τη χώρα των Βεβρύκων, όπου βασιλιάς ήταν ο Άμυκος, γιος του Ποσειδώνα και της <νύμφης> Βιθυνίδας [ευρετής της πυγμαχίας]. Ρωμαλέος άνδρας, ανάγκαζε τους ξένους που προσέγγιζαν τη χώρα του να πυγμαχούν μαζί του και με αυτόν τον τρόπο τους εξουδετέρωνε. Ανέβηκε λοιπόν και τότε στην Αργώ και προκαλούσε τον πιο γενναίο απ' όλους σε πυγμαχία. Ο Πολυδεύκης δέχτηκε την πρόκληση να παλέψει μαζί του και, χτυπώντας τον στον αγκώνα, τον σκότωσε. Τότε όρμησαν εναντίον του Βέβρυκες, αλλά οι γενναίοι άρπαξαν τα όπλα και σκότωσαν πολλούς την ώρα που το έβαζαν στα πόδια. (Απολλόδωρος 1.119)




ΚΑΛΥΔΩΝΙΟΣ ΚΑΠΡΟΣ

Μαζί με άλλους διαλεχτούς νέους οι Διόσκουροι πήραν μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου. Ο Απολλόδωρος παραδίδει τα ονόματά τους:



[…] ο Μελέαγρος, γιος του Οινέα, ο Δρύας, γιος του Άρη, και οι δυο από την Καλυδώνα, ο Ίδας και ο Λυγκέας, γιοι του Αφαρέα, από τη Μεσσήνη, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, γιοι του Δία και της Λήδας, από τη Σπάρτη, ο Θησέας, γιος του Αιγέα, από την Αθήνα, ο Άδμητος, γιος του Φέρητα, από τις Φερές, ο Αγκαίος και ο Κηφέας, γιοι του Λυκούργου, από την Αρκαδία, ο Ιάσονας, γιος του Αίσονα, από την Ιωλκό, ο Ιφικλής, γιος του Αμφιτρύωνα, από τη Θήβα, ο Πειρίθους, γιος του Ιξίονα, από τη Λάρισα, ο Πηλέας, γιος του Αιακού, από τη Φθία, ο Τελαμώνας, γιος του Αιακού, από τη Σαλαμίνα, ο Ευρυτίωνας, γιος του Άκτορα, από τη Φθία, η Αταλάντη, κόρη του Σχοινέα, από την Αρκαδία, ο Αμφιάραος, γιος του Οϊκλή, από το Άργος· μαζί τους ήταν και οι γιοι του Θέστιου.




ΑΠΑΓΩΓΕΣ ΑΔΕΛΦΩΝ

Οι δύο αδελφές, η Κλυταιμνήστρα και η Ελένη, έπεσαν θύματα απαγωγών. Και στις δύο περιπτώσεις οι αδελφοί Διόσκουροι κυνηγούν τους απαγωγείς, τον Αγαμέμνονα και τον Θησέα:



Για τον γάμο του Αγαμέμνονα με την Κλυταιμνήστρα παραδίδεται ότι την πόθησε και ότι, για να την αποκτήσει, σκότωσε τον πρώτο σύζυγό της και γιο του Θυέστη Τάνταλο, καθώς και το παιδί τους χτυπώντας το στο έδαφος. Τα αδέλφια της Κλυταιμνήστρας, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, οι Διόσκουροι, καταδίωξαν το ζεύγος θέλοντας να απαλλάξουν την αδελφή τους από τον ανεπιθύμητο γάμο, μέχρι που ο Αγαμέμνονας κατέφυγε στον πατέρα τους και πεθερό του, τον Τυνδάρεο, ο οποίος και αποδέχθηκε τον γάμο (Ευρ., Ιφιγένεια εν Αυλίδι 1148-1156· Απολλόδ., Επιτομή 2.15 κ.ε.).



Με την αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα και την εκστρατεία των Διοσκούρων εναντίον του απαγωγέα εκδηλώνεται η εχθρότητα των Δωριέων με τους Ίωνες. Οι Διόσκουροι όχι μόνο διεκδίκησαν πίσω την αδελφή τους αλλά και παρενέβησαν στη δυναστική διαμάχη της Αθήνας ανάμεσα στον Θησέα και τον διεκδικητή της δυναστείας Μενεσθέα, εγγονού του Ερεχθέα, υπέρ του δεύτερου.

Πιο συγκεκριμένα: Όταν η Ελένη ήταν μόλις δώδεκα χρονών, την απήγαγαν ο πενηντάχρονος Θησέας και ο φίλος του Πειρίθοος, την ώρα που το κορίτσι τελούσε λατρευτικό χορό στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος στη Σπάρτη. Στον κλήρο που έριξαν οι δυο φίλοι, την κέρδισε ο Θησέας που την πήγε στις Αφίδνες της Αττικής, γιατί οι Αθηναίοι δεν ήθελαν να δεχτούν την Ελένη στην πόλη από τον φόβο πολέμου με τους Σπαρτιάτες. Εκεί την εμπιστεύτηκε στη μητέρα του Αίθρα. Όσο όμως ο Θησέας έλειπε στον Κάτω Κόσμο μαζί με τον Πειρίθοο για να απαγάγουν την Περσεφόνη, τα αδέλφια της, οι Διόσκουροι, οργάνωσαν εκστρατεία με σώμα Αρκάδων και Λακεδαιμονίων.

Στην αρχή ζήτησαν ειρηνικά την αδελφή τους από τους Αθηναίους. Όταν όμως εκείνοι αποκάλυψαν ότι δεν είχαν το κορίτσι ούτε ήξεραν πού βρισκόταν, τότε ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης κινήθηκαν επιθετικά εναντίον τους. Οι παραδόσεις λένε ότι οι κάτοικοι της Δεκέλειας τους πληροφόρησαν πού ήταν κρυμμένη η αδελφή τους ή ο Ακάδημος· γι' αυτό και οι Σπαρτιάτες στις πολυάριθμες επιδρομές τους στην Αττική, κατά τα ιστορικά χρόνια, σέβονταν την Ακαδημία, όπου ήταν θαμμένος ο ήρωας. Επιτέθηκαν στην Άφιδνα, κατέλαβαν την πόλη και ξαναβρήκαν την αδελφή τους. Αιχμαλώτισαν και την Αίθρα, τη μητέρα του αττικού ήρωα, που έγινε δούλα της Ελένης. Έπειτα επανέφεραν από την εξορία τον Μενεσθέα, έναν εγγονό του Ερεχθέα, που συγκέντρωσε τους δυσαρεστημένους από τις μεταρρυθμίσεις του Θησέα ευγενείς και τον εγκατέστησαν στον θρόνο της Αττικής.





ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Οι Διόσκουροι δεν συγκαταλέγονται στους μαχητές του Τρωικού πολέμου, αν και αδέλφια της Ελένης, γιατί νωρίτερα είχαν πεθάνει (Όμ., Ιλ. Γ 234-244). Αποθεωμένοι εμφανίζονται στο τέλος του έργου Ελένη του Ευριπίδη και προφητεύουν τη συνέχεια της ζωής της αδελφής τους - θα ζήσει με τον Μενέλαο - και προαναγγέλλουν το «τέλος» της - την αποθέωσή της μετά τον θάνατό της (στ. 1813-1845).


ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

Εκτός από ηλιακοί Θεοί της αφοσίωσης, της γενναιοψυχίας, της ευγένειας, της αδελφότητας, της εντιμότητας και της Αρετής (ηθική πλευρά) αλλά και της κυκλικότητας των πραγμάτων (φυσική πλευρά), οι «λευκόπωλοι» (ιππείς λευκών αλόγων) Θεοί Διόσκουροι είναι επίσης και δωρητές στους ανθρώπους των ιππευτικών και πυγμαχικών τεχνικών, αλλά και των πολεμικών χορών και ασμάτων.

Στην ηθική τους πλευρά είναι επίσης Θεοί του μαχητικού θάρρους, του αγωνιστικού έθους (ως «Αφετήριοι», δηλαδή Θεοί που ορίζουν την έναρξη του αγώνα), της Φιλότητας, της φιλοξενίας (Παυσανίας, 3. 16), της πολιτικής βούλησης (υπό την επίκληση «Αμβούλιοι», με ιδιαίτερο βωμό τους στην Σπάρτη), της εκπαιδευτικής αγωγής των νεαρών ανδρών και της φιλοξενίας, καθώς επίσης, στην φυσική πλευρά τους, και έφοροι κάποιων μετεωρολογικών φαινομένων και προστάτες των ναυτικών από τις τρικυμίες (όπως και οι Κάβειροι, με τους οποίους συσχετίστηκαν μετά τον 3ο π.α.χ.χ. αιώνα, στη δε Δήλο, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ταυτίστηκαν προς αυτούς με ιδιαίτερο ιερέα «Διοσκούρων Καβείρων», παρά την σαφή χθόνια φύση των δευτέρων). Οι ναυτικοί προσεύχονταν σε αυτούς ως «Θεούς Σωτήρες» για κατάπαυση των τρικυμιών και μετά τους τιμούσαν, ως Ολυμπίους, σε ευχαριστήρια θυσία με προσφορά λευκού προβάτου.

Από την κλασική αρχαιότητα και εντεύθεν οι «Σωτήρες Θεοί» Διόσκουροι επεκτείνουν την σφαίρα τους ως ηλιακές συνειδήσεις και στο πεδίο της θεραπευτικής (λ.χ. ως ακόλουθοι του Ασκληπιού στην Επίδαυρο), ενώ ως «Θεοί Μεγάλοι» λατρεύτηκαν στον Κλείτορα της Αρκαδίας και τις Κεφαλές Αττικής.


ΙΕΡΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Σύμβολό τους είναι ένα ζευγάρι «πίλων», δηλαδή ημισφαιρικών κρανών (που συμβολίζουν τα δύο ημίσεα του αυγού της Λήδας, ως «του ωού τα ημίτομα» τα περιγράφει ο είρων Λουκιανός). Από το τέλος του 4ου π.α.χ.χ. αιώνος προστέθηκε από ένα αστέρι στην κορυφή του κάθε «πίλου»: ο σχολιάζοντας τον «Λυκόφρονα» ο Τζέτζης, διασώζει αόριστα στο σημείο 88 την μυθολογική αφήγηση ότι ο Ζεύς ενώθηκε με τη Λήδα υπό μορφή άστρου. Άλλα σύμβολά τους είναι τα λεγόμενα «Δόκανα», δύο κάθετα ξύλα που συνδέονται με άλλα δύο χιαστί, ως σύμβολο της ακλόνητης συντροφικότητας, το οποίο αποτελούσε την πολεμική «σημαία» των Σπαρτιατών, δύο επιμήκεις λήκυθοι που περιτυλίγονται από φίδια, καθώς και το στεφάνι με κλαδιά φοινικιάς. Ιερείο τους είναι το λευκό πρόβατο, ιερό χρώμα τους το κόκκινο και το χρυσό και ιερό τους ζώο ο λευκός ίππος.





ΛΑΤΡΕΙA

Η λατρεία των Διοσκούρων είχε σταδιακή αλλά ευρεία διάδοση από την Πελοπόννησο στην υπόλοιπη Ελλάδα, την Σικελία, την νότια Ιταλία (Παυσανίας 10.33.3 και 10.38.3) και τέλος στην Ετρουρία (ως Castur και Pulutuke ή Poloces ή Pultuke) και το Λάτιο, όπου σε πολλές περιπτώσεις λατρεύτηκαν και ως Πενάτες, δηλαδή προγονικά πνεύματα που προστατεύουν τους οίκους (Di Penates).

Προς τιμήν τους εορτάζονταν τα «Διοσκούρια» σε μια σειρά από αχαϊκές και δωρικές πόλεις, με γυμνικούς αγώνες και θυσίες. Στην Σπάρτη και την Κυρήνη εορτάζονταν επιπρόσθετα με παιδιές και συμπόσια, καθώς και τα σπαρτιατικά «Αμυκλαία», μία ετήσια μεγαλοπρεπέστατη θυσία των Σπαρτιατών προς τιμή του Θεού Απόλλωνος και των Διοσκούρων, στη διάρκεια της οποίας γινόταν και η ανά έτος αφιέρωση στο Αμυκλαίο Ιερό ενός ιερού χιτώνα για την ένδυση του περίφημου χάλκινου αρχαϊκού αγάλματος του Θεού, έργου του Βαθυκλέους. «Διοσκούρια» εόρταζαν από το 496 π.α.χ.χ. και οι Ρωμαίοι, που καθιέρωσαν για αυτά την 8η Απριλίου του κάθε έτους, σε ανάμνηση του θριάμβου τους κατά των Λατίνων και Ετρούσκων στην μάχη της λίμνης Ρηγίλλης, κατά την οποία η Παράδοση ήθελε να έχουν επιφανεί οι Θεοί Διόσκουροι επάνω σε λευκούς ίππους, ως συμπολεμιστές των Ρωμαίων.

Στο Άργος, όπου ο Κάστωρ θεωρείτο αρχηγέτης των γενών της Λέρνης και ένας από τους Δώδεκα Ολυμπίους Θεούς, οι Έλληνες εόρταζαν επίσης προς τιμήν των Διοσκούρων τα λεγόμενα «Μιξαρχαγέτια», με θυσίες και πλούσια δείπνα. Στην Αθήνα οι δύο Θεοί λατρεύονταν με το όνομα «Άνακες Παίδες» ή «Άνακτες Παίδες» (Στράβων 5. 232, καθώς και Παυσανίας, Αιλιανός, Αριστοφάνης, Πλούταρχος, κ.ά.) και με το αυτό όνομα τελούντο μυστήρια προς τιμήν τους στην Άμφισσα της Λοκρίδος (Παυσανίας, 10.38.7).

Η λατρεία των Διοσκούρων τέθηκε εκτός νόμου το έτος 359 από τον χριστιανό αυτοκράτορα Κωστάντιο, ο οποίος διέταξε την καταστροφή όλων των Ιερών τους και την θανάτωση των ιερέων τους.


ΟΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ

Όπως προείπαμε, οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν το 496 π.α.χ.χ. την λατρεία των Dioscuri σε ανάμνηση της επιφάνειας και βοήθειας που παρείχαν στον στρατό τους οι δύο Θεοί Κάστωρ (Castor) και Πόλουξ (Pollux) στην μάχη της Ρηγίλλης (Regillus) την προηγούμενη χρονιά, όπως είχε ορκιστεί στην διάρκεια της μάχης ο ηγέτης τους Aulo Postumio Albo. Στις 15 Ιουλίου 414 καθιερώθηκε στο Φόρουμ της Ρώμης απέναντι από τον Ναό της Θεάς Βέστα (Vesta, Εστίας), στο σημείο όπου έγινε η δεύτερη επιφάνειά τους στην οποία ανακοίνωσαν την ίδια ημέρα στον λαό της Ρώμης την νίκη στην λίμνη Ρηγίλλης, ένας περικαλλής Ναός τους (Αedes Castoris et Pollucis), ο οποίος γύρω στο 160 π.α.χ.χ. φιλοξενούσε και συνεδριάσεις της Συγκλήτου.

Αργότερα τους αφιερώθηκαν δύο ακόμη Ναοί, ο ένας στο «Circus Maximus» και ο άλλος στο «Circus Flaminius» (Βιτρούβιος, 4.7) και τους προσφέρονταν αντίστοιχα θυσίες στις 27 Ιανουαρίου και 13 Αυγούστου. Ο πρώτος Ναός έγινε το λατρευτικό κέντρο της τάξης των Ιππέων (Εquites), που από το 305 π.α.χ.χ. και μετά έφιπποι και στεφανωμένοι συμμετείχαν κάθε χρόνο στις 15 Ιουλίου σε μία μεγαλειώδη πομπή (που είχε καθιερώσει ο Fabius Maximus Rullianus) από τον Ναό του Θεού Μαρς (Mars, Άρεως) στον Ναό των Θεών Διοσκούρων.

Άλλο μεγάλο λατρευτικό κέντρο τους υπήρξε το ετρουσκικό Τούσκουλο (Τusculum, 16 χιλιόμετρα νοτιανατολικά της Ρώμης, στο οποίο ήσαν οι προστάτες Θεοί), η Όστια, το επίνειο της Ρώμης, με Ναό στα δυτικά του αυτοκρατορικού ανακτόρου που ανακαίνισε την εποχή των Αντωνίνων ο P. Lucilius Gamala, καθώς και ένα νησί της Καλαβρίας, δέκα μίλια από το ακρωτήριο Λακίνιο Άκρο (Lacinium), που ονομαζόταν «νησί των Διοσκούρων» (Πλίνιος, «Φυσική Ιστορία» 3. 97). Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν συχνά στο όνομά τους για να εκφράσουν θαυμασμό ή μια ισχυρή εντύπωση, «mecastor!» ή «ecastor!» («μα τον Castor!») οι γυναίκες και «edepol!» («μα τον Pollux!») οι άνδρες.





ΟΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΕΛΤΩΝ

Τέλος, οι Dioscuri ήσαν κατά την «ρωμαϊκή ερμηνεία» («interpretatione Romana») του Τάκιτου στο «Germania» (43.4) Θεοί αντίστοιχοι των επίσης «διδύμων» τευτονικών Θεών Alcis («Άλσις», ίσως «Αλσίων», θεοτήτων των αλσών), προστατών των εφήβων του έθνους των Σουηβών Ναχαρβαλών (Naharvali), στους οποίους ήταν αφιερωμένο ένα ιερό άλσος. Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη, οι Διόσκουροι λατρεύονταν και από τους Κελτούς (Κέλτες) της δυτικής Γαλατίας. Ως επιβεβαίωση του ισχυρισμού του, βρέθηκε στο Παρίσι μεταγενέστερος βωμός, στον διάκοσμο τους οποίου απεικονίζονται οι δύο Θεοί ανάμεσα σε άλλες κελτικές μορφές.


Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΔΙΟΣΚΟΥΡΩΝ

Ήδη αναφερθήκαμε στη ιδιαίτερη σχέση των Διοσκούρων με τα θαλασσινά ταξίδια. Την πρώτη φορά, μετά την αναχώρηση των Αργοναυτών από το ακρωτήριο Σίγειο της Τρωάδας, τα πλοία και οι επιβαίνοντες σώθηκαν χάρη στα δυο αστέρια που έπεσαν στα κεφάλια των Διοσκούρων και φώτισαν τον δρόμο. Και σήμερα οι ηλεκτρικές λάμψεις στα ιστία των πλοίων σε καιρό τρικυμίας ονομάζονται διόσκουροι. Οι Ρωμαίοι σμίλευαν στα ακρόπρωρα των καραβιών τους ομοιώματα Διοσκούρων. Τέτοια ομοιώματα είχε και το πλοίο που μετέφερε τον Απόστολο Παύλο στη Δύση για να κηρύξει τη νέα θρησκεία (Πράξεις, κη' 11)· νωρίτερα είχε περάσει από το νησί των Μυστηρίων των Μεγάλων Θεών, τη Σαμοθράκη (Πράξεις, ιστ' 11), των οποίων οι Διόσκουροι, όπως και άλλες ελάσσονες και ομαδικές θεότητες, θεωρούνταν συνοδοί θεοί και μεσολαβητές των ανθρώπων προς αυτούς.





ΑΛΛΗ ΕΚΔΟΧΗ

Σε διάφορα βιβλία δίνεται η πληροφορία ότι το ζευγάρι των Διδύμων που καταστερίστηκε ήταν τα αδέλφια Αμφίονας και Ζήθος. Η πηγή αυτής της αντίληψης δεν δίνεται, δεν βρίσκεται σε κείμενα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Ίσως ο συσχετισμός των δύο αδελφών με τον αστερισμό των Διδύμων να οφείλεται στο γεγονός ότι τα δύο αδέλφια είναι δίδυμα, ότι είναι παιδιά του Δία, Διὸς κοῦροι, Διόσκουροι. Μπορεί η απαρχή να βρίσκεται στην πληροφορία που δίνει ο Παυσανίας (9.17.4-7) ότι οι κάτοικοι της Τιθορέας στη Φωκίδα είχαν σε καλό να παίρνουν λίγο χώμα από τον τάφο των διδύμων αδελφών στην πόλη τους και να το ρίχνουν στον τάφο της μητέρας τους Αντιόπης κάθε που ο ήλιος περνούσε από τον αστερισμό του Ταύρου. Οι Θηβαίοι, που κι αυτοί γνώριζαν την πορεία του ήλιου, έβαζαν φρουρούς την ίδια περίοδο στον τάφο της Αντιόπης, για να διώχνουν τους Φωκείς· γιατί αυτό που ήταν καλό για τους Φωκείς δεν ήταν καλό για τους ίδιους.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



Βιβλιογραφια

Lesley & Roy Adkins, «Dictionary Of The Roman Religion», New York, 1996

Maurice Albert, «Le Culte de Castor et Pollux en Italie», 1883

Pierre Grimal, «Λεξικό Της Ελληνικής Και Ρωμαϊκής Μυθολογίας», Θεσσαλονίκη, 1991

Richard Lewis Farnell, «The Cults Of The Greek States», Οxford, 1907

Vedia Izzet, «The archaeology of Etruscan society», Cambridge, 2008

Karl Kerenyi, «The Heroes of the Greeks», 1959

Κωνσταντίνος Κοντογονής, «Επιτομή Ελληνικής Μυθολογίας», Αθήνα, 1840

Karl Jaisle, «Die Dioskuren als Retter zur See bei Griechen und Romern», Tubingen, 1907

Mark P. O. Morford - Robert J. Lenardon, «Classical Mythology», New York και London, 2003

Βλάσης Ρασσιάς, «Εορτές και Ιεροπραξίες των Ελλήνων», Αθήνα, 1997

Ernst Samter, «Die Religion Der Griechen», Λειψία, 1925


Πηγες

[1] "Δελφύς"

[2] "Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας"






Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"