TheDome

ANCIENT GREECE RELOADED

ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ




Επικουρισμος και Επικουρος



Πήγαινε απευθείας στο σημείο: Ο Επικουρισμός, μια Ηθική Αθεΐα

Πήγαινε απευθείας στο σημείο: Επικουρισμός και Πλάτων

Πήγαινε απευθείας στο σημείο: Περί Φιλίας

Βιογραφιες (Βιογραφια, Επιστημες, Φιλοσοφια και Γνωμικα)

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ





Επικουρισμός

Επικουρισμός, με τη στενή έννοια, είναι η φιλοσοφική διδασκαλία του Επικούρου (341-270 π.Χ.). Σε ευρεία έννοια, είναι ένα σύστημα ηθικής που περιλαμβάνει κάθε αντίληψη ή τύπο για τη ζωή η οποία μπορεί να στηρίζεται πάνω στις αρχές της φιλοσοφίας του Επικούρου.

Στην αρχαία απολογητική και μέχρι σήμερα ο όρος χρησιμοποιήθηκε με πολύ ευρύτερη (και σαφώς εσφαλμένη) έννοια ως ισοδύναμος προς τον ηδονισμό, δηλαδή τη διδασκαλία ότι το κύριο αγαθό είναι η ηδονή και η ευτυχία. Στην κοινή γλώσσα επικουρισμός σημαίνει αφιέρωση στην ηδονή, στην άνεση και στην καλοζωία, με κάποια λεπτότητα στους τρόπους συμπεριφοράς.

Στη συνέχεια θα εξεταστούν οι τύχες της φιλοσοφίας του Επικούρου μετά τον Επίκουρο, οι επιδράσεις που αυτή άσκησε στη μετέπειτα σκέψη και θα επιχειρηθεί μια αξιολόγηση της από τον σύγχρονο κυρίως φιλοσοφικό στοχασμό.


Η σχολή τον Επικούρου

Ο διάδοχος του Επικούρου στη διεύθυνση του Κήπου ήταν ο Έρμαρχος από τη Μυτιλήνη, που τον διαδέχθηκε ο Πολύστρατος, ο τελευταίος μαθητής του Επίκουρου. Όμως σπουδαιότεροι και από τους δυο αυτούς υπήρξαν ο Μητρόδωρος και ο Κολώτης, εναντίον του οποίου είχε γράψει μια μικρή εργασία ο Πλούταρχος.

Ανάμεσα στους επικούρειους του 2ου π.Χ. αιώνα αξιομνημόνευτοι είναι ο Δημήτριος ο Λάκων, από το έργο του οποίου μας έχουν σωθεί μερικά αποσπάσματα, και ο Απολλόδωρος, ο οποίος έγραψε περισσότερα από 400 βιβλία. Πολλά επίσης έγραψε και ο μαθητής του τελευταίου, ο Ζήνων από τη Σιδώνα, τον οποίο άκουσε ο Κικέρων να διδάσκει στην Αθήνα το 79 π.Χ.

Μετά τον Ζήνωνα δίδαξε ο Φαίδρας, που κι αυτός υπήρξε δάσκαλος του Κικέρωνος το 90 π.Χ. στη Ρώμη, και ο Πατρών, που διηύθυνε τη σχολή ως το 51 π.Χ. Ξακουστός, εξάλλου, ως επιγραμματοποιός ήταν και ο Φιλόδημος από τα Γάδαρα (γεννήθηκε το 110 π.Χ.). Στους Παπύρους του Ερκουλάνου, που περιλαμβάνουν τα περιεχόμενα της βιβλιοθήκης του Φιλοδήμου, υπάρχουν πολλά κατάλοιπα από το μεγάλο έργο του.

Ο επικουρισμός είχε ήδη εισαχθεί στη Ρώμη τον 2ο π.Χ. αιώνα. Ο πρώτος που διέδωσε τη διδασκαλία των επικουρείων σε λατινικό πεζό λόγο ήταν κάποιος Αμαφίνιος. Στους χρόνους του Κικέρωνος ο επικουρισμός ήταν η φιλοσοφία της μόδας και ο αριθμός των Ρωμαίων που την παρακολουθούσαν —σύμφωνα με τον Κικέρωνα— ήταν πολύ μεγάλος. Ανάμεσα στους σπουδαιότερους ήταν ο Τίτος Λουκρητίας Κάρος (95-55 π.Χ.), ο οποίος, στο ποίημα De Rerum Natura, άφησε μια σχεδόν πλήρη και καταπληκτικά ακριβή έκθεση της Φυσικής του Επίκουρου.

Τον βαθμό στον οποίο ο Επίκουρος ήταν ακόμη προσιτός από το κοινό κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα μας τον δίνει ο Σενέκας, ο οποίος τον υποστηρίζει και τον υπερασπίζεται θερμά. Στον 2ο μ.Χ. αιώνα ανήκει ο Διογένης από την Οινόανδα, ο οποίος χάραξε ορισμένα έργα του Επίκουρου στους τοίχους ενός πρόναου. Στον ίδιο αιώνα ίσως ανήκει ο Διογενιανός, του οποίου μερικά αποσπάσματα από την πολεμική του εναντίον του Στωικού Χρυσίππου σώθηκαν από τον ιστορικό της εκκλησίας Ευσέβιο. Επικούρειος επίσης είναι και ο επιγραμματοποιός Παλλάδας, που έζησε μεταξύ του 4ου και 5ου μ.Χ. αιώνα.

Λόγω του δογματικού χαρακτήρα και του πρακτικού σκοπού της, η φιλοσοφία του Επικούρου δεν υπήρξε αντικείμενο ανάπτυξης, εκτός από την πολεμική της και από την εφαρμογή της σε θέματα που ο Επίκουρος τα αντιμετώπισε με συντομία ή δεν τα αντιμετώπισε καθόλου. Για να το αντιληφθούμε αυτό, αρκεί να διεξέλθουμε τα κατάλοιπα των εκπροσώπων της σχολής του και ιδιαίτερα τις εργασίες του Φιλοδήμου από τα Γάδαρα.

Η φιλοσοφία του Επικούρου παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη. Άπαξ και θεμελιώθηκε η αλήθεια, δεν χρειάζεται πλέον συζήτηση, όταν μάλιστα ικανοποιεί πλήρως τον στόχο προς τον οποίο τείνει η ανθρώπινη φύση. Το πρώτο θέμα είναι να δει κανείς αυτόν τον στόχο. Όλα τα άλλα έρχονται μόνα τους- και δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνει κανείς από το να ακολουθήσει τον Επίκουρο, τον «ελευθερωτή» και τον «λυτρωτή», και να απομνημονεύει «τις μαγικές του λέξεις».


Ο επικουρισμός και ο εγωισμός στη νεώτερη σκέψη

Στον μεσαίωνα ο Επίκουρος έγινε γνωστός μέσω του Κικέρωνος και της πολεμικής που άσκησαν εναντίον του οι πατέρες της Εκκλησίας. Το να είναι κανείς επικούρειος στους χρόνους του Δάντη σήμαινε να είναι αρνητής της θείας πρόνοιας και της αθανασίας της ψυχής. Τον 15ο αιώνα, ο διαπρεπής ανθρωπιστής Λορέντσο Βαλα (Lorentzo Valla) —ακολουθώντας σύντομες υποδείξεις του Πετράρχη— έγραψε στον διάλογο του De Voluptate (Περί ηδονής, 1431) την πρώτη υπεράσπιση της ηθικής του Επικούρου κατά τους νεώτερους χρόνους, ισχυριζόμενος ότι το αληθινό αγαθό είναι η ηδονή και όχι η αρετή -κατέληγε όμως στο συμπέρασμα ότι η ύψιστη ηδονή είναι αυτή που περιμένει τον άνθρωπο στους ουρανούς και την οποία η Βίβλος η ίδια ονομάζει «παράδεισο της ηδονής».

Κατά τον 16ο αιώνα οι πρώτοι δύο μεγάλοι επικούρειοι υπήρξαν ο Μισέλ ντε Μονταίν (Michel de Montaigne) στη Γαλλία και ο Φραντσέσκο Γκιτσιαρντίνι (Francesco Guicciardini) στην Ιταλία. Επικούρειος σε όλα του, ως άνθρωπος και ως ποιητής, υπήρξε και ο κλασικιστής των αρχών του 16ου αιώνα Λουντοβίκο Αριόστο (Ludovico Ariosto). Αλλά το σύστημα του Επικούρου άνθησε στην ολότητα του με τον Προβηγκιανό ηγούμενο Πιερ Γκασαντί (Pierre Gassendi), ο οποίος προσέγγιζε την αλήθεια μέσω της πίστης. Ο Γκασαντί, το 1649, έγραψε ερμηνευτικά σχόλια για κάποιο βιβλίο του βιογράφου του 3ου μ.Χ. αιώνα Διογένη του Λαέρτιου.

Αυτά τα σχόλια, που ονομάζονταν «Σύνταγμα της φιλοσοφίας του Επικούρου» εκδόθηκαν δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα στη Χάγη. Την ίδια εποχή στην Αγγλία ο Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes), φίλος του Γκασαντί, πήρε πάλι τη θεωρία της ηδονής και την ερμήνευσε κατά δυναμικό τρόπο, που ήταν, γι' αυτόν τον λόγο, πλησιέστερος προς τη διδασκαλία των αρχαίων Κυρηναϊκών. Ξεκινώντας από την πρόταση ότι στον φυσικό κόσμο «ο άνθρωπος είναι ένας λύκος για τον άνθρωπο», κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η ειρήνη, χωρίς την οποία δεν υπάρχει ευτυχία, δεν μπορεί να διασφαλιστεί παρά μόνο με τη βία και ότι αυτή η βία πρέπει, με κοινή συμφωνία, να αφεθεί στη δύναμη ενός και μόνο ανθρώπου.

Κατά τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα η Ευρωπαϊκή χώρα στην οποία υπήρξε ακόμη ενεργός ο επικουρισμός ήταν η Γαλλία. Εκεί οι εκπρόσωποι της φιλοσοφίας αυτής ονομάζονταν ακόλαστοι άνθρωποι. Ανάμεσα τους συγκαταλέγονται διάφοροι μοραλιστές, όπως ο Φρ. Λαροσφουκώ (Frangois, due de la Rochefoucauld) και ο Εβρεμόντ (Charles de Saint Εvremonde), καθώς και επιστήμονες, όπως ο Ζ. ντε λα Μετρί (Julien de la Mettrie), o οποίος πίστευε ότι ο άνθρωπος μπορεί να ερμηνευθεί ως μια μηχανή, ο Ελβέτιος (Claude-Adrien Helvetius), ο οποίος περιόριζε την ηθική του χρήσιμου σε μια μορφή πειραματικής επιστήμης, αλλά έβαζε το κοινό καλό πάνω από το ιδιωτικό και ο βαρώνος Χόλμπαχ [για τους Γάλλους ντ' Ολμπάκ (d'Holbach)], ο οποίος έδινε ιδιαίτερη σημασία στη φυσική των ατόμων.

Η καθαρά επιστημονική αντίληψη της γνώσης βρήκε τον καλύτερο θεωρητικό εκφραστή της στον Κοντιγιάκ (Etienne de Condillac). Στην Αγγλία, ο Άνταμ Σμιθ (Adam Smith), αναπτύσσοντας τις ηθικές αντιλήψεις του Χιουμ (Hume), ανέτρεψε την άποψη ότι ο εγωισμός αποτελεί τη βάση κάθε πράξης. Μετά από αυτόν, ο νομομαθής Τζέρεμυ Μπένθαμ (Jeremy Bentham), εξαλείφοντας τη συμπάθεια, περιόρισε την ηθική σε απλό υπολογισμό της σκοπιμότητας, που —σε καθαρά επικούρεια διατύπωση— όριζε ως μια «ηθική αριθμητική». Στο επικουρειακό ρεύμα βρίσκεται επίσης ο ωφελιμισμός του 19ου αιώνα, μεγαλύτερος εκπρόσωπος του οποίου υπήρξε ο Τζων Στιούαρτ Μιλ (John Stuart Mill).

Ο επικουρισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία. Στη σύγχρονη εποχή η ερμηνεία της ηδονής ως ψυχικής αρχής της δράσης άρχισε με τον Γκούσταφ Φέχνερ (Gustav Fechner), τον θεμελιωτή της ψυχοφυσικής, και αναπτύχθηκε προς το τέλος του αιώνα με τον Φρόυντ (Freud) στο ψυχοαναλυτικό επίπεδο του ασυνείδητου.


Κριτική και αξιολόγηση:

Κατά το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, την εποχή που ο Πιερ Γκασαντί έκανε να αναβιώσει ο ατομιστικός επικουρισμός, ο Ρενέ Ντεκάρτ (Rene Descartes), που συχνά ονομάζεται θεμελιωτής της σύγχρονης φιλοσοφίας, προέβαλε επιχειρήματα που έτειναν στο να υποσκάψουν τον ατομισμό. Η πραγματικότητα, πίστευε, είναι γεμάτη, μια τέλεια πληρότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει, π.χ., κενή περιοχή ή το κενό του ατομισμού. Αφού η ύλη δεν είναι τίποτα άλλο παρά έκταση στον χώρο, οι μόνες αληθινές ιδιότητες της είναι γεωμετρικές και δυναμικές. Γιατί η έκταση υπάρχει παντού, η κίνηση υπάρχει όχι ως ένα πέρασμα μέσα από το κενό, όπως υπέθετε ο Επίκουρος, αλλά σαν μια δίνη ή σαν «ρουφήχτρα», μέσα στην οποία κάθε κίνηση δημιουργεί μια ευρύτερη περιοχή κίνησης που εκτείνεται απεριόριστα γύρω από τον εαυτό της —μια άποψη η οποία επαληθεύεται στη σύγχρονη θεωρία της βαρύτητας και των πεδίων.

Πολύ κοντά στο επίκεντρο του επικουρισμού είναι η αρχή που απαντά και στον Δημόκριτο και αρνείται ότι κάτι μπορεί να προέρχεται ή να έχει τις ρίζες του στο τίποτα. Σ' ένα ποίημα που έγραψε κάποιος αρχαίος μονιστής, ο Παρμενίδης ο Ελεάτης (γεννήθηκε το 515 π.Χ.), αυτή η αρχή εκφράζεται με δύο μορφές: «Το είναι δεν μπορεί να είναι όχι είναι» και «το μη είναι πρέπει να είναι όχι είναι». Μολονότι ο Επίκουρος ήταν σταθερά προσκολλημένος σ' αυτήν την αρχή σχεδόν σε ολόκληρο το σύστημα του, κατηγορήθηκε ότι την πρόδιδε ως προς ένα σημείο —ως προς τη δίνη η οποία μερικά άτομα τα εξέτρεπε από τη συνηθισμένη συμπεριφορά τους.

Ο Επίκουρος εγκατέλειψε την πιο πάνω αρχή ως προς το σημείο αυτό, για να αποφύγει την υιοθέτηση μιας φυσικής που ήταν ασυνεπής με την αυτονομία που εκείνος παρατηρούσε στη φυσική συμπεριφορά των ανθρώπων και των ζώων.

Αλλά κατά τους Στωικούς επικριτές του οι αποκλίσεις των ατόμων ήταν ένα σκάνδαλο, αφού αυτές σημαίνουν ότι ένα γεγονός μπορεί να λαμβάνει χώρα χωρίς αίτιο. Όμως σπάνια παρατηρήθηκε ότι η δίνη είναι κυρίως μια ειδική περίπτωση —μια μετατόπιση με την ατομιστική έννοια— της θεωρίας του Αριστοτέλη για τα «συμβεβηκότα» (π.χ. για τις ιδιότητες που δεν είναι ουσιαστικές για τις υποστάσεις όπου απαντούν), δεδομένου μάλιστα ότι ένα τυχαίο περιστατικό, όπως και ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε παρατηρήσει (Μετά τα Φυσικά 1,3), λαμβάνει χώρα χωρίς αίτιο. Μια παρόμοια άποψη αναπτύχθηκε και στις ημέρες μας από τον Κάρολο Σάντερς Πηρς (Charles Sanders Peirce), φιλόσοφο των επιστημών, και ονομάζεται «τυχισμός».

Στην κατηγορία των Στωικών ότι ο Επίκουρος δεν διέθετε θεωρία για τη θεία πρόνοια και απαντούσε ότι «οι μυθικοί θεοί είναι προτιμότεροι από την ειμαρμένη» που δέχονταν οι Στωικοί. Ο τρόπος της διατύπωσης του Επικούρου, σχετικά με αυτό το θέμα, δεν πρέπει να αμαυρώνει το γεγονός ότι το πρόβλημα της θείας πρόνοιας και της εκκοσμίκευσής της υπήρξε ένα πολύ κρίσιμο πρόβλημα στη φιλοσοφία της ιστορίας ήδη από την αρχαιότητα.

Η προσπάθεια του Επικούρου να αναγάγει το αγαθό στην ηδονή αντανακλά το μοναδικό κριτήριο στο οποίο θα μπορούσε να επαφεθεί ο ίδιος, τη «μαρτυρία εκείνων των παθών που είναι άμεσα παρόντα», στα οποία ο άνθρωπος αποδίδει τη λέξη φύση. Στο επιχείρημα του ψυχολογικού ηδονισμού που υπονοείται εδώ, ο επικούρειος φιλόσοφος απαντά ότι οι άνθρωποι στην πραγματικότητα ευχαριστούνται με την ηδονή και εχθρεύονται τον πόνο -έτσι απαντά σ' έναν εγωιστικό ηθικό ηδονισμό, ο οποίος ταυτίζει το (αντικειμενικό) αγαθό με την ηδονή

Ορισμένοι διανοούμενοι έχουν ακόμη υποστηρίξει ότι ο επικούρειος εγωιστικός ηδονισμός, οσοδήποτε προνοητικός και αν είναι, πρέπει λογικά να αυτοδιαψεύδεται. Αν η άποψη είναι καθολική, ο εγωιστής πρέπει να υποστηρίζει τη μεγιστοποίηση της ηδονής του εχθρού του όπως τη δική του, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε πράξεις οδυνηρές γι' αυτόν τον ίδιο. Επομένως, ολόκληρος ο κλάδος της ηθικής που καλύπτει τη συμβουλευτική ή την κριτική των άλλων δεν λαμβάνεται υπ' όψιν και τίθεται το ερώτημα αν μια τέτοια άποψη είναι δυνατόν να λαμβάνει καθόλου υπ' όψιν της την ηθική.

Από το άλλο μέρος, υποστήριξαν μερικοί ότι ο άνθρωπος υπόκειται σε αντινομίες ή αντιφάσεις, από τις οποίες κανένα σύστημα δεν μπορεί να ξεφύγει. Υπάρχουν μεγέθη στη φύση του ανθρώπου που υπερβαίνουν τα όρια του λογικού.

Έτσι, οποιαδήποτε κι αν είναι η λογική του ταυτότητα, ο επικουρισμός, ως στάση απέναντι στη ζωή που ο Επίκουρος την είδε στην πιο καθαρή μορφή της, παραμένει μία από τις πιο σημαντικές μορφές που παίρνει συχνά η ανθρώπινη συμπεριφορά και, στην καλύτερη περίπτωση, έχει πετύχει έναν τύπο ασκητισμού που, ακόμη και στην αποχώρηση και στην απομόνωση, δεν αρνείται τη συντροφιά αλλά την καλοδέχεται, καθώς βρίσκει τις αγνότερες χαρές της ζωής στον μοναδικό πλούτο των ανθρώπινων συναντήσεων.

Σκοπός της Επικούρειας φιλοσοφίας ήταν, η ειρήνη στην ψυχή του ανθρώπου· ο δρόμος όμως προς αυτήν περνούσε μέσα από την επιστήμη της φύσης και του ανθρώπου.

Κατά τον Δημόκριτο: Υπάρχει στην περιοχή της ηθικής ένα έσχατο αγαθό, η «ευθυμία», η οποία αντιπαρατίθεται προς την απόλαυση. «Ευθυμία» είναι «η κατάσταση μόνιμης ψυχικής γαλήνης που δεν διαταράσσεται από κανένα φόβο ή καμιά δεισιδαιμονία ή συγκίνηση».


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



Ο Επικουρισμος, μια ηθικη αθεϊα (1)

Άλλο ένα προϊόν της πολιτισμικής κρίσης του 4ου και του 3ου αι. υπήρξε ο επικουρισμός, κατά πολύ σαφέστερα άθεος από τον στωικισμό. Αλλοιωμένος από τους πολέμιους του, θα παραμείνει επί μακρόν το μαύρο πρόβατο του χριστια­νισμού, που θα τον προβάλλει ως οιονεί διαβολικό δόγμα, ένα κράμα αθεΐας, ακραιφνούς υλισμού και ανηθικότητας. Όλοι οι άπιστοι χαρακτηρίζονται ως «χοίροι του Επίκουρου», ενώ ο επικουρισμός συνιστά έναν εύχρηστο κάλαθο αχρήστου, προκειμένου κάποιος ανεξέταστα να απαλλαγεί από όλους τους σκεπτικιστές και τους ελευθέριους, με τον προσβλητικό χαρακτηρισμό τους ως επικούρειων.

Η τοποθέτηση του επικουρισμού στον αντίποδα των παραδοσιακών θρη­σκειών είναι εύκολα αποδεκτή. Λόγω του συνδυασμού ενός τρόπου ζωής με μία φιλοσοφική θεωρία, στην πραγματικότητα αποτελεί θεωρητική και ταυ­τόχρονα, εμπειρική αθεΐα. Ο Επίκουρος (34 1-270) ωστόσο βεβαιώνει σαφώς την ύπαρξη των θεών: «Οι θεοί υπάρχουν, απόδειξη σαφής είναι η γνώση μας για αυτούς». Είναι υλικοί, αποτελούμενοι από λεπτά άτομα, είναι ωραίοι και ευτυχείς. Η ευτυχία των θεών πρέπει να αποτελέσει γνώμονα της ευτυχίας των ανθρώπων: απολαμβάνουν την απόλυτη ηρεμία, την αταραξία, καθώς δεν ασχολούνται με τίποτε και, βεβαίως, ούτε με τα ανθρώπινα ζητήματα.

Σε τίποτε δεν ωφελεί η προσευχή προς αυτούς ή ο φόβος εξαιτίας τους: οι θεοί αδιαφορούν για την ανθρώπινη μοίρα. Οι θεοί αυτοί, που δεν δημιούργησαν τον κόσμο και ουδέποτε παρεμβαίνουν, δεν υπόσχονται ούτε ανταμοιβή ούτε τιμω­ρία στον άνθρωπο του οποίου ο βίος είναι επίγειος και τερματίζεται με τον θάνατο, χωρίς να υπάρχει επιβίωση της ψυχής, αυτοί λοιπόν οι θεοί υπάρχουν απλώς τυπικά. Η εξύμνησή τους, κατά τον Επίκουρο, σημαίνει ήδη μία ελά­χιστη συμμετοχή στην ευτυχία τους. Πέραν αυτού, ένας επικούρειος κάλλι­στα αντιπαρέρχεται τους θεούς, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ουδεμία παρα­μόρφωση των θεμελίων της θεωρίας.

Ο επικουρισμός ανάγεται μάλλον, όπως έδειξε ο J.-A. Festugiere, σε αντίδραση κατά του φόβου απέναντι στους θεούς, που φθείρει την ανθρώπι­νη ζωή. Εντοπίζεται σε αυτό το σημείο μία μάλλον άγνωστη πλευρά των αρχαίων θρησκειών, που συνηγορεί επίσης υπέρ της επανεξέτασης τους, σε μία κρίση σαφώς ανάλογη με αυτήν του τέλους του 20ου αιώνα.

Συνηθισμένοι να συνδέουμε τον θρησκευτικό φόβο με τον χριστιανισμό, με τον διάβολο και την κόλαση, την απειλή της αιώνιας τιμωρίας, που επί μεγάλο διάστη­μα εκμεταλλεύθηκε ο κλήρος, λησμονούμε τελικά ότι στις ειδωλολατρικές θρησκείες ο φόβος ήταν παρών και η συμβολή του στην ανάπτυξη του σκε­πτικισμού και της αθεΐας υπήρξε καθοριστική. Ο ειδωλολάτρης φοβάται τους θεούς του με τις απρόβλεπτες αντιδράσεις. Θεοί που υφαίνουν την τύ­χη του αυθαίρετα, όπως εύγλωττα απεικονίζει ο μύθος των Ατρειδών, θεοί που προκαλούν αναίτια φυσικούς κατακλυσμούς και οδηγούν τον άνθρωπο στον θάνατο, σε ένα επέκεινα αβέβαιο, που οι φήμες το παρουσιάζουν απο­τρόπαιο. Από τη στιγμή που ο πιστός απαιτεί την ύπαρξη μιας θείας πρό­νοιας, μιας θεϊκής παρέμβασης στις ανθρώπινες υποθέσεις, περιμένει τα πά­ντα από αυτά τα υπερφυσικά, πανίσχυρα και μνησίκακα όντα, τα πάντοτε πρόθυμα για εκδίκηση.

«Ο φόβος για τους θεούς, λοιπόν, για την οργή τους εναντίον των ζωντανών, την εκδικητικότητα τους απέναντι στους νεκρούς, υπήρξε σημαντικότατος παράγοντας της θρησκείας των Ελλήνων. Ενδεχομέ­νως, τον βίωσε και ο ίδιος ο Επίκουρος».

Η άποψη αυτή υπερακοντίζει την άποψη του Πλούταρχου, ενός παραδο­σιακού θρησκευτικού πνεύματος, ο οποίος στο Περί δεισιδαιμονίας, δηλώνει ότι ο επικουρισμός, κατά μία έννοια, προτιμάται αντί του υπερβολικού φό­βου πολλών πιστών για τους θεούς, στους οποίους περιδεείς αποδίδουν τη δυστυχία τους: κατρακυλούν στον βούρκο ομολογώντας τα σφάλματα τους, φρικιούν στην προοπτική μιας αιωνιότητας μαρτυρίων. Ο άθεος αντιθέτως αυτοπαρηγορείται. Ατάραχος και άφοβος, αποδίδει τα δεινά του στο ενδεχό­μενο ή την Τύχη.

Η απόρριψη των θεών επομένως θα ήταν μία επαναστατική αντίδραση, η επανάσταση του ανθρώπου που θέλει να έχει υπό τον έλεγχο του το πεπρωμένο του, που αρνείται τους θεϊκούς μύθους, που τον υποδουλώνουν και τον φοβίζουν. Η αντίδραση αυτή είναι εμφανής στον επιφανέστερο συνε­χιστή του Επίκουρου, τον Ρωμαίο Λουκρήτιο (Titus Lucretius Carus, 100-50 π.κ.χ.). Στο σπουδαίο ποί­ημά του De retum natura με πληθώρα μυθο­λογικών παραδειγμάτων, αποδεικνύει ότι οι θεοί είναι ανθρώπινα δημιουρ­γήματα, αποκυήματα του φόβου για τις δυνάμεις της φύσης. Η θρησκεία, κατά τον ίδιο τρόπο, καθιστά τον άνθρωπο δυστυχή, πείθοντας τον ότι οι θεοί είναι υπεύθυνοι για τις καταστροφές. Εάν λοιπόν αυτοί είναι ικανοί να του στέλνουν τέτοιους κατακλυσμούς στη ζωή αυτή, τι του επιφυλάσσουν άραγε στην επόμενη; Η φαντασία συνεπώς επινόησε όλα αυτά τα μαρ­τύρια που υποθάλπουν τον φόβο. Ο άνθρωπος πρέπει να αποβάλει αυτές τις αντιλήψεις:

«Πρέπει να κυνηγήσουμε και να γκρεμίσουμε αυτόν τον φόβο του Αχέροντα, που διαπερνά τον άνθρωπο μέχρι τα βάθη, που συνταράζει τη ζωή του, και τη χρωμα­τίζει με τη μαυρίλα του θανάτου.... Δεν υπάρχει, όπως λέει ο μύθος, ο δυστυχι­σμένος Τάνταλος που αδιάκοπα φοβάται τον πελώριο βράχο που κρέμεται πάνω από το κεφάλι του και παραλύει από έναν τρόμο αναίτιο. Αυτός είναι μάλλον ο μάταιος φόβος για τους θεούς, που αναστατώνει τον βίο των θνητών, και ο φό­βος για τη μοίρα, που απειλεί καθένα μας με τα χτυπήματά της. Ούτε Τιτυός υπάρχει να κείτεται στις όχθες του Αχέροντα, με σάρκες ξεσκισμένες απ' τα όρνια· κι αυτά άλλωστε δεν θα μπορούσαν αιώνια να σκαλίζουν το ευρύ του στέρνο για τροφή…»

Κατά τον Λουκρήτιο, ο Επίκουρος έσωσε τον άνθρωπο από τη θρησκεία. Με την ανατροπή της, του απέδωσε την απολεσθείσα αξιοπρέπεια του:

«Ενώ στα μάτια όλων η ανθρωπότητα ζούσε πάνω στη γη μία ζωή αξιοκαταφρόνητη, συντεθλιμμένη κάτω από το βάρος της θρησκείας, που πρόβαλλε το πρόσωπο της αφ’ υψηλού από τους ουρανούς και απειλούσε τους θνητούς με την τρομακτική της όψη, ένας Έλληνας τόλμησε να υψώσει τα μάτια του, την αντίκρισε και την αντιμετώπισε. Οι μύθοι για τους θεούς, ο κεραυνός, οι απει­λητικοί ουράνιοι βρυχηθμοί, όχι μόνο δεν τον πτόησαν, αλλά δυνάμωσαν περισ­σότερο την ορμή του θάρρους του και την επιθυμία του να παραβιάσει πρώτος τις σφιχτοκλεισμένες θύρες της φύσης [...] Από τότε, με τη σειρά της γκρεμί­στηκε η θρησκεία και ποδοπατήθηκε, και εμάς, η νίκη αυτή μάς ανυψώνει μέ­χρι τους ουρανούς…»

Κατά τον Λουκρήτιο επομένως ο επικουρισμός είναι όντως αθεΐα. Αγνοεί τους μακάριους και ατάραχους θεούς, που διατηρούσε ακόμη ο δάσκαλος του, και αρκείται σε έναν καθαρό μηχανιστικό υλισμό.

«Η ύλη αποτελείται από άτομα απολύτως πλήρη, που κινούνται άφθαρτα εις το διηνεκές [...] Ολόκληρο το σύμπαν, επομένως, είναι πανταχόθεν ελεύθερο, άπειρο, συγκροτημένο από κενό και ύλη, όπου τα πάντα δημιουργούνται και διαλύο­νται, χωρίς συνολικό σχέδιο.»

Διαφορά με τη δημοκρίτεια αντίληψη: τα άτομα διαγράφουν μία ελαφρώς πλάγια τροχιά, αυτή δε η παρέγκλιση, που ευνοεί τους ποικίλους συνδυασμούς, περιφρουρεί επίσης το όποιο ενδεχόμενο και ένα βαθμό ελευθερίας του ανθρώπου, καθώς διευθετεί ένα χώρο διαθέσιμο στην ηθική.

Ο επικουρισμός αποτελεί πράγματι την πρώτη σοβαρή απόπειρα άθεης ηθικής, μιας ηθικής που εδράζεται στη μόνη δυνατή, αυθεντική αξία ενός ανθρώπινου κόσμου χωρίς θεό: την αναζήτηση της προσωπικής επίγειας ευτυχίας. Η ευτυχία αυτή θεμελιώνεται στην απουσία φυσικού πόνου και ψυχικής σύγχυσης, σε αυτή την ισορροπημένη κατάσταση σοφίας, δηλαδή την αταραξία. Μοναδικό κίνητρο για τον σοφό είναι η αναζήτηση της ηδονής, άρα αποκλείεται η εύκολη και άσωτη ζωή, πηγή δεινών μάλλον παρά ηδονής. Στην πραγματικότητα βεβαίως η επικούρεια ηδονή προσομοιάζει προς τον ασκητισμό και όχι προς τη διασκέδαση. Είναι το αποτέλεσμα μιας σοφής και ευαίσθητης αναλογίας, η οποία, σε περίπτωση υιοθέτησης της από το σύνολο, θα κατέληγε σε μία κοινωνία τέλεια, δίκαιη, ισορροπημένη:

«Βέβαια, επειδή η ηδονή είναι το πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό, δεν προτιμούμε οποιαδήποτε ηδονή: ορισμένες φορές αντιπαρερχόμαστε πολλές ηδονές, όταν μας προξενούν μεγαλύτερες δυσκολίες. Ανάλογα, θεωρούμε κάποιους πόνους προτιμότερους από μερικές ηδονές, όταν μακροχρόνια βάσανα τα ακολουθεί εντονότερη ηδονή. [...]

«Γιατί όταν έχει εξαλειφθεί ο πόνος της έλλειψης, η λιτή τροφή μάς δίνει την ίδια ηδονή με τα πλούσια γεύματα και το ψωμί και το νερό φέρνουν την υπέρτα­τη ηδονή, όταν προσφερθούν σε κάποιον τη στιγμή που τα χρειάζεται. Το να συνηθίζει λοιπόν κανείς στην απλή και όχι στην πολυτελή διατροφή και βελτιώνει την υγεία του και καθιστά τον άνθρωπο ακούραστο στις υποχρεώσεις της ζωής κι όταν πότε πότε προσερχόμαστε σε πολυτελή γεύματα, μας προδιαθέτει καλύτερα γι’ αυτά κι ακόμη μας προετοιμάζει να αντιμετωπίζουμε χωρίς φόβο τις μεταστροφές της ζωής.»

«Όταν λοιπόν λέμε ότι η ηδονή είναι ο σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και τις αισθησιακές ηδονές, όπως νομίζουν κάποιοι που αγνοούν, διαφωνούν ή παρερμηνεύουν τις απόψεις μας· εννοούμε την απουσία σωματικού πόνου και ψυχικής ταραχής.»

Εξαρχής συκοφαντημένη από τους Στωικούς, η επικούρεια διδασκαλία θα προβληθεί παραδόξως ως η αποτρόπαια αντίθεση στα μάτια των πιστών και ως απόδειξη της ασυμβατότητας αθεΐας και ηθικής. Η παρεξήγηση αυτή είναι περίεργη, δεδομένου ότι Στωικοί και Επικούρειοι εκθειάζουν στο σύνολο τους την απαραίτητη συμμόρφωση με τη φύση· αλλά, ενώ οι πρώτοι θεωρούν ως σοφία την εκούσια αφομοίωση ανθρώπου και φύσης, οι δεύτεροι συνιστούν μία συνετή αναλογία φυσικών στοιχείων, προκειμένου να διασφαλίσουν την κατά το δυνατό μεγαλύτερη ψυχική ευεξία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Επικού­ρειοι διασώζουν την αξιοπρέπεια και την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου, εν αντι­θέσει προς τους Στωικούς, που την κατακυρώνουν στη δήθεν θεϊκή φύση.

Άλλο παράδοξο: οι χριστιανοί που θα απορρίψουν και τις δύο θεωρίες ως άθεες, εκδηλώνουν θαυμασμό απέναντι στη στωική ηθική, δεδομένου ότι εξαίρει την εκούσια αποδοχή της μοίρας, και περιφρονούν την επικούρεια, διότι καθιστά το άτομο μοναδικό κύριο της συμπεριφοράς του. Εξού και ο γνήσιος επικούρειος σοφός, κυριαρχώντας πάνω στη φύση, προσεγγίζει περισσότερο προς τον χριστιανό ασκητή, εν συγκρίσει προς τον στωικό σοφό, που ακολου­θεί τη φύση. Ο πρώτος, όμως, κατά τους χριστιανούς, έχει άδικο, εφόσον προ­βάλλει ως υπέρτατη αξία την αναζήτηση της ηδονής, ενώ ο χριστιανισμός εξαίρει την κακουχία και τον πόνο, με την προμελετημένη αναζήτηση των οποίων επιδιώκεται ο εξαγνισμός.

Ο χριστιανισμός άλλωστε ουδέποτε θα συγχωρήσει στον επικουρισμό τη ρητή άρνηση της αθανασίας της ψυχής. Κατά τον Επίκουρο, ο θάνατος είναι συνολικός και οριστικός· επομένως δεν προκαλεί φόβο: «Η ανυπαρξία αυτού που πέθανε σήμερα θα είναι κοινή με την ανυπαρξία εκείνου, που πέθανε πριν από μήνες ή χρόνια», γράφει ο Λουκρήτιος. Τα άτομα που συνέθεταν τον άνθρωπο επανασυντίθενται, ώστε να σχηματίσουν άλλες μορφές.

Σημειωτέον επίσης ότι ο επικουρισμός παρά την αναζήτηση των ισορρο­πημένων ηδονών επ' ουδενί εγγυάται ένα βίο ανέφελο, όπως άλλωστε εύγλωτ­τα περιγράφει οΛουκρήτιος, ο πατέρας της υπαρξιακής θλίψης:

«Ο καθένας προσπαθεί να αποφύγει τον εαυτό του, χωρίς προφανώς να είναι σε θέση να αποδράσει, παραμένει προσκολλημένος στον εαυτό του, παρά τη θέληση του, και τον απεχθάνεται».

Ο ίδιος ο έρωτας είναι μαρτύριο, μια παραφροσύνη, ένας παροξυμμένος πόθος, ανικανοποίητος διαπαντώς. Για τον Λουκρήτιο η κόλα­ση είναι το εγώ και όλοι του οι φόβοι είναι το υπαρξιακό άγχος. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να απαλλαγεί από ορισμένους φόβους του, όπως από τον φόβο του θεού ή του θανάτου, αλλά από το καταχθόνιο υπαρξιακό άγχος, το άγχος της ύπαρξης, απαλλάσσεται μόνο με τον ίδιο τον θάνατο του.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας



Επικουρισμος και Πλατων

Ως ‘επικουρισμός’ εννοείται γενικά το συνεπές σύστημα φιλοσοφικών θέσεων στους τομείς της φυσικής/μεταφυσικής, γνωσιοθεωρίας και ηθικής που παρήγαγε πρωτίστως ο φιλόσοφος της ελληνιστικής εποχής Επίκουρος (341-270 π.Χ.). Ο επικουρισμός πέτυχε σημαντική διάδοση κατά την ελληνιστική περίοδο, η δε επιρροή του ανιχνεύεται μέχρι και τους χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αν και υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρούμε ότι ο Επίκουρος αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής του ενέργειας σε θέματα φυσικής/μεταφυσικής και γνωσιοθεωρίας, ο ‘επικουρισμός’ συναρτάται σήμερα κυρίως με τις απόψεις του Επίκουρου στον χώρο της ηθικής.

Εκ πρώτης όψεως οι φιλοσοφικές θέσεις του Πλάτωνα δεν φαίνεται πιθανό να επηρέασαν τη σκέψη του Επίκουρου. Στα περισσότερα, αν όχι όλα, τα θέματα οι δύο στοχαστές έχουν διαμετρικά αντίθετες απόψεις.

Όπως θα περίμενε κανείς, οι απόψεις του Πλάτωνα στον χώρο της ηθικής απέχουν πολύ από τις αντίστοιχες του Επίκουρου, αν και είναι σαφές, χωρίς να έχει επαρκώς τονιστεί, ότι η ηθική αποτελεί τον τομέα εκείνο στον οποίο ο Επίκουρος έχει τις περισσότερες οφειλές στην πλατωνική σκέψη. Οι κύριες έννοιες εδώ είναι: η ευχαρίστηση/χαρά/ηδονή (ἡδονή), η λύπη/οδύνη/στενοχώρια (λύπη) και ο ηδονισμός.


Οι αρχαιοελληνικές ηθικές θεωρίες ήταν “ευδαιμονιστικές”

Όλοι οι ηθικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας συμφωνούν ότι η εὐδαιμονία, την οποία μπορούμε να μεταφράσουμε με ασφάλεια ως γενική ευτυχία και ευδοκίμηση, αποτελεί τον δικαιολογημένο έσχατο στόχο κάθε ανθρώπινου όντος.

Βασική μέριμνα κάθε ηθικού στοχαστή ήταν να καταλήξει σε μια συνεπή θέση σχετικά με το τι στην πραγματικότητα περιλαμβάνει η ανθρώπινη ευτυχία και πώς μπορεί αυτή να επιτευχθεί. Η χαρά, η οποία κατανοείται τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από τους επικούρειους ως μια συνειδητή κατάσταση στον νου ενός ανθρώπου την οποία ο εν λόγω άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως ευχάριστη, καθίσταται, σε αυτά τα συμφραζόμενα, ζήτημα σημαντικό.

Μια ευτυχισμένη ζωή πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι ευχάριστη για το άτομο που την ζει, και η χαρά είναι προφανώς ευχάριστη για όποιον την έχει. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη(Ηθικά Νικομάχεια 1101b27-31, 1172b9-15), ο Εύδοξος ο Κνίδιος , ένας μαθητής του Πλάτωνα, ήταν μάλλον ο πρώτος που υποστήριξε μια ηθική θεωρία κατά βάση ηδονιστική.

Ο ηδονισμός υποστηρίζει ότι η χαρά είναι το μόνο καθαυτό αγαθό (δηλ. αγαθό από μόνο του γι᾽αυτό που είναι και όχι για κάποιον άλλο λόγο) και η λύπη το μόνο καθαυτό κακό (δηλ. κακό από μόνο του και όχι για κάποιον άλλο λόγο). Όλα τα άλλα πράγματα είναι αγαθά ή κακά με παράγωγο τρόπ

Ο ηδονισμός ως φιλοσοφική θέση ενισχύεται αποφασιστικά από τη φυσική τάση των ανθρώπων, που αποτελεί μέρος της ψυχολογικής σύστασής τους, να επιδιώκουν τη χαρά και να αποφεύγουν τη λύπη.

Ωστόσο, η ύπαρξη μιας τάσης για κάτι δεν εξασφαλίζει από μόνη της την αγαθότητα του πράγματος προς το οποίο η τάση ρέπει.

Το τυπικό αντεπιχείρημα των ηθικών ηδονιστών προς αυτή την αντίρρηση, επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, πρώτη φορά από τον Εύδοξο και τελειοποιήθηκε κατόπιν από τους επικούρειους, λέει ότι αφού αποτελεί αναντίρρητο δεδομένο της ανθρώπινης φύσης ότι επιδιώκουμε τη χαρά και αποφεύγουμε την οδύνη, είναι επίσης καλό να φερόμαστε με τον τρόπο αυτό – γιατί είναι καλό να ακολουθούμε τη φύση μας.

Ο Πλάτων δεν είναι ηδονιστής αλλά πραγματεύεται το ζήτημα του ηδονισμού και της ευχαρίστησης σε σημαντικούς διαλόγους όπως ο Πρωταγόρας , ο Γοργίας , το ένατο βιβλίο της Πολιτείας και ο Φίληβος , για τον απλούστατο λόγο ότι ο ηδονισμός φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι μια ελκυστική θεωρία.

Ο Πλάτων αντιτείνει στον ηδονιστή τη θέση ότι το να επικεντρώνει κανείς την προσοχή του αποκλειστικά στην ευχαρίστηση είναι αποδεδειγμένα κάτι κακό γι’ αυτόν που το κάνει. Ταυτόχρονα ο Πλάτων αναγνωρίζει τη σημασία της ευχαρίστησης ως κινήτρου και δέχεται ότι η χαρά είναι αγαθό και η λύπη κακό, αν και αρνείται ότι η χαρά είναι το μοναδικό καθαυτό αγαθό και η λύπη το μοναδικό καθαυτό κακό.

Υποστηρίζει, μάλλον σωστά, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δέχονται την ύπαρξη αγαθών και κακών ηδονών – άποψη που δύσκολο μπορεί να εναρμονιστεί με τη θέση του ηδονιστή που θεωρεί ότι μόνον η ευχαρίστηση είναι αγαθό και μόνον η οδύνη κακό.

Υπέρτατος στόχος του ηθικού στοχαστή, κατά τον Πλάτωνα, είναι η κατασκευή μιας συνολικής θεωρίας περί ηθικής αξίας η οποία να παρέχει, εκτός των άλλων, κριτήρια ανεξάρτητα από τη χαρά και τη λύπη με βάση τα οποία ο άνθρωπος να μπορεί να επιλέγει τις αγαθές ηδονές και να αποφεύγει τις κακές, κάνοντας το αντίστοιχο και με τις οδύνες.

Ο Επίκουρος αποδέχτηκε την πλατωνική άποψη που έλεγε ότι η απομάκρυνση από τη φυσιολογική κατάσταση ισορροπίας βιώνεται ως οδυνηρή και η αποκατάστασή της ως ευχάριστη. Ωστόσο, αυτή η χαρά, η οποία συχνά αποκαλείται στις σχετικές συζητήσεις ‘κινητική’ για να φανεί η προέλευσή της από κινήσεις φυσιολογίας, αποτελεί το ένα από τα δύο είδη χαράς που αναγνώριζε ο Επίκουρος.


Συμπέρασμα

Η επιρροή του Πλάτωνα στον επικουρισμό περιορίστηκε βασικά στον χώρο της ηθικής. Ο Επίκουρος και οι οπαδοί του υιοθέτησαν επιχειρήματα από τον Φίληβο , αλλά τα μετασχημάτισαν (ή τα μεθερμήνευσαν) έτσι ώστε η στόχευσή τους να είναι τελικά, εν όλω ή εν μέρει, αντιπλατωνική. Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσαν να χρησιμοποιήσουν τα κεντρικά στοιχεία μιας από τις πιο πλήρεις και αποτελεσματικές κριτικές του ηδονισμού στην ιστορία της φιλοσοφίας για να υποστηρίξουν την ηδονιστική θέση ότι η χαρά αποτελεί το ανώτατο αγαθό μιας ευτυχισμένης ζωής.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας







Περι Φιλιας


της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Η φιλία, αδιαμφισβήτητα, αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα αγαθά της ανθρώπινης ζωής. Η ωφέλιμη αξία και η αναγκαιότητα της στη ζωή κάθε ανθρώπου, επισημάνθηκε από πολλά και φωτεινά μυαλά της αρχαιότητας, οι οποίοι τη μελέτησαν και προσπάθησαν να την προσδιορίσουν. Είναι γνωστή η άποψη του σπουδαίου Αριστοτέλη σύμφωνα με την οποία "οι φίλοι είναι μία ψυχή η οποία απλώς μένει σε δύο διαφορετικά σώματα". Ο σπουδαίος φιλόσοφος με το οξύτατο συναισθηματικό του κριτήριο αντιλήφθηκε την αξία της φιλίας για την ευδαιμονία της ανθρώπινης ψυχής και περιέγραψε μοναδικά το πνευματικό και πλατωνικό δέσιμο με τη στενή σχέση των ανθρώπων. Και αυτό επιβεβαιώνει συνεχώς η ίδια η σύγχρονη Επιστήμη: πως ο άνθρωπος που έχει στενούς φιλικούς δεσμούς με άλλα άτομα αισθάνεται λιγότερη θλίψη, βιώνει χαρά μέσω της συνύπαρξης και της κοινωνικοποίησης, ικανοποιώντας με αυτό τον τρόπο την έμφυτη ανάγκη του για συναναστροφή με άλλα άτομα.

Η ίδια η ιστορία μας δείχνει πως οι μεγάλες φιλίες κυριαρχούσαν στη ζωή μεγάλων ιστορικών προσωπικοτήτων: αξίζει να αναφέρουμε τη φιλία του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τον Ηφαιστίωνα, του Δαβίδ με τον Ιωνάθαν, του Αχιλλέα και του Πάτροκλου.

Δεν ήταν όμως μόνο ο Αριστοτέλης εκείνος που διατύπωσε σκέψεις για την αξία και τη σπουδαιότητα της φιλίας στη ζωή κάθε ανθρώπου. Εξίσου σημαντική η έννοια της φιλίας υπήρξε και για τον Επίκουρο.

Ο Επίκουρος, αυτός ο τόσο παρεξηγημένος φιλόσοφος, έζησε μία ζωή αναζητώντας την ευτυχία της ψυχής. Αναζήτησε την ηδονή, όχι με την έννοια της σωματικής απόλαυσης και της άκρατης σαρκολατρίας, αλλά με την έννοια του μέτρου και όλων εκείνων που χρειάζονται πραγματικά για τη ζωή μας. Η ηδονή είναι εκείνη που απαλλάσσει τον άνθρωπο από εξωτερικούς φόβους και άγχη, είναι το αίσθημα της χαράς και της ικανοποίησης του ανθρώπου από τη ζωή του, η κατάσταση στην οποία το άτομο έχει καλύψει τις υλικές και ψυχικές του ανάγκες. Σε αντίθεση με τη διάχυτη αντίληψη που θέλει το φιλόσοφο αποστασιοποιημένο από τα κοινά και αφοσιωμένο στις πνευματικές αναζητήσεις μακριά από τον κόσμο, οι Επικούρειοι μας δείχνουν πως οι άλλοι τελικά είναι και απαραίτητοι για την ηθική μας ολοκλήρωση.

Ο πνευματικός άνθρωπος για τον Επίκουρο, όχι μόνο δεν είναι εκείνος που αποστασιοποιείται από τον κόσμο, αλλά που μένει μέσα σε αυτόν και απολαμβάνει την κοινωνική συνύπαρξη. Εξέχουσα λοιπόν θέση στη φιλοσοφική του σκέψη κατέχει το συναίσθημα της φιλίας, η οποία μπορεί να οριστεί ως μία "πλατωνική αγάπη δύο ή περισσότερων ανθρώπων μεταξύ τους, η οποία διέπεται από αγάπη, προσφορά, ενδιαφέρον και αφοσίωση".

Ο Επίκουρος συνήθιζε να λέει "Απ' όλα τα αγαθά που παρέχει η Σοφία για έναν ευτυχισμένο βίο το μεγαλύτερο είναι η απόκτηση της φιλίας". Ο Επίκουρος είναι τρομερά καινοτόμος, θεωρώντας τη φιλία ανώτερο αγαθό από τον έρωτα: Η ερωτική πράξη από μόνη της δεν έχει τίποτα το επιλήψιμο, όμως πολύ πιο σημαντική από το σεξ ή τον έρωτα είναι η φιλία, που "χορεύει ολόγυρα στην οικουμένη καλώντας μας να ξυπνήσουμε για χάρη της ευτυχίας". Είναι αξιοσημείωτη η σημασία που δίνει ο μεγάλος Επίκουρος στη φιλία, ως μία αρετή η οποία εξυψώνει τον άνθρωπο και συμβάλλει στην ηθική του κάθαρση και εξύψωση. Ο ίδιος ο Επίκουρος εφάρμοζε τη φιλοσοφία και στη ζωή του; η ζωή του μέσα στον Κήπο, τη φιλοσοφική του σχολή, διεπόταν από μαθητές και ανθρώπους που τον εκτιμούσαν και ήθελαν να μαθητεύσουν σε αυτόν.

Οι Επικούρειοι θεωρούν τη φιλία απαραίτητη για την ηδονή της ψυχής, πιστεύουν πως οι καλοί φίλοι είναι στήριγμα και παρηγοριά για όλες τις δυσκολίες και στεναχώριες της ζωής, προάγουν τη χαρά και την ευτυχία στη ζωή. Η ζωή χωρίς φίλους είναι άδεια, μίζερη, αδρανοποιεί τον άνθρωπο απέναντι στις προκλήσεις της ζωής. Δεν έχουμε τόσο ανάγκη από τη βοήθεια των φίλων, όσο από την ελπίδα, ότι θα μας προσφέρουν τη βοήθειά τους όταν την έχουμε ανάγκη", μας νουθετεί ξανά ο Επίκουρος. Η φιλία μπορούμε να πούμε πως βοηθάει τον άνθρωπο να ξεπεράσει το αίσθημα του φόβο και της αδρανοποίησης μπροστά σε μία δυσάρεστη κατάσταση; ο άνθρωπος αισθάνεται δυνατός, βρίσκει ανακούφιση και παρηγοριά και δε βυθίζεται στο σκοτάδι της θλίψης. Ο άνθρωπος αισθάνεται λιγότερο ψυχικό πόνο όταν ξέρει πως δεν είναι μόνος και θα βρει στήριξη και αγάπη στα πρόσωπα των άλλων ανθρώπων.

Ούτε το να δημιουργείς φιλίες με αποκλειστικό σκοπό το συμφέρον είναι σωστό, ούτε το να αποκόβεις εντελώς τη φιλία από την προσφορά και την προσδοκία της ανταμοιβής. Οι Επικούρειοι θεωρούν έτσι και αλλιώς ανώτερη την προσφορά βοήθειας από την αποδοχή της. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δημιουργούμε εύκολα φιλίες, δίχως να μας ενδιαφέρει ο χαρακτήρας και η ποιότητα του άλλου, αλλά ούτε και να είμαστε υπερβολικά καχύποπτοι και απορριπτικοί με τους άλλους. Η Φιλία είναι αρετή για τους Επικούρειους και απαραίτητη για τον άνθρωπο που επιθυμεί να είναι δυνατός και ευτυχισμένος, ερχόμενος ακόμα πιο κοντά στην ηδονή.


Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας







Παραπομπες

(1) Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο «Η ιστορία της Αθεΐας», Εκδόσεις Νάρκισσος, και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 23 του τριμηνιαίου περιοδικού "Ο Κήπος του Επίκουρου", Εκδόσεις Βερέττα.


Βιβλιογραφια

Windelbant W.-Heimsoeth. Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας. Α τόμος, μτφρ.Ν. Μ. Σκουτερόπουλος. Εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986, σελ.190-195

Παπαντωνίου, Στέλιος. Δόγματα περί Θεού Στωικών και Επικουρείων. Ζήνων 3 (1982), σελ.69-82.

Ρούσσος, Ευάγγελος, Οι Επικούρειοι. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. Ε,(1974), Εκδοτική Αθηνών, σελ.280-288

Πελεγρίνης, Θεοδόσιος, Ηθική Φιλοσοφία. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997

Επίκουρος - Ηθική, Mετάφραση, εισαγωγή, σχόλια: Γιώργος Ζωγραφίδης, Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ 1991

Επίκουρος - Άπαντα: Διαθήκη, Επιστολή προς Ηρόδοτον, Επιστολή προς Πυθοκλή, Επιστολή προς Μενοικέα, Κύριαι Δόξαι, Επικούρου προσφώνησις, μετάφραση Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1994

Θεοδωρίδης, Χαράλαμπος. Επίκουρος. Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου. Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1999

Α. Α.LONG. Η ελληνιστική φιλοσοφία: Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί. Μετάφραση Σ. Δημόπουλου και Μυρτώς Δραγώνα Μοναχού, Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1990, σελ.37-128

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΕΙΜΕΝΑ – ΠΗΓΕΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΖΗΝ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ Εισαγωγή: D.S. Hutchinson Eπιμέλεια: Γ. Αβραμίδης, Εκδόσεις Θύραθεν

Anderson, Eric. Ο Επίκουρος στον 21ο Αιώνα. Εκδόσεις Θύραθεν

Koen, A. Η Φιλοσοφία Του Επίκουρου: Άτομα - Ηδονή - Αρετή. Εκδόσεις Θύραθεν

Βερέττας, Μάριος. Εμείς Οι Επικούρειοι. Εκδόσεις Βερέττας

Festugière, André Jean. Ο Επίκουρος και οι θεοί του. Μετάφραση Ροζίνα Μπέρκνερ, Εκδόσεις Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 1999

Sharples, R. W. Στωϊκοί, Επικούριοι και Σκεπτικοί: Μια Εισαγωγή Στην Ελληνιστική Φιλοσοφία, Εκδόσεις Θύραθεν

Γιαπιτζάκης, Χρήστος. Επικούρειων Δόξαι. Εκδόσεις Παπασωτηρίου

Μαρξ, Κάρολος. Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας (Διδακτορική διατριβή). Εισαγωγή, μετάφραση, υπομνηματισμός: Παναγιώτης Κονδύλης. Εκδόσεις Γνώση

Περιοδικό Ο Κήπος του Επίκουρου, Εκδόσεις Βερέττας

1: Διογένης Λαέρτιος ι', 14

Richard C. Foltz: Religions and the Silk Road, St. Martin's Press

Λύτας, Χάρης.Λάθε Βιώσας. Εκδόσεις Κέδρος

Άρθρο: Περί Φιλίας, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη, Το παρόν άρθρο παραχωρήθηκε από τη Μαρία Σκαμπαρδώνη για δημοσίευση στο Ancient Greece Reloaded


Πηγες

[1] "Wikipedia"

[2] "sfrang", Ζωρζ Μινουά

[3] "Epicuros Garden"

[4] "Science Archives"





Η εφαρμογη μας για το κινητο σου

Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"