ANCIENT GREECE RELOADED
ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ
Η γεννηση της στρατιωτικης στρατηγικης
ΠΗΓΑΙΝΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ:
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ
Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΔΩΡΟ ΤΟ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗ
Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΗΡΟΔΟΤΟ
Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ
Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΙΣΧΥΛΟ
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας υπήρξε μιας κοσμοϊστορικής σημασίας σύγκρουση. Αν και γνωρίζουμε με ακρίβεια το έτος διεξαγωγής της ναυμαχίας, δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια την ακριβή ημερομηνία διεξαγωγής της, η οποία τοποθετείται στο τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. με πιθανότερες ημερομηνίες διεξαγωγής την 22η, 28η ή 29η Σεπτεμβρίου.
Ο Ξέρξης, μετά τις Θερμοπύλες, συγκέντρωσε το στρατό του και κινήθηκε νότια. Ένα άλλο τμήμα του στρατού του κινήθηκε προς τη Φωκίδα, με σκοπό να λεηλατήσει τη χώρα των Φωκέων. Στο μεταξύ το περσικό τμήμα που εισέβαλε στη Φωκίδα άρχισε να σκορπά τον τρόμο και το θάνατο. Οι κάτοικοι πόλεων και χωριών εγκατέλειπαν βιαστικά τα σπίτια τους και κατέφευγαν στα βουνά. Οι Φωκείς, ανίκανοι να αντιπαραταχτούν στις περσικές μάζες, εξαπέλυσαν έναν άγριο ανταρτοπόλεμο κατά των εισβολέων. Παρόλα αυτά 13 πόλεις καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Οι Πέρσες έκοβαν μέχρι και τα οπωροφόρα δέντρα, σκότωναν τα οικόσιτα ζώα και όποιον άτυχο γέρο ή ασθενή δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί. Ωστόσο, όταν έφτασαν στους Δελφούς υπέστησαν τρομακτική καταστροφή. Ο Ηρόδοτος αποδίδει την καταστροφή των Περσών σε θεϊκή παρέμβαση. Ωστόσο, είναι πιο πιθανό να τους διέλυσαν οι Φωκείς, προκαλώντας κατολισθήσεις και θάβοντας τους στρατοπεδευμένους Πέρσες, με τα βράχια του Παρνασσού. Εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο το ορεινό έδαφος της πατρίδας τους, οι Φωκείς, ενεργώντας με μικρά, ελαφρά αποσπάσματα ακοντιστών και σφενδονητών, προκάλεσαν τρομακτικές απώλειες στους εισβολείς, υποχρεώνοντάς τους να υποχωρήσουν.
Ωστόσο, στόχος του Ξέρξη δεν ήταν η κατάκτηση της ορεινής Φωκίδας, αλλά της Αθήνας, σε πρώτη φάση και της Πελοποννήσου κατόπιν. Η Αθήνα ήταν η δεύτερη σε ισχύ ελληνική πόλη και δικαίως ο Πέρσης βασιλιάς πίστευε ότι η υποταγή της θα εξασθενούσε κατά πολύ την κοινή ελληνική προσπάθεια. Φτάνοντας στη Βοιωτία, οι Πέρσες κατέστρεψαν τις Θεσπιές και τις Πλαταιές, οι κάτοικοι των οποίων απομακρύνθηκαν, ενώ οι ικανοί να φέρουν όπλα άνδρες ενώθηκαν με τις λοιπές ελληνικές δυνάμεις στον Ισθμό.
Με προτροπή του Θεμιστοκλή εκκενώθηκε και η Αθήνα. Οι άμαχοι στάλθηκαν στην Τροιζήνα, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα, ενώ οι στρατιώτες και τα πλοία συγκεντρώθηκαν επίσης στον Ισθμό. Ελάχιστοι Αθηναίοι, κυρίως ηλικιωμένοι, παρέμειναν στην πόλη και οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη, πίσω από ένα ξύλινο τείχος, εφαρμόζοντας κατά κυριολεξία το χρησμό που έλαβαν οι Αθηναίοι από το μαντείο των Δελφών, ότι δηλαδή τα ξύλινα τείχη θα έσωζαν την πόλη τους.
Οι Πέρσες επιχείρησαν να πάρουν με το μέρος τους, τους Αθηναίους, αλλά οι τελευταίοι απέρριψαν τους όρους τους, δηλώνοντας πως μόνο όταν αλλάξει πορεία ο ήλιος στον ουρανό, θα συνθηκολογήσουν οι Αθηναίοι με τους Πέρσες. Έτσι, η στρατιά του Ξέρξη εισέβαλε στην Αττική και τη λεηλάτησε άγρια. Ύστερα εισέβαλε και στην πόλη των Αθηνών και με ευκολία εξουδετέρωσε τους λιγοστούς υπερασπιστές της Ακρόπολης. Κατόπιν ισοπέδωσε την πόλη και έστειλε αγγελιαφόρο στα Σούσα για να αναγγείλει το «χαρμόσυνο» γεγονός.
Η πτώση της Αθήνας προκάλεσε πάντως κρίση και στο ελληνικό στρατόπεδο. Οι Πελοποννήσιοι άρχισαν να οχυρώνουν τον Ισθμό, προετοιμαζόμενοι να αντιμετωπίσουν εκεί τους εχθρούς. Ο ελληνικός στόλος, αποτελούμενος από 378 τριήρεις, εκ των οποίων οι 180 αθηναϊκές, είχε συγκεντρωθεί στη Σαλαμίνα. Ο περσικός στόλος συγκεντρώθηκε επίσης στα ανατολικά παράλια της Αττικής. Οι δύο αντίπαλοι παρέμειναν στις θέσεις τους για τρεις εβδομάδες. Ο Ξέρξης περίμενε οι Έλληνες να διασπαστούν και οι μεν Πελοποννήσιοι να αποχωρήσουν πίσω από τον Ισθμό, αφήνοντας τους Αθηναίους στην τύχη τους.
Στο ελληνικό στρατόπεδο επικρατούσε ένταση. Ο Θεμιστοκλής επέμενε να ναυμαχήσει ο ελληνικός στόλος στο στενό της Σαλαμίνας, εκεί όπου η περσική αριθμητική υπεροχή μπορούσε να εξουδετερωθεί. Οι Σπαρτιάτες και οι Κορίνθιοι όμως αντιδρούσαν, κατηγορώντας τον ότι ενδιαφερόταν απλώς για τα συμφέροντα της πόλης του. Στο θυελλώδες πολεμικό συμβούλιο που ακολούθησε υπήρξε μεγάλος εκνευρισμός και ο αρχηγός του συμμαχικού ελληνικού στόλου, ο Ευρυβιάδης, σήκωσε το μπαστούνι του να χτυπήσει το Θεμιστοκλή. Εκείνος τότε του είπε το περίφημο «πάταξον μεν, άκουσον δε», σύμφωνα με τον Πλούταρχο.
Τελικά, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους άλλους ναυάρχους για την αναγκαιότητα της διεξαγωγής της ναυμαχίας στο στενό της Σαλαμίνας. Εξάλλου, για να προλάβει κάθε νέα αντίδραση, ο Θεμιστοκλής, έστειλε κρυφά στον Ξέρξη τον υπηρέτη του Σίκινο, ο οποίος ενημέρωσε «εμπιστευτικά» τον Ξέρξη ότι δήθεν οι Έλληνες σκόπευαν να αποχωρήσουν από την περιοχή και θα ήταν σκόπιμο να τους επιτεθεί και να τους συντρίψει.
Οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα και άρχισαν να συγκεντρώνονται στα ανατολικά της Σαλαμίνας. Παράλληλα έστειλαν μια ακόμα μοίρα 200 πλοίων προς το στενό της Φανερωμένης – απέναντι από τη σημερινή Νέα Πέραμο (Μεγάλο Πεύκο)-, με σκοπό να αποκλείσουν από παντού τους Έλληνες και να τους καταστρέψουν. Τη νύκτα της 27ης προς 28η, ή κατά άλλους της 28ης προς 29ης Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. , η περσική αρμάδα γλίστρησε αργά στα νερά του Σαρωνικού.
Οι Πέρσες αποβίβασαν άγημα στην Ψυτάλλεια και έλαβαν θέσεις μάχης με τα νώτα τους στην αττική ακτή, από τα σημερινά Παλούκια, μέχρι τον Κερατόπυργο του Κερατσινίου. Ο ελληνικός στόλος είχε επίσης λάβει θέσεις από τα Παλούκια της Σαλαμίνας μέχρι το ακρωτήριο των Αμπελακίων, με τα νώτα του στην ακτή της Σαλαμίνας. Μια μικρή κορινθιακή μοίρα αποσπάστηκε από τον υπόλοιπο στόλο με σκοπό να επιτηρεί την περσική μοίρα των 200 πλοίων που στάλθηκε να περικυκλώσει τους Έλληνες.
Ο ελληνικός στόλος βρισκόταν πλέον κυκλωμένος στα νερά της Σαλαμίνας. Κάθε οδός διαφυγής είχε αποκοπεί και το μόνο που απέμενε ήταν η σύγκρουση με τους εχθρούς. Οι Πέρσες ανέπτυξαν το στόλο τους με μέτωπο 300 πλοία, σε βάθος 3 –4 σειρών. Δεξιά τάχθηκαν τα φοινικικά πλοία – οι Φοίνικες ήταν οι καλύτεροι ναυτικοί του Ξέρξη-. Στα αριστερά τάχθηκαν τα ιωνικά πλοία και στο κέντρο τα υπόλοιπα. Τα 200 πλοία που στάλθηκαν στο στενό της Φανερωμένης ήταν αιγυπτιακά. Ο ίδιος ο Ξέρξης θα παρακολουθούσε την ναυμαχία από έναν χρυσό θρόνο που έστησαν γι’ αυτόν στην πλαγιά του όρους Αιγάλεω, στο σημερινό Πέραμα.
Οι Έλληνες επίσης ανέπτυξαν τον στόλο τους. Απέναντι στους καλύτερους ναυτικούς του Ξέρξη τάχθηκαν οι καλύτεροι ναυτικοί της Ελλάδας, οι Αθηναίοι. Στα δεξιά τάχθηκαν οι Πελοποννήσιοι και οι Αιγινήτες και στο κέντρο τα πλοία των άλλων Ελλήνων. Αρχιναύαρχος ήταν ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης. Τη διοίκηση των αθηναϊκών πλοίων είχε ο Θεμιστοκλής.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, βάσει του αριθμού των πλοίων που διέθεταν, οι Αθηναίοι είναι απίθανο να παρατάχτηκαν μόνο στο αριστερό, εφόσον διέθεταν τα μισά από τα συνολικά 378 ελληνικά πλοία. Πιθανότατα η ελληνική παράταξη να αποτελούνταν από δύο μόνο «κέρατα», το αριστερό υπό τον Θεμιστοκλή και το δεξιό υπό τον Ευρυβιάδη. Άλλη πιθανότητα είναι οι Έλληνες να κράτησαν με μικρές δυνάμεις το κέντρο, συγκεντρώνοντας τον επίλεκτο αθηναϊκό στόλο στο αριστερό, εφόσον γνώριζαν ότι οι Φοίνικες ήταν η ελίτ του περσικού ναυτικού και αν αυτοί συντρίβονταν τίποτε δεν μπορούσε να τους στερήσει τη νίκη.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι οι Έλληνες είχαν συνεχείς επαφές με τους Ίωνες συμπατριώτες τους, οι οποίοι ακολουθούσαν με τη βία τον Ξέρξη, ήδη πριν από τη μάχη των Θερμοπυλών και τις 3 ναυμαχίες στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο. Οι Ίωνες σε πολλές περιπτώσεις βοήθησαν τους συμπατριώτες τους, μεταδίδοντας ακριβείς πληροφορίες για τον εχθρό. Είναι λοιπόν λογικό ο Θεμιστοκλής και ο Ευρυβιάδης να υποθέσουν ότι οι Ίωνες τριήραρχοι δε θα πολεμούσαν και τόσο φανατικά εναντίον τους. Το βράδυ άλλωστε, πριν από τη ναυμαχία, όπως αναφέρει ο Διόδωρος, οι Ίωνες έστειλαν κρυφά έναν Σάμιο να ενημερώσει τους Έλληνες ναυάρχους για το εχθρικό σχέδιο και τη διάταξη μάχης των Περσών. Και η πληροφορία αυτή μάλλον έχει βάση.
Έχοντας λάβει τις διατάξεις μάχης τους οι δύο στόλοι αντίκριζαν ο ένας τον άλλο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως οι Έλληνες έπλευσαν κατά των Περσών, αλλά αμέσως ανέκρουσαν πρύμνη και υποχώρησαν. Πάντα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ακούστηκε μια γυναικεία φωνή – προφανώς της θεάς Αθηνάς – η οποία είπε στους Έλληνες : «Δαιμόνιοι, μέχρι πότε θα υποχωρείτε ;». Επίσης, σύγχυση επικρατεί σε ότι αφορά το πώς άρχισε η ναυμαχία. Οι μεν Αιγινήτες δηλαδή υποστήριζαν ότι πρώτοι επιτέθηκαν αυτοί κατά των εχθρών, οι δε Αθηναίοι υποστήριζαν ότι εκείνοι άνοιξαν τη μάχη.
Στην πραγματικότητα ο ελληνικός στόλος κινήθηκε συντεταγμένα κατά των εχθρών. Όχι όμως πριν οι άνδρες του, ναύτες, κωπηλάτες και πεζοναύτες, ψάλλουν όλοι μαζί τον παιάνα, το περίφημο «Εμπρός παιδιά των Ελλήνων. Ελευθερώστε την πατρίδα, τα τέκνα και τις γυναίκες σας, τους ναούς σας, τους τάφους των προγόνων σας. Νυν υπέρ πάντων ο αγών»! Περίπου 80.000 στόματα έψαλλαν ταυτόχρονα τον παιάνα, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης και έξαλλο ενθουσιασμό.
Αμέσως μετά, με σύντονη κωπηλασία, οι ελληνικές τριήρεις κίνησαν μπροστά. Τα περσικά πλοία κινήθηκαν και αυτά με σκοπό να προσβάλουν τα ελληνικά. Εξαιτίας του πλήθους τους όμως, σε συνδυασμό με τη στενότητα του χώρου, σύγχυση άρχισε να επικρατεί στις γραμμές τους. Όταν μάλιστα άρχισε να πνέει ο συνηθισμένος για την εποχή ανατολικός άνεμος, τα πλοία του περσικού αριστερού παρασύρονταν και έπεφταν πάνω στα πλοία του κέντρου και αυτά με τη σειρά τους στα πλοία του δεξιού. Όταν ολόκληρη η περσική γραμμή είχε αποδιοργανωθεί οι έμπειροι Έλληνες τριήραρχοι επιτέθηκαν με τα έμβολα, στα ακάλυπτα πλευρά των περσικών σκαφών. Δεκάδες περσικά σκάφη χάθηκαν έτσι άδοξα.
Παρόλα αυτά τα μεγαλύτερα από τα ελληνικά περσικά πλοία αντεπιτέθηκαν, επιχειρώντας να προσκολληθούν στα ελληνικά και να τα κυριεύσουν με έφοδο των πεζοναυτών που μετέφεραν. Τότε εκτυλίχτηκαν επικές σκηνές. Πέρσες και Έλληνες γίνονταν ένα κουβάρι πάνω στα καταστρώματα. Χιλιάδες πυρφόρα βέλη έσκιζαν τον ουρανό. Ακόντια, πέτρες, μολυβένια βλήματα σφεντόνων, καρφώνονταν και κτυπούσαν. Άνδρες έπεφταν, πνίγονταν, βλαστημούσαν, έφτυναν τον αντίπαλο κατάμουτρα. Με τα χέρια, με τα όπλα, με τα κουπιά, τα πληρώματα των δύο στόλων είχαν εμπλακεί σε μια θανάσιμη πάλη. Μόνο οι Ίωνες φαίνεται ότι τηρούσαν επιφυλακτική στάση.
Οι Αθηναίοι αποδείχτηκαν πολύ ανώτεροι των Φοινίκων. Κατάφεραν και έσπασαν την αντίπαλη παράταξη στο σημείο εκείνο, ρίχνοντας τα μισά φοινικικά πλοία στα βράχια. Οι Φοίνικες τσακίστηκαν, άνδρες και συντρίμμια πλοίων γέμισαν τις ακτές. Ο Ξέρξης έκπληκτος παρατηρούσε την εξέλιξη της ναυμαχίας. Οι γραμματείς που είχε μαζί του κατέγραφαν τα συμβαίνοντα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο μεγάλος ήρωας της στιγμής ήταν ο Αθηναίος πλοίαρχος Αμεινίας, ο οποίος αφού διέσπασε τη φοινικική παράταξη, άρχισε να καταδιώκει την τριήρη της βασίλισσας της Αλικαρνασσού Αρτεμισίας, η οποία συμπολεμούσε με τους Πέρσες και την οποία είχαν επικηρύξει οι Αθηναίοι – με το ποσό των 10.000 δραχμών – γιατί θεωρούσαν δεινό μια γυναίκα να εκστρατεύει εναντίον τους. Η Αρτεμισία για να γλιτώσει επιτέθηκε σε μια περσική τριήρη την οποία και καταβύθισε.
Ο Αμεινίας, βλέποντας το συμβάν, θεώρησε ότι είχε κάνει λάθος και ότι επρόκειτο για ελληνικό πλοίο. Αλλά και ο Ξέρξης θεώρησε ότι το πλοίο που είχε βυθίσει η Αρτεμισία ήταν ελληνικό και είπε: «οι γυναίκες μου πολεμούν ως άνδρες και οι άνδρες μου ως γυναίκες». Οι Φοίνικες ηγεμόνες που βρίσκονταν δίπλα στον Ξέρξη έσπευσαν τότε να κατηγορήσουν τους Ίωνες, αλλά εκείνη τη στιγμή ένα ιωνικό πλοίο βύθισε ένα αθηναϊκό. Ο Ξέρξης βλέποντας το συμβάν διέταξε να θανατωθούν οι Φοίνικες συκοφάντες. Σταδιακά, μετά τη συντριβή της φοινικικής μοίρας και το περσικό κέντρο συντρίφτηκε. Ύστερα από αυτό ο περσικός στόλος τράπηκε σε φυγή.
Την ίδια ώρα και η αιγυπτιακή μοίρα είχε συντριβεί από τους Κορίνθιους στο στενό της Φανερωμένης. Ο Κορίνθιος ναύαρχος Αδείμαντος σκοτώθηκε, πολεμώντας ηρωικά στο σημείο αυτό. Συνολικά, οι Πέρσες έχασαν περί τα 400 πλοία, με τουλάχιστον 60.000 άνδρες τους. Επίσης, το άγημα που είχε καταλάβει την Ψυτάλλεια σφαγιάστηκε από ένα ελληνικό άγημα με επικεφαλής τον Αθηναίο Αριστείδη (το λεγόμενο Δίκαιο). Ο ελληνικός στόλος είχε χάσει μόλις 40 πλοία. Το σχέδιο του Θεμιστοκλή είχε πέρα για πέρα επιτύχει.
Η ελληνική νίκη στη Σαλαμίνα είχε τεράστια σημασία. Ήταν η πρώτη νίκη των συνασπισμένων Ελλήνων κατά των εισβολέων. Αποτέλεσε επίσης τρομακτικό πλήγμα για το κύρος του Ξέρξη, ιδίως απέναντι στους υποτελείς του λαούς. Σε ό,τι αφορά τις διαμάχες των Ελλήνων ναυάρχων, σύγχρονοι μελετητές, υποστηρίζουν ότι δεν αποτελούσαν παρά φήμες, που επίτηδες διαδόθηκαν για να παραπλανήσουν τους Πέρσες.
Αξίζει τέλος να αναφερθούν τα ονόματα των πλοιάρχων που διακρίθηκαν στη ναυμαχία. Όπως αναφέρθηκε, ονομαστός έμεινε ο Αθηναίος Αμεινίας, αλλά και ο Αιγινήτης Πολύκριτος. Επίσης διακρίθηκε ο Νάξιος πλοίαρχος Δημόκριτος, ο οποίος βύθισε 5 εχθρικά πλοία.
Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας
Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΔΩΡΟ ΤΟ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗ
Καταστροφή των γύρω περιοχών - Συζήτηση για τη θέση άμυνας
[11,14] Ἅμα δὲ τούτοις πραττομένοις Ξέρξης ἀπὸ τῶν Θερμοπυλῶν ἀναζεύξας προῆγε διὰ τῆς Φωκέων χώρας, πορθῶν μὲν τὰς πόλεις, καταφθείρων δὲ τὰς ἐπὶ τῆς χώρας κτήσεις. οἱ δὲ Φωκεῖς τὰ τῶν Ἑλλήνων ᾑρημένοι, καὶ θεωροῦντες αὐτοὺς οὐκ ἀξιομάχους ὄντας, τὰς μὲν πόλεις ἁπάσας ἐξέλιπον πανδημεί, πρὸς δὲ τὰς δυσχωρίας τὰς ἐν τῷ Παρνασσῷ κατέφυγον. μετὰ δὲ ταῦτα ὁ βασιλεὺς τὴν μὲν τῶν Δωριέων χώραν διεξιὼν οὐδὲν ἠδίκει· συνεμάχουν γὰρ Πέρσαις· αὐτοῦ δὲ μέρος μὲν τῆϲ δυνάμεως ἀπέλιπε, καὶ προσέταξεν εἰς Δελφοὺς ἰέναι καὶ τὸ μὲν τέμενος τοῦ Ἀπόλλωνος ἐμπρῆσαι, τὰ δὲ ἀναθήματα συλῆσαι, αὐτὸς δὲ μετὰ τῶν ἄλλων βαρβάρων προελθὼν εἰς τὴν Βοιωτίαν κατεστρατοπέδευσεν. οἱ δ´ ἐπὶ τὴν σύλησιν τοῦ μαντείου πεμφθέντες προῆλθον μὲν μέχρι τοῦ ναοῦ τῆς Προναίας Ἀθηνᾶς, ἐνταῦθα δὲ παραδόξως ὄμβρων μεγάλων καὶ κεραυνῶν πολλῶν ἐκ τοῦ περιέχοντος πεσόντων, πρὸς δὲ τούτοις τῶν χειμώνων πέτρας μεγάλας ἀπορρηξάντων εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν βαρβάρων, συνέβη διαφθαρῆναι συχνοὺς τῶν Περσῶν, πάντας δὲ καταπλαγέντας τὴν τῶν θεῶν ἐνέργειαν φυγεῖν ἐκ τῶν τόπων. τὸ μὲν οὖν ἐν Δελφοῖς μαντεῖον δαιμονίᾳ τινὶ προνοίᾳ τὴν σύλησιν διέφυγεν· οἱ δὲ Δελφοὶ τῆς τῶν θεῶν ἐπιφανείας ἀθάνατον ὑπόμνημα καταλιπεῖν τοῖς μεταγενεστέροις βουλόμενοι, τρόπαιον ἔστησαν παρὰ τὸ τῆς Προναίας Ἀθηνᾶς ἱερόν, ἐν ᾧ τόδε τὸ ἐλεγεῖον ἐνέγραψαν,
μνᾶμά τ´ ἀλεξάνδρου πολέμου καὶ μάρτυρα νίκας
Δελφοί με στᾶσαν, Ζανὶ χαριζόμενοι σὺν Φοίβῳ, πτολίπορθον
ἀπωσάμενοι στίχα Μήδων καὶ χαλκοστέφανον ῥυσάμενοι τέμενος.
Ξέρξης δὲ διὰ τῆς Βοιωτίας διεξιὼν τὴν μὲν τῶν Θεσπιέων χώραν κατέφθειρε, τὰς δὲ Πλαταιὰς ἐρήμους οὔσας ἐνέπρησεν· οἱ γὰρ ἐν ταῖς πόλεσι ταύταις κατοικοῦντες ἐπεφεύγεσαν εἰς Πελοπόννησον πανδημεί. μετὰ δὲ ταῦτα εἰς τὴν Ἀττικὴν ἐμβαλόντες τὴν μὲν χώραν ἐδῄωσαν, τὰς δὲ Ἀθήνας κατέσκαψαν καὶ τοὺς τῶν θεῶν ναοὺς ἐνέπρησαν. τοῦ δὲ βασιλέως περὶ ταῦτα διατρίβοντος, κατέπλευσεν ὁ στόλος ἐκ τῆς Εὐβοίας εἰς τὴν Ἀττικήν, πεπορθηκὼς τήν τε Εὔβοιαν καὶ τὴν παράλιον τῆς Ἀττικῆς.
[11,15] [...] οἱ δὲ περὶ τὴν Σαλαμῖνα διατρίβοντες Ἀθηναῖοι, θεωροῦντες τὴν Ἀττικὴν πυρπολουμένην καὶ τὸ τέμενος τῆς Ἀθηνᾶς ἀκούοντες κατεσκάφθαι, δεινῶς ἠθύμουν. ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας πολὺς κατεῖχε φόβος πανταχόθεν συνεληλαμένους εἰς αὐτὴν τὴν Πελοπόννησον. ἔδοξεν οὖν αὐτοῖς πάντας τοὺς ἐφ´ ἡγεμονίας τεταγμένους συνεδρεῦσαι καὶ βουλεύσασθαι, κατὰ ποίους τόπους συμφέρει ποιεῖσθαι τὴν ναυμαχίαν. πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων λόγων ῥηθέντων, οἱ μὲν Πελοποννήσιοι, τῆς ἰδίας μόνον ἀσφαλείας φροντίζοντες, ἔφασαν δεῖν περὶ τὸν Ἰσθμὸν συστήσασθαι τὸν ἀγῶνα· τετειχισμένου γὰρ αὐτοῦ καλῶς, ἐάν τι περὶ τὴν ναυμαχίαν γένηται πταῖσμα, δυνήσεσθαι τοὺς ἠτυχηκότας εἰς ἑτοιμοτάτην ἀσφάλειαν καταφυγεῖν τὴν Πελοπόννησον· ἐὰν δὲ συγκλείσωσιν ἑαυτοὺς εἰς μικρὰν νῆσον τὴν Σαλαμῖνα, δυσβοηθήτοις κακοῖς περιπεσεῖσθαι. Θεμιστοκλῆς δὲ συνεβούλευσε περὶ τὴν Σαλαμῖνα ποιεῖσθαι τὸν ἀγῶνα τῶν νεῶν· πολλὰ γὰρ πλεονεκτήσειν ἐν ταῖς στενοχωρίαις τοὺς ὀλίγοις σκάφεσι διαγωνιζομένους πρὸς πολλαπλασίας ναῦς. καθόλου δὲ τὸν περὶ τὸν Ἰσθμὸν τόπον ἀπεφαίνετο παντελῶς ἄθετον ἔσεσθαι πρὸς τὴν ναυμαχίαν· ἔσεσθαι γὰρ πελάγιον τὸν ἀγῶνα, καὶ τοὺς Πέρσας διὰ τὴν εὐρυχωρίαν ῥᾳδίως καταπονήσεσθαι τὰς ὀλίγας ναῦς ταῖς πολλαπλασίαις. ὁμοίως δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ διαλεχθεὶς οἰκεῖα τῆς περιστάσεως, ἅπαντας ἔπεισεν αὐτῷ συμψήφους γενέσθαι τοῦτον τὸν τρόπον.
Οι συζητήσεις
[11,16] Τέλος δὲ κοινοῦ δόγματος γενομένου περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχεῖν, οἱ μὲν Ἕλληνες παρεσκευάζοντο τὰ πρὸς τοὺς Πέρσας καὶ πρὸς τὸν κίνδυνον. ὁ δ´ οὖν Εὐρυβιάδης παραλαβὼν τὸν Θεμιστοκλέα παρακαλεῖν ἐπεχείρει τὰ πλήθη καὶ προτρέπεσθαι πρὸς τὸν ἐπιφερόμενον κίνδυνον. οὐ μὴν τὸ πλῆθος ὑπήκουεν, ἀλλὰ πάντων καταπεπληγμένων τὸ μέγεθος τῶν Περσικῶν δυνάμεων οὐδεὶς προσεῖχε τοῖς ἡγεμόσιν, ἀλλ´ ἕκαστος ἐκ τῆς Σαλαμῖνος ἐκπλεῖν ἔσπευδεν εἰς τὴν Πελοπόννησον. οὐδὲν δ´ ἧττον καὶ τὸ πεζὸν στρατόπεδον τῶν Ἑλλήνων ἐδεδίει τὰς τῶν πολεμίων δυνάμεις, ἥ τε τῶν περὶ Θερμοπύλας ἀπώλεια τῶν ἀξιολογωτάτων ἀνδρῶν παρείχετο κατάπληξιν, καὶ τὰ περὶ τὴν Ἀττικὴν συμπτώματα πρὸ ὀφθαλμῶν ὄντα πολλὴν ἀθυμίαν ἐνεποίει τοῖς Ἕλλησιν. οἱ δὲ σύνεδροι τῶν Ἑλλήνων ὁρῶντες τὴν τῶν ὄχλων ταραχὴν καὶ τὴν ὅλην ἔκπληξιν, ἐψηφίσαντο διατειχίζειν τὸν Ἰσθμόν. καὶ ταχὺ τῶν ἔργων συντελεσθέντων διὰ τὴν προθυμίαν καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἐργαζομένων, οἱ μὲν Πελοποννήσιοι ὠχύρουν τὸ τεῖχος, διατεῖνον ἐπὶ σταδίους τετταράκοντα ἀπὸ Λεχαίου μέχρι Κεγχρεῶν, οἱ δ´ ἐν τῇ Σαλαμῖνι διατρίβοντες μετὰ παντὸς τοῦ στόλου κατεπλάγησαν ἐπὶ τοσοῦτον, ὥστε μηκέτι πειθαρχεῖν τοῖς ἡγεμόσιν.
[11,17] ὁ δὲ Θεμιστοκλῆς ὁρῶν τὸν μὲν ναύαρχον Εὐρυβιάδην μὴ δυνάμενον περιγενέσθαι τῆς τοῦ πλήθους ὁρμῆς, τὰς δὲ περὶ Σαλαμῖνα δυσχωρίας δύνασθαι πολλὰ συμβαλέσθαι πρὸς τὴν νίκην, ἐμηχανήσατό τι τοιοῦτον· ἔπεισέ τινα πρὸς τὸν Ξέρξην αὐτομολῆσαι καὶ διαβεβαιώσασθαι, διότι μέλλουσιν αἱ κατὰ Σαλαμῖνα νῆες ἀποδιδράσκειν ἐκ τῶν τόπων καὶ πρὸς τὸν Ἰσθμὸν ἀθροίζεσθαι. διόπερ ὁ βασιλεὺς διὰ τὴν πιθανότητα τῶν προσαγγελθέντων πιστεύσας, ἔσπευδε κωλῦσαι τὰς ναυτικὰς δυνάμεις τῶν Ἑλλήνων τοῖς πεζοῖς στρατοπέδοις πλησιάζειν. εὐθὺς οὖν τὸ τῶν Αἰγυπτίων ναυτικὸν ἐξέπεμψε, προστάξας ἐμφράττειν τὸν μεταξὺ πόρον τῆς τε Σαλαμῖνος καὶ τῆς Μεγαρίδος χώρας. τὸ δὲ ἄλλο πλῆθος τῶν νεῶν ἐξέπεμψεν ἐπὶ τὴν Σαλαμῖνα, προστάξας ἐξάπτεσθαι τῶν πολεμίων καὶ ναυμαχίᾳ κρίνειν τὸν ἀγῶνα. ἦσαν δὲ αἱ τριήρεις διατεταγμέναι κατὰ ἔθνος ἑξῆς, ἵνα διὰ τὴν ὁμοφωνίαν καὶ γνῶσιν προθύμως ἀλλήλοις βοηθῶσιν. οὕτω δὲ ταχθέντος τοῦ ναυτικοῦ στόλου, τὸ μὲν δεξιὸν κέρας ἐπεῖχον Φοίνικες, τὸ δ´ εὐώνυμον οἱ μετὰ τῶν Περσῶν ὄντες Ἕλληνες. οἱ δὲ τῶν Ἰώνων ἡγεμόνες ἀπέστειλαν ἄνδρα Σάμιον πρὸς τοὺς Ἕλληνας τὸν διασαφήσοντα περὶ τῶν δεδογμένων τῷ βασιλεῖ καὶ περὶ τῆς ὅλης ἐκτάξεως, καὶ διότι κατὰ τὴν μάχην ἀποστήσονται τῶν βαρβάρων. τοῦ δὲ Σαμίου λάθρᾳ διανηξαμένου καὶ περὶ τούτου διασαφήσαντος τοῖς περὶ τὸν Εὐρυβιάδην, ὁ μὲν Θεμιστοκλῆς, κατὰ νοῦν αὐτῷ προκεχωρηκότος τοῦ στρατηγήματος, περιχαρὴς ἦν καὶ τὰ πλήθη παρεκάλεσεν εἰς τὸν κίνδυνον, οἱ δ´ Ἕλληνες ἐπὶ τῇ τῶν Ἰώνων ἐπαγγελίᾳ θαρρήσαντες, καὶ τῆς περιστάσεως βιαζομένης αὐτοὺς παρὰ τὴν ἰδίαν προαίρεσιν ναυμαχεῖν, ἀπὸ τῆς Σαλαμῖνος προθύμως συγκατέβαινον εἰς τὴν ναυμαχίαν.
Η ναυμαχία
[11,18] τέλος δὲ τῶν περὶ τὸν Εὐρυβιάδην καὶ Θεμιστοκλέα διαταξάντων τὰς δυνάμεις, τὸ μὲν εὐώνυμον μέρος ἐπεῖχον Ἀθηναῖοι καὶ Λακεδαιμόνιοι, πρὸς τὸ τῶν Φοινίκων ναυτικὸν ἀντιταχθησόμενοι· μεγάλην γὰρ οἱ Φοίνικες ὑπεροχὴν εἶχον διά τε τὸ πλῆθος καὶ διὰ τὴν ἐκ προγόνων ἐν τοῖς ναυτικοῖς ἔργοις ἐμπειρίαν· Αἰγινῆται δὲ καὶ Μεγαρεῖς τὸ δεξιὸν κέρας ἀνεπλήρουν· οὗτοι γὰρ ἐδόκουν εἶναι ναυτικώτατοι μετὰ τοὺς Ἀθηναίους καὶ μάλιστα φιλοτιμήσεσθαι διὰ τὸ μόνους τῶν Ἑλλήνων μηδεμίαν ἔχειν καταφυγήν, εἴ τι συμβαίη πταῖσμα κατὰ τὴν ναυμαχίαν· τὴν δὲ μέσην τάξιν ἐπεῖχε τὸ λοιπὸν τῶν Ἑλλήνων πλῆθος. οὗτοι μὲν οὖν τοῦτον τὸν τρόπον συνταχθέντες ἐξέπλευσαν, καὶ τὸν πόρον μεταξὺ Σαλαμῖνος καὶ Ἡρακλείου κατεῖχον· ὁ δὲ βασιλεὺς τῷ μὲν ναυάρχῳ προσέταξεν ἐπιπλεῖν τοῖς πολεμίοις, αὐτὸς δ´ εἰς τὸν ἐναντίον τόπον τῆς Σαλαμῖνος παρῆλθεν, ἐξ οὗ θεωρεῖν ἦν τὴν ναυμαχίαν γινομένην. οἱ δὲ Πέρσαι τὸ μὲν πρῶτον πλέοντες διετήρουν τὴν τάξιν, ἔχοντες πολλὴν εὐρυχωρίαν· ὡς δ´ εἰς τὸ στενὸν ἦλθον, ἠναγκάζοντο τῶν νεῶν τινας ἀπὸ τῆς τάξεως ἀποσπᾶν, καὶ πολὺν ἐποίουν θόρυβον. ὁ δὲ ναύαρχος προηγούμενος τῆς τάξεως καὶ πρῶτος συνάψας μάχην διεφθάρη λαμπρῶς ἀγωνισάμενος. τῆς δὲ νεὼς βυθισθείσης, ταραχὴ κατέσχε τὸ ναυτικὸν τῶν βαρβάρων· πολλοὶ μὲν γὰρ ἦσαν οἱ προστάττοντες, οὐ ταὐτὰ δ´ ἕκαστος παρήγγελλε. διὸ καὶ τοῦ πλεῖν εἰς τοὔμπροσθεν ἐπέσχον, ἀνακωχεύοντες δ´ ἀνεχώρουν εἰς τὴν εὐρυχωρίαν. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι θεωροῦντες τὴν ταραχὴν τῶν βαρβάρων ἐπέπλεον τοῖς πολεμίοις, καὶ τὰς μὲν τοῖς ἐμβόλοις ἔτυπτον, ὧν δὲ τοὺς ταρσοὺς παρέσυρον· τῆς δ´ εἰρεσίας οὐχ ὑπηρετούσης, πολλαὶ τῶν Περσῶν τριήρεις πλάγιαι γινόμεναι ταῖς ἐμβολαῖς πυκνῶς κατετιρώσκοντο. διὸ καὶ πρύμναν μὲν ἀνακρούεσθαι κατέπαυσαν, εἰς τοὐπίσω δὲ πλέουσαι προτροπάδην ἔφευγον.
[11,19] τῶν δὲ Φοινισσῶν καὶ Κυπρίων νεῶν ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων χειρουμένων, αἱ τῶν Κιλίκων καὶ Παμφύλων, ἔτι δὲ {καὶ} Λυκίων νῆες, ἐχόμεναι τούτων οὖσαι, τὸ μὲν πρῶτον εὐρώστως ἀντείχοντο, ὡς δ´ εἶδον τὰς κρατίστας ναῦς πρὸς φυγὴν ὡρμημένας, καὶ αὐταὶ τὸν κίνδυνον ἐξέλιπον. ἐπὶ δὲ θατέρου κέρατος γενομένης καρτερᾶς ναυμαχίας μέχρι μέν τινος ἰσόρροπος ἦν ὁ κίνδυνος· ὡς δὲ οἱ Ἀθηναῖοι πρὸς τὴν γῆν καταδιώξαντες τοὺς Φοίνικας καὶ Κυπρίους ἐπέστρεψαν, ἐκβιασθέντες ὑπὸ τούτων ἐτράπησαν οἱ βάρβαροι καὶ πολλὰς ναῦς ἀπέβαλον. οἱ μὲν οὖν Ἕλληνες τοῦτον τὸν τρόπον προτερήσαντες ἐπιφανεστάτῃ ναυμαχίᾳ τοὺς βαρβάρους ἐνίκησαν· κατὰ δὲ τὸν κίνδυνον διεφθάρησαν νῆες τῶν μὲν Ἑλλήνων τετταράκοντα, τῶν δὲ Περσῶν ὑπὲρ τὰς διακοσίας χωρὶς τῶν σὺν αὐτοῖς ἀνδράσι ληφθεισῶν. ὁ δὲ βασιλεὺς παρ´ ἐλπίδας ἡττημένος τῶν μὲν Φοινίκων τῶν ἀρξάντων τῆς φυγῆς τοὺς αἰτιωτάτους ἀπέκτεινε, τοῖς δ´ ἄλλοις ἠπείλησεν ἐπιθήσειν τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν. οἱ δὲ Φοίνικες φοβηθέντες τὰς ἀπειλὰς τὸ μὲν πρῶτον εἰς τὴν Ἀττικὴν κατέπλευσαν, τῆς δὲ νυκτὸς ἐπιγενομένης ἀπῆραν εἰς τὴν Ἀσίαν. Θεμιστοκλῆς δὲ δόξας αἴτιος γενέσθαι τῆς νίκης, ἕτερον οὐκ ἔλαττον τούτου στρατήγημα ἐπενόησε. φοβουμένων γὰρ τῶν Ἑλλήνων πεζῇ διαγωνίζεσθαι πρὸς τοσαύτας μυριάδας, ἐταπείνωσε πολὺ τὰς δυνάμεις τῶν πεζῶν στρατοπέδων τοιῷδέ τινι τρόπῳ. τὸν παιδαγωγὸν τῶν ἰδίων υἱῶν ἀπέστειλε πρὸς τὸν Ξέρξην δηλώσοντα, διότι μέλλουσιν οἱ Ἕλληνες πλεύσαντες ἐπὶ τὸ ζεῦγμα λύειν τὴν γέφυραν. διόπερ ὁ βασιλεὺς πιστεύσας τοῖς λόγοις διὰ τὴν πιθανότητα, περίφοβος ἐγένετο μὴ τῆς εἰς τὴν Ἀσίαν ἐπανόδου στερηθῇ, τῶν Ἑλλήνων θαλαττοκρατούντων, ἔγνω δὲ τὴν ταχίστην διαβαίνειν ἐκ τῆς Εὐρώπης εἰς τὴν Ἀσίαν, καταλιπὼν Μαρδόνιον ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος μετὰ τῶν ἀρίστων ἱππέων τε καὶ πεζῶν, ὧν ὁ σύμπας ἀριθμὸς ὑπῆρχεν οὐκ ἐλάττων τῶν τετταράκοντα μυριάδων. Θεμιστοκλῆς μὲν οὖν δυσὶ στρατηγήμασι χρησάμενος μεγάλων προτερημάτων αἴτιος ἐγένετο τοῖς Ἕλλησι. καὶ τὰ μὲν κατὰ τὴν Ἑλλάδα πραχθέντα ἐν τούτοις ἦν.
Το κείμενο από το: HODOI, Du texte à l'hypertexte
14. Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο Ξέρξης, έχοντας πάρει τον στρατό από τις Θερμοπύλες, προχώρησε μέσα από την περιοχή των Φωκέων, κατακτώντας τις πόλεις και καταστρέφοντας τις περιουσίες στην ύπαιθρο. Οι Φωκείς, που είχαν επιλέξει την πλευρά των Ελλήνων, βλέποντας ότι οι ίδιοι δεν ήταν αξιόμαχοι, εγκατέλειψαν όλες τους τις πόλεις πανδημεί και κατέφυγαν στις δύσβατες περιοχές του Παρνασσού. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς πέρασε μέσα από την περιοχή των Δωριέων, χωρίς να πειράξει κανένα, γιατί οι Δωριείς είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες. Εκεί, άφησε μέρος της δύναμής του, το οποίο πρόσταξε να πάει στους Δελφούς, να κάψει το τέμενος του Απόλλωνα και να συλήσει τα αναθήματα, ενώ ο ίδιος μαζί με τους υπόλοιπους βαρβάρους προχώρησε μέχρι τη Βοιωτία όπου και στρατοπέδευσε. Εκείνοι που είχαν σταλεί να συλήσουν το μαντείο, προχώρησαν μεν μέχρι το ναό της Προναίας Αθηνάς, αλλά εκεί, κατά παράδοξο τρόπο, άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή και πολλοί κεραυνοί από τον ουρανό και, επιπλέον, η καταιγίδα ξεκόλλησε και έριξε στο στρατόπεδο των βαρβάρων μεγάλα βράχια, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί μεγάλος αριθμός Περσών, οπότε όλοι, κατατρομαγμένοι από την ενέργεια των θεών, έφυγαν άρον άρον από την περιοχή. Έτσι, το μαντείο των Δελφών, με τη φροντίδα κάποιας θεϊκής δύναμης, διέφυγε τη σύληση. Οι Δελφοί, θέλοντας να αφήσουν στους μεταγενέστερους αθάνατη υπόμνηση της εμφάνισης των θεών, έστησαν τρόπαιο πλάι στο ιερό της Προναίας Αθηνάς, στο οποίο χάραξαν το ακόλουθο ελεγειακό ποίημα:
Μνήμη του πολέμου που προφυλάσσει τους άντρες και μάρτυρα της νίκης,
οι Δελφοί με έστησαν, ευχαριστώντας το Δία και το Φοίβο
που απώθησαν τις γραμμές των Μήδων και προφύλαξαν το χαλκοστεφανωμένο τέμενος.
Στο μεταξύ, ο Ξέρξης περνώντας μέσα από τη Βοιωτία κατέστρεψε εντελώς την περιοχή των Θεσπιέων και τις Πλαταιές, που ήταν έρημες, τις πυρπόλησε. Γιατί οι κάτοικοι εκείνων των πόλεων είχαν φύγει όλοι για την Πελοπόννησο. Μετά από αυτά, εισέβαλαν στην Αττική, όπου ερήμωσαν την ύπαιθρο, ενώ την Αθήνα την ισοπέδωσαν και πυρπόλησαν τους ναούς των θεών. Ενώ ο βασιλιάς ήταν απασχολημένος με αυτά, κατέπλευσε ο στόλος από την Εύβοια στην Αττική, έχοντας λεηλατήσει τόσο την Εύβοια όσο και τα παράλια της Αττικής.
15. [...] Οι Αθηναίοι που βρίσκονταν στη Σαλαμίνα, βλέποντας την Αττική να καίγεται και μαθαίνοντας ότι το τέμενος της Αθηνάς είχε ισοπεδωθεί, αποθαρρύνθηκαν εντελώς. Κατά τον ίδιο τρόπο και οι υπόλοιποι Έλληνες, που είχαν συγκεντρωθεί από κάθε γωνιά μόνο στην Πελοπόννησο, είχαν καταληφθεί από μεγάλο φόβο. Θεώρησαν λοιπόν καλό να συνεδριάσουν όλοι όσοι ήταν επιφορτισμένοι με τη διοίκηση και να αποφασίσουν σε ποιους τόπους συνέφερε να κάνουν τη ναυμαχία. Ειπώθηκαν πολλές και ποικίλες ιδέες, και οι Πελοποννήσιοι, φροντίζοντας για τη δική τους μόνο ασφάλεια, ισχυρίζονταν ότι ο αγώνας έπρεπε να δοθεί στην περιοχή του Ισθμού, γιατί, επειδή είχε ισχυρό τείχος, αν κάτι δεν πήγαινε καλά στη ναυμαχία, οι ηττημένοι θα μπορούσαν να καταφύγουν αμέσως σε ασφαλές μέρος στην Πελοπόννησο, ενώ αν κλείνονταν όλοι μαζί στο μικρό νησί της Σαλαμίνας, θα περιέπιπταν σε δεινά από τα οποία δύσκολα θα γλίτωναν. Ο Θεμιστοκλής όμως συμβούλεψε να δοθεί στη Σαλαμίνα η μάχη των πλοίων, γιατί θα είχαν μεγάλο πλεονέκτημα εκείνοι που θα αγωνίζονταν με λίγα πλοία εναντίον πολύ περισσότερων στα στενά. Γενικά, απέδειξε ότι η υπεροχή του Ισθμού ήταν εντελώς ακατάλληλη για τη ναυμαχία, γιατί ο αγώνας θα δινόταν σε ανοιχτό πέλαγος και οι Πέρσες, λόγω της ευρυχωρίας, θα καταπονούσαν εύκολα τα λίγα πλοία με τα πολύ περισσότερα δικά τους. Με πολλά άλλα παρόμοια επιχειρήματα που ταίριαζαν στην περίσταση, τους έπεισε όλους να ψηφίσουν υπέρ του δικού του σχεδίου.
16. Όταν τελικά λήφθηκε η κοινή απόφαση να γίνει η ναυμαχία στη Σαλαμίνα, οι Έλληνες άρχισαν τις προετοιμασίες για την αντιμετώπιση των Περσών και των κινδύνων. Ο Ευρυβιάδης, λοιπόν, συνοδευόμενος από τον Θεμιστοκλή, ανέλαβε να παρακινήσει τα πληρώματα και να τα προτρέψει να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο κίνδυνο. Ωστόσο, οι άντρες δεν υπάκουγαν και, επειδή ήταν όλοι κατατρομαγμένοι από το μέγεθος των Περσικών δυνάμεων, δεν έδιναν σημασία στους αρχηγούς, αλλά καθένας έσπευδε να αποπλεύσει από τη Σαλαμίνα για την Πελοπόννησο. Αλλά και το πεζικό των Ελλήνων δε φοβόταν λιγότερο τις δυνάμεις των εχθρών, καθώς τους τρόμαζε η απώλεια των πιο αξιόλογων ανδρών στις Θερμοπύλες, και ταυτόχρονα οι καταστροφές στην Αττική που βρίσκονταν μπροστά στα μάτια τους προκαλούσαν μεγάλη λιποψυχία στους Έλληνες. Τα μέλη του συνεδρίου των Ελλήνων, βλέποντας την ταραχή των μαζών και το γενικό φόβο, ψήφισαν να χτιστεί τείχος κατά μήκος του Ισθμού. Τα έργα συντελέστηκαν με ταχύτητα λόγω του ζήλου και του πλήθους των εργαζομένων. Οι Πελοποννήσιοι ισχυροποιούσαν το τείχος, που εκτεινόταν επί σαράντα στάδια, από Λέχαιο μέχρι τις Κεγχρεές, ενώ εκείνοι του βρίσκονταν στη Σαλαμίνα, μαζί με όλο το στόλο, ήταν τόσο φοβισμένοι που δεν πειθαρχούσαν πια στους αρχηγούς τους.
17. Ο Θεμιστοκλής, βλέποντας το ναύαρχο Ευρυβιάδη να μην μπορεί να καταβάλει την ορμή του πλήθους αλλά βλέποντας επίσης ότι τα στενά της Σαλαμίνας μπορούσαν να συμβάλουν κατά πολύ στη νίκη, μηχανεύτηκε το εξής. Έπεισε κάποιον να αυτομολήσει προς τον Ξέρξη και να τον διαβεβαιώσει ότι τα πλοία επρόκειτο να φύγουν κρυφά από εκείνη την περιοχή και να συγκεντρωθούν στον Ισθμό. Έτσι ο βασιλιάς, που πίστεψε αυτά που του ανακοινώθηκαν, επειδή έμοιαζαν πιθανά, βιάστηκε να εμποδίσει τις ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων να πλησιάσουν τις δυνάμεις του πεζικού. Έστειλε λοιπόν αμέσως το ναυτικό των Αιγυπτίων, προστάζοντάς τους να φράξουν το πέρασμα ανάμεσα στη Σαλαμίνα και στην περιοχή της Μεγαρίδας. Το υπόλοιπο πλήθος των πλοίων το έστειλε στη Σαλαμίνα, δίνοντας εντολή να προκαλέσουν τους εχθρούς και να κριθεί ο αγώνας με ναυμαχία. Οι τριήρεις ήταν διατεταγμένες κατά σειρά εθνών, ώστε λόγω της ίδιας γλώσσας και της γνωριμίας μεταξύ τους να βοηθούν με προθυμία ο ένας τον άλλον. Όταν ο στόλος παρατάχθηκε με αυτό τον τρόπο, το δεξιό κέρας το κατείχαν οι Φοίνικες ενώ το αριστερό οι Έλληνες που ήταν με το μέρος των Περσών. Οι αρχηγοί των Ιώνων έστειλαν ένα άντρα από τη Σάμο στους Έλληνες για να τους πληροφορήσει λεπτομερώς για τα όσα είχε αποφασίσει να κάνει ο βασιλιάς και, για τη διάταξη των δυνάμεων, καθώς επίσης και για το ότι κατά τη διάρκεια της μάχης θα αποστατούσαν από τους βαρβάρους. Όταν ο Σάμιος, αφού ήρθε κρυφά κολυμπώντας, πληροφόρησε τον Ευρυβιάδη σχετικά με τούτο, ο Θεμιστοκλής, διαπιστώνοντας ότι το στρατήγημά του εξελισσόταν όπως είχε κατά νου, ήταν περιχαρής και παρακινούσε τα πληρώματα στον αγώνα. Οι Έλληνες, παίρνοντας θάρρος από την υπόσχεση των Ιώνων, καθόσον και η περίσταση τους ανάγκαζε να ναυμαχήσουν έστω και παρά τη δική τους θέληση, κατέβηκαν όλοι μαζί με προθυμία από τη Σαλαμίνα για τη ναυμαχία.
18. Τέλος, όταν οι άνδρες του Ευρυβιάδη και του Θεμιστοκλή παρέταξαν τις δυνάμεις τους, το αριστερό μέρος κατείχαν Αθηναίοι και Λακεδαιμόνιοι, απέναντι από πλοία των Φοινίκων, γιατί οι Φοίνικες είχαν μεγάλη υπεροχή τόσο από τον μεγάλο αριθμό πλοίων όσο και από την πείρα που είχαν από τους προγόνους τους στα ναυτικά έργα. Οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς καταλάμβαναν το δεξιό κέρας, γιατί αυτοί θεωρούνταν σι καλύτεροι ναυτικοί μετά τους Αθηναίους και ότι θα φιλοτιμούνταν περισσότερο από όλους, επειδή ήταν οι μόνοι από τους Έλληνες που δεν θα είχαν κανένα καταφύγιο αν κάτι πήγαινε στραβά στη ναυμαχία. Το μέσον το καταλάμβανε το υπόλοιπο πλήθος των Ελλήνων. Μ’ αυτή τη σύνταξη λοιπόν σάλπαραν και κατέλαβαν το στενό πέρασμα ανάμεσα στη Σαλαμίνα και το Ηρακλείο. Ο βασιλιάς πρόσταξε το ναύαρχο να πλεύσει εναντίον των εχθρών, ενώ ο ίδιος πέρασε απέναντι από τη Σαλαμίνα, σ' ένα σημείο από όπου θα μπορούσε να παρακολουθεί την πορεία της ναυμαχίας. Οι Πέρσες, στην αρχή της πλεύσης τους, διατηρούσαν τον σχηματισμό τους, καθώς είχαν πολλή ευρυχωρία. Μόλις όμως έφτασαν στο στενό, αναγκάστηκαν να αποσπάσουν μερικά πλοία από τον σχηματισμό, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Ο ναύαρχος, που προηγούνταν του σχηματισμού και ήταν ο πρώτος που συνήψε μάχη, σκοτώθηκε έχοντας αγωνιστεί λαμπρά. Όταν βυθίστηκε το πλοίο του, το ναυτικό των βαρβάρων καταλήφθηκε από σύγχυση, γιατί προστάζοντες ήταν τώρα πολλοί και δεν έδιναν όλοι τις ίδιες διαταγές. Γι’ αυτό σταμάτησαν την προς τα μπρος πορεία κι έκοψαν ταχύτητα για να επιστρέψουν στην ευρυχωρία. Οι Αθηναίοι, βλέποντας τη σύγχυση των βαρβάρων, τους ακολουθούσαν κι άλλα πλοία τα χτυπούσαν με τα έμβολα ενώ από άλλα παρέσυραν τις σειρές των κουπιών. Καθώς οι κωπηλάτες δεν μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους, πολλές από τις τριήρεις των Περσών γύρισαν στο πλάι και εμβολίζονταν απανωτά. Γι’ αυτό έπαψαν να οπισθοχωρούν απλώς και, κάνοντας στροφή, τράπηκαν σε φυγή πλέοντας μ’ όλη τους την ταχύτητα.
19. Όταν τα φοινικικά και κυπριακά πλοία νικήθηκαν από τους Αθηναίους, τα πλοία των Κιλίκων και των Παμφύλων, καθώς επίσης και των Λυκίων, που βρίσκονταν αμέσως μετά από τα πρώτα στη σειρά, αρχικά αντιστέκονταν ρωμαλέα, αλλά μόλις είδαν τα πιο ισχυρά πλοία να έχουν τραπεί σε φυγή, εγκατέλειψαν κι αυτά τη μάχη. Στο άλλο κέρας, δόθηκε ισχυρή ναυμαχία και για κάποιο χρονικό διάστημα η μάχη ήταν ισόρροπη. Μόλις όμως οι Αθηναίοι, αφού είχαν καταδιώξει τους Φοίνικες και τους Κύπριους μέχρι την ξηρά, επέστρεψαν, οι βάρβαροι εξαναγκάστηκαν από αυτούς να κάνουν στροφή και έχασαν πολλά πλοία. Μ’ αυτό λοιπόν τον τρόπο επικράτησαν οι Έλληνες νικώντας τους βαρβάρους σε περίλαμπρη ναυμαχία. Κατά τη μάχη, καταστράφηκαν σαράντα πλοία των Ελλήνων, ενώ των Περσών περισσότερα από διακόσια, χωρίς να υπολογίσουμε εκείνα που αιχμαλωτίστηκαν αύτανδρα. Ο βασιλιάς, που είχε αναπάντεχα ηττηθεί, εκτέλεσε τους Φοίνικες, όσους ήταν οι κυρίως υπεύθυνοι για την αρχή της φυγής, και απείλησε να επιβάλει και στους υπόλοιπους την προσήκουσα τιμωρία. Οι Φοίνικες, φοβισμένοι από τις απειλές, αρχικά κατέπλευσαν στην Αττική και όταν νύχτωσε, άνοιξαν πανιά για την Ασία. Ο Θεμιστοκλής τώρα, που θεωρήθηκε ο αίτιος της νίκης, επινόησε άλλο, όχι κατώτερο στρατήγημα από αυτό που περιγράψαμε. Γιατί, επειδή οι Έλληνες φοβούνταν να αγωνιστούν στην ξηρά εναντίον τόσων πολλών μυριάδων, μείωσε δραστικά τις χερσαίες δυνάμεις των Περσών με τον εξής τρόπο: έστειλε τον παιδαγωγό των ίδιων του των γιων στον Ξέρξη για να τον πληροφορήσει ότι οι Έλληνες σκοπεύουν να πλεύσουν στο ζεύγμα που είχε σχηματίσει με τα πλοία και να το καταστρέψουν. Γι’ αυτό τον λόγο ο βασιλιάς, που πίστεψε τα λόγια του επειδή του φάνηκαν πιθανά, τρόμαξε μήπως στερηθεί τη δυνατότητα επανόδου στην Ασία, αφού οι Έλληνες ήλεγχαν τη θάλασσα, και αποφάσισε να περάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν από την Ευρώπη στην Ασία, αφήνοντας τον Μαρδόνιο στην Ελλάδα μαζί με τους άριστους ιππείς και πεζούς, των οποίων ο συνολικός αριθμός δεν ήταν μικρότερος από τετρακόσιες χιλιάδες. Ο Θεμιστοκλής, λοιπόν, με δυο στρατηγήματα έγινε αίτιος μεγάλων πλεονεκτημάτων για τους Έλληνες. Αυτά ήταν, λοιπόν, τα όσα έγιναν στην Ελλάδα.
Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.
Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας
Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΗΡΟΔΟΤΟ
[8,40] ὁ δὲ Ἑλλήνων ναυτικὸς στρατὸς ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου Ἀθηναίων δεηθέντων ἐς Σαλαμῖνα κατίσχει τὰς νέας. τῶνδε δὲ εἵνεκα προσεδεήθησαν αὐτῶν σχεῖν πρὸς Σαλαμῖνα Ἀθηναῖοι, ἵνα αὐτοὶ παῖδάς τε καὶ γυναῖκας ὑπεξαγάγωνται ἐκ τῆς Ἀττικῆς, πρὸς δὲ καὶ βουλεύσωνται τὸ ποιητέον αὐτοῖσι ἔσται. ἐπὶ γὰρ τοῖσι κατήκουσι πρήγμασι βουλὴν ἔμελλον ποιήσασθαι ὡς ἐψευσμένοι γνώμης. (2) δοκέοντες γὰρ εὑρήσειν Πελοποννησίους πανδημεὶ ἐν τῇ Βοιωτίῃ ὑποκατημένους τὸν βάρβαρον, τῶν μὲν εὗρον οὐδὲν ἐόν, οἳ δὲ ἐπυνθάνοντο τὸν Ἰσθμὸν αὐτοὺς τειχέοντας, ὡς τὴν Πελοπόννησον περὶ πλείστου τε ποιευμένους περιεῖναι καὶ ταύτην ἔχοντας ἐν φυλακῇ, τὰ ἄλλα δὲ ἀπιέναι. ταῦτα πυνθανόμενοι οὕτω δὴ προσεδεήθησαν σφέων σχεῖν πρὸς τὴν Σαλαμῖνα.
[8,41] οἱ μὲν δὴ ἄλλοι κατέσχον ἐς τὴν Σαλαμῖνα, Ἀθηναῖοι δὲ ἐς τὴν ἑωυτῶν. μετὰ δὲ τὴν ἄπιξιν κήρυγμα ἐποιήσαντο, Ἀθηναίων τῇ τις δύναται σώζειν τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας. ἐνθαῦτα οἱ μὲν πλεῖστοι ἐς Τροίζηνα ἀπέστειλαν, οἳ δὲ ἐς Αἴγιναν, οἳ δὲ ἐς Σαλαμῖνα. (2) ἔσπευσαν δὲ ταῦτα ὑπεκθέσθαι τῷ χρηστηρίῳ τε βουλόμενοι ὑπηρετέειν καὶ δὴ καὶ τοῦδε εἵνεκα οὐκ ἥκιστα. λέγουσι Ἀθηναῖοι ὄφιν μέγαν φύλακα τῆς ἀκροπόλιος ἐνδιαιτᾶσθαι ἐν τῷ ἱρῷ· λέγουσί τε ταῦτα καὶ δὴ ὡς ἐόντι ἐπιμήνια ἐπιτελέουσι προτιθέντες· τὰ δ᾽ ἐπιμήνια μελιτόεσσα ἐστί. (3) αὕτη δὴ ἡ μελιτόεσσα ἐν τῷ πρόσθε αἰεὶ χρόνῳ ἀναισιμουμένη τότε ἦν ἄψαυστος. σημηνάσης δὲ ταῦτα τῆς ἱρείης, μᾶλλόν τι οἱ Ἀθηναῖοι καὶ προθυμότερον ἐξέλιπον τὴν πόλιν, ὡς καὶ τῆς θεοῦ ἀπολελοιπυίης τὴν ἀκρόπολιν. ὡς δέ σφι πάντα ὑπεξέκειτο, ἔπλεον ἐς τὸ στρατόπεδον.
[8,42] ἐπεὶ δὲ οἱ ἀπ᾽ Ἀρτεμισίου ἐς Σαλαμῖνα κατέσχον τὰς νέας, συνέρρεε καὶ ὁ λοιπὸς πυνθανόμενος ὁ τῶν Ἑλλήνων ναυτικὸς στρατὸς ἐκ Τροίζηνος· ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν Τροιζηνίων λιμένα προείρητο συλλέγεσθαι. συνελέχθησάν τε δὴ πολλῷ πλεῦνες νέες ἢ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ ἐναυμάχεον καὶ ἀπὸ πολίων πλεύνων. (2) ναύαρχος μέν νυν ἐπῆν ὡυτὸς ὅς περ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ, Εὐρυβιάδης ὁ Εὐρυκλείδεω ἀνὴρ Σπαρτιήτης, οὐ μέντοι γένεος τοῦ βασιληίου ἐών· νέας δὲ πολλῷ πλείστας τε καὶ ἄριστα πλεούσας παρείχοντο Ἀθηναῖοι.
Η σύνθεση του ελληνικού στόλου
[8,43] ἐστρατεύοντο δὲ οἵδε· ἐκ μὲν Πελοποννήσου Λακεδαιμόνιοι ἑκκαίδεκα νέας παρεχόμενοι, Κορίνθιοι δὲ τὸ αὐτὸ πλήρωμα παρεχόμενοι καὶ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ· Σικυώνιοι δὲ πεντεκαίδεκα παρείχοντο νέας, Ἐπιδαύριοι δὲ δέκα, Τροιζήνιοι δὲ πέντε, Ἑρμιονέες δὲ τρεῖς, [...]
[8,44] [...] Ἀθηναῖοι μὲν πρὸς πάντας τοὺς ἄλλους παρεχόμενοι νέας ὀγδώκοντα καὶ ἑκατόν, μοῦνοι·
[8,45] Μεγαρέες δὲ τὠυτὸ πλήρωμα παρείχοντο καὶ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ, Ἀμπρακιῶται δὲ ἑπτὰ νέας ἔχοντες ἐπεβοήθησαν, Λευκάδιοι δὲ τρεῖς,
[8,46] νησιωτέων δὲ Αἰγινῆται τριήκοντα παρείχοντο. [...] μετὰ δὲ Αἰγινήτας Χαλκιδέες τὰς ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ εἴκοσι παρεχόμενοι καὶ Ἐρετριέες τὰς ἑπτά· οὗτοι δὲ Ἴωνες εἰσί. μετὰ δὲ Κήιοι τὰς αὐτὰς παρεχόμενοι, ἔθνος ἐὸν Ἰωνικὸν ἀπὸ Ἀθηνέων. (3) Νάξιοι δὲ παρείχοντο τέσσερας, [...] Στυρέες δὲ τὰς αὐτὰς παρείχοντο νέας τάς περ ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ, Κύθνιοι δὲ μίαν καὶ πεντηκόντερον, ἐόντες συναμφότεροι οὗτοι Δρύοπες. καὶ Σερίφιοί τε καὶ Σίφνιοι καὶ Μήλιοι ἐστρατεύοντο· οὗτοι γὰρ οὐκ ἔδοσαν μοῦνοι νησιωτέων τῷ βαρβάρῳ γῆν τε καὶ ὕδωρ.
[8,47] [...] Κροτωνιῆται μοῦνοι ἦσαν οἳ ἐβοήθησαν τῇ Ἑλλάδι κινδυνευούσῃ μιῇ νηί, τῆς ἦρχε ἀνὴρ τρὶς πυθιονίκης Φάυλλος· Κροτωνιῆται δὲ γένος εἰσὶ Ἀχαιοί.
[8,48] οἱ μέν νυν ἄλλοι τριήρεας παρεχόμενοι ἐστρατεύοντο, Μήλιοι δὲ καὶ Σίφνιοι καὶ Σερίφιοι πεντηκοντέρους· Μήλιοι μὲν γένος ἐόντες ἀπὸ Λακεδαίμονος δύο παρείχοντο, Σίφνιοι δὲ καὶ Σερίφιοι Ἴωνες ἐόντες ἀπ᾽ Ἀθηνέων μίαν ἑκάτεροι. ἀριθμὸς δὲ ἐγένετο ὁ πᾶς τῶν νεῶν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, τριηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ ὀκτώ.
[8,49] ὡς δὲ ἐς τὴν Σαλαμῖνα συνῆλθον οἱ στρατηγοὶ ἀπὸ τῶν εἰρημενέων πολίων, ἐβουλεύοντο, προθέντος Εὐρυβιάδεω γνώμην ἀποφαίνεσθαι τὸν βουλόμενον, ὅκου δοκέοι ἐπιτηδεότατον εἶναι ναυμαχίην ποιέεσθαι τῶν αὐτοὶ χωρέων ἐγκρατέες εἰσί· ἡ γὰρ Ἀττικὴ ἀπεῖτο ἤδη, τῶν δὲ λοιπέων πέρι προετίθεε. (2) αἱ γνῶμαι δὲ τῶν λεγόντων αἱ πλεῖσται συνεξέπιπτον πρὸς τὸν Ἰσθμὸν πλώσαντας ναυμαχέειν πρὸ τῆς Πελοποννήσου, ἐπιλέγοντες τὸν λόγον τόνδε, ὡς εἰ νικηθέωσι τῇ ναυμαχίῃ, ἐν Σαλαμῖνι μὲν ἐόντες πολιορκήσονται ἐν νήσῳ, ἵνα σφι τιμωρίη οὐδεμία ἐπιφανήσεται, πρὸς δὲ τῷ Ἰσθμῷ ἐς τοὺς ἑωυτῶν ἐξοίσονται.
[8,50] ταῦτα τῶν ἀπὸ Πελοποννήσου στρατηγῶν ἐπιλεγομένων, ἐληλύθεε ἀνὴρ Ἀθηναῖος ἀγγέλλων ἥκειν τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικὴν καὶ πᾶσαν αὐτὴν πυρπολέεσθαι. (2) ὁ γὰρ διὰ Βοιωτῶν τραπόμενος στρατὸς ἅμα Ξέρξῃ, ἐμπρήσας Θεσπιέων τὴν πόλιν, αὐτῶν ἐκλελοιπότων ἐς Πελοπόννησον, καὶ τὴν Πλαταιέων ὡσαύτως, ἧκέ τε ἐς τὰς Ἀθήνας καὶ πάντα ἐκεῖνα ἐδηίου. ἐνέπρησε δὲ Θέσπειάν τε καὶ Πλάταιαν πυθόμενος Θηβαίων ὅτι οὐκ ἐμήδιζον.
Οι Πέρσες καταστρέφουν την Αθήνα
[8,51] ἀπὸ δὲ τῆς διαβάσιος τοῦ Ἑλλησπόντου, ἔνθεν πορεύεσθαι ἤρξαντο οἱ βάρβαροι, ἕνα αὐτοῦ διατρίψαντες μῆνα ἐν τῷ διέβαινον ἐς τὴν Εὐρώπην, ἐν τρισὶ ἑτέροισι μησὶ ἐγένοντο ἐν τῇ Ἀττικῇ, Καλλιάδεω ἄρχοντος Ἀθηναίοισι. (2) καὶ αἱρέουσι ἔρημον τὸ ἄστυ, καί τινας ὀλίγους εὑρίσκουσι τῶν Ἀθηναίων ἐν τῷ ἱρῷ ἐόντας, ταμίας τε τοῦ ἱροῦ καὶ πένητας ἀνθρώπους, οἳ φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὶ ξύλοισι ἠμύνοντο τοὺς ἐπιόντας, ἅμα μὲν ὑπ᾽ ἀσθενείης βίου οὐκ ἐκχωρήσαντες ἐς Σαλαμῖνα, πρὸς δὲ αὐτοὶ δοκέοντες ἐξευρηκέναι τὸ μαντήιον τὸ ἡ Πυθίη σφι ἔχρησε, τὸ ξύλινον τεῖχος ἀνάλωτον ἔσεσθαι· αὐτὸ δὴ τοῦτο εἶναι τὸ κρησφύγετον κατὰ τὸ μαντήιον καὶ οὐ τὰς νέας.
[8,52] οἱ δὲ Πέρσαι ἱζόμενοι ἐπὶ τὸν καταντίον τῆς ἀκροπόλιος ὄχθον, τὸν Ἀθηναῖοι καλέουσι Ἀρήιον πάγον, ἐπολιόρκεον τρόπον τοιόνδε· ὅκως στυππεῖον περὶ τοὺς ὀιστοὺς περιθέντες ἅψειαν, ἐτόξευον ἐς τὸ φράγμα. ἐνθαῦτα Ἀθηναίων οἱ πολιορκεόμενοι ὅμως ἠμύνοντο, καίπερ ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ ἀπιγμένοι καὶ τοῦ φράγματος προδεδωκότος· (2) οὐδὲ λόγους τῶν Πεισιστρατιδέων προσφερόντων περὶ ὁμολογίης ἐνεδέκοντο, ἀμυνόμενοι δὲ ἄλλα τε ἀντεμηχανῶντο καὶ δὴ καὶ προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν, ὥστε Ξέρξην ἐπὶ χρόνον συχνὸν ἀπορίῃσι ἐνέχεσθαι οὐ δυνάμενον σφέας ἑλεῖν.
[8,53] χρόνῳ δ᾽ ἐκ τῶν ἀπόρων ἐφάνη δή τις ἔξοδος τοῖσι βαρβάροισι· ἔδεε γὰρ κατὰ τὸ θεοπρόπιον πᾶσαν τὴν Ἀττικὴν τὴν ἐν τῇ ἠπείρῳ γενέσθαι ὑπὸ Πέρσῃσι. ἔμπροσθε ὦν πρὸ τῆς ἀκροπόλιος, ὄπισθε δὲ τῶν πυλέων καὶ τῆς ἀνόδου, τῇ δὴ οὔτε τις ἐφύλασσε οὔτ᾽ ἂν ἤλπισε μή κοτέ τις κατὰ ταῦτα ἀναβαίη ἀνθρώπων, ταύτῃ ἀνέβησαν τινὲς κατὰ τὸ ἱρὸν τῆς Κέκροπος θυγατρὸς Ἀγλαύρου, καίτοι περ ἀποκρήμνου ἐόντος τοῦ χώρου. (2) ὡς δὲ εἶδον αὐτοὺς ἀναβεβηκότας οἱ Ἀθηναῖοι ἐπὶ τὴν ἀκρόπολιν, οἳ μὲν ἐρρίπτεον ἑωυτοὺς κατὰ τοῦ τείχεος κάτω καὶ διεφθείροντο, οἳ δὲ ἐς τὸ μέγαρον κατέφευγον. τῶν δὲ Περσέων οἱ ἀναβεβηκότες πρῶτον μὲν ἐτράποντο πρὸς τὰς πύλας, ταύτας δὲ ἀνοίξαντες τοὺς ἱκέτας ἐφόνευον· ἐπεὶ δέ σφι πάντες κατέστρωντο, τὸ ἱρὸν συλήσαντες ἐνέπρησαν πᾶσαν τὴν ἀκρόπολιν.
[8,54] σχὼν δὲ παντελέως τὰς Ἀθήνας Ξέρξης ἀπέπεμψε ἐς Σοῦσα ἄγγελον ἱππέα Ἀρταβάνῳ ἀγγελέοντα τὴν παρεοῦσάν σφι εὐπρηξίην. ἀπὸ δὲ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος δευτέρῃ ἡμέρῃ συγκαλέσας Ἀθηναίων τοὺς φυγάδας, ἑωυτῷ δὲ ἑπομένους, ἐκέλευε τρόπῳ τῷ σφετέρῳ θῦσαι τὰ ἱρὰ ἀναβάντας ἐς τὴν ἀκρόπολιν, εἴτε δὴ ὦν ὄψιν τινὰ ἰδὼν ἐνυπνίου ἐνετέλλετο ταῦτα, εἴτε καὶ ἐνθύμιόν οἱ ἐγένετο ἐμπρήσαντι τὸ ἱρόν. οἱ δὲ φυγάδες τῶν Ἀθηναίων ἐποίησαν τὰ ἐντεταλμένα.
[8,55] τοῦ δὲ εἵνεκεν τούτων ἐπεμνήσθην, φράσω. ἔστι ἐν τῇ ἀκροπόλι ταύτῃ Ἐρεχθέος τοῦ γηγενέος λεγομένου εἶναι νηός, ἐν τῷ ἐλαίη τε καὶ θάλασσα ἔνι, τὰ λόγος παρὰ Ἀθηναίων Ποσειδέωνά τε καὶ Ἀθηναίην ἐρίσαντας περὶ τῆς χώρης μαρτύρια θέσθαι. ταύτην ὦν τὴν ἐλαίην ἅμα τῷ ἄλλῳ ἱρῷ κατέλαβε ἐμπρησθῆναι ὑπὸ τῶν βαρβάρων· δευτέρῃ δὲ ἡμέρῃ ἀπὸ τῆς ἐμπρήσιος Ἀθηναίων οἱ θύειν ὑπὸ βασιλέος κελευόμενοι ὡς ἀνέβησαν ἐς τὸ ἱρόν, ὥρων βλαστὸν ἐκ τοῦ στελέχεος ὅσον τε πηχυαῖον ἀναδεδραμηκότα. οὗτοι μέν νυν ταῦτα ἔφρασαν.
Συζητήσεις για το πού θα δοθεί η ναυμαχία
[8,56] οἱ δὲ ἐν Σαλαμῖνι Ἕλληνες, ὥς σφι ἐξηγγέλθη ὡς ἔσχε τὰ περὶ τὴν Ἀθηναίων ἀκρόπολιν, ἐς τοσοῦτον θόρυβον ἀπίκοντο ὡς ἔνιοι τῶν στρατηγῶν οὐδὲ κυρωθῆναι ἔμενον τὸ προκείμενον πρῆγμα, ἀλλ᾽ ἔς τε τὰς νέας ἐσέπιπτον καὶ ἱστία ἀείροντο ὡς ἀποθευσόμενοι· τοῖσί τε ὑπολειπομένοισι αὐτῶν ἐκυρώθη πρὸ τοῦ Ἰσθμοῦ ναυμαχέειν. νύξ τε ἐγίνετο καὶ οἳ διαλυθέντες ἐκ τοῦ συνεδρίου ἐσέβαινον ἐς τὰς νέας.
[8,57] ἐνθαῦτα δὴ Θεμιστοκλέα ἀπικόμενον ἐπὶ τὴν νέα εἴρετο Μνησίφιλος ἀνὴρ Ἀθηναῖος ὅ τι σφι εἴη βεβουλευμένον. πυθόμενος δὲ πρὸς αὐτοῦ ὡς εἴη δεδογμένον ἀνάγειν τὰς νέας πρὸς τὸν Ἰσθμὸν καὶ πρὸ τῆς Πελοποννήσου ναυμαχέειν, εἶπε (2) “οὔτ᾽ ἄρα, ἤν ἀπαείρωσι τὰς νέας ἀπὸ Σαλαμῖνος, περὶ οὐδεμιῆς ἔτι πατρίδος ναυμαχήσεις· κατὰ γὰρ πόλις ἕκαστοι τρέψονται, καὶ οὔτε σφέας Εὐρυβιάδης κατέχειν δυνήσεται οὔτε τις ἀνθρώπων ἄλλος ὥστε μὴ οὐ διασκεδασθῆναι τὴν στρατιήν· ἀπολέεταί τε ἡ Ἑλλὰς ἀβουλίῃσι. ἀλλ᾽ εἴ τις ἐστὶ μηχανή, ἴθι καὶ πειρῶ διαχέαι τὰ βεβουλευμένα, ἤν κως δύνῃ ἀναγνῶσαι Εὐρυβιάδην μεταβουλεύσασθαι ὥστε αὐτοῦ μένειν”.
[8,58] κάρτα τε τῷ Θεμιστοκλέι ἤρεσε ἡ ὑποθήκη, καὶ οὐδὲν πρὸς ταῦτα ἀμειψάμενος ἤιε ἐπὶ τὴν νέα τὴν Εὐρυβιάδεω. ἀπικόμενος δὲ ἔφη ἐθέλειν οἱ κοινόν τι πρῆγμα συμμῖξαι· ὃ δ᾽ αὐτὸν ἐς τὴν νέα ἐκέλευε ἐσβάντα λέγειν, εἴ τι θέλει. (2) ἐνθαῦτα ὁ Θεμιστοκλέης παριζόμενός οἱ καταλέγει ἐκεῖνά τε πάντα τὰ ἤκουσε Μνησιφίλου, ἑωυτοῦ ποιεύμενος, καὶ ἄλλα πολλὰ προστιθείς, ἐς ὃ ἀνέγνωσε χρηίζων ἔκ τε τῆς νεὸς ἐκβῆναι συλλέξαι τε τοὺς στρατηγοὺς ἐς τὸ συνέδριον.
[8,59] ὡς δὲ ἄρα συνελέχθησαν, πρὶν ἢ τὸν Εὐρυβιάδην προθεῖναι τὸν λόγον τῶν εἵνεκα συνήγαγε τοὺς στρατηγούς, πολλὸς ἦν ὁ Θεμιστοκλέης ἐν τοῖσι λόγοισι οἷα κάρτα δεόμενος· λέγοντος δὲ αὐτοῦ, ὁ Κορίνθιος στρατηγὸς Ἀδείμαντος ὁ Ὠκύτου εἶπε “ὦ Θεμιστόκλεες, ἐν τοῖσι ἀγῶσι οἱ προεξανιστάμενοι ῥαπίζονται”. ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη “οἱ δέ γε ἐγκαταλειπόμενοι οὐ στεφανοῦνται”.
[8,60] τότε μὲν ἠπίως πρὸς τὸν Κορίνθιον ἀμείψατο, πρὸς δὲ τὸν Εὐρυβιάδην ἔλεγε ἐκείνων μὲν ἔτι οὐδὲν τῶν πρότερον λεχθέντων, ὡς ἐπεὰν ἀπαείρωσι ἀπὸ Σαλαμῖνος διαδρήσονται· παρεόντων γὰρ τῶν συμμάχων οὐκ ἔφερέ οἱ κόσμον οὐδένα κατηγορέειν· ὁ δὲ ἄλλου λόγου εἴχετο, λέγων τάδε. (60A) “ἐν σοὶ νῦν ἐστὶ σῶσαι τὴν Ἑλλάδα, ἢν ἐμοὶ πείθῃ ναυμαχίην αὐτοῦ μένων ποιέεσθαι, μηδὲ πειθόμενος τούτων τοῖσι λόγοισι ἀναζεύξῃς πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νέας. ἀντίθες γὰρ ἑκάτερον ἀκούσας. πρὸς μὲν τῷ Ἰσθμῷ συμβάλλων ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ ναυμαχήσεις, ἐς τὸ ἥκιστα ἡμῖν σύμφορον ἐστὶ νέας ἔχουσι βαρυτέρας καὶ ἀριθμὸν ἐλάσσονας· τοῦτο δὲ ἀπολέεις Σαλαμῖνά τε καὶ Μέγαρα καὶ Αἴγιναν, ἤν περ καὶ τὰ ἄλλα εὐτυχήσωμεν. ἅμα δὲ τῷ ναυτικῷ αὐτῶν ἕψεται καὶ ὁ πεζὸς στρατός, καὶ οὕτω σφέας αὐτὸς ἄξεις ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον, κινδυνεύσεις τε ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι. (60B) ἢν δὲ τὰ ἐγὼ λέγω ποιήσῃς, τοσάδε ἐν αὐτοῖσι χρηστὰ εὑρήσεις· πρῶτα μὲν ἐν στεινῷ συμβάλλοντες νηυσὶ ὀλίγῃσι πρὸς πολλάς, ἢν τὰ οἰκότα ἐκ τοῦ πολέμου ἐκβαίνῃ, πολλὸν κρατήσομεν· τὸ γὰρ ἐν στεινῷ ναυμαχέειν πρὸς ἡμέων ἐστί, ἐν εὐρυχωρίῃ δὲ πρὸς ἐκείνων. αὖτις δὲ Σαλαμὶς περιγίνεται, ἐς τὴν ἡμῖν ὑπέκκειται τέκνα τε καὶ γυναῖκες. καὶ μὲν καὶ τόδε ἐν αὐτοῖσι ἔνεστι, τοῦ καὶ περιέχεσθε μάλιστα· ὁμοίως αὐτοῦ τε μένων προναυμαχήσεις Πελοποννήσου καὶ πρὸς τῷ Ἰσθμῷ, οὐδὲ σφέας, εἴ περ εὖ φρονέεις, ἄξεις ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον. (60C) ἢν δέ γε καὶ τὰ ἐγὼ ἐλπίζω γένηται καὶ νικήσωμεν τῇσι νηυσί, οὔτε ὑμῖν ἐς τὸν Ἰσθμὸν παρέσονται οἱ βάρβαροι οὔτε προβήσονται ἑκαστέρω τῆς Ἀττικῆς, ἀπίασί τε οὐδενὶ κόσμῳ, Μεγάροισί τε κερδανέομεν περιεοῦσι καὶ Αἰγίνῃ καὶ Σαλαμῖνι, ἐν τῇ ἡμῖν καὶ λόγιον ἐστὶ τῶν ἐχθρῶν κατύπερθε γενέσθαι. οἰκότα μέν νυν βουλευομένοισι ἀνθρώποισι ὡς τὸ ἐπίπαν ἐθέλει γίνεσθαι· μὴ δὲ οἰκότα βουλευομένοισι οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ θεὸς προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηίας γνώμας”.
[8,61] ταῦτα λέγοντος Θεμιστοκλέος αὖτις ὁ Κορίνθιος Ἀδείμαντος ἐπεφέρετο, σιγᾶν τε κελεύων τῷ μὴ ἐστὶ πατρὶς καὶ Εὐρυβιάδην οὐκ ἐῶν ἐπιψηφίζειν ἀπόλι ἀνδρί· πόλιν γὰρ τὸν Θεμιστοκλέα παρεχόμενον οὕτω ἐκέλευε γνώμας συμβάλλεσθαι. ταῦτα δέ οἱ προέφερε ὅτι ἡλώκεσάν τε καὶ κατείχοντο αἱ Ἀθῆναι. (2) τότε δὴ ὁ Θεμιστοκλέης κεῖνόν τε καὶ τοὺς Κορινθίους πολλά τε καὶ κακὰ ἔλεγε, ἑωυτοῖσι τε ἐδήλου λόγῳ ὡς εἴη καὶ πόλις καὶ γῆ μέζων ἤ περ ἐκείνοισι, ἔστ᾽ ἂν διηκόσιαι νέες σφι ἔωσι πεπληρωμέναι· οὐδαμοὺς γὰρ Ἑλλήνων αὐτοὺς ἐπιόντας ἀποκρούσεσθαι.
[8,62] σημαίνων δὲ ταῦτα τῷ λόγῳ διέβαινε ἐς Εὐρυβιάδην, λέγων μᾶλλον ἐπεστραμμένα. “σὺ εἰ μενέεις αὐτοῦ καὶ μένων ἔσεαι ἀνὴρ ἀγαθός· εἰ δὲ μή, ἀνατρέψεις τὴν Ἑλλάδα· τὸ πᾶν γὰρ ἡμῖν τοῦ πολέμου φέρουσι αἱ νέες. ἀλλ᾽ ἐμοὶ πείθεο. (2) εἰ δὲ ταῦτα μὴ ποιήσῃς, ἡμεῖς μὲν ὡς ἔχομεν ἀναλαβόντες τοὺς οἰκέτας κομιεύμεθα ἐς Σῖριν τὴν ἐν Ἰταλίῃ, ἥ περ ἡμετέρη τε ἐστὶ ἐκ παλαιοῦ ἔτι, καὶ τὰ λόγια λέγει ὑπ᾽ ἡμέων αὐτὴν δέειν κτισθῆναι· ὑμεῖς δὲ συμμάχων τοιῶνδε μουνωθέντες μεμνήσεσθε τῶν ἐμῶν λόγων”.
[8,63] ταῦτα δὲ Θεμιστοκλέος λέγοντος ἀνεδιδάσκετο Εὐρυβιάδης· δοκέειν δέ μοι, ἀρρωδήσας μάλιστα τοὺς Ἀθηναίους ἀνεδιδάσκετο, μή σφεας ἀπολίπωσι, ἢν πρὸς τὸν Ἰσθμὸν ἀγάγῃ τὰς νέας· ἀπολιπόντων γὰρ Ἀθηναίων οὐκέτι ἐγίνοντο ἀξιόμαχοι οἱ λοιποί. ταύτην δὲ αἱρέεται τὴν γνώμην, αὐτοῦ μένοντας διαναυμαχέειν.
[8,64] οὕτω μὲν οἱ περὶ Σαλαμῖνα ἔπεσι ἀκροβολισάμενοι, ἐπείτε Εὐρυβιάδῃ ἔδοξε, αὐτοῦ παρεσκευάζοντο ὡς ναυμαχήσοντες. ἡμέρη τε ἐγίνετο καὶ ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνιόντι σεισμὸς ἐγένετο ἔν τε τῇ γῇ καὶ τῇ θαλάσσῃ. (2) ἔδοξε δέ σφι εὔξασθαι τοῖσι θεοῖσι καὶ ἐπικαλέσασθαι τοὺς Αἰακίδας συμμάχους. ὡς δέ σφι ἔδοξε, καὶ ἐποίευν ταῦτα· εὐξάμενοι γὰρ πᾶσι τοῖσι θεοῖσι, αὐτόθεν μὲν ἐκ Σαλαμῖνος Αἴαντά τε καὶ Τελαμῶνα ἐπεκαλέοντο, ἐπὶ δὲ Αἰακὸν καὶ τοὺς ἄλλους Αἰακίδας νέα ἀπέστελλον ἐς Αἴγιναν.
[8,65] ἔφη δὲ Δίκαιος ὁ Θεοκύδεος, ἀνὴρ Ἀθηναῖος φυγάς τε καὶ παρὰ Μήδοισι λόγιμος γενόμενος τοῦτον τὸν χρόνον, ἐπείτε ἐκείρετο ἡ Ἀττικὴ χώρη ὑπὸ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ τοῦ Ξέρξεω ἐοῦσα ἔρημος Ἀθηναίων, τυχεῖν τότε ἐὼν ἅμα Δημαρήτῳ τῷ Λακεδαιμονίῳ ἐν τῷ Θριασίῳ πεδίῳ, ἰδεῖν δὲ κονιορτὸν χωρέοντα ἀπ᾽ Ἐλευσῖνος ὡς ἀνδρῶν μάλιστά κῃ τρισμυρίων, ἀποθωμάζειν τε σφέας τὸν κονιορτὸν ὅτεων κοτὲ εἴη ἀνθρώπων, καὶ πρόκατε φωνῆς ἀκούειν, καί οἱ φαίνεσθαι τὴν φωνὴν εἶναι τὸν μυστικὸν ἴακχον. (2) εἶναι δ᾽ ἀδαήμονα τῶν ἱρῶν τῶν ἐν Ἐλευσῖνι γινομένων τὸν Δημάρητον, εἰρέσθαί τε αὐτὸν ὅ τι τὸ φθεγγόμενον εἴη τοῦτο. αὐτὸς δὲ εἰπεῖν “Δημάρητε, οὐκ ἔστι ὅκως οὐ μέγα τι σίνος ἔσται τῇ βασιλέος στρατιῇ· τάδε γὰρ ἀρίδηλα, ἐρήμου ἐούσης τῆς Ἀττικῆς, ὅτι θεῖον τὸ φθεγγόμενον, ἀπ᾽ Ἐλευσῖνος ἰὸν ἐς τιμωρίην Ἀθηναίοισί τε καὶ τοῖσι συμμάχοισι. (3) καὶ ἢν μέν γε κατασκήψῃ ἐς τὴν Πελοπόννησον, κίνδυνος αὐτῷ τε βασιλέι καὶ τῇ στρατιῇ τῇ ἐν τῇ ἠπείρῳ ἔσται, ἢν δὲ ἐπὶ τὰς νέας τράπηται τὰς ἐν Σαλαμῖνι, τὸν ναυτικὸν στρατὸν κινδυνεύσει βασιλεὺς ἀποβαλεῖν. (4) τὴν δὲ ὁρτὴν ταύτην ἄγουσι Ἀθηναῖοι ἀνὰ πάντα ἔτεα τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ, καὶ αὐτῶν τε ὁ βουλόμενος καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων μυεῖται· καὶ τὴν φωνὴν τῆς ἀκούεις ἐν ταύτῃ τῇ ὁρτῇ ἰακχάζουσι”. πρὸς ταῦτα εἰπεῖν Δημάρητον “σίγα τε καὶ μηδενὶ ἄλλῳ τὸν λόγον τοῦτον εἴπῃς· (5) ἢν γάρ τοι ἐς βασιλέα ἀνενειχθῇ τὰ ἔπεα ταῦτα, ἀποβαλέεις τὴν κεφαλήν, καὶ σε οὔτε ἐγὼ δυνήσομαι ῥύσασθαι οὔτ᾽ ἄλλος ἀνθρώπων οὐδὲ εἶς. ἀλλ᾽ ἔχ᾽ ἥσυχος, περὶ δὲ στρατιῆς τῆσδε θεοῖσι μελήσει”. (6) τὸν μὲν δὴ ταῦτα παραινέειν, ἐκ δὲ τοῦ κονιορτοῦ καὶ τῆς φωνῆς γενέσθαι νέφος καὶ μεταρσιωθὲν φέρεσθαι ἐπὶ Σαλαμῖνος ἐπὶ τὸ στρατόπεδον τὸ τῶν Ἑλλήνων. οὕτω δὴ αὐτοὺς μαθεῖν ὅτι τὸ ναυτικὸν τὸ Ξέρξεω ἀπολέεσθαι μέλλοι. ταῦτα μὲν Δίκαιος ὁ Θεοκύδεος ἔλεγε, Δημαρήτου τε καὶ ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος.
Συζητήσεις μεταξύ των Περσών
[8,66] οἱ δὲ ἐς τὸν Ξέρξεω ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντες, ἐπειδὴ ἐκ Τρηχῖνος θεησάμενοι τὸ τρῶμα τὸ Λακωνικὸν διέβησαν ἐς τὴν Ἱστιαίην, ἐπισχόντες ἡμέρας τρεῖς ἔπλεον δι᾽ Εὐρίπου, καὶ ἐν ἑτέρῃσι τρισὶ ἡμέρῃσι ἐγένοντο ἐν Φαλήρῳ. ὡς μὲν ἐμοὶ δοκέειν, οὐκ ἐλάσσονες ἐόντες ἀριθμὸν ἐσέβαλον ἐς τὰς Ἀθήνας, κατά τε ἤπειρον καὶ τῇσι νηυσὶ ἀπικόμενοι, ἢ ἐπί τε Σηπιάδα ἀπίκοντο καὶ ἐς Θερμοπύλας· (2) ἀντιθήσω γὰρ τοῖσί τε ὑπὸ τοῦ χειμῶνος αὐτῶν ἀπολομένοισι καὶ τοῖσι ἐν Θερμοπύλῃσι καὶ τῇσι ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ ναυμαχίῃσι τούσδε τοὺς τότε οὔκω ἑπομένους βασιλέι, Μηλιέας καὶ Δωριέας καὶ Λοκροὺς καὶ Βοιωτοὺς πανστρατιῇ ἑπομένους πλὴν Θεσπιέων καὶ Πλαταιέων, καὶ μάλα Καρυστίους τε καὶ Ἀνδρίους καὶ Τηνίους τε καὶ τοὺς λοιποὺς νησιώτας πάντας, πλὴν τῶν πέντε πολίων τῶν ἐπεμνήσθημεν πρότερον τὰ οὐνόματα. ὅσῳ γὰρ δὴ προέβαινε ἐσωτέρω τῆς Ἑλλάδος ὁ Πέρσης, τοσούτῳ πλέω ἔθνεά οἱ εἵπετο.
[8,67] ἐπεὶ ὦν ἀπίκατο ἐς τὰς Ἀθήνας πάντες οὗτοι πλὴν Παρίων (Πάριοι δὲ ὑπολειφθέντες ἐν Κύθνῳ ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται), οἱ δὲ λοιποὶ ὡς ἀπίκοντο ἐς τὸ Φάληρον, ἐνθαῦτα κατέβη αὐτὸς Ξέρξης ἐπὶ τὰς νέας, ἐθέλων σφι συμμῖξαί τε καὶ πυθέσθαι τῶν ἐπιπλεόντων τὰς γνώμας. (2) ἐπεὶ δὲ ἀπικόμενος προΐζετο, παρῆσαν μετάπεμπτοι οἱ τῶν ἐθνέων τῶν σφετέρων τύραννοι καὶ ταξίαρχοι ἀπὸ τῶν νεῶν, καὶ ἵζοντο ὥς σφι βασιλεὺς ἑκάστῳ τιμὴν ἐδεδώκεε, πρῶτος μὲν ὁ Σιδώνιος βασιλεύς, μετὰ δὲ ὁ Τύριος, ἐπὶ δὲ ὧλλοι. ὡς δὲ κόσμῳ ἐπεξῆς ἵζοντο, πέμψας Ξέρξης Μαρδόνιον εἰρώτα ἀποπειρώμενος ἑκάστου εἰ ναυμαχίην ποιέοιτο.
[8,68] ἐπεὶ δὲ περιιὼν εἰρώτα ὁ Μαρδόνιος ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ Σιδωνίου, οἱ μὲν ἄλλοι κατὰ τὠυτὸ γνώμην ἐξεφέροντο κελεύοντες ναυμαχίην ποιέεσθαι, Ἀρτεμισίη δὲ τάδε ἔφη. (68A) “εἰπεῖν μοι πρὸς βασιλέα, Μαρδόνιε, ὡς ἐγὼ τάδε λέγω, οὔτε κακίστη γενομένη ἐν τῇσι ναυμαχίῃσι τῇσι πρὸς Εὐβοίῃ οὔτε ἐλάχιστα ἀποδεξαμένη. δέσποτα, τὴν δὲ ἐοῦσαν γνώμην με δίκαιον ἐστὶ ἀποδείκνυσθαι, τὰ τυγχάνω φρονέουσα ἄριστα ἐς πρήγματα τὰ σά. καὶ τοι τάδε λέγω, φείδεο τῶν νεῶν μηδὲ ναυμαχίην ποιέο. οἱ γὰρ ἄνδρες τῶν σῶν ἀνδρῶν κρέσσονες τοσοῦτο εἰσὶ κατὰ θάλασσαν ὅσον ἄνδρες γυναικῶν. (2) τί δὲ πάντως δέει σε ναυμαχίῃσι ἀνακινδυνεύειν; οὐκ ἔχεις μὲν τὰς Ἀθήνας, τῶν περ εἵνεκα ὁρμήθης στρατεύεσθαι, ἔχεις δὲ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα ; ἐμποδὼν δέ τοι ἵσταται οὐδείς· οἳ δέ τοι ἀντέστησαν, ἀπήλλαξαν οὕτω ὡς κείνους ἔπρεπε. (68B) τῇ δὲ ἐγὼ δοκέω ἀποβήσεσθαι τὰ τῶν ἀντιπολέμων πρήγματα, τοῦτο φράσω. ἢν μὲν μὴ ἐπειχθῇς ναυμαχίην ποιεύμενος, ἀλλὰ τὰς νέας αὐτοῦ ἔχῃς πρὸς γῇ μένων ἢ καὶ προβαίνων ἐς τὴν Πελοπόννησον, εὐπετέως τοι δέσποτα χωρήσει τὰ νοέων ἐλήλυθας. (2) οὐ γὰρ οἷοί τε πολλὸν χρόνον εἰσί τοι ἀντέχειν οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ σφέας διασκεδᾷς, κατὰ πόλις δὲ ἕκαστοι φεύξονται. οὔτε γὰρ σῖτος πάρα σφι ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, οὔτε αὐτοὺς οἰκός, ἢν σὺ ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον ἐλαύνῃς τὸν πεζὸν στρατόν, ἀτρεμιεῖν τοὺς ἐκεῖθεν αὐτῶν ἥκοντας, οὐδέ σφι μελήσει πρὸ τῶν Ἀθηνέων ναυμαχέειν. (68C) ἢν δὲ αὐτίκα ἐπειχθῇς ναυμαχῆσαι, δειμαίνω μὴ ὁ ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὶς τὸν πεζὸν προσδηλήσηται. πρὸς δὲ, ὦ βασιλεῦ, καὶ τόδε ἐς θυμὸν βάλευ, ὡς τοῖσι μὲν χρηστοῖσι τῶν ἀνθρώπων κακοὶ δοῦλοι φιλέουσι γίνεσθαι, τοῖσι δὲ κακοῖσι χρηστοί. σοὶ δὲ ἐόντι ἀρίστῳ ἀνδρῶν πάντων κακοὶ δοῦλοι εἰσί, οἳ ἐν συμμάχων λόγῳ λέγονται εἶναι ἐόντες Αἰγύπτιοί τε καὶ Κύπριοι καὶ Κίλικες καὶ Πάμφυλοι, τῶν ὄφελος ἐστὶ οὐδέν”.
[8,69] ταῦτα λεγούσης πρὸς Μαρδόνιον, ὅσοι μὲν ἦσαν εὔνοοι τῇ Ἀρτεμισίῃ, συμφορὴν ἐποιεῦντο τοὺς λόγους ὡς κακόν τι πεισομένης πρὸς βασιλέος, ὅτι οὐκ ἔα ναυμαχίην ποιέεσθαι· οἳ δὲ ἀγαιόμενοί τε καὶ φθονέοντες αὐτῇ, ἅτε ἐν πρώτοισι τετιμημένης διὰ πάντων τῶν συμμάχων, ἐτέρποντο τῇ ἀνακρίσι ὡς ἀπολεομένης αὐτῆς. (2) ἐπεὶ δὲ ἀνηνείχθησαν αἱ γνῶμαι ἐς Ξέρξην, κάρτα τε ἥσθη τῇ γνώμῃ τῇ Ἀρτεμισίης, καὶ νομίζων ἔτι πρότερον σπουδαίην εἶναι τότε πολλῷ μᾶλλον αἴνεε. ὅμως δὲ τοῖσι πλέοσι πείθεσθαι ἐκέλευε, τάδε καταδόξας, πρὸς μὲν Εὐβοίῃ σφέας ἐθελοκακέειν ὡς οὐ παρεόντος αὐτοῦ, τότε δὲ αὐτὸς παρεσκεύαστο θεήσασθαι ναυμαχέοντας.
[8,70] ἐπεὶ δὲ παρήγγελλον ἀναπλέειν, ἀνῆγον τὰς νέας ἐπὶ τὴν Σαλαμῖνα καὶ παρεκρίθησαν διαταχθέντες κατ᾽ ἡσυχίην. τότε μέν νυν οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι· νὺξ γὰρ ἐπεγένετο· οἳ δὲ παρεσκευάζοντο ἐς τὴν ὑστεραίην. (2) τοὺς δὲ Ἕλληνας εἶχε δέος τε καὶ ἀρρωδίη, οὐκ ἥκιστα δὲ τοὺς ἀπὸ Πελοποννήσου· ἀρρώδεον δὲ ὅτι αὐτοὶ μὲν ἐν Σαλαμῖνι κατήμενοι ὑπὲρ γῆς τῆς Ἀθηναίων ναυμαχέειν μέλλοιεν, νικηθέντες τε ἐν νήσῳ ἀπολαμφθέντες πολιορκήσονται, ἀπέντες τὴν ἑωυτῶν ἀφύλακτον· τῶν δὲ βαρβάρων ὁ πεζὸς ὑπὸ τὴν παρεοῦσαν νύκτα ἐπορεύετο ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον.
Το χτίσιμο του τείχους στον Ισθμό
[8,71] καίτοι τὰ δυνατὰ πάντα ἐμεμηχάνητο ὅκως κατ᾽ ἤπειρον μὴ ἐσβάλοιεν οἱ βάρβαροι. ὡς γὰρ ἐπύθοντο τάχιστα Πελοποννήσιοι τοὺς ἀμφὶ Λεωνίδην ἐν Θερμοπύλῃσι τετελευτηκέναι, συνδραμόντες ἐκ τῶν πολίων ἐς τὸν Ἰσθμὸν ἵζοντο, καί σφι ἐπῆν στρατηγὸς Κλεόμβροτος ὁ Ἀναξανδρίδεω, Λεωνίδεω δὲ ἀδελφεός. (2) ἱζόμενοι δὲ ἐν τῷ Ἰσθμῷ καὶ συγχώσαντες τὴν Σκιρωνίδα ὁδόν, μετὰ τοῦτο ὥς σφι ἔδοξε βουλευομένοισι, οἰκοδόμεον διὰ τοῦ Ἰσθμοῦ τεῖχος. ἅτε δὲ ἐουσέων μυριάδων πολλέων καὶ παντὸς ἀνδρὸς ἐργαζομένου, ἤνετο τὸ ἔργον· καὶ γὰρ λίθοι καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ φορμοὶ ψάμμου πλήρεες ἐσεφέροντο, καὶ ἐλίνυον οὐδένα χρόνον οἱ βοηθήσαντες ἐργαζόμενοι, οὔτε νυκτὸς οὔτε ἡμέρης.
[8,72] οἱ δὲ βοηθήσαντες ἐς τὸν Ἰσθμὸν πανδημεὶ οἵδε ἦσαν Ἑλλήνων, Λακεδαιμόνιοί τε καὶ Ἀρκάδες πάντες καὶ Ἠλεῖοι καὶ Κορίνθιοι καὶ Ἐπιδαύριοι καὶ Φλιάσιοι καὶ Τροιζήνιοι καὶ Ἑρμιονέες. οὗτοι μὲν ἦσαν οἱ βοηθήσαντες καὶ ὑπεραρρωδέοντες τῇ Ἑλλάδι κινδυνευούσῃ· τοῖσι δὲ ἄλλοισι Πελοποννησίοισι ἔμελε οὐδέν. Ὀλύμπια δὲ καὶ Κάρνεια παροιχώκεε ἤδη.
[8,73] οἰκέει δὲ τὴν Πελοπόννησον ἔθνεα ἑπτά. τούτων δὲ τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα ἐόντα κατὰ χώρην ἵδρυται νῦν τε καὶ τὸ πάλαι οἴκεον, Ἀρκάδες τε καὶ Κυνούριοι· ἓν δὲ ἔθνος τὸ Ἀχαιϊκὸν ἐκ μὲν Πελοποννήσου οὐκ ἐξεχώρησε, ἐκ μέντοι τῆς ἑωυτῶν, οἰκέει δὲ τὴν ἀλλοτρίην. (2) τὰ δὲ λοιπὰ ἔθνεα τῶν ἑπτὰ τέσσερα ἐπήλυδα ἐστί, Δωριέες τε καὶ Αἰτωλοὶ καὶ Δρύοπες καὶ Λήμνιοι. Δωριέων μὲν πολλαί τε καὶ δόκιμοι πόλιες, Αἰτωλῶν δὲ Ἦλις μούνη, Δρυόπων δὲ Ἑρμιών τε καὶ Ἀσίνη ἡ πρὸς Καρδαμύλῃ τῇ Λακωνικῇ, Λημνίων δὲ Παρωρεῆται πάντες. (3) οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες δοκέουσι μοῦνοι εἶναι Ἴωνες, ἐκδεδωρίευνται δὲ ὑπό τε Ἀργείων ἀρχόμενοι καὶ τοῦ χρόνου, ἐόντες Ὀρνεῆται καὶ οἱ περίοικοι. τούτων ὦν τῶν ἑπτὰ ἐθνέων αἱ λοιπαὶ πόλιες, πάρεξ τῶν κατέλεξα, ἐκ τοῦ μέσου κατέατο· εἰ δὲ ἐλευθέρως ἔξεστι εἰπεῖν, ἐκ τοῦ κατήμενοι ἐμήδιζον.
[8,74] οἳ μὲν δὴ ἐν τῷ Ἰσθμῷ τοιούτῳ πόνῳ συνέστασαν, ἅτε περὶ τοῦ παντὸς ἤδη δρόμου θέοντες καὶ τῇσι νηυσὶ οὐκ ἐλπίζοντες ἐλλάμψεσθαι· οἳ δὲ ἐν Σαλαμῖνι ὅμως ταῦτα πυνθανόμενοι ἀρρώδεον, οὐκ οὕτω περὶ σφίσι αὐτοῖσι δειμαίνοντες ὡς περὶ τῇ Πελοποννήσῳ. (2) τέως μὲν δὴ αὐτῶν ἀνὴρ ἀνδρὶ παραστὰς σιγῇ λόγον ἐποιέετο, θῶμα ποιεύμενοι τὴν Εὐρυβιάδεω ἀβουλίην· τέλος δὲ ἐξερράγη ἐς τὸ μέσον. σύλλογός τε δὴ ἐγίνετο καὶ πολλὰ ἐλέγετο τῶν αὐτῶν, οἳ μὲν ὡς ἐς τὴν Πελοπόννησον χρεὸν εἴη ἀποπλέειν καὶ περὶ ἐκείνης κινδυνεύειν μηδὲ πρὸ χώρης δοριαλώτου μένοντας μάχεσθαι, Ἀθηναῖοι δὲ καὶ Αἰγινῆται καὶ Μεγαρέες αὐτοῦ μένοντας ἀμύνεσθαι.
Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή
[8,75] ἐνθαῦτα Θεμιστοκλέης ὡς ἑσσοῦτο τῇ γνώμῃ ὑπὸ τῶν Πελοποννησίων, λαθὼν ἐξέρχεται ἐκ τοῦ συνεδρίου, ἐξελθὼν δὲ πέμπει ἐς τὸ στρατόπεδον τὸ Μήδων ἄνδρα πλοίῳ ἐντειλάμενος τὰ λέγειν χρεόν, τῷ οὔνομα μὲν ἦν Σίκιννος, οἰκέτης δὲ καὶ παιδαγωγὸς ἦν τῶν Θεμιστοκλέος παίδων· τὸν δὴ ὕστερον τούτων τῶν πρηγμάτων Θεμιστοκλέης Θεσπιέα τε ἐποίησε, ὡς ἐπεδέκοντο οἱ Θεσπιέες πολιήτας, καὶ χρήμασι ὄλβιον. (2) ὃς τότε πλοίῳ ἀπικόμενος ἔλεγε πρὸς τοὺς στρατηγοὺς τῶν βαρβάρων τάδε. “ἔπεμψέ με στρατηγὸς ὁ Ἀθηναίων λάθρῃ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων (τυγχάνει γὰρ φρονέων τὰ βασιλέος καὶ βουλόμενος μᾶλλον τὰ ὑμέτερα κατύπερθε γίνεσθαι ἢ τὰ τῶν Ἑλλήνων πρήγματα) φράσοντα ὅτι οἱ Ἕλληνες δρησμὸν βουλεύονται καταρρωδηκότες, καὶ νῦν παρέχει κάλλιστον ὑμέας ἔργων ἁπάντων ἐξεργάσασθαι, ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούς. (3) οὔτε γὰρ ἀλλήλοισι ὁμοφρονέουσι οὔτε ἀντιστήσονται ὑμῖν, πρὸς ἑωυτούς τε σφέας ὄψεσθε ναυμαχέοντας τοὺς τὰ ὑμέτερα φρονέοντας καὶ τοὺς μή”.
[8,76] ὃ μὲν ταῦτά σφι σημήνας ἐκποδὼν ἀπαλλάσσετο· τοῖσι δὲ ὡς πιστὰ ἐγίνετο τὰ ἀγγελθέντα, τοῦτο μὲν ἐς τὴν νησῖδα τὴν Ψυττάλειαν, μεταξὺ Σαλαμῖνός τε κειμένην καὶ τῆς ἠπείρου, πολλοὺς τῶν Περσέων ἀπεβιβάσαντο· τοῦτο δέ, ἐπειδὴ ἐγίνοντο μέσαι νύκτες, ἀνῆγον μὲν τὸ ἀπ᾽ ἑσπέρης κέρας κυκλούμενοι πρὸς τὴν Σαλαμῖνα, ἀνῆγον δὲ οἱ ἀμφὶ τὴν Κέον τε καὶ τὴν Κυνόσουραν τεταγμένοι, κατεῖχόν τε μέχρι Μουνυχίης πάντα τὸν πορθμὸν τῇσι νηυσί. (2) τῶνδε δὲ εἵνεκα ἀνῆγον τὰς νέας, ἵνα δὴ τοῖσι Ἕλλησι μηδὲ φυγεῖν ἐξῇ, ἀλλ᾽ ἀπολαμφθέντες ἐν τῇ Σαλαμῖνι δοῖεν τίσιν τῶν ἐπ᾽ Ἀρτεμισίῳ ἀγωνισμάτων. ἐς δὲ τὴν νησῖδα τὴν Ψυττάλειαν καλεομένην ἀπεβίβαζον τῶν Περσέων τῶνδε εἵνεκεν, ὡς ἐπεὰν γίνηται ναυμαχίη, ἐνθαῦτα μάλιστα ἐξοισομένων τῶν τε ἀνδρῶν καὶ τῶν ναυηγίων (ἐν γὰρ δὴ πόρῳ τῆς ναυμαχίης τῆς μελλούσης ἔσεσθαι ἔκειτο ἡ νῆσος), ἵνα τοὺς μὲν περιποιέωσι τοὺς δὲ διαφθείρωσι. (3) ἐποίευν δὲ σιγῇ ταῦτα, ὡς μὴ πυνθανοίατο οἱ ἐναντίοι. οἱ μὲν δὴ ταῦτα τῆς νυκτὸς οὐδὲν ἀποκοιμηθέντες παραρτέοντο.
[8,77] χρησμοῖσι δὲ οὐκ ἔχω ἀντιλέγειν ὡς οὐκ εἰσὶ ἀληθέες, οὐ βουλόμενος ἐναργέως λέγοντας πειρᾶσθαι καταβάλλειν, ἐς τοιάδε πρήγματα ἐσβλέψας. ἀλλ᾽ ὅταν Ἀρτέμιδος χρυσαόρου ἱερὸν ἀκτήν νηυσὶ γεφυρώσωσι καὶ εἰναλίην Κυνόσουραν ἐλπίδι μαινομένῃ, λιπαρὰς πέρσαντες Ἀθήνας, δῖα δίκη σβέσσει κρατερὸν κόρον, ὕβριος υἱόν, δεινὸν μαιμώοντα, δοκεῦντ᾽ ἀνὰ πάντα πίεσθαι. (2) χαλκὸς γὰρ χαλκῷ συμμίξεται, αἵματι δ᾽ Ἄρης πόντον φοινίξει. τότ᾽ ἐλεύθερον Ἑλλάδος ἦμαρ εὐρύοπα Κρονίδης ἐπάγει καὶ πότνια Νίκη. ἐς τοιαῦτα μὲν καὶ οὕτω ἐναργέως λέγοντι Βάκιδι ἀντιλογίης χρησμῶν πέρι οὔτε αὐτὸς λέγειν τολμέω οὔτε παρ᾽ ἄλλων ἐνδέκομαι.
[8,78] τῶν δὲ ἐν Σαλαμῖνι στρατηγῶν ἐγίνετο ὠθισμὸς λόγων πολλός· ᾔδεσαν δὲ οὔκω ὅτι σφέας περιεκυκλοῦντο τῇσι νηυσὶ οἱ βάρβαροι, ἀλλ᾽ ὥσπερ τῆς ἡμέρης ὥρων αὐτοὺς τεταγμένους, ἐδόκεον κατὰ χώρην εἶναι.
[8,79] συνεστηκότων δὲ τῶν στρατηγῶν, ἐξ Αἰγίνης διέβη Ἀριστείδης ὁ Λυσιμάχου, ἀνὴρ Ἀθηναῖος μὲν ἐξωστρακισμένος δὲ ὑπὸ τοῦ δήμου· τὸν ἐγὼ νενόμικα, πυνθανόμενος αὐτοῦ τὸν τρόπον, ἄριστον ἄνδρα γενέσθαι ἐν Ἀθήνῃσι καὶ δικαιότατον. (2) οὗτος ὡνὴρ στὰς ἐπὶ τὸ συνέδριον ἐξεκαλέετο Θεμιστοκλέα, ἐόντα μὲν ἑωυτῷ οὐ φίλον ἐχθρὸν δὲ τὰ μάλιστα· ὑπὸ δὲ μεγάθεος τῶν παρεόντων κακῶν λήθην ἐκείνων ποιεύμενος ἐξεκαλέετο, θέλων αὐτῷ συμμῖξαι· προακηκόεε δὲ ὅτι σπεύδοιεν οἱ ἀπὸ Πελοποννήσου ἀνάγειν τὰς νέας πρὸς τὸν Ἰσθμόν. (3) ὡς δὲ ἐξῆλθέ οἱ Θεμιστοκλέης, ἔλεγε Ἀριστείδης τάδε. “ἡμέας στασιάζειν χρεόν ἐστι ἔν τε τῷ ἄλλῳ καιρῷ καὶ δὴ καὶ ἐν τῷδε περὶ τοῦ ὁκότερος ἡμέων πλέω ἀγαθὰ τὴν πατρίδα ἐργάσεται. (4) λέγω δέ τοι ὅτι ἴσον ἐστὶ πολλά τε καὶ ὀλίγα λέγειν περὶ ἀποπλόου τοῦ ἐνθεῦτεν Πελοποννησίοισι. ἐγὼ γὰρ αὐτόπτης τοι λέγω γενόμενος ὅτι νῦν οὐδ᾽ ἢν θέλωσι Κορίνθιοί τε καὶ αὐτὸς Εὐρυβιάδης οἷοί τε ἔσονται ἐκπλῶσαι· περιεχόμεθα γὰρ ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ. ἀλλ᾽ ἐσελθών σφι ταῦτα σήμηνον”. ὃ δ᾽ ἀμείβετο τοῖσιδε.
[8,80] “κάρτα τε χρηστὰ διακελεύεαι καὶ εὖ ἤγγειλας· τὰ γὰρ ἐγὼ ἐδεόμην γενέσθαι, αὐτὸς αὐτόπτης γενόμενος ἥκεις. ἴσθι γὰρ ἐξ ἐμέο τὰ ποιεύμενα ὑπὸ Μήδων· ἔδεε γάρ, ὅτε οὐκ ἑκόντες ἤθελον ἐς μάχην κατίστασθαι οἱ Ἕλληνες, ἀέκοντας παραστήσασθαι. σὺ δὲ ἐπεί περ ἥκεις χρηστὰ ἀπαγγέλλων, αὐτός σφι ἄγγειλον. (2) ἢν γὰρ ἐγὼ αὐτὰ λέγω, δόξω πλάσας λέγειν καὶ οὐ πείσω, ὡς οὐ ποιεύντων τῶν βαρβάρων ταῦτα. ἀλλά σφι σήμηνον αὐτὸς παρελθὼν ὡς ἔχει. ἐπεὰν δὲ σημήνῃς, ἢν μὲν πείθωνται, ταῦτα δὴ τὰ κάλλιστα, ἢν δὲ αὐτοῖσι μὴ πιστὰ γένηται, ὅμοιον ἡμῖν ἔσται· οὐ γὰρ ἔτι διαδρήσονται, εἴ περ περιεχόμεθα πανταχόθεν, ὡς σὺ λέγεις”.
[8,81] ἐνθαῦτα ἔλεγε παρελθὼν ὁ Ἀριστείδης, φάμενος ἐξ Αἰγίνης τε ἥκειν καὶ μόγις ἐκπλῶσαι λαθὼν τοὺς ἐπορμέοντας· περιέχεσθαι γὰρ πᾶν τὸ στρατόπεδον τὸ Ἑλληνικὸν ὑπὸ τῶν νεῶν τῶν Ξέρξεω· παραρτέεσθαι τε συνεβούλευε ὡς ἀλεξησομένους. καὶ ὃ μὲν ταῦτα εἴπας μετεστήκεε, τῶν δὲ αὖτις ἐγίνετο λόγων ἀμφισβασίη· οἱ γὰρ πλεῦνες τῶν στρατηγῶν οὐκ ἐπείθοντο τὰ ἐσαγγελθέντα.
[8,82] ἀπιστεόντων δὲ τούτων ἧκε τριήρης ἀνδρῶν Τηνίων αὐτομολέουσα, τῆς ἦρχε ἀνὴρ Παναίτιος ὁ Σωσιμένεος, ἥ περ δὴ ἔφερε τὴν ἀληθείην πᾶσαν. διὰ δὲ τοῦτο τὸ ἔργον ἐνεγράφησαν Τήνιοι ἐν Δελφοῖσι ἐς τὸν τρίποδα ἐν τοῖσι τὸν βάρβαρον κατελοῦσι. (2) σὺν δὲ ὦν ταύτῃ τῇ νηὶ τῇ αὐτομολησάσῃ ἐς Σαλαμῖνα καὶ τῇ πρότερον ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον τῇ Λημνίῃ ἐξεπληροῦτο τὸ ναυτικὸν τοῖσι Ἕλλησι ἐς τὰς ὀγδώκοντα καὶ τριηκοσίας νέας· δύο γὰρ δὴ νεῶν τότε κατέδεε ἐς τὸν ἀριθμόν.
Η ναυμαχία
[8,83] τοῖσι δὲ Ἕλλησι ὡς πιστὰ δὴ τὰ λεγόμενα ἦν τῶν Τηνίων ῥήματα, παρεσκευάζοντο ὡς ναυμαχήσοντες. ἠώς τε διέφαινε καὶ οἳ σύλλογον τῶν ἐπιβατέων ποιησάμενοι, προηγόρευε εὖ ἔχοντα μὲν ἐκ πάντων Θεμιστοκλέης, τὰ δὲ ἔπεα ἦν πάντα κρέσσω τοῖσι ἥσσοσι ἀντιτιθέμενα, ὅσα δὴ ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι ἐγγίνεται· (2) παραινέσας δὲ τούτων τὰ κρέσσω αἱρέεσθαι καὶ καταπλέξας τὴν ῥῆσιν, ἐσβαίνειν ἐκέλευε ἐς τὰς νέας. καὶ οὗτοι μὲν δὴ ἐσέβαινον, καὶ ἧκε ἡ ἀπ᾽ Αἰγίνης τριήρης, ἣ κατὰ τοὺς Αἰακίδας ἀπεδήμησε.
[8,84] ἐνθαῦτα ἀνῆγον τὰς νέας ἁπάσας Ἕλληνες, ἀναγομένοισι δέ σφι αὐτίκα ἐπεκέατο οἱ βάρβαροι. οἱ μὲν δὴ ἄλλοι Ἕλληνες ἐπὶ πρύμνην ἀνεκρούοντο καὶ ὤκελλον τὰς νέας, Ἀμεινίης δὲ Παλληνεὺς ἀνὴρ Ἀθηναῖος ἐξαναχθεὶς νηὶ ἐμβάλλει· συμπλακείσης δὲ τῆς νεὸς καὶ οὐ δυναμένων ἀπαλλαγῆναι, οὕτω δὴ οἱ ἄλλοι Ἀμεινίῃ βοηθέοντες συνέμισγον. (2) Ἀθηναῖοι μὲν οὕτω λέγουσι τῆς ναυμαχίης γενέσθαι τὴν ἀρχήν, Αἰγινῆται δὲ τὴν κατὰ τοὺς Αἰακίδας ἀποδημήσασαν ἐς Αἴγιναν, ταύτην εἶναι τὴν ἄρξασαν. λέγεται δὲ καὶ τάδε, ὡς φάσμα σφι γυναικὸς ἐφάνη, φανεῖσαν δὲ διακελεύσασθαι ὥστε καὶ ἅπαν ἀκοῦσαι τὸ τῶν Ἑλλήνων στρατόπεδον, ὀνειδίσασαν πρότερον τάδε, “ὦ δαιμόνιοι, μέχρι κόσου ἔτι πρύμνην ἀνακρούεσθε;”
[8,85] κατὰ μὲν δὴ Ἀθηναίους ἐτετάχατο Φοίνικες (οὗτοι γὰρ εἶχον τὸ πρὸς Ἐλευσῖνός τε καὶ ἑσπέρης κέρας), κατὰ δὲ Λακεδαιμονίους Ἴωνες· οὗτοι δ᾽ εἶχον τὸ πρὸς τὴν ἠῶ τε καὶ τὸν Πειραιέα. ἐθελοκάκεον μέντοι αὐτῶν κατὰ τὰς Θεμιστοκλέος ἐντολὰς ὀλίγοι, οἱ δὲ πλεῦνες οὔ. (2) ἔχω μέν νυν συχνῶν οὐνόματα τριηράρχων καταλέξαι τῶν νέας Ἑλληνίδας ἑλόντων, χρήσομαι δὲ αὐτοῖσι οὐδὲν πλὴν Θεομήστορός τε τοῦ Ἀνδροδάμαντος καὶ Φυλάκου τοῦ Ἱστιαίου, Σαμίων ἀμφοτέρων. (3) τοῦδε δὲ εἵνεκα μέμνημαι τούτων μούνων, ὅτι Θεομήστωρ μὲν διὰ τοῦτο τὸ ἔργον Σάμου ἐτυράννευσε καταστησάντων τῶν Περσέων, Φύλακος δὲ εὐεργέτης βασιλέος ἀνεγράφη καὶ χώρῃ ἐδωρήθη πολλῇ. οἱ δ᾽ εὐεργέται βασιλέος ὀροσάγγαι καλέονται περσιστί.
[8,86] περὶ μέν νυν τούτους οὕτω εἶχε· τὸ δὲ πλῆθος τῶν νεῶν ἐν τῇ Σαλαμῖνι ἐκεραΐζετο, αἳ μὲν ὑπ᾽ Ἀθηναίων διαφθειρόμεναι αἳ δὲ ὑπ᾽ Αἰγινητέων. ἅτε γὰρ τῶν μὲν Ἑλλήνων σὺν κόσμῳ ναυμαχεόντων καὶ κατὰ τάξιν, τῶν δὲ βαρβάρων οὔτε τεταγμένων ἔτι οὔτε σὺν νόῳ ποιεόντων οὐδέν, ἔμελλε τοιοῦτό σφι συνοίσεσθαι οἷόν περ ἀπέβη. καίτοι ἦσάν γε καὶ ἐγένοντο ταύτην τὴν ἡμέρην μακρῷ ἀμείνονες αὐτοὶ ἑωυτῶν ἢ πρὸς Εὐβοίῃ, πᾶς τις προθυμεόμενος καὶ δειμαίνων Ξέρξην, ἐδόκεέ τε ἕκαστος ἑωυτὸν θεήσασθαι βασιλέα.
[8,87] κατὰ μὲν δὴ τοὺς ἄλλους οὐκ ἔχω μετεξετέρους εἰπεῖν ἀτρεκέως ὡς ἕκαστοι τῶν βαρβάρων ἢ τῶν Ἑλλήνων ἠγωνίζοντο· κατὰ δὲ Ἀρτεμισίην τάδε ἐγένετο, ἀπ᾽ ὧν εὐδοκίμησε μᾶλλον ἔτι παρὰ βασιλέι. (2) ἐπειδὴ γὰρ ἐς θόρυβον πολλὸν ἀπίκετο τὰ βασιλέος πρήγματα, ἐν τούτῳ τῷ καιρῷ ἡ νηῦς ἡ Ἀρτεμισίης ἐδιώκετο ὑπὸ νεὸς Ἀττικῆς· καὶ ἣ οὐκ ἔχουσα διαφυγεῖν, ἔμπροσθε γὰρ αὐτῆς ἦσαν ἄλλαι νέες φίλιαι, ἡ δὲ αὐτῆς πρὸς τῶν πολεμίων μάλιστα ἐτύγχανε ἐοῦσα, ἔδοξέ οἱ τόδε ποιῆσαι, τὸ καὶ συνήνεικε ποιησάσῃ. διωκομένη γὰρ ὑπὸ τῆς Ἀττικῆς φέρουσα ἐνέβαλε νηὶ φιλίῃ ἀνδρῶν τε Καλυνδέων καὶ αὐτοῦ ἐπιπλέοντος τοῦ Καλυνδέων βασιλέος Δαμασιθύμου. (3) εἰ μὲν καί τι νεῖκος πρὸς αὐτὸν ἐγεγόνεε ἔτι περὶ Ἑλλήσποντον ἐόντων, οὐ μέντοι ἔχω γε εἰπεῖν οὔτε εἰ ἐκ προνοίης αὐτὰ ἐποίησε, οὔτε εἰ συνεκύρησε ἡ τῶν Καλυνδέων κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς. (4) ὡς δὲ ἐνέβαλέ τε καὶ κατέδυσε, εὐτυχίῃ χρησαμένη διπλᾶ ἑωυτὴν ἀγαθὰ ἐργάσατο. ὅ τε γὰρ τῆς Ἀττικῆς νεὸς τριήραρχος ὡς εἶδέ μιν ἐμβάλλουσαν νηὶ ἀνδρῶν βαρβάρων, νομίσας τὴν νέα τὴν Ἀρτεμισίης ἢ Ἑλληνίδα εἶναι ἢ αὐτομολέειν ἐκ τῶν βαρβάρων καὶ αὐτοῖσι ἀμύνειν, ἀποστρέψας πρὸς ἄλλας ἐτράπετο.
[8,88] τοῦτο μὲν τοιοῦτο αὐτῇ συνήνεικε γενέσθαι διαφυγεῖν τε καὶ μὴ ἀπολέσθαι, τοῦτο δὲ συνέβη ὥστε κακὸν ἐργασαμένην ἀπὸ τούτων αὐτὴν μάλιστα εὐδοκιμῆσαι παρὰ Ξέρξῃ. (2) λέγεται γὰρ βασιλέα θηεύμενον μαθεῖν τὴν νέα ἐμβαλοῦσαν, καὶ δή τινα εἰπεῖν τῶν παρεόντων “δέσποτα, ὁρᾷς Ἀρτεμισίην ὡς εὖ ἀγωνίζεται καὶ νέα τῶν πολεμίων κατέδυσε;” καὶ τὸν ἐπειρέσθαι εἰ ἀληθέως ἐστὶ Ἀρτεμισίης τὸ ἔργον, καὶ τοὺς φάναι, σαφέως τὸ ἐπίσημον τῆς νεὸς ἐπισταμένους· τὴν δὲ διαφθαρεῖσαν ἠπιστέατο εἶναι πολεμίην. (3) τά τε γὰρ ἄλλα, ὡς εἴρηται, αὐτῇ συνήνεικε ἐς εὐτυχίην γενόμενα, καὶ τὸ τῶν ἐκ τῆς Καλυνδικῆς νεὸς μηδένα ἀποσωθέντα κατήγορον γενέσθαι. Ξέρξην δὲ εἰπεῖν λέγεται πρὸς τὰ φραζόμενα “οἱ μὲν ἄνδρες γεγόνασί μοι γυναῖκες, αἱ δὲ γυναῖκες ἄνδρες”. ταῦτα μὲν Ξέρξην φασὶ εἰπεῖν.
[8,89] ἐν δὲ τῷ πόνῳ τούτῳ ἀπὸ μὲν ἔθανε ὁ στρατηγὸς Ἀριαβίγνης ὁ Δαρείου, Ξέρξεω ἐὼν ἀδελφεός, ἀπὸ δὲ ἄλλοι πολλοί τε καὶ ὀνομαστοὶ Περσέων καὶ Μήδων καὶ τῶν ἄλλων συμμάχων, ὀλίγοι δὲ τινὲς καὶ Ἑλλήνων· ἅτε γὰρ νέειν ἐπιστάμενοι, τοῖσι αἱ νέες διεφθείροντο, καὶ μὴ ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπολλύμενοι, ἐς τὴν Σαλαμῖνα διένεον. (2) τῶν δὲ βαρβάρων οἱ πολλοὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ διεφθάρησαν νέειν οὐκ ἐπιστάμενοι. ἐπεὶ δὲ αἱ πρῶται ἐς φυγὴν ἐτράποντο, ἐνθαῦτα αἱ πλεῖσται διεφθείροντο· οἱ γὰρ ὄπισθε τεταγμένοι, ἐς τὸ πρόσθε τῇσι νηυσὶ παριέναι πειρώμενοι ὡς ἀποδεξόμενοί τι καὶ αὐτοὶ ἔργον βασιλέι, τῇσι σφετέρῃσι νηυσὶ φευγούσῃσι περιέπιπτον.
[8,90] ἐγένετο δὲ καὶ τόδε ἐν τῷ θορύβῳ τούτῳ. τῶν τινες Φοινίκων, τῶν αἱ νέες διεφθάρατο, ἐλθόντες παρὰ βασιλέα διέβαλλον τοὺς Ἴωνας, ὡς δι᾽ ἐκείνους ἀπολοίατο αἱ νέες, ὡς προδόντων. συνήνεικε ὦν οὕτω ὥστε Ἰώνων τε τοὺς στρατηγοὺς μὴ ἀπολέσθαι Φοινίκων τε τοὺς διαβάλλοντας λαβεῖν τοιόνδε μισθόν. (2) ἔτι τούτων ταῦτα λεγόντων ἐνέβαλε νηὶ Ἀττικῇ Σαμοθρηικίη νηῦς. ἥ τε δὴ Ἀττικὴ κατεδύετο καὶ ἐπιφερομένη Αἰγιναίη νηῦς κατέδυσε τῶν Σαμοθρηίκων τὴν νέα. ἅτε δὲ ἐόντες ἀκοντισταὶ οἱ Σαμοθρήικες τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς καταδυσάσης νεὸς βάλλοντες ἀπήραξαν καὶ ἐπέβησάν τε καὶ ἔσχον αὐτήν. (3) ταῦτα γενόμενα τοὺς Ἴωνας ἐρρύσατο· ὡς γὰρ εἶδε σφέας Ξέρξης ἔργον μέγα ἐργασαμένους, ἐτράπετο πρὸς τοὺς Φοίνικας οἷα ὑπερλυπεόμενός τε καὶ πάντας αἰτιώμενος, καὶ σφεων ἐκέλευσε τὰς κεφαλὰς ἀποταμεῖν, ἵνα μὴ αὐτοὶ κακοὶ γενόμενοι τοὺς ἀμείνονας διαβάλλωσι. (4) ὅκως γάρ τινα ἴδοι Ξέρξης τῶν ἑωυτοῦ ἔργον τι ἀποδεικνύμενον ἐν τῇ ναυμαχίῃ, κατήμενος ὑπὸ τῷ ὄρεϊ τῷ ἀντίον Σαλαμῖνος τὸ καλέεται Αἰγάλεως, ἀνεπυνθάνετο τὸν ποιήσαντα, καὶ οἱ γραμματισταὶ ἀνέγραφον πατρόθεν τὸν τριήραρχον καὶ τὴν πόλιν. πρὸς δέ τι καὶ προσεβάλετο φίλος ἐὼν Ἀριαράμνης ἀνὴρ Πέρσης παρεὼν τούτου τοῦ Φοινικηίου πάθεος. οἳ μὲν δὴ πρὸς τοὺς Φοίνικας ἐτράποντο.
[8,91] τῶν δὲ βαρβάρων ἐς φυγὴν τραπομένων καὶ ἐκπλεόντων πρὸς τὸ Φάληρον, Αἰγινῆται ὑποστάντες ἐν τῷ πορθμῷ ἔργα ἀπεδέξαντο λόγου ἄξια. οἱ μὲν γὰρ Ἀθηναῖοι ἐν τῷ θορύβῳ ἐκεράιζον τάς τε ἀντισταμένας καὶ τὰς φευγούσας τῶν νεῶν, οἱ δὲ Αἰγινῆται τὰς ἐκπλεούσας· ὅκως δὲ τινὲς τοὺς Ἀθηναίους διαφύγοιεν, φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας.
[8,92] ἐνθαῦτα συνεκύρεον νέες ἥ τε Θεμιστοκλέος διώκουσα νέα καὶ ἡ Πολυκρίτου τοῦ Κριοῦ ἀνδρὸς Αἰγινήτεω νηὶ ἐμβαλοῦσα Σιδωνίῃ, ἥ περ εἷλε τὴν προφυλάσσουσαν ἐπὶ Σκιάθῳ τὴν Αἰγιναίην, ἐπ᾽ ἧς ἔπλεε Πυθέης ὁ Ἰσχενόου, τὸν οἱ Πέρσαι κατακοπέντα ἀρετῆς εἵνεκα εἶχον ἐν τῇ νηὶ ἐκπαγλεόμενοι· τὸν δὴ περιάγουσα ἅμα τοῖσι Πέρσῃσι ἥλω ἡ νηῦς ἡ Σιδωνίη, ὥστε Πυθέην οὕτω σωθῆναι ἐς Αἴγιναν. (2) ὡς δὲ ἐσεῖδε τὴν νέα τὴν Ἀττικὴν ὁ Πολύκριτος, ἔγνω τὸ σημήιον ἰδὼν τῆς στρατηγίδος, καὶ βώσας τὸν Θεμιστοκλέα ἐπεκερτόμησε ἐς τῶν Αἰγινητέων τὸν μηδισμὸν ὀνειδίζων. ταῦτα μέν νυν νηὶ ἐμβαλὼν ὁ Πολύκριτος ἀπέρριψε ἐς Θεμιστοκλέα· οἱ δὲ βάρβαροι τῶν αἱ νέες περιεγένοντο, φεύγοντες ἀπίκοντο ἐς Φάληρον ὑπὸ τὸν πεζὸν στρατόν.
[8,93] ἐν δὲ τῇ ναυμαχίῃ ταύτῃ ἤκουσαν Ἑλλήνων ἄριστα Αἰγινῆται, ἐπὶ δὲ Ἀθηναῖοι, ἀνδρῶν δὲ Πολύκριτός τε ὁ Αἰγινήτης καὶ Ἀθηναῖοι Εὐμένης τε ὁ Ἀναγυράσιος καὶ Ἀμεινίης Παλληνεύς, ὃς καὶ Ἀρτεμισίην ἐπεδίωξε. εἰ μέν νυν ἔμαθε ὅτι ἐν ταύτῃ πλέοι Ἀρτεμισίη, οὐκ ἂν ἐπαύσατο πρότερον ἢ εἷλέ μιν ἢ καὶ αὐτὸς ἥλω. (2) τοῖσι γὰρ Ἀθηναίων τριηράρχοισι παρεκεκέλευστο, πρὸς δὲ καὶ ἄεθλον ἔκειτο μύριαι δραχμαί, ὃς ἄν μιν ζωὴν ἕλῃ· δεινὸν γάρ τι ἐποιεῦντο γυναῖκα ἐπὶ τὰς Ἀθήνας στρατεύεσθαι. αὕτη μὲν δή, ὡς πρότερον εἴρηται, διέφυγε· ἦσαν δὲ καὶ οἱ ἄλλοι, τῶν αἱ νέες περιεγεγόνεσαν, ἐν τῷ Φαλήρῳ.
[8,94] Ἀδείμαντον δὲ τὸν Κορίνθιον στρατηγὸν λέγουσι Ἀθηναῖοι αὐτίκα κατ᾽ ἀρχάς, ὡς συνέμισγον αἱ νέες, ἐκπλαγέντα τε καὶ ὑπερδείσαντα, τὰ ἱστία ἀειράμενον οἴχεσθαι φεύγοντα, ἰδόντας δὲ τοὺς Κορινθίους τὴν στρατηγίδα φεύγουσαν ὡσαύτως οἴχεσθαι. (2) ὡς δὲ ἄρα φεύγοντας γίνεσθαι τῆς Σαλαμινίης κατὰ ἱρὸν Ἀθηναίης Σκιράδος, περιπίπτειν σφι κέλητα θείῃ πομπῇ, τὸν οὔτε πέμψαντα φανῆναι οὐδένα, οὔτε τι τῶν ἀπὸ τῆς στρατιῆς εἰδόσι προσφέρεσθαι τοῖσι Κορινθίοισι. τῇδε δὲ συμβάλλονται εἶναι θεῖον τὸ πρῆγμα. ὡς γὰρ ἀγχοῦ γενέσθαι τῶν νεῶν, τοὺς ἀπὸ τοῦ κέλητος λέγειν τάδε. (3) “Ἀδείμαντε, σὺ μὲν ἀποστρέψας τὰς νέας ἐς φυγὴν ὅρμησαι καταπροδοὺς τοὺς Ἕλληνας· οἳ δὲ καὶ δὴ νικῶσι ὅσον αὐτοὶ ἠρῶντο ἐπικρατήσαντες τῶν ἐχθρῶν”. ταῦτα λεγόντων ἀπιστέειν γὰρ τὸν Ἀδείμαντον, αὖτις τάδε λέγειν, ὡς αὐτοὶ οἷοί τε εἶεν ἀγόμενοι ὅμηροι ἀποθνήσκειν, ἢν μὴ νικῶντες φαίνωνται οἱ Ἕλληνες. (4) οὕτω δὴ ἀποστρέψαντα τὴν νέα αὐτόν τε καὶ τοὺς ἄλλους ἐπ᾽ ἐξεργασμένοισι ἐλθεῖν ἐς τὸ στρατόπεδον. τούτους μὲν τοιαύτη φάτις ἔχει ὑπὸ Ἀθηναίων, οὐ μέντοι αὐτοί γε Κορίνθιοι ὁμολογέουσι, ἀλλ᾽ ἐν πρώτοισι σφέας αὐτοὺς τῆς ναυμαχίης νομίζουσι γενέσθαι· μαρτυρέει δέ σφι καὶ ἡ ἄλλη Ἑλλάς.
[8,95] Ἀριστείδης δὲ ὁ Λυσιμάχου ἀνὴρ Ἀθηναῖος, τοῦ καὶ ὀλίγῳ τι πρότερον τούτων ἐπεμνήσθην ὡς ἀνδρὸς ἀρίστου, οὗτος ἐν τῷ θορύβῳ τούτῳ τῷ περὶ Σαλαμῖνα γενομένῳ τάδε ἐποίεε· παραλαβὼν πολλοὺς τῶν ὁπλιτέων οἳ παρατετάχατο παρὰ τὴν ἀκτὴν τῆς Σαλαμινίης χώρης, γένος ἐόντες Ἀθηναῖοι, ἐς τὴν Ψυττάλειαν νῆσον ἀπέβησε ἄγων, οἳ τοὺς Πέρσας τοὺς ἐν τῇ νησῖδι ταύτῃ κατεφόνευσαν πάντας.
Μετά τη ναυμαχία
[8,96] ὡς δὲ ἡ ναυμαχίη διελέλυτο, κατειρύσαντες ἐς τὴν Σαλαμῖνα οἱ Ἕλληνες τῶν ναυηγίων ὅσα ταύτῃ ἐτύγχανε ἔτι ἐόντα, ἕτοιμοι ἦσαν ἐς ἄλλην ναυμαχίην, ἐλπίζοντες τῇσι περιεούσῃσι νηυσὶ ἔτι χρήσεσθαι βασιλέα. (2) τῶν δὲ ναυηγίων πολλὰ ὑπολαβὼν ἄνεμος ζέφυρος ἔφερε τῆς Ἀττικῆς ἐπὶ τὴν ἠιόνα τὴν καλεομένην Κωλιάδα· ὥστε ἀποπλησθῆναι τὸν χρησμὸν τόν τε ἄλλον πάντα τὸν περὶ τῆς ναυμαχίης ταύτης εἰρημένοι Βάκιδι καὶ Μουσαίῳ, καὶ δὴ καὶ κατὰ τὰ ναυήγια τὰ ταύτῃ ἐξενειχθέντα τὸ εἰρημένον πολλοῖσι ἔτεσι πρότερον τούτων ἐν χρησμῷ Λυσιστράτῳ Ἀθηναίῳ ἀνδρὶ χρησμολόγῳ, τὸ ἐλελήθεε πάντας τοὺς Ἕλληνας, Κωλιάδες δὲ γυναῖκες ἐρετμοῖσι φρύξουσι τοῦτο δὲ ἔμελλε ἀπελάσαντος βασιλέος ἔσεσθαι.
[8,97] Ξέρξης δὲ ὡς ἔμαθε τὸ γεγονὸς πάθος, δείσας μή τις τῶν Ἰώνων ὑποθῆται τοῖσι Ἕλλησι ἢ αὐτοὶ νοήσωσι πλέειν ἐς τὸν Ἑλλήσποντον λύσοντες τὰς γεφύρας, καὶ ἀπολαμφθεὶς ἐν τῇ Εὐρώπῃ κινδυνεύσῃ ἀπολέσθαι, δρησμὸν ἐβούλευε. θέλων δὲ μὴ ἐπίδηλος εἶναι μήτε τοῖσι Ἕλλησι μήτε τοῖσι ἑωυτοῦ, ἐς τὴν Σαλαμῖνα χῶμα ἐπειρᾶτο διαχοῦν, γαύλους τε Φοινικηίους συνέδεε, ἵνα ἀντί τε σχεδίης ἔωσι καὶ τείχεος, ἀρτέετό τε ἐς πόλεμον ὡς ναυμαχίην ἄλλην ποιησόμενος. (2) ὁρῶντες δέ μιν πάντες οἱ ἄλλοι ταῦτα πρήσσοντα εὖ ἠπιστέατο ὡς ἐκ παντὸς νόου παρεσκεύασται μένων πολεμήσειν· Μαρδόνιον δ᾽ οὐδὲν τούτων ἐλάνθανε ὡς μάλιστα ἔμπειρον ἐόντα τῆς ἐκείνου διανοίης.
[8,98] ταῦτά τε ἅμα Ξέρξης ἐποίεε καὶ ἔπεμπε ἐς Πέρσας ἀγγελέοντα τὴν παρεοῦσάν σφι συμφορήν. τούτων δὲ τῶν ἀγγέλων ἐστὶ οὐδὲν ὅ τι θᾶσσον παραγίνεται θνητὸν ἐόν· οὕτω τοῖσι Πέρσῃσι ἐξεύρηται τοῦτο. λέγουσι γὰρ ὡς ὁσέων ἂν ἡμερέων ᾖ ἡ πᾶσα ὁδός, τοσοῦτοι ἵπποι τε καὶ ἄνδρες διεστᾶσι κατὰ ἡμερησίην ὁδὸν ἑκάστην ἵππος τε καὶ ἀνὴρ τεταγμένος· τοὺς οὔτε νιφετός, οὐκ ὄμβρος, οὐ καῦμα, οὐ νὺξ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι τὸν προκείμενον αὐτῷ δρόμον τὴν ταχίστην. (2) ὁ μὲν δὴ πρῶτος δραμὼν παραδιδοῖ τὰ ἐντεταλμένα τῷ δευτέρῳ, ὁ δὲ δεύτερος τῷ τρίτῳ· τὸ δὲ ἐνθεῦτεν ἤδη κατ᾽ ἄλλον καὶ ἄλλον διεξέρχεται παραδιδόμενα, κατά περ ἐν Ἕλλησι ἡ λαμπαδηφορίη τὴν τῷ Ἡφαίστῳ ἐπιτελέουσι. τοῦτο τὸ δράμημα τῶν ἵππων καλέουσι Πέρσαι ἀγγαρήιον.
[8,99] ἡ μὲν δὴ πρώτη ἐς Σοῦσα ἀγγελίη ἀπικομένη, ὡς ἔχοι Ἀθήνας Ξέρξης, ἔτερψε οὕτω δή τι Περσέων τοὺς ὑπολειφθέντας ὡς τάς τε ὁδοὺς μυρσίνῃ πάσας ἐστόρεσαν καὶ ἐθυμίων θυμιήματα καὶ αὐτοὶ ἦσαν ἐν θυσίῃσί τε καὶ εὐπαθείῃσι. (2) ἡ δὲ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεσελθοῦσα συνέχεε οὕτω ὥστε τοὺς κιθῶνας κατερρήξαντο πάντες, βοῇ τε καὶ οἰμωγῇ ἐχρέωντο ἀπλέτῳ, Μαρδόνιον ἐν αἰτίῃ τιθέντες. οὐκ οὕτω δὲ περὶ τῶν νεῶν ἀχθόμενοι ταῦτα οἱ Πέρσαι ἐποίευν ὡς περὶ αὐτῷ Ξέρξῃ δειμαίνοντες.
[8,100] καὶ περὶ Πέρσας μὲν ἦν ταῦτα τὸν πάντα μεταξὺ χρόνον γενόμενον, μέχρι οὗ Ξέρξης αὐτός σφεας ἀπικόμενος ἔπαυσε. [...]
Το κείμενο από το: HODOI, Du texte à l'hypertexte
40. Ο στόλος των Ελλήνων, αφού απέπλευσε από το Αρτεμίσιο, έδεσε, σύμφωνα με το αίτημα των Αθηναίων, στη Σαλαμίνα. Σκοπός των Αθηναίων, που πίεσαν του διοικητές να αγκυροβολήσουν εκεί, ήταν να έχουν το χρόνο να βγάλουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους από την Αττική, καθώς και να συζητήσουν την επόμενη κίνησή τους, όπως απαιτούσαν οι νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν και διέψευδαν τις ελπίδες τους. Πίστευαν ότι ολόκληρος ο πελοποννησιακός στρατός θα συγκεντρωνόταν στη Βοιωτία, για να εμποδίσει την προέλαση των Περσών, αλλά δεν έγιναν έτσι τα πράγματα· αντίθετα, είχαν αναφορές ότι οι Πελοποννήσιοι ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για τη δική τους ασφάλεια και οχύρωναν τον Ισθμό, για να προστατεύσουν την Πελοπόννησο, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που διέτρεχε η υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτή η είδηση τους ώθησε να αγκυροβολήσει ο στόλος στη Σαλαμίνα.
41. Έτσι οι άλλοι κατευθύνθηκαν στη Σαλαμίνα, ενώ οι Αθηναίοι στη χώρα τους. Όταν οι Αθηναίοι γύρισαν στα λιμάνια τους προκήρυξαν ότι όσοι ζούσαν στην πόλη και τα περίχωρα, έπρεπε να πάνε τα παιδιά και τις οικογένειές τους σε ασφαλές μέρος. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς στάλθηκαν στην Τροιζήνα καθώς και άλλοι στην Αίγινα και άλλοι στη Σαλαμίνα. Η μετακίνηση των οικογενειών τους έγινε με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, από τη μια επειδή βιάζονταν να συμμορφωθούν με τη συμβουλή του χρησμού αλλά και για έναν ακόμα σοβαρότερο λόγο. Οι Αθηναίοι λένε ότι η ακρόπολη φρουρείται από ένα μεγάλο φίδι , που ζει μέσα στον ναό· έχουν μάλιστα τόση πίστη στην ύπαρξή του, ώστε του προσφέρουν κάθε μήνα πίτες με μέλι. Στο παρελθόν, οι πίτες αυτές εξαφανίζονταν πάντα, αλλά αυτή την περίοδο έμεναν ανέγγιχτες. Η ιέρεια τους το είπε και, κατά συνέπεια, πιστεύοντας ότι η προστάτιδα θεά είχε εγκαταλείψει την ακρόπολη, ανυπομονούσαν ακόμα περισσότερο να εκκενώσουν την πόλη. Αφού μετέφεραν τα πάντα, επέστρεψαν στο στρατόπεδο.
42. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο υπόλοιπος στόλος είχε φύγει από το Αρτεμίσιο για τη Σαλαμίνα, το υπόλοιπο στράτευμα ξεκίνησε με τα πλοία να τον συναντήσει εκεί από την Τροιζήνα. Γιατί πρωτύτερα είχε δοθεί διαταγή να συγκεντρώνονται στον Πώγωνα, λιμάνι των Τροιζηνίων. Έτσι ο στόλος ήταν τώρα μεγαλύτερος απ’ αυτόν που είχε πολεμήσει στη ναυμαχία του Αρτεμισίου κι απαρτιζόταν από πλοία περισσότερων πόλεων. Είχε ακόμα τον ίδιο ναύαρχο, τον Ευρυβιάδη, γιο του Ευρυκλείδη, ένα Σπαρτιάτη που δεν ανήκε στη βασιλική οικογένεια. Πάντως, η πόλη που έδωσε τα περισσότερα και ταχύτερα πλοία ήταν και πάλι η Αθήνα.
43. Η σύνθεση του στόλου είχε ως εξής: Από την Πελοπόννησο δεκαέξι πλοία των Λακεδαιμονίων, από την Κόρινθο όσα είχε και στο Αρτεμίσιο, (σαράντα) δεκαπέντε από τη Σικυώνα, δέκα από την Επίδαυρο, πέντε από την Τροιζήνα και τρία από την Ερμιόνη […]
44. [...] ο στόλος των Αθηναίων με εκατόν ογδόντα πλοία […]
45. Τα Μέγαρα είχαν τον ίδιο αριθμό πλοίων που είχαν και στο Αρτεμίσιο (είκοσι)· επιπλέον, υπήρχαν επτά πλοία από την Αμπρακία και τρία από τη Λευκάδα […]
46. Από τα νησιωτικά κράτη, η Αίγινα συμμετείχε με τριάντα πλοία. […] Μετά ήταν ο στόλος από τη Χαλκίδα, που είχε τα ίδια είκοσι πλοία που πολέμησαν και στο Αρτεμίσιο· από την Ερέτρια ήταν επίσης τα αρχικά επτά πλοία. Οι δύο αυτοί λαοί είναι Ίωνες. Οι Κείοι είναι Ίωνες από την Αθήνα και έστειλαν τον ίδιο αριθμό που είχαν και πριν (δύο πλοία και δύο πεντηκόντοροι) και η Νάξος έστειλε τέσσερα. […] Οι Στυρείς παρείχαν τα ίδια πλοία που είχαν και στο Αρτεμίσιο (δύο) και η Κύθνος μία πεντηκόντορο. Οι Στυρείς και οι Κύθνιοι είναι Δρύοπες. Τα νησιά Σέριφος, Σίφνος και Μήλος συμμετείχαν επίσης· ήταν τα μόνα που δε δήλωσαν υποταγή στους βαρβάρους. […]
47. […] Οι Κροτωνιάτες έστειλαν ένα πλοίο, κάτω από τις διαταγές του Φαΰλλου, ενός άνδρα που είχε κερδίσει τρεις νίκες στους Πυθικούς αγώνες. Οι Κροτωνιάτες έχουν αχαϊκή καταγωγή.
48. Όλες οι ναυτικές μοίρες που ανέφερα αποτελούνταν από τριήρεις, εκτός από τους Μηλίους, τους Σιφναίους και τους Σεριφίους, που έστειλαν πεντηκοντόρους. Οι Μήλιοι, που κατάγονται από τους Λακεδαιμονίους, έστειλαν δύο, ενώ οι νησιώτες της Σίφνου και της Σερίφου, που είναι Ίωνες από την Αθήνα, από ένα. Έτσι ο συνολικός αριθμός των πολεμικών πλοίων (χωρίς τις πεντηκοντόρους) ήταν τριακόσια εβδομήντα οχτώ.
49. Όταν οι διοικητές των στόλων που ανέφερα συναντήθηκαν στη Σαλαμίνα, έγινε ένα συμβούλιο κι ο Ευρυβιάδης ζήτησε ν’ ακούσει τις προτάσεις όποιου ήθελε να μιλήσει, σχετικά με το ποιο ήταν το καταλληλότερο μέρος μέσα στα ύδατα που ήταν ακόμα κάτω από τον έλεγχό τους, για να ναυμαχήσουν. Η Αττική είχε αποκλειστεί ήδη, αφού είχε εκκενωθεί, και έτσι ζητούσε τη γνώμη τους για τα υπόλοιπα μέρη. Η άποψη που φαινόταν να κυριαρχεί ήταν να πλεύσουν στον Ισθμό και να υπερασπιστούν την Πελοπόννησο, με το επιχείρημα ότι, αν τους νικούσαν στη Σαλαμίνα, θα πολιορκούνταν σε ένα νησί όπου δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε βοήθεια. Ενώ, αν πάθαιναν τέτοια καταστροφή στον Ισθμό, θα έβρισκαν τουλάχιστον καταφύγιο ανάμεσα στους συμπατριώτες τους.
50. Κι ενώ συνεχίζονταν οι συζητήσεις των Πελοποννησίων στρατηγών, έφτασε ένας άνδρας από την Αθήνα, με την είδηση ότι οι Πέρσες είχαν μπει στην Αττική κι έκαιγαν τα πάντα. Αυτό ήταν έργο του τμήματος του στρατού που είχε προχωρήσει με τον Ξέρξη δια μέσου της Βοιωτίας αυτοί έκαψαν τις Θεσπιές, αφού οι κάτοικοί της είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο, και τις Πλαταιές κι έπειτα, μπήκαν στην Αθήνα, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Οι Θηβαίοι τους είπαν ότι οι Θεσπιείς κι οι Πλαταιείς είχαν αρνηθεί να συμπαραταχθούν με τους Πέρσες, κι έτσι έκαψαν τις δύο αυτές πόλεις.
51. Μετά το πέρασμα του Ελλησπόντου, απ’ όπου οι βάρβαροι ξεκίνησαν την πορεία τους, πέρασε ένας μήνας μέχρι να περάσουν στην Ευρώπη και άλλοι τρεις μέχρι να φτάσουν στην Αττική· έφτασαν στην Αττική στη διάρκεια της βασιλείας του Καλλιάδη. Οι Πέρσες βρήκαν την Αθήνα έρημη, εκτός από λίγους που είχαν μείνει στο ναό — ιερείς του ναού κι άπορους ανθρώπους — που είχαν οχυρώσει την ακρόπολη ενάντια στους εισβολείς με σανίδες και ξύλα. Αυτοί δεν είχαν ζητήσει καταφύγιο στη Σαλαμίνα εξαιτίας της φτώχειας τους και κυρίως επειδή νόμιζαν ότι ήξεραν το πραγματικό νόημα του χρησμού της Πύθιας, ότι «τα ξύλινα τείχη δεν θα έπεφταν». Πίστευαν ότι το ξύλινο τείχος δεν ήταν τα πλοία αλλά το καταφύγιο αυτό που θα τους έσωζε.
52. Οι Πέρσες κατέλαβαν το λόφο που οι Αθηναίοι ονομάζουν Άρειο Πάγο, απέναντι από την ακρόπολη κι άρχισαν την πολιορκία. Η μέθοδος που επινόησαν ήταν ρίχνουν στο φράγμα βέλη με φλεγόμενα στουπιά. Το ξύλινο τείχος τούς είχε προδώσει, αλλά οι Αθηναίοι, μολονότι αντιμετώπιζαν άμεσα θανάσιμο κίνδυνο, και το φράγμα άρχισε να αχρηστεύεται, αρνήθηκαν να παραδοθούν ή να ακούσουν τις προτάσεις που τους έκαναν οι Πεισιστρατίδες για συνθηκολόγηση. Όλη τους η εφευρετικότητα διοχετεύτηκε στον αγώνα να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους· ανάμεσα στα άλλα, έσπρωξαν στρογγυλούς λίθους πάνω τους, όταν οι εχθροί επιχείρησαν να πλησιάσουν τις πύλες και για αρκετό διάστημα ο Ξέρξης δεν ήξερε τι να κάνει, για να τους καταλάβει.
53. Στο τέλος, όμως, οι Πέρσες έλυσαν αυτό το πρόβλημα, βρίσκοντας δίοδο στην ακρόπολη· άλλωστε, ο χρησμός όριζε ότι όλο το Αττικό έδαφος μέσα στην ξηρά έπρεπε να καταληφθεί από τους Πέρσες. Υπάρχει ένα σημείο μπροστά στην ακρόπολη, πίσω από τον δρόμο που οδηγεί στις πύλες, όπου η πλαγιά είναι τόσο απόκρημνη ώστε δεν υπήρχαν σκοποί εκεί, γιατί το θεωρούσαν αδύνατο να σκαρφαλώσει κανείς· εκεί, κοντά στον ναό της κόρης του Κέκροπα, της Αγλαύρου, μερικοί στρατιώτες κατάφεραν να ανέβουν στον απόκρημνο βράχο. Όταν οι Αθηναίοι τους αντίκρισαν στην κορυφή, άλλοι έπεσαν στο κενό από τα τείχη και σκοτώθηκαν κι άλλοι ζήτησαν καταφύγιο στο εσωτερικό του ναού· οι Πέρσες, πάντως, που είχαν καταφέρει ν’ ανέβουν, πήγαν στις πύλες, τις άνοιξαν διάπλατα και κατέσφαξαν τους ικέτες. Όταν δεν άφησαν κανένα ζωντανό, άρπαξαν όλους τους θησαυρούς από τον ναό κι έκαψαν τα πάντα πάνω στην ακρόπολη.
54. Ο Ξέρξης, κύριος πια της Αθήνας, έστειλε έναν ιππέα στα Σούσα να αναγγείλει την επιτυχία του στον Αρτάβανο. Την επόμενη μέρα, κάλεσε μπροστά του τους Αθηναίους εξόριστους οι οποίοι είχαν πάει με το μέρος του, και τους διέταξε ν’ ανέβουν στην ακρόπολη και να κάνουν θυσίες σύμφωνα με το αθηναϊκό τυπικό· ίσως τον ώθησε σ’ αυτή την απόφαση κάποιο όνειρο που είδε ή επειδή είχε τύψεις που έκαψε το ναό. Οι Αθηναίοι εξόριστοι έκαναν ό,τι τους πρόσταξε.
55. Έχω ένα συγκεκριμένο λόγο που αναφέρω αυτές τις λεπτομέρειες. Στην ακρόπολη υπάρχει ένας ναός του Ερεχθέα που ονομάζεται γηγενής και μέσα σ’ αυτόν υπάρχει ένα ελαιόδεντρο και μια πηγή με αλμυρό νερό. Σύμφωνα μ’ έναν τοπικό μύθο, τοποθετήθηκαν εκεί από τον Ποσειδώνα και την Αθηνά, όταν ανταγωνίζονταν για την κατοχή της περιοχής, ως τεκμήρια της διεκδίκησης τους. Αυτή η ελιά, λοιπόν, είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά, μαζί με τον υπόλοιπο ιερό χώρο από τους βαρβάρους· την επόμενη ακριβώς μέρα, όταν οι Αθηναίοι που διατάχτηκαν από τον βασιλιά να κάνουν θυσίες ανέβηκαν στον ιερό χώρο, είδαν ότι ένα καινούριο κλαδί, ένα πήχη μακρύ, είχε φυτρώσει από τον κορμό. Το ανέφεραν αμέσως στον βασιλιά.
56. Στο μεταξύ στη Σαλαμίνα, η είδηση για τα όσα έγιναν στην ακρόπολη της Αθήνας είχε τόσο μεγάλο αντίκτυπο, ώστε μερικοί από τους στρατηγούς δεν περίμεναν να συζητηθεί το θέμα σε συμβούλιο αλλά επιβιβάστηκαν στα πλοία τους κι ετοιμάστηκαν να αποπλεύσουν. Κι αυτοί που έμειναν στη θέση τους, ψήφισαν να φύγουν για να υπερασπιστούν τον Ισθμό. Στη διάρκεια της νύχτας, αφού διέλυσαν τη συνέλευση ανέβαιναν στα πλοία.
57. Ένας Αθηναίος που λεγόταν Μνησίφιλος πήγε στο πλοίο του Θεμιστοκλή και τον ρώτησε τι είχαν αποφασίσει. Όταν έμαθε ότι είχαν συμφωνήσει σχεδόν να φύγουν για τον Ισθμό και να υπερασπιστούν όλοι μαζί την Πελοπόννησο, είπε: «Ασφαλώς, μόλις ο στόλος φύγει από τη Σαλαμίνα, δε θα πολεμάτε πια για μια χώρα. Ο καθένας θα πάει στην πατρίδα του κι ούτε ο Ευρυβιάδης ούτε κανείς δε θα μπορέσει να εμποδίσει την ολοκληρωτική διάλυση του στόλου μας. Αυτό το σχέδιο είναι παράλογο και θα οδηγήσει την Ελλάδα στον όλεθρο. Προσπάθησε, αν μπορείς, να ανατρέψεις την απόφαση του Ευρυβιάδη και μείνετε εδώ».
58. Ο Θεμιστοκλής συμφώνησε μ’ αυτή την πρόταση και, χωρίς να πει λέξη, πήγε στο πλοίο του Ευρυβιάδη και ζήτησε να τον δει για κάτι που αφορούσε στο γενικό συμφέρον. Ο Ευρυβιάδης τον κάλεσε στο πλοίο του και του ζήτησε να πει τη γνώμη του, οπότε ο Θεμιστοκλής κάθισε πλάι του, επανέλαβε ως δικές του ιδέες τα επιχειρήματα του Μνησίφιλου προσθέτοντας και μερικά άλλα, ώσπου τον έπεισε, με την επιτακτική έκκλησή του, ότι έπρεπε να πάει αμέσως στην ξηρά και να καλέσει νέο συμβούλιο των στρατηγών.
59. Το συμβούλιο συγκλήθηκε και, πριν προλάβει ο Ευρυβιάδης να ανακοινώσει τον λόγο για τον οποίο συγκέντρωσε τους στρατηγούς, ο Θεμιστοκλής, συνεπαρμένος από την ανυπομονησία του, άρχισε ένα μεγάλο λόγο. Τον διέκοψε ο Αδείμαντος, γιος του Ωκύτου, διοικητής του κορινθιακού στρατού. «Θεμιστοκλή», είπε, «αυτός που ξεκινάει πριν δοθεί το σύνθημα μαστιγώνεται». «Ναι», απάντησε ο Θεμιστοκλής, «αλλά αυτοί που αργούν να ξεκινήσουν δεν κερδίζουν κανένα έπαθλο».
60. Ήταν μια ήπια απάντηση προς τον Κορίνθιο για την ώρα. Στον Ευρυβιάδη δεν είπε κανένα από τα προηγούμενα επιχειρήματά του, σχετικά με τον κίνδυνο να διασπαστεί ο στόλος αν έφευγε από τη Σαλαμίνα, γιατί ήταν ανάρμοστο να κατηγορήσει κατά πρόσωπο τους συμμάχους. Αυτή τη φορά, ακολούθησε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο και είπε τα εξής: «Η σωτηρία της Ελλάδας εξαρτάται τώρα αποκλειστικά από σένα, αν ακολουθήσεις τη συμβουλή μου και αντιμετωπίσεις τον εχθρό εδώ, στη Σαλαμίνα, αντί να αποσυρθείς στον Ισθμό όπως σου προτείνουν οι άλλοι. Άφησε με να σου εκθέσω τα δυο σχέδια και μπορείς να τα συγκρίνεις και να διαλέξεις το καλύτερο. Ας μιλήσουμε πρώτα για τον Ισθμό. Αν πολεμήσεις εκεί, θα πρέπει, να γίνει στην ανοιχτή θάλασσα, πράγμα που είναι εναντίον μας, αφού έχουμε λιγότερα και πιο αργά πλοία. Επιπλέον, ακόμα κι αν όλα πάνε καλά, θα χάσεις τη Σαλαμίνα, Μέγαρα και την Αίγινα. Αν, πάλι, ο εχθρικός στόλος πλεύσει προς την Πελοπόννησο, ο στρατός θα τον ακολουθήσει· οπότε, εσύ ο ίδιος θα έχεις οδηγήσει τον εχθρό εκεί, βάζοντας έτσι ολόκληρη την Ελλάδα σε κίνδυνο. Το δικό μου σχέδιο, αν το ακολουθήσεις, θα έχεις τα εξής πλεονεκτήματα. Πρώτον, η ναυμαχία θα γίνει σε στενό πέρασμα εκεί, αν τα πράγματα έρθουν όπως είναι λογικό να ελπίζουμε, πολεμώντας με λιγότερα πλοία εναντίον πολλών, θα νικήσουμε. Πράγματι η σύγκρουση σε περιορισμένο χώρο ευνοεί εμάς, ενώ το ανοιχτό πέλαγος δίνει στους Πέρσες το πλεονέκτημα. Δεύτερον, θα διασωθεί η Σαλαμίνα, όπου έχουμε μεταφέρει τις γυναίκες και τα παιδιά μας· και, τρίτον —και σπουδαιότερο για σας— υπερασπίζεστε την Πελοπόννησο εξίσου καλά μένοντας εδώ και κάνοντας ναυμαχία για την Πελοπόννησο, όπως και στον Ισθμό. Με αυτό τον τρόπο, αν σκέφτεσαι σωστά, δε θα προσελκύσεις τους εχθρούς στην Πελοπόννησο. Αν τους νικήσουμε στη θάλασσα, όπως πιστεύω ότι θα γίνει, δε θα προχωρήσουν να σας επιτεθούν στον Ισθμό, ούτε θα κάνουν βήμα πιο κάτω από την Αττική · θα τραπούν σε άτακτη φυγή κι εμείς θα διατηρήσουμε την κυριαρχία μας στα Μέγαρα, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα, όπου ο χρησμός πρόβλεψε τη νίκη μας. Όταν ένας άνδρας καταστρώνει τα σχέδιά του με βάση την κοινή λογική, συνήθως πετυχαίνει το στόχο του· διαφορετικά, ούτε οι θεοί δεν είναι πρόθυμοι να στηρίξουν τα σχέδιά του».
61. Στη διάρκεια της ομιλίας του, ο Θεμιστοκλής δέχτηκε κι άλλες επιθέσεις από τον Κορίνθιο Αδείμαντο, ο οποίος του είπε ότι δεν είχε δικαίωμα να μιλά, αφού δεν είχε πια πατρίδα, και προσπάθησε να εμποδίσει τον Ευρυβιάδη να θέσει σε ψηφοφορία την παράκληση ενός άνδρα χωρίς πατρίδα. Ας αποκτήσει πρώτα πατρίδα ο Θεμιστοκλής, φώναξε, κι έπειτα ας δίνει τις συμβουλές του. Η ειρωνεία του, φυσικά, βασιζόταν στο γεγονός ότι η Αθήνα είχε πέσει στα χέρια των Περσών. Ο Θεμιστοκλής έλεγε πολλά κακά για τον Αδείμαντο και τους Κορίνθιους και ξεκαθάρισε με τα λόγια του ότι, όσο η Αθήνα συμμετείχε στο συμμαχικό στόλο με διακόσια πολεμικά πλοία, είχε και πόλη και χώρα πολύ ισχυρότερη από τη δική τους, αφού δεν υπήρχε ούτε ένα ελληνικό κράτος που μπορούσε να τους απωθήσει, αν αποφάσιζαν να του επιτεθούν.
62. Μετά απ’ αυτό, στράφηκε πάλι στον Ευρυβιάδη και, μιλώντας πια βίαια από ποτέ, φώναξε: «Όσο για σένα, αν μείνεις εδώ θα αποδειχτείς ενάρετος άνδρας. Αν φύγεις, θα καταστρέψεις την Ελλάδα. Σ’ αυτό τον πόλεμο, όλα εξαρτώνται από το στόλο. Σε ικετεύω ν’ ακολουθήσεις τη συμβουλή μου· αν αρνηθείς, θα επιβιβάσουμε αμέσως στα πλοία τις οικογένειές μας και θα φύγουμε για τη Σίρη της Ιταλίας· μας ανήκει εδώ και πολύ καιρό κι οι χρησμοί έχουν προβλέψει ότι οι Αθηναίοι πρέπει να ζήσουν κάποτε εκεί. Όταν εσείς χάσετε τέτοιους συμμάχους, να θυμηθείτε τα λόγια μου».
63. Τα λόγια αυτά του Θεμιστοκλή ήταν αρκετά για να μεταπείσουν τον Ευρυβιάδη· αναμφίβολα, το κυριότερο κίνητρό του ήταν ο φόβος μήπως έχανε την αθηναϊκή υποστήριξη, υποχωρώντας στον Ισθμό. Γιατί χωρίς τους Αθηναίους δεν είχε καμιά ελπίδα αν εμπλεκόταν σε ναυμαχία. Έτσι αποφάσισε να μείνουν εκεί που βρίσκονταν και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στη Σαλαμίνα.
64. Μετά απ’ αυτές τις λογομαχίες κι αφού ο Ευρυβιάδης ανακοίνωσε την απόφασή του, άρχισαν οι ετοιμασίες για τη ναυμαχία. Ξημέρωνε πια όταν έγινε ένας σεισμός, αισθητός τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Οι Έλληνες αποφάσισαν να προσευχηθούν στους θεούς και να κάνουν έκκληση να πολεμήσουν στο πλευρό τους οι γιοι του Αιακού. Και δεν έχασαν στιγμή. Προσευχήθηκαν σε όλους τους θεούς, επικαλέστηκαν τον Αίαντα και τον Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα κι έστειλαν ένα πλοίο στην Αίγινα, για να φέρει τον Αιακό και τους άλλους γιους.
65. Υπάρχει μια ιστορία που λεγόταν από τον Δίκαιο, γιο του Θεοκύδη, έναν Αθηναίο εξόριστο που είχε αρκετή δύναμη ανάμεσα στους Πέρσες. Μετά την εκκένωση της Αθήνας κι ενώ ο στρατός του Ξέρξη ρήμαζε τα περίχωρα, έτυχε να βρίσκεται στο Θριάσιο Πεδίο μαζί με τον Σπαρτιάτη Δημάρατο. Είδαν ένα σύννεφο σκόνης, όπως αυτό που σηκώνει ένα σώμα τριάντα χιλιάδων πολεμιστών που προελαύνει, να έρχεται από την κατεύθυνση της Ελευσίνας κι αναρωτήθηκαν ποιος στρατός μπορούσε να είναι· όταν, ξαφνικά, άκουσαν φωνές. Ο Δίκαιος νόμισε πως αναγνώρισε τον ύμνο του Ιάκχου αλλά ο Δημάρατος, που δεν ήταν εξοικειωμένος με τη θρησκευτική τελετή της Ελευσίνας, ρώτησε τον σύντροφό του σε ποιους ανήκαν αυτές οι φωνές. Και αυτός είπε: «Δημάρατε, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο στρατός του βασιλιά θα υποστεί φοβερή καταστροφή. Δεν έχει απομείνει ούτε ένας άνδρας ζωντανός στην Αττική· άρα η φωνή που ακούγεται πρέπει να ανήκει σε κάποιο θεό που έρχεται από την Ελευσίνα φέρνοντας βοήθεια στην Αθήνα και τους συμμάχους της. Αν κατέβει προς την Πελοπόννησο, ο στρατός κι ο ίδιος ο βασιλιάς θα διατρέξουν θανάσιμο κίνδυνο· αν κινηθεί προς τη Σαλαμίνα, ο Ξέρξης μπορεί να χάσει τον στόλο του. Κάθε χρόνο οι Αθηναίοι κάνουν μια γιορτή προς τιμήν της Μητέρας και της Κόρης, κι όποιος θέλει από τους ντόπιους ή και τους άλλους Έλληνες μπορεί να μυηθεί στα μυστήρια· αυτό που ακούς είναι ο ύμνος του Ιάκχου, που ψάλλεται πάντα σ’ αυτή τη γιορτή». «Μην πεις λέξη σε κανένα γι’ αυτό», είπε ο Δημάρατος. «Αν φτάσει στ’ αυτιά του βασιλιά, μπορεί να χάσεις το κεφάλι σου κι ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος στον κόσμο δε θα μπορέσει να σε σώσει. Γι’ αυτό, κράτα το στόμα σου κλειστό και οι θεοί θα φροντίσουν το στρατό του βασιλιά». Ενώ μιλούσε ο Δημάρατος, το σύννεφο της σκόνης, από το οποίο ακουγόταν η μυστηριώδης φωνή, υψώθηκε ψηλά στον ουρανό και απομακρύνθηκε πετώντας προς τη Σαλαμίνα, όπου ήταν αγκυροβολημένος ο Ελληνικός στόλος. Έτσι κατάλαβαν οι δυο άνδρες ότι η ναυτική δύναμη του Ξέρξη ήταν γραφτό να καταστραφεί. Αυτή ήταν η ιστορία του Δικαίου, του γιου του Θεοκύδη, που επικαλείται τη μαρτυρία του Δημάρατου και άλλων.
66. Στο μεταξύ, οι Πέρσες ναύτες είχαν γυρίσει από την Τραχίνα στην Ιστιαία, αφού επισκέφτηκαν το πεδίο όπου καταστράφηκαν οι Λακεδαιμόνιοι και τρεις μέρες αργότερα ο στόλος απέπλευσε. Τα πλοία διέσχισαν τα στενά του Ευρίπου και μετά από τρεις μέρες, έφτασαν έξω από το Φάληρο. Υπολογίζω ότι οι δυνάμεις ξηράς και θάλασσας ήταν εξίσου ισχυρές όταν μπήκαν στην Αττική όπως και πριν μπουν στη Σηπιάδα και τις Θερμοπύλες· γιατί, αντί για τις απώλειες που είχαν στην καταιγίδα, στη μάχη των Θερμοπυλών και στο Αρτεμίσιο, υπολογίζω αυτές που αποτελούνταν από Μηλιείς, Δωριείς και Λοκρούς και δεν είχαν τότε ακόμη ακολουθήσει το βασιλιά· οι Βοιωτοί συμμετείχαν σύσσωμοι, με μόνη εξαίρεση τους Θεσπιείς και τους Πλαταιείς· και, υπήρχαν ακόμα οι νησιώτες από την Κάρυστο, την Άνδρο, την Τήνο κι όλα τα άλλα νησιά εκτός από τα πέντε που ήδη ανέφερα. Πράγματι, όσο πιο βαθιά στην Ελλάδα προχωρούσε ο Πέρσης, τόσο περισσότεροι λαοί τον ακολουθούσαν.
67. Όλες αυτές οι μονάδες προέλασαν μέχρι την Αττική εκτός από τους Παριανούς (αυτοί έμειναν πίσω στην Κύθνο για να παρακολουθήσουν την έκβαση του πολέμου). Ο στόλος έφτασε, όπως ανέφερα ήδη, στο Φάληρο. Εκεί τον επισκέφτηκε ο ίδιος ο Ξέρξης, γιατί ήθελε να μιλήσει με τους διοικητές του και ν’ ακούσει τις προτάσεις τους· αφού κάθισε λοιπόν ο ίδιος, κάλεσε να παρουσιαστούν μπροστά του οι τύραννοι των κρατών και οι διοικητές των διάφορων πλοίων, που πήραν τις θέσεις τους με την προτεραιότητα που είχε ορίσει ο βασιλιάς. Πρώτος ο άρχοντας της Σιδώνας, μετά της Τύρου κι ούτω καθεξής. Αφού κάθισαν όλοι με τη σειρά, ο Ξέρξης έστειλε το Μαρδόνιο να ρωτήσει τη γνώμη του καθενός για την προοπτική μιας ναυμαχίας.
68. Αυτός πέρασε πράγματι απ’ όλους τους αξιωματούχους κάνοντας αυτή την ερώτηση, αρχίζοντας από τον άρχοντα της Σιδώνας. Όλες οι απαντήσεις, με μια μοναδική εξαίρεση, ήταν υπέρ μιας αναμέτρησης με τον ελληνικό στόλο. Η εξαίρεση ήταν η Αρτεμισία που είπε: «Μαρδόνιε, να μεταφέρεις στο βασιλιά την απάντηση που θα δώσω εγώ, που το θάρρος και τα επιτεύγματά μου στις ναυμαχίες της Εύβοιας δεν ήταν λίγα. Πες του: "Αφέντη, οι προηγούμενες υπηρεσίες μου δίνουν το δικαίωμα να σε συμβουλεύσω για την τακτική που θεωρώ την καλύτερη για σένα. Σώσε τα πλοία σου και μην ξεκινήσεις ναυμαχία, γιατί οι Έλληνες είναι τόσο ανώτεροι από μας σε ναυτικά θέματα όσο και οι άνδρες από τις γυναίκες. Τι σε πιέζει να διακινδυνεύσεις κι άλλες αναμετρήσεις στη θάλασσα; Δεν κατέλαβες την Αθήνα, τον κύριο στόχο της εκστρατείας σου; Δεν έχεις και όλη την άλλη Ελλάδα; Δεν υπάρχει κανείς τώρα που μπορεί να σου αντισταθεί, γιατί αυτοί που σου αντιστάθηκαν ήδη πήραν την τιμωρία που τους άξιζε. Άσε με να σου πω πώς πιστεύω ότι θα εξελιχθούν τα πράγματα για τον εχθρό· αν δε βιαστείς να ναυμαχήσεις μαζί τους και κρατήσεις το στόλο εκεί που βρίσκεται τώρα, θα πετύχεις πολύ εύκολα το σκοπό σου, είτε αποφασίσεις να μείνεις εδώ είτε προελάσεις στην Πελοπόννησο. Οι Έλληνες δε θα είναι σε θέση να σου αντισταθούν για πολύ· θα τους αναγκάσεις να διασπάσουν τις δυνάμεις τους· πολύ γρήγορα, θα διαλυθούν και θα γυρίσει ο καθένας στην πατρίδα του. Άκουσα ότι δεν έχουν προμήθειες στο νησί που βρίσκονται τώρα. Τουλάχιστον όσοι έχουν έρθει από την Πελοπόννησο είναι απίθανο να μείνουν άπραγοι, αν προελάσεις με τον στρατό σου προς τη Πελοπόννησο, και πολύ δύσκολα θα δεχτούν να μείνουν και να υπερασπίζονται την Αθήνα. Αν, αντίθετα, βιαστείς να διατάξεις μια ναυμαχία, φοβάμαι ότι η ήττα του στόλου σου θα έχει αντίκτυπο και στο στρατό σου. Και, υπάρχει άλλο ένα σημείο, βασιλιά μου, που πρέπει να λάβεις υπόψη σου· καλοί αφέντες έχουν συνήθως κακούς υπηρέτες κι οι κακοί αφέντες καλούς. Εσύ, λοιπόν, που είσαι ο καλύτερος αφέντης στον κόσμο, έχεις τους χειρότερους υπηρέτες· αυτοί οι λαοί που υποτίθεται πως είναι σύμμαχοί σου, οι Αιγύπτιοι, οι Κύπριοι, οι Κίλικες, οι Πάμφυλοι, δεν παρέχουν καμιά ωφέλεια".
69. Οι φίλοι της Αρτεμισίας έμειναν έκπληκτοι, όταν άκουσαν την απάντησή της στο Μαρδόνιο, και φοβήθηκαν ότι ο Ξέρξης θα την τιμωρούσε, επειδή ήθελε να τον αποτρέψει από τη ναυμαχία· αντίθετα, αυτοί που τη ζήλευαν επειδή ήταν ανάμεσα στις πιο ισχυρές προσωπικότητες της συμμαχικής δύναμης, ενθουσιάστηκαν με την απάντηση γιατί πίστευαν ότι θα έφερνε την πτώση της. Όταν ο βασιλιάς άκουσε τις απαντήσεις τους, έμεινε πολύ ικανοποιημένος απ’ αυτή της Αρτεμισίας· τη θεωρούσε και πρωτύτερα αξιοθαύμαστο άτομο, αλλά μετά απ’ αυτό την εκτίμησε περισσότερο από ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, υποστήριξε την πρόταση της πλειοψηφίας, γιατί πίστευε ότι στις συμπλοκές στα παράλια της Εύβοιας οι άνδρες του απέφυγαν να κάνουν το καθήκον τους επειδή δεν ήταν παρών ο ίδιος, ενώ, αυτή τη φορά, είχε κανονίσει να παρακολουθεί τη ναυμαχία με τα ίδια του τα μάτια.
70. Η επόμενη διαταγή του ήταν να αποπλεύσουν τα πλοία, που βγήκαν ανοιχτά στο πέλαγος και κατευθύνθηκαν προς τη Σαλαμίνα, όπου πήραν τις θέσεις τους με ησυχία. Ήταν αργά το απόγευμα κι είχε σκοτεινιάσει αρκετά, ώστε να μην μπορούν να εξαπολύσουν αμέσως επίθεση· έτσι ετοιμάστηκαν για επίθεση την επομένη. Οι Έλληνες ήταν τρομοκρατημένοι και ιδιαίτερα οι Πελοποννήσιοι, που βρίσκονταν στη Σαλαμίνα· γιατί φοβούνταν ότι μένοντας στη Σαλαμίνα επρόκειτο να πολεμήσουν για τη γη των Αθηναίων κι αν τους νικούσαν, θα αποκλείονταν στο νησί, αφήνοντας ανυπεράσπιστη την πατρίδα τους.
71. Ο στρατός των βαρβάρων ξεκινούσε την πορεία του για την Πελοπόννησο το ίδιο κιόλας βράδυ. Είχαν επιστρατευτεί όλα τα μέσα για να εμποδίσουν τους βαρβάρους να περάσουν τον Ισθμό από την ξηρά. Μόλις έφτασαν τα νέα για την καταστροφή της δύναμης του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, μαζεύτηκαν στον Ισθμό στρατεύματα απ’ όλες τις πόλεις και μπήκαν στις διαταγές του Κλεόμβροτου, γιου του Αναξανδρίδη κι αδελφού του Λεωνίδα. Στρατοπέδευσαν στον Ισθμό και απέκλεισαν με χώματα τη Σκειρωνίδα οδό. Μετά, ακολουθώντας την απόφαση που πήρε το συμβούλιο, άρχισαν να χτίζουν τείχος στον Ισθμό. Αφού είχαν συγκεντρωθεί πολλές δεκάδες χιλιάδες και δούλευαν όλοι ανεξαιρέτως, το έργο προχωρούσε γοργά. Κουβαλούσαν πέτρες, πλίνθους, ξύλα, κοφίνια με άμμο, ενώ η δουλειά συνεχιζόταν αδιάκοπα μέρα νύχτα.
72. Οι λαοί που συμμετείχαν σύσσωμοι στο έργο στον Ισθμό ήταν οι εξής· οι Λακεδαιμόνιοι και όλοι οι Αρκάδες, οι Ηλείοι, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Επιδαύριοι, οι Φλειάσιοι, οι Τροιζήνιοι και οι Ερμιονείς· όλοι αυτοί, φοβισμένοι για την ασφάλεια της Ελλάδας, βοήθησαν στο έργο, ενώ οι άλλες κοινότητες της Πελοποννήσου (παρ’ όλο που τα Ολύμπια και τα Κάρνεια είχαν τελειώσει) έμειναν αδιάφορες.
73. Στην Πελοπόννησο υπάρχουν επτά διαφορετικοί λαοί. Δύο απ’ αυτούς, οι Αρκάδες και οι Κυνούριοι, είναι αυτόχθονες και ως τώρα κατοικούν όπου κατοικούσαν και παλιά. Οι Αχαιοί ζούσαν πάντα στην Πελοπόννησο, μολονότι μετακινήθηκαν από τα αρχικά τους εδάφη· οι τέσσερις άλλοι από τους επτά —οι Δωριείς, οι Αιτωλοί, οι Δρύοπες και οι Λήμνιοι— είναι ξένοι μετανάστες. Οι δωρικές κοινότητες είναι πολυάριθμες και πολύ γνωστές· οι Αιτωλοί έχουν μόνο μία, την Ηλεία· η Ερμιόνη και η Ασίνη κοντά στην Καρδαμύλη της Λακωνίας, ανήκουν στους Δρύοπες και όλοι οι Παρωρεάτες είναι Λήμνιοι. Οι αυτόχθονες Κυνούριοι φαίνεται πως ήταν οι μόνοι Ίωνες σ’ αυτή την περιοχή της Ελλάδας, με τον καιρό όμως έγιναν Δωριείς, στο διάστημα που ήταν υποτελείς του Άργους, καθώς ήταν Θυρεάτες και κάτοικοι των περιχώρων της Θυρέας. Από τις επτά αυτές κοινότητες, όλοι οι λαοί εκτός απ’ αυτούς που ανέφερα, προτίμησαν να μείνουν ουδέτεροι σ’ αυτόν τον πόλεμο, πράγμα που, για να μιλήσω πιο ελεύθερα, είναι το ίδιο σαν να είχαν συμπαραταχτεί με τους Πέρσες.
74. Οι Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί στον Ισθμό, ήταν σίγουροι πως αγωνίζονταν τον υπέρ πάντων αγώνα και χωρίς να τρέφουν πολλές ελπίδες για μια νίκη των Ελλήνων στη θάλασσα, συνέχισαν να πασχίζουν να ενισχύσουν με κάθε τρόπο την άμυνά τους. Τα νέα για τις προσπάθειές τους προκάλεσαν αναστάτωση στη Σαλαμίνα· κι όλοι φοβούνταν όχι τόσο για τους εαυτούς τους, όσο για την Πελοπόννησο. Στην αρχή ακούγονταν κάποιοι ψίθυροι για την απερισκεψία του Ευρυβιάδη· έπειτα οι συγκρατημένες κριτικές ξέσπασαν σε φανερή αντίθεση κι έγινε νέο συμβούλιο. Τα ίδια θέματα συζητήθηκαν ξανά, με ένα μέρος των αξιωματικών να επιμένουν ότι ήταν ανούσιο να μείνουν και να πολεμήσουν για μια χώρα που ήταν ήδη στα χέρια του εχθρού. Το καλύτερο που είχε να κάνει ο στόλος ήταν να αποπλεύσει και να υπερασπιστεί την Πελοπόννησο, ενώ οι Αθηναίοι, οι Αιγινήτες και οι Μεγαρείς υποστήριζαν πάντα ότι η ναυμαχία έπρεπε να γίνει στη Σαλαμίνα.
75. Τότε ο Θεμιστοκλής, βλέποντας τον κίνδυνο να καταψηφιστεί από τους Πελοποννήσιους, έφυγε απαρατήρητος από το συμβούλιο κι έστειλε έναν άνδρα με πλοίο στον στόλο των Μήδων, με οδηγίες τι έπρεπε να πει φτάνοντας εκεί. Ο άνδρας αυτός ήταν ο Σίκιννος, ένας από τους σκλάβους του Θεμιστοκλή που φρόντιζε τους γιους του· αργότερα, όταν οι Θεσπιείς ενέγραφαν νέους πολίτες στην πόλη τους, ο Θεμιστοκλής τον εγκατέστησε εκεί και τον έκανε πλούσιο. Ακολουθώντας, λοιπόν, τις οδηγίες του αφέντη του, ο Σίκιννος πήγε στους Πέρσες στρατηγούς και είπε: «Φέρνω ένα μυστικό μήνυμα από τον Αθηναίο ναύαρχο (που τρέφει φιλικά αισθήματα για τον βασιλιά σας κι ελπίζει να κερδίσουν τη νίκη οι Πέρσες και όχι οι Έλληνες). Μου είπε να σας αναφέρω ότι οι Έλληνες δειλιάζουν και σχεδιάζουν να φύγουν. Αν τους εμποδίσετε να ξεγλιστρήσουν κρυφά, σας περιμένει μια ανεπανάληπτη νίκη. Δε συμφωνούν μεταξύ τους και δε θα προβάλουν αντίσταση, αντίθετα, θα δείτε αυτούς που είναι μυστικά με το μέρος σας να επιτίθενται στους υπόλοιπους». Μόλις παρέδωσε το μήνυμά του, ο Σίκιννος γύρισε αμέσως στη βάση του.
76. Οι Πέρσες πίστεψαν ό,τι τους είχε πει κι αποβίβασαν μια ισχυρή δύναμη στο νησάκι Ψυττάλεια, ανάμεσα στη Σαλαμίνα και την ακτή· έπειτα γύρω στα μεσάνυχτα, μετακίνησαν τη δυτική τους πτέρυγα σε κυκλική πορεία για να περικυκλώσουν τη Σαλαμίνα, ενώ ταυτόχρονα, τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στην Κέα και την Κυνόσουρα προχώρησαν επίσης κι έκλεισαν όλο το κανάλι μέχρι τη Μουνιχία. Έκαναν αυτά με σκοπό να αποκόψουν τους Έλληνες στη Σαλαμίνα και να τους εκδικηθούν εκεί για τις καταστροφές που τους προκάλεσαν στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου. Τα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Ψυττάλεια γιατί έλπιζαν ότι, μόλις άρχιζε η σύγκρουση, πολλοί άνδρες και χτυπημένα πλοία θα κατέφευγαν εκεί, (γιατί το νησί βρίσκεται ακριβώς στο στενό της ναυμαχίας). Εκεί θα μπορούσαν να περιποιούνται τους δικούς τους και να σκοτώνουν τους εχθρούς. Αυτές οι κινήσεις έγιναν τελείως αθόρυβα, για να μην αντιληφθεί τίποτα εχθρός· κράτησαν ολόκληρη τη νύχτα με αποτέλεσμα κανένας από τους άνδρες να μην προλάβει να κοιμηθεί.
77. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι υπάρχει αλήθεια στους χρησμούς και δεν έχω πρόθεση να τους υποτιμήσω αφού λένε τα πράγματα τόσο φανερά. Αλλά όταν την ιερή ακτή της Άρτεμης με το χρυσό ξίφος καλύψουν με πλοία και την παραθαλάσσια Κυνόσουρα, συνεπαρμένοι από ελπίδες με την καταστροφή της όμορφης Αθήνας, τότε η θεϊκή Δικαιοσύνη θα σβήσει την Υπερβολή, παιδί της Αλαζονείας, τρομερή κι έξαλλη, έτοιμη να καταβροχθίσει τα πάντα. O χαλκός θα χτυπηθεί με χαλκό κι ο Άρης με αίμα θα κοκκινίσει τη θάλασσα· τότε ελεύθερη μέρα στην Ελλάδα θα φέρουν ο γιος του Κρόνου που βλέπει μακριά και η σεβάσμια Νίκη.
Έχοντας αυτά τα λόγια του Βάκη κατά νου, ξεκάθαρα όπως είναι, δεν τολμώ να πω τίποτα ενάντια στις προφητείες ούτε προτίθεμαι να ακούσω επικρίσεις από άλλους.
78. Οι Έλληνες διοικητές στη Σαλαμίνα δεν συμφωνούσαν ακόμη μεταξύ τους. Δεν ήξεραν ακόμα ότι τα εχθρικά πλοία είχαν κλείσει και τις δύο διεξόδους, αλλά νόμιζαν ότι βρίσκονταν ακόμα αραγμένα εκεί όπου τα είχαν δει στη διάρκεια της μέρας.
79. Ωστόσο, ενώ η συζήτηση συνεχιζόταν σε οξύτατους τόνους, ο Αριστείδης έφτασε με ένα πλοίο από την Αίγινα. Αυτός ο Αθηναίος, γιος του Λυσίμαχου, είχε εξοριστεί από την Αθήνα μετά από λαϊκή ψηφοφορία· όσο περισσότερα μαθαίνω για το χαρακτήρα του, τόσο πείθομαι ότι ήταν ο καλύτερος κι εντιμότερος άνδρας που έζησε ποτέ στην Αθήνα. Φτάνοντας στη Σαλαμίνα ο Αριστείδης πήγε εκεί όπου γινόταν το συμβούλιο και, μένοντας έξω, φώναξε το Θεμιστοκλή. Μόνο φίλος του δεν ήταν αυτός· για την ακρίβεια, ήταν ο πια άσπονδος εχθρός του· ο Αριστείδης, όμως, μπροστά στο μέγεθος του κινδύνου που τους απειλούσε, ήταν πρόθυμος να ξεχάσει τις παλιές διαφορές κι ήθελε να συμφωνήσει μαζί του. Ήξερε την ανυπομονησία που είχε κυριέψει τους Πελοποννήσιους να αποσυρθούν με τα πλοία στον Ισθμό· έτσι μόλις βγήκε ο Θεμιστοκλής, του είπε: «Αυτή τη στιγμή, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, εμείς οι δυο θα έπρεπε να φιλονικούμε για το ποιος από μας μπορεί να κάνει μεγαλύτερο καλό στην πατρίδα. Αρχικά, πρέπει να σου πω ότι οι Πελοποννήσιοι μπορούν να συζητούν όσο θέλουν την αναχώρησή τους από τη Σαλαμίνα, γιατί δεν έχει καμιά σημασία πλέον. Αυτό που θα σου πω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Δεν μπορούν να βγουν από τα στενά, όσο κι αν το θέλουν, ούτε οι Κορίνθιοι ούτε ο ίδιος ο Ευρυβιάδης, γιατί ο στόλος μας είναι περικυκλωμένος. Πήγαινε, λοιπόν να τους τα πεις».
80. «Καλά τα νέα και καλή η συμβουλή», απάντησε ο Θεμιστοκλής· «αυτό που ευχόμουν πάνω απ’ όλα έγινε κι εσύ ο ίδιος είσαι αυτόπτης μάρτυρας ότι είναι αλήθεια. Εγώ είμαι υπεύθυνος γι’ αυτή την ενέργεια των Μήδων· αφού οι σύμμαχοί μας δεν ήθελαν να πολεμήσουν εδώ από δική τους ελεύθερη βούληση, ήταν απαραίτητο να τους υποχρεώσω είτε το ήθελαν είτε όχι. Πες τους εσύ τα καλά νέα· αν τους τα πω εγώ, θα νομίσουν ότι τα επινόησα και δε θα πιστέψουν ότι οι βάρβαροι έπραξαν έτσι. Σε παρακαλώ, λοιπόν, πήγαινε μέσα να αναφέρεις μόνος σου ό,τι είδες. Αν σε πιστέψουν, όταν τους τα πεις, τόσο το καλύτερο· αν όχι, δεν έχει σημασία· γιατί, αν είμαστε περικυκλωμένοι, όπως λες, δεν έχουν δυνατότητα διαφυγής πια».
81. Ο Αριστείδης πήγε πράγματι μέσα κι έκανε την αναφορά του, λέγοντας ότι μόλις είχε φτάσει από την Αίγινα και δυσκολεύτηκε πολύ να περάσει κρυφά μέσα από τον κλοιό του στόλου του Ξέρξη, αφού η Ελληνική δύναμη ήταν περικυκλωμένη. Τους συμβούλεψε, λοιπόν, ν’ αρχίσουν αμέσως τις προετοιμασίες για ν’ αποκρούσουν μια επίθεση. Αφού είπε αυτά, έφυγε από το συμβούλιο, όπου ξέσπασε καινούρια διαμάχη, γιατί οι περισσότεροι στρατηγοί αρνούνταν να πιστέψουν αυτή την αναφορά.
82. Ενώ όμως έτρεφαν ακόμα αμφιβολίες, μια τριήρης της Τήνου με διοικητή τον Παναίτιο, γιο του Σωσιμένη, αυτομόλησε και ήρθε με πλήρη αναφορά του αληθινού σχεδίου. Γι’ αυτή τους την υπηρεσία, το όνομα των Τηνίων χαράχτηκε αργότερα στον τρίποδα των Δελφών, ανάμεσα σ’ αυτά των άλλων πόλεων που βοήθησαν στη νίκη των Ελλήνων ενάντια στους εχθρούς τους. Μ’ αυτό το πλοίο που ήρθε να συμπαραταχτεί με τον Ελληνικό στόλο στη Σαλαμίνα κι εκείνο από τη Λήμνο που είχε πάει νωρίτερα στο Αρτεμίσιο, ο αριθμός των πλοίων συμπλήρωσε τα τριακόσια ογδόντα. Δυο έλειπαν μόνο ως τότε για να συμπληρωθεί ο αριθμός.
83. Υποχρεωμένοι να δεχτούν την αναφορά των Τηνίων, οι Έλληνες άρχισαν επιτέλους να προετοιμάζονται για την επικείμενη ναυμαχία.
Την αυγή, οι πολεμιστές είχαν συγκεντρωθεί και ο Θεμιστοκλής μίλησε πιο αξιόλογα από όλους. Ο λόγος του στηριζόταν σε μια σύγκριση ανάμεσα στα καλύτερα και χειρότερα πράγματα στη ζωή και την τύχη του ανθρώπου και στην προτροπή να διαλέξουν τα καλύτερα. Έπειτα, αφού ολοκλήρωσε το λόγο του, έδωσε τη διαταγή για τον απόπλου. Τη στιγμή που οι άνδρες επιβιβάζονταν, έφτασε η τριήρης που είχε πάει στην Αίγινα για να φέρει τους Αιακίδες. Ολόκληρος ο στόλος είχε ξεκινήσει τώρα και, την επόμενη στιγμή, οι Πέρσες κινήθηκαν κατά πάνω του.
84. Οι Έλληνες άρχισαν να υποχωρούν με την πρύμνη, ενώ πήγαιναν εναντίον τους οι βάρβαροι· κόντευαν να ρίξουν τα πλοία στη στεριά, όταν ο Αμεινίας από την Παλλήνη κυβερνήτης ενός Αθηναϊκού πλοίου, όρμησε μπροστά και επιτέθηκε σ’ ένα εχθρικό πλοίο. Βλέποντας τα δύο πλοία σφηνωμένα μαζί, τα άλλα Ελληνικά πλοία έσπευσαν να βοηθήσουν τον Αμεινία κι έτσι άρχισε η ναυμαχία όπως ισχυρίζονται οι Αθηναίοι. Οι Αιγινήτες υποστηρίζουν ότι το πρώτο πλοίο που ρίχτηκε στον αγώνα ήταν αυτό που είχε πάρει τους γιους του Αιακού από την Αίγινα. Λέγεται επίσης ότι εμφανίστηκε ένα φάντασμα μιας γυναίκας και, με βροντερή φωνή που άκουσαν όλοι οι άνδρες του στόλου, φώναξε περιφρονητικά: «Ανόητοι, πόσο ακόμα σκοπεύετε να υποχωρήσετε;»
85. Οι Αθηναίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Φοίνικες, (που αποτελούσαν τη δυτική πτέρυγα των Περσών προς την Ελευσίνα), οι Λακεδαιμόνιοι ήταν αντικριστά με τα πλοία των Ιώνων, που είχαν παραταχθεί προς τον Πειραιά, δηλαδή στο ανατολικό άκρο. Μερικοί από τους Ίωνες θυμήθηκαν την έκκληση του Θεμιστοκλή κι έμειναν πίσω στη διάρκεια της σύγκρουσης, αλλά οι περισσότεροι την αγνόησαν. Θα μπορούσα να δώσω τα ονόματα των τριηράρχων του εχθρικού στόλου που κατέλαβαν ελληνικά πλοία, αλλά θα αρκεστώ στον Θεομήστορα, γιο του Ανδροδάμαντα, και τον Φύλακο, γιο του Ιστιαίου, που ήταν κι οι δυο Σάμιοι. Ο λόγος για τον οποίο τους αναφέρω είναι ότι, σε αμοιβή γι’ αυτή τους την υπηρεσία, ο Θεομήστορας διορίστηκε από τους Πέρσες τύραννος της Σάμου, ενώ ο Φύλακος εγγράφηκε στον κατάλογο των ευεργετών του βασιλιά και του παραχωρήθηκε μια μεγάλη έκταση γης. Η περσική λέξη για τους ευεργέτες του βασιλιά είναι «οροσάγγες». Αυτοί οι δύο αξιωματικοί, όπως είπα, είχαν κάποια επιτυχία.
86. Όμως το μεγαλύτερο μέρος του στόλου έπαθε μεγάλες ζημιές στη Σαλαμίνα, από τις οποίες άλλες οφείλονταν στους Αθηναίους και άλλες στους Αιγινήτες. Από τη στιγμή που ο Ελληνικός στόλος άρχισε να ενεργεί ως σύνολο και με τάξη ενώ οι Πέρσες είχαν χαλάσει την παράταξή τους και δεν πολεμούσαν με βάση κάποιο σχέδιο, η κατάληξη ήταν αναπόφευκτη. Πολέμησαν ωστόσο καλά αυτή τη μέρα, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι στις συμπλοκές κοντά στην Εύβοια. Κάθε άνδρας έδωσε τον καλύτερο εαυτό του από φόβο για την εκδίκηση του Ξέρξη, νιώθοντας το βλέμμα του βασιλιά καρφωμένο πάνω του
87. Δεν μπορώ να δώσω ακριβείς πληροφορίες για τον ρόλο που έπαιξε σ’ αυτή τη ναυμαχία καθένας από τον στόλο των Ελλήνων και των βαρβάρων. Οφείλω, ωστόσο, να αναφέρω την Αρτεμισία και την πράξη που την ανέβασε ακόμα περισσότερο στην εκτίμηση του Ξέρξη. Όταν ο περσικός στόλος βρισκόταν σε μεγάλη ταραχή, η Αρτεμισία καταδιωκόταν από μια αθηναϊκή τριήρη. Αφού το πλοίο της έτυχε να βρίσκεται πιο κοντά στον εχθρό και μπροστά της υπήρχαν άλλα φιλικά πλοία, ήταν αδύνατο να ξεφύγει. Σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση, συνέλαβε ένα σχέδιο που την ωφέλησε όταν το εφάρμοσε. Με το αθηναϊκό πλοίο πολύ κοντά στην πρύμνη της, έπλευσε ολοταχώς μπροστά και επιτέθηκε σ’ ένα από τα συμμαχικά της πλοία, συγκεκριμένα ένα από την Κάλυνδα στο οποίο μάλιστα επέβαινε ο Δαμασίθυμος, ο Καλυνδέας βασιλιάς. Δεν μπορώ να πω αν το έκανε εσκεμμένα, εξαιτίας κάποιας διαμάχης που είχε μ’ αυτό τον άνδρα όσο βρίσκονταν στον Ελλήσποντο, ή αν έτυχε απλώς να βρεθεί το πλοίο του στον δρόμο της· γεγονός όμως παραμένει ότι το χτύπησε και το βύθισε, με αποτέλεσμα, χάρη στην τύχη της, να έχει διπλό κέρδος. Από τη μια, ο Αθηναίος τριήραρχος βλέποντάς τη να επιτίθεται σ’ έναν εχθρό, υπέθεσε, όπως ήταν φυσικό, ότι το πλοίο ήταν Ελληνικό ή ότι ήταν κάποιος λιποτάκτης που είχε ταχτεί με το μέρος των Ελλήνων· έτσι, σταμάτησε την καταδίωξη κι επιτέθηκε σε άλλο πλοίο.
88. Αυτό ήταν μεγάλη τύχη, γιατί έσωσε τη ζωή της· επιπλέον, αυτή ακριβώς η πράξη της, αν και κακή, την ανέβασε ακόμα ψηλότερα στην εκτίμηση του Ξέρξη. Γιατί λέγεται ότι ο βασιλιάς, που παρακολουθούσε τη ναυμαχία, παρατήρησε το περιστατικό και κάποιος από τους παρόντες είπε: «Βλέπεις, αφέντη, πόσο καλά πολεμά η Αρτεμισία; Βύθισε ένα εχθρικό πλοίο». Ο Ξέρξης ρώτησε αν ήταν σίγουροι πως ήταν αυτή και του απάντησαν ότι δεν είχαν καμιά αμφιβολία, γιατί γνώριζαν το έμβλημά της. Φυσικά, υπέθεσαν ότι το πλοίο που βύθισε ήταν εχθρικό. Πράγματι, η Αρτεμισία στάθηκε τυχερή από πολλές απόψεις, αφού δεν επιβίωσε ούτε ένας από το Καλυνδικό πλοίο που θα μπορούσε να την κατηγορήσει. Λέγεται ότι ο Ξέρξης έκανε τότε το εξής σχόλιο: «Οι άνδρες μου μετατράπηκαν σε γυναίκες και οι γυναίκες σε άνδρες». Αυτά λέγεται ότι είπε ο Ξέρξης.
89. Ανάμεσα στους νεκρούς της ναυμαχίας αυτής ήταν ο Αριαβίγνης, ο γιος του Δαρείου κι αδελφός του Ξέρξη, καθώς και πολλοί άλλοι διακεκριμένοι άνδρες από την Περσία, τη Μηδία και άλλα συμμαχικά κράτη. Η ελληνική πλευρά είχε λίγες απώλειες, αφού οι περισσότεροι Έλληνες ήξεραν κολύμπι κι όσοι έχαναν τα πλοία τους, δε σκοτώνονταν στη μάχη, κολυμπούσαν μέχρι τη Σαλαμίνα. Οι περισσότεροι από τους εχθρούς, αντίθετα, που δεν ήξεραν κολύμπι, πνίγηκαν. Η μεγαλύτερη καταστροφή έγινε όταν τα περσικά πλοία που μπήκαν πρώτα στη συμπλοκή έκαναν μεταβολή, με αποτέλεσμα να συγκρούονται με αυτά που προσπαθούσαν να περάσουν στην πρώτη γραμμή και να μπουν στη δράση μπροστά στο βασιλιά που παρακολουθούσε.
90. Στη σύγχυση που δημιουργήθηκε έγιναν τα εξής. Μερικοί Φοίνικες που είχαν χάσει τα πλοία τους πήγαν στον Ξέρξη και υπαινίχτηκαν ότι η απώλεια των πλοίων τους οφειλόταν σε προδοσία των Ιώνων. Η κατάληξη ήταν ότι δεν εκτελέστηκαν οι στρατηγοί των Ιώνων για κακή συμπεριφορά αλλά αυτοί. Ενώ μιλούσαν, ένα πλοίο της Σαμοθράκης χτύπησε ένα αθηναϊκό· αυτό άρχισε να βουλιάζει, όταν ένα πλοίο από την Αίγινα χτύπησε τους Σαμοθράκες και βύθισε το πλοίο τους· το πλήρωμα όμως, που ήταν οπλισμένο με ακόντια, πρόλαβε να ρίξει έξω όλους όσοι βρίσκονταν στο κατάστρωμα του αιγινήτικου πλοίου και μετά πήδηξε πάνω και το κατέλαβε. Αυτό το κατόρθωμα έσωσε τους Ίωνες, γιατί όταν είδε ο Ξέρξης το ιωνικό πλοίο να καταφέρνει κάτι τόσο αξιοθαύμαστο, γύρισε στους Φοίνικες και, εκνευρισμένος όπως ήταν κι έτοιμος να ρίξει ευθύνες σε οποιονδήποτε, διέταξε να τους κόψουν το κεφάλι για να μη διαδίδουν συκοφαντίες ενάντια σε καλύτερούς τους. Ο Ξέρξης παρακολουθούσε τη ναυμαχία από τους πρόποδες του όρους που ονομάζεται Αιγάλεω απέναντι από τα στενά της Σαλαμίνας· όποτε έβλεπε κάποιον κυβερνήτη του στόλου του να διαπρέπει, μάθαινε το όνομά του κι έβαζε τους γραμματείς του να το σημειώσουν, μαζί με την πόλη και το όνομα του πατέρα του. Ο Πέρσης Αριαράμνης, που ήταν φίλος των Ιώνων και παρών στη διάρκεια της ναυμαχίας, είχε μια ανάμειξη στην τιμωρία των Φοινίκων. Αυτοί λοιπόν ξέσπασαν πάνω στους Φοίνικες.
91. Όταν άρχισε η φυγή των πλοίων των βαρβάρων, που προσπαθούσαν να επιστρέψουν στο Φάληρο, οι Αιγινήτες, που τους περίμεναν στα στενά, πολέμησαν αξιομνημόνευτα. Όσα πλοία αντιστέκονταν ή προσπαθούσαν να ξεφύγουν, συντρίφτηκαν από τους Αθηναίους μέσα στην ταραχή, ενώ οι Αιγινήτες αναλάμβαναν αυτούς που προσπαθούσαν ν’ απομακρυνθούν, έτσι ώστε, όσα πλοία γλίτωναν από τον πρώτο εχθρό, έπεφταν σίγουρα πάνω στον άλλο.
92. Έτυχε σ’ αυτό το στάδιο της ναυμαχίας ο Θεμιστοκλής, που καταδίωκε ένα εχθρικό πλοίο, να περάσει πολύ κοντά από το πλοίο που διοικούσε ο Αιγινήτης Πολύκριτος, γιος του Κριού. Αυτός είχε μόλις χτυπήσει ένα πλοίο Σιδωνίων, το ίδιο που είχε καταλάβει το πλοίο των Αιγινητών που περιπολούσε κοντά στη Σκιάθο, στο οποίο επέβαινε ο Πυθέας, ο γιος του Ισχενόου, ο Αιγινήτης που οι Πέρσες είχαν περιθάλψει και κρατήσει μαζί τους από θαυμασμό για την ανδρεία του που αρνιόταν να παραδοθεί παρά τις τρομερές πληγές του. Όταν το πλοίο των Σιδωνίων που τον μετέφερε καταλήφθηκε μαζί με το πλήρωμά του, αυτός γύρισε ασφαλής στην Αίγινα. Τη στιγμή που ο Πολύκριτος πρόσεξε το Αθηναϊκό πλοίο κι αναγνώρισε το έμβλημα του ναύαρχου, φώναξε το Θεμιστοκλή και τον ρώτησε ειρωνικά αν θεωρούσε ακόμα τους Αιγινήτες φίλους των Περσών. Τέτοια λόγια ξεστόμισε ο Πολύκριτος στο Θεμιστοκλή, όταν χτύπησε το εχθρικό πλοίο. Όσα περσικά πλοία γλίτωσαν από την καταστροφή, γύρισαν στο Φάληρο και σύρθηκαν στην ακτή, κάτω από την προστασία του στρατού.
93. Όλοι παραδέχονται ότι αυτοί που διέπρεψαν κυρίως στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ήταν οι Αιγινήτες και μετά ερχόταν η Αθήνα. Τη μεγαλύτερη ατομική διάκριση κέρδισε ο Αιγινήτης Πολύκριτος κι από τους Αθηναίους, οι Ευμένης ο Αναγυράσιος και ο Αμεινίας από την Παλλήνη. Ο Αμεινίας ήταν αυτός που είχε καταδιώξει την Αρτεμισία και, αν το ήξερε ότι αυτή διοικούσε το πλοίο, δε θα είχε σταματήσει την καταδίωξη ώσπου να το βυθίσει ή να νικηθεί· γιατί οι Αθηναίοι, οργισμένοι επειδή μια γυναίκα είχε όπλα και πολεμούσε εναντίον τους, είχαν δώσει ειδικές διαταγές γι’ αυτή στους κυβερνήτες κι είχαν υποσχεθεί βραβείο δέκα χιλιάδων δραχμών σ’ όποιον την αιχμαλώτιζε ζωντανή. Όπως ανέφερα ήδη, αυτή κατάφερε να ξεφύγει, όπως και μερικοί άλλοι, που άραξαν στο Φάληρο.
94. Οι Αθηναίοι λένε ότι, στην αρχή της ναυμαχίας, ο Κορίνθιος διοικητής Αδείμαντος σήκωσε πανιά κι έφυγε πανικόβλητος. Βλέποντας οι Κορίνθιοι το ναύαρχό τους να απομακρύνεται, τον ακολούθησαν. Ενώ όμως βρίσκονταν στο ύψος της ακτής της Σαλαμίνας όπου είναι χτισμένος ο ναός της Σκιράδας Αθήνας, συνάντησαν ένα παράξενο πλοίο που το έστειλε ο θεός. Αυτό πλησίασε τους Κορινθίους χωρίς να φανεί ότι το έστειλε κάποιος. Οι Κορίνθιοι, όταν τους έφτασε, δεν είχαν ιδέα τι έκανε ο υπόλοιπος στόλος. Απ’ αυτό που συνέβη αμέσως μετά, όμως, οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για θεϊκή επέμβαση· όταν το πλοίο τους πλησίασε αρκετά, άνδρες που βρίσκονταν στο κατάστρωμα φώναξαν: «Αδείμαντε, ενώ εσύ φέρεσαι ως προδότης λιποτακτώντας μαζί με τα πλοία σου, οι προσευχές της Ελλάδας εισακούστηκαν και νικά τους εχθρούς της». Ο Αδείμαντος δεν τους πίστεψε και τότε αυτοί του πρότειναν να τους πάρει ομήρους και να τους εκτελέσει όλους, αν οι Έλληνες δεν κέρδιζαν πράγματι στη ναυμαχία. Έτσι αυτός και τα υπόλοιπα πλοία του γύρισαν στον Ελληνικό στόλο αφού είχε τελειώσει η αναμέτρηση. Αυτή, όπως είπα ήδη, είναι μια ιστορία που λένε οι Αθηναίοι, ενώ οι Κορίνθιοι τη διαψεύδουν· αντίθετα, υποστηρίζουν ότι τα πλοία τους έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη ναυμαχία, πράγμα που παραδέχονται κι όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες.
95. Μέσα στη σύγχυση της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα ο Αθηναίος Αριστείδης, γιος του Λυσιμάχου, του οποίου τον λαμπρό χαρακτήρα σχολίασα λίγο νωρίτερα, πρόσφερε πολύ σημαντική υπηρεσία. Πήρε ένα τμήμα των Αθηναίων οπλιτών με βαρύ οπλισμό, που ήταν συγκεντρωμένοι στα παράλια της Σαλαμίνας, και τους πέρασε στην Ψυττάλεια, όπου σκότωσαν όλους τους Πέρσες στρατιώτες που είχαν αποβιβαστεί εκεί.
96. Μετά τη ναυμαχία, οι Έλληνες έσυραν στη Σαλαμίνα όλα τα χτυπημένα πλοία που είχαν μείνει έρμαια στη γύρω θαλάσσια περιοχή κι ετοιμάστηκαν για μια επανάληψη της σύγκρουσης, σίγουροι ότι ο Ξέρξης θα έστελνε τα υπόλοιπα πλοία του να επιχειρήσουν δεύτερη επίθεση. Πολλά από τα αχρηστευμένα πλοία καθώς και απομεινάρια από ναυάγια παρασύρθηκαν από τον ζέφυρο άνεμο σε ένα τμήμα των παραλίων της Αττικής που λέγεται Κωλιάδα. Έτσι δεν εκπληρώθηκαν μόνο οι χρησμοί του Βάκη και του Μουσαίου σχετικά μ’ αυτή τη ναυμαχία αλλά και μια άλλη προφητεία σχετική με αυτά τα ναυάγια που είχε ειπωθεί πριν πολλά χρόνια από έναν Αθηναίο μάντη που λεγόταν Λυσίστρατος. Όλοι οι Έλληνες είχαν ξεχάσει αυτό που είχε πει:
Οι γυναίκες της Κωλιάδας θα μαγειρεύουν το φαγητό τους πάνω σε φωτιά από κουπιά.
Αυτό επρόκειτο να γίνει μετά την αποχώρηση του βασιλιά.
97. Ο Ξέρξης, όταν συνειδητοποίησε το μέγεθος της καταστροφής, φοβήθηκε μήπως οι Έλληνες, είτε ενεργώντας με δική τους πρωτοβουλία είτε μετά από προτροπή των Ιώνων, έπλεαν στον Ελλήσποντο και κατέστρεφαν τις γέφυρές του. Αν συνέβαινε αυτό, θα βρισκόταν αποκομμένος στην Ευρώπη και θα διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Έτσι άρχισε να σχεδιάζει τη φυγή του· ταυτόχρονα, όμως, για να κρατήσει μυστικό αυτό το σκοπό του και από τους Έλληνες και από τους δικούς του, άρχισε να κάνει μια πρόσχωση προς τη Σαλαμίνα, δένοντας μαζί μερικά φοινικικά εμπορικά πλοία, που χρησίμευαν ταυτόχρονα ως γέφυρα και τείχος. Επίσης, έκανε μερικές προετοιμασίες ώστε να φαίνεται ότι σχεδίαζε να ξαναεπιτεθεί με το στόλο του. Η θέα αυτής της δραστηριότητας τους έπεισε όλους ότι σκόπευε να μείνει στην Ελλάδα και να συνεχίσει τον πόλεμο με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα· υπήρχε μια εξαίρεση. Ο Μαρδόνιος, που ήξερε πώς σκεφτόταν ο αφέντης του, δεν ξεγελάστηκε.
98. Ταυτόχρονα, ο Ξέρξης έστειλε αγγελιαφόρο στους Πέρσες με την είδηση της ήττας του. Τίποτα στον κόσμο δεν ταξιδεύει γρηγορότερα απ’ αυτούς τους Πέρσες αγγελιαφόρους. Αυτό το πετυχαίνουν με τον εξής τρόπο. Υπάρχουν ιππείς τοποθετημένοι κατά μήκος του δρόμου, ίσοι σε αριθμό με τον αριθμό των ημερών που χρειάζεται το ταξίδι, δηλαδή ένας άνδρας κι ένα άλογο για κάθε μέρα. Τίποτα δεν είναι ικανό να εμποδίσει αυτούς τους αγγελιαφόρους να καλύψουν την απόσταση που τους αντιστοιχεί στο συντομότερο δυνατό χρόνο, ούτε το χιόνι, η βροχή, η ζέστη ή το σκοτάδι. Ο πρώτος, στο τέλος του ταξιδιού του, παραδίδει το μήνυμα στο δεύτερο, αυτός στον τρίτο και ούτω καθεξής, ώσπου να καλυφθεί όλη η απόσταση, όπως στις λαμπαδηφορίες που οργανώνονται προς τιμήν του Ηφαίστου στην Ελλάδα. Η περσική λέξη γι’ αυτού του είδους το τρέξιμο των αλόγων είναι «αγγαρείο».
99. Το πρώτο μήνυμα του Ξέρξη, που ανέφερε την κατάληψη της Αθήνας, προκάλεσε τέτοιο ενθουσιασμό στους Πέρσες που είχαν μείνει πίσω, ώστε έστρωσαν τους δρόμους με κλαδιά μυρσίνης, θυμιάτιζαν με λιβάνι και ρίχτηκαν σε κάθε είδους εορτασμούς· το δεύτερο, ωστόσο, που ακολούθησε πολύ σύντομα, έδωσε τέλος στη χαρά όλων· Τόση ήταν η απογοήτευσή τους, ώστε δεν υπήρχε ούτε ένας άνδρας που δεν έσκισε τα ρούχα του και δεν έκλαψε και θρήνησε από αβάσταχτη οδύνη, ρίχνοντας όλο το βάρος της ευθύνης στο Μαρδόνιο. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις δεν προκλήθηκαν τόσο από λύπη για την απώλεια των πλοίων τους, όσο από φόβο για την προσωπική ασφάλεια του βασιλιά.
100. Αυτά έκαναν οι Πέρσες τότε και δε σταμάτησαν μέχρι που επέστρεψε ο ίδιος ο Ξέρξης. […]
Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.
Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας
Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ
[10] ἔνθα δὴ Θεμιστοκλῆς ἀπορῶν τοῖς ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς προσάγεσθαι τὸ πλῆθος, ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ μηχανὴν ἄρας, σημεῖα δαιμόνια καὶ χρησμοὺς ἐπῆγεν αὐτοῖς· σημεῖον μὲν λαμβάνων τὸ τοῦ δράκοντος, ὃς ἀφανὴς ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἐκ τοῦ σηκοῦ δοκεῖ γενέσθαι· καὶ τὰς καθ' ἡμέραν αὐτῷ προτιθεμένας ἀπαρχὰς εὑρίσκοντες ἀψαύστους οἱ ἱερεῖς, ἐξήγγελλον εἰς τοὺς πολλούς, τοῦ Θεμιστοκλέους λόγον διδόντος, ὡς ἀπολέλοιπε τὴν πόλιν ἡ θεὸς ὑφηγουμένη πρὸς τὴν θάλατταν αὐτοῖς. (2) τῷ δὲ χρησμῷ πάλιν ἐδημαγώγει, λέγων μηδὲν ἄλλο δηλοῦσθαι ξύλινον τεῖχος ἢ τὰς ναῦς· διὸ καὶ τὴν Σαλαμῖνα θείαν, οὐχὶ δεινὴν οὐδὲ σχετλίαν καλεῖν τὸν θεόν, ὡς εὐτυχήματος μεγάλου τοῖς Ἕλλησιν ἐπώνυμον ἐσομένην. κρατήσας δὲ τῇ γνώμῃ ψήφισμα γράφει, τὴν μὲν πόλιν παρακαταθέσθαι τῇ Ἀθηνᾷ τῇ Ἀθηνάων μεδεούσῃ, τοὺς δ' ἐν ἡλικίᾳ πάντας ἐμβαίνειν εἰς τὰς τριήρεις, παῖδας δὲ καὶ γυναῖκας καὶ ἀνδράποδα σώζειν ἕκαστον ὡς δυνατόν. (3) κυρωθέντος δὲ τοῦ ψηφίσματος οἱ πλεῖστοι τῶν Ἀθηναίων ὑπεξέθεντο γενεὰς καὶ γυναῖκας εἰς Τροιζῆνα, φιλοτίμως πάνυ τῶν Τροιζηνίων ὑποδεχομένων· καὶ γὰρ τρέφειν ἐψηφίσαντο δημοσίᾳ, δύο ὀβολοὺς ἑκάστῳ διδόντες, καὶ τῆς ὀπώρας λαμβάνειν τοὺς παῖδας ἐξεῖναι πανταχόθεν, ἔτι δ' ὑπὲρ αὐτῶν διδασκάλοις τελεῖν μισθούς. τὸ δὲ ψήφισμα Νικαγόρας ἔγραψεν. (4) οὐκ ὄντων δὲ δημοσίων χρημάτων τοῖς Ἀθηναίοις, Ἀριστοτέλης μέν φησι τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν πορίσασαν ὀκτὼ δραχμὰς ἑκάστῳ τῶν στρατευομένων αἰτιωτάτην γενέσθαι τοῦ πληρωθῆναι τὰς τριήρεις, Κλείδημος δὲ καὶ τοῦτο τοῦ Θεμιστοκλέους ποιεῖται στρατήγημα. καταβαινόντων γὰρ εἰς Πειραιᾶ τῶν Ἀθηναίων, φησὶν ἀπολέσθαι τὸ Γοργόνειον ἀπὸ τῆς θεοῦ τοῦ ἀγάλματος· τὸν οὖν Θεμιστοκλέα προσποιούμενον ζητεῖν καὶ διερευνώμενον ἅπαντα χρημάτων ἀνευρίσκειν πλῆθος ἐν ταῖς ἀποσκευαῖς ἀποκεκρυμμένον, ὧν εἰς μέσον κομισθέντων εὐπορῆσαι τοὺς ἐμβαίνοντας εἰς τὰς ναῦς ἐφοδίων. (5) ἐκπλεούσης δὲ τῆς πόλεως τοῖς μὲν οἶκτον τὸ θέαμα, τοῖς δὲ θαῦμα τῆς τόλμης παρεῖχε, γενεὰς μὲν ἄλλῃ προπεμπόντων, αὐτῶν δ' ἀκάμπτων πρὸς οἰμωγὰς καὶ δάκρυα γονέων καὶ περιβολὰς διαπερώντων εἰς τὴν νῆσον. καίτοι πολλοὶ μὲν διὰ γῆρας ὑπολειπόμενοι τῶν πολιτῶν ἔλεον εἶχον· ἦν δέ τις καὶ ἀπὸ τῶν ἡμέρων καὶ συντρόφων ζῴων ἐπικλῶσα γλυκυθυμία, μετ' ὠρυγῆς καὶ πόθου συμπαραθεόντων ἐμβαίνουσι τοῖς ἑαυτῶν τροφεῦσιν. (6) ἐν οἷς ἱστορεῖται κύων Ξανθίππου τοῦ Περικλέους πατρὸς οὐκ ἀνασχόμενος τὴν ἀπ' αὐτοῦ μόνωσιν ἐναλέσθαι τῇ θαλάττῃ καὶ τῇ τριήρει παρανηχόμενος ἐκπεσεῖν εἰς τὴν Σαλαμῖνα καὶ λιποθυμήσας ἀποθανεῖν εὐθύς· οὗ καὶ τὸ δεικνύμενον ἄχρι νῦν καὶ καλούμενον Κυνὸς σῆμα τάφον εἶναι λέγουσι.
[11] ταῦτά τε δὴ μεγάλα τοῦ Θεμιστοκλέους, καὶ τοὺς πολίτας αἰσθόμενος ποθοῦντας Ἀριστείδην καὶ δεδιότας, μὴ δι' ὀργὴν τῷ βαρβάρῳ προσθεὶς ἑαυτὸν ἀνατρέψῃ τὰ πράγματα τῆς Ἑλλάδος - ἐξωστράκιστο γὰρ πρὸ τοῦ πολέμου καταστασιασθεὶς ὑπὸ Θεμιστοκλέους - , γράφει ψήφισμα, τοῖς ἐπὶ χρόνῳ μεθεστῶσιν ἐξεῖναι κατελθοῦσι πράττειν καὶ λέγειν τὰ βέλτιστα τῇ Ἑλλάδι μετὰ τῶν ἄλλων πολιτῶν.
Οι συζητήσεις
(2) Εὐρυβιάδου δὲ τὴν μὲν ἡγεμονίαν τῶν νεῶν ἔχοντος διὰ τὸ τῆς Σπάρτης ἀξίωμα, μαλακοῦ δὲ περὶ τὸν κίνδυνον ὄντος, αἴρειν δὲ βουλομένου καὶ πλεῖν ἐπὶ τὸν Ἰσθμόν, ὅπου καὶ τὸ πεζὸν ἤθροιστο τῶν Πελοποννησίων, ὁ Θεμιστοκλῆς ἀντέλεγεν· ὅτε καὶ τὰ μνημονευόμενα λεχθῆναί φασι. τοῦ γὰρ Εὐρυβιάδου πρὸς αὐτὸν εἰπόντος· “ὦ Θεμιστόκλεις, ἐν τοῖς ἀγῶσι τοὺς προεξανισταμένους ῥαπίζουσι,” “ναὶ,” εἶπεν ὁ Θεμιστοκλῆς, “ἀλλὰ τοὺς ἀπολειφθέντας οὐ στεφανοῦσιν.” (3) ἐπαραμένου δὲ τὴν βακτηρίαν ὡς πατάξοντος, ὁ Θεμιστοκλῆς ἔφη· “πάταξον μέν, ἄκουσον δέ.” θαυμάσαντος δὲ τὴν πρᾳότητα τοῦ Εὐρυβιάδου καὶ λέγειν κελεύσαντος, ὁ μὲν Θεμιστοκλῆς ἀνῆγεν αὐτὸν ἐπὶ τὸν λόγον. εἰπόντος δέ τινος, ὡς ἀνὴρ ἄπολις οὐκ ὀρθῶς διδάσκει τοὺς ἔχοντας ἐγκαταλιπεῖν καὶ προέσθαι τὰς πατρίδας, ὁ Θεμιστοκλῆς ἐπιστρέψας τὸν λόγον· “ἡμεῖς τοι,” (4) εἶπεν, “ὦ μοχθηρέ, τὰς μὲν οἰκίας καὶ τὰ τείχη καταλελοίπαμεν, οὐκ ἀξιοῦντες ἀψύχων ἕνεκα δουλεύειν, πόλις δ' ἡμῖν ἔστι μεγίστη τῶν Ἑλληνίδων, αἱ διακόσιαι τριήρεις, αἳ νῦν μὲν ὑμῖν παρεστᾶσι βοηθοὶ σώζεσθαι δι' αὐτῶν βουλομένοις, εἰ δ' ἄπιτε δεύτερον ἡμᾶς προδόντες, αὐτίκα πεύσεταί τις Ἑλλήνων Ἀθηναίους καὶ πόλιν ἐλευθέραν καὶ χώραν οὐ χείρονα κεκτημένους ἧς ἀπέβαλον.” (5) ταῦτα τοῦ Θεμιστοκλέους εἰπόντος ἔννοια καὶ δέος ἔσχε τὸν Εὐρυβιάδην τῶν Ἀθηναίων, μὴ σφᾶς ἀπολείποντες οἴχονται. τοῦ δ' Ἐρετριέως πειρωμένου τι λέγειν πρὸς αὐτόν, “ἦ γάρ,” ἔφη, “καὶ ὑμῖν περὶ πολέμου τίς ἐστι λόγος, οἳ καθάπερ αἱ τευθίδες μάχαιραν μὲν ἔχετε, καρδίαν δὲ οὐκ ἔχετε;”
[12] λέγεται δ' ὑπό τινων τὸν μὲν Θεμιστοκλέα περὶ τούτων ἀπὸ τοῦ καταστρώματος ἄνωθεν τῆς νεὼς διαλέγεσθαι, γλαῦκα δ' ὀφθῆναι διαπετομένην ἀπὸ δεξιᾶς τῶν νεῶν καὶ τοῖς καρχησίοις ἐπικαθίζουσαν· διὸ δὴ καὶ μάλιστα προσέθεντο τῇ γνώμῃ καὶ παρεσκευάζοντο ναυμαχήσοντες. (2) ἀλλ' ἐπεὶ τῶν πολεμίων ὅ τε στόλος τῇ Ἀττικῇ κατὰ τὸ Φαληρικὸν προσφερόμενος τοὺς πέριξ ἀπέκρυψεν αἰγιαλούς, αὐτός τε βασιλεὺς μετὰ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ καταβὰς ἐπὶ τὴν θάλατταν ἅθρους ὤφθη, τῶν δὲ δυνάμεων ὁμοῦ γενομένων, ἐξερρύησαν οἱ τοῦ Θεμιστοκλέους λόγοι τῶν Ἑλλήνων καὶ πάλιν ἐπάπταινον οἱ Πελοποννήσιοι πρὸς τὸν Ἰσθμόν, εἴ τις ἄλλο τι λέγοι χαλεπαίνοντες, ἐδόκει δὲ τῆς νυκτὸς ἀποχωρεῖν καὶ παρηγγέλλετο πλοῦς τοῖς κυβερνήταις, (3) ἔνθα δὴ βαρέως φέρων ὁ Θεμιστοκλῆς, εἰ τὴν ἀπὸ τοῦ τόπου καὶ τῶν στενῶν προέμενοι βοήθειαν οἱ Ἕλληνες διαλυθήσονται κατὰ πόλεις, ἐβουλεύετο καὶ συνετίθει τὴν περὶ τὸν Σίκιννον πραγματείαν.
Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή
ἦν δὲ τῷ μὲν γένει Πέρσης ὁ Σίκιννος, αἰχμάλωτος, εὔνους δὲ τῷ Θεμιστοκλεῖ καὶ τῶν τέκνων αὐτοῦ παιδαγωγός. (4) ὃν ἐκπέμπει πρὸς τὸν Ξέρξην κρύφα, κελεύσας λέγειν, ὅτι Θεμιστοκλῆς ὁ τῶν Ἀθηναίων στρατηγὸς αἱρούμενος τὰ βασιλέως ἐξαγγέλλει πρῶτος αὐτῷ τοὺς Ἕλληνας ἀποδιδράσκοντας, καὶ διακελεύεται μὴ παρεῖναι φυγεῖν αὐτοῖς, ἀλλ' ἐν ᾧ ταράττονται τῶν πεζῶν χωρὶς ὄντες ἐπιθέσθαι καὶ διαφθεῖραι τὴν ναυτικὴν δύναμιν. (5) ταῦτα δ' ὁ Ξέρξης ὡς ἀπ' εὐνοίας λελεγμένα δεξάμενος ἥσθη, καὶ τέλος εὐθὺς ἐξέφερε πρὸς τοὺς ἡγεμόνας τῶν νεῶν, τὰς μὲν ἄλλας πληροῦν καθ' ἡσυχίαν, διακοσίαις δ' ἀναχθέντας ἤδη περιβαλέσθαι τὸν πόρον ἐν κύκλῳ πάντα καὶ διαζῶσαι τὰς νήσους, ὅπως ἐκφύγοι μηδεὶς τῶν πολεμίων. (6) τούτων δὲ πραττομένων Ἀριστείδης ὁ Λυσιμάχου πρῶτος αἰσθόμενος ἧκεν ἐπὶ τὴν σκηνὴν τοῦ Θεμιστοκλέους, οὐκ ὢν φίλος, ἀλλὰ καὶ δι' ἐκεῖνον ἐξωστρακισμένος, ὥσπερ εἴρηται· προελθόντι δὲ τῷ Θεμιστοκλεῖ φράζει τὴν κύκλωσιν. ὁ δὲ τήν τε ἄλλην καλοκαγαθίαν τοῦ ἀνδρὸς εἰδὼς καὶ τῆς τότε παρουσίας ἀγάμενος λέγει τὰ περὶ τὸν Σίκιννον αὐτῷ καὶ παρεκάλει τῶν Ἑλλήνων συνεπιλαμβάνεσθαι καὶ συμπροθυμεῖσθαι πίστιν ἔχοντα μᾶλλον, ὅπως ἐν τοῖς στενοῖς ναυμαχήσωσιν. (7) ὁ μὲν οὖν Ἀριστείδης ἐπαινέσας τὸν Θεμιστοκλέα τοὺς ἄλλους ἐπῄει στρατηγοὺς καὶ τριηράρχους ἐπὶ τὴν μάχην παροξύνων. ἔτι δ' ὅμως ἀπιστούντων ἐφάνη Τηνία τριήρης αὐτόμολος, ἧς ἐναυάρχει Παναίτιος, ἀπαγγέλλουσα τὴν κύκλωσιν, ὥστε καὶ θυμῷ τοὺς Ἕλληνας ὁρμῆσαι μετὰ τῆς ἀνάγκης πρὸς τὸν κίνδυνον.
[13] ἅμα δ' ἡμέρᾳ Ξέρξης μὲν ἄνω καθῆστο τὸν στόλον ἐποπτεύων καὶ τὴν παράταξιν, ὡς μὲν Φανόδημός φησιν, ὑπὲρ τὸ Ἡράκλειον, ᾗ βραχεῖ πόρῳ διείργεται τῆς Ἀττικῆς ἡ νῆσος, ὡς δ' Ἀκεστόδωρος, ἐν μεθορίῳ τῆς Μεγαρίδος ὑπὲρ τῶν καλουμένων Κεράτων, χρυσοῦν δίφρον θέμενος καὶ γραμματεῖς πολλοὺς παραστησάμενος, ὧν ἔργον ἦν ἀπογράφεσθαι τὰ κατὰ τὴν μάχην πραττόμενα. (2) Θεμιστοκλεῖ δὲ παρὰ τὴν ναυαρχίδα τριήρη σφαγιαζομένῳ τρεῖς προσήχθησαν αἰχμάλωτοι, κάλλιστοι μὲν ἰδέσθαι τὴν ὄψιν, ἐσθῆσι δὲ καὶ χρυσῷ κεκοσμημένοι διαπρεπῶς. ἐλέγοντο δὲ Σανδαύκης παῖδες εἶναι τῆς βασιλέως ἀδελφῆς καὶ Ἀρταΰκτου. τούτους ἰδὼν Εὐφραντίδης ὁ μάντις, ὡς ἅμα μὲν ἀνέλαμψεν ἐκ τῶν ἱερῶν μέγα καὶ περιφανὲς πῦρ, ἅμα δὲ πταρμὸς ἐκ δεξιῶν ἐσήμηνε, τὸν Θεμιστοκλέα δεξιωσάμενος ἐκέλευσε τῶν νεανίσκων κατάρξασθαι καὶ καθιερεῦσαι πάντας ὠμηστῇ Διονύσῳ προσευξάμενον· οὕτω γὰρ ἅμα σωτηρίαν τε καὶ νίκην ἔσεσθαι τοῖς Ἕλλησιν. (3) ἐκπλαγέντος δὲ τοῦ Θεμιστοκλέους ὡς μέγα τὸ μάντευμα καὶ δεινόν, οἷον εἴωθεν ἐν μεγάλοις ἀγῶσι καὶ πράγμασι χαλεποῖς, μᾶλλον ἐκ τῶν παραλόγων ἤ τῶν εὐλόγων τὴν σωτηρίαν ἐλπίζοντες οἱ πολλοὶ τὸν θεὸν ἅμα κοινῇ κατεκαλοῦντο φωνῇ καὶ τοὺς αἰχμαλώτους τῷ βωμῷ προσαγαγόντες ἠνάγκασαν, ὡς ὁ μάντις ἐκέλευσε, τὴν θυσίαν συντελεσθῆναι. ταῦτα μὲν οὖν ἀνὴρ φιλόσοφος καὶ γραμμάτων οὐκ ἄπειρος ἱστορικῶν Φανίας ὁ Λέσβιος εἴρηκε.
Ο αριθμός των πλοίων, η ναυμαχία
[14] περὶ δὲ τοῦ πλήθους τῶν βαρβαρικῶν νεῶν Αἰσχύλος ὁ ποιητὴς ὡς ἂν εἰδὼς καὶ διαβεβαιούμενος ἐν τραγῳδίᾳ Πέρσαις λέγει ταῦτα· Ξέρξῃ δέ, καὶ γὰρ οἶδα, χιλιὰς μὲν ἦν ὧν ἦγε πλῆθος· αἱ δ' ὑπέρκομποι τάχει ἑκατὸν δὶς ἦσαν ἑπτά θ'· ὧδ' ἔχει λόγος. τῶν δ' Ἀττικῶν ἑκατὸν ὀγδοήκοντα τὸ πλῆθος οὐσῶν ἑκάστη τοὺς ἀπὸ τοῦ καταστρώματος μαχομένους ὀκτωκαίδεκα εἶχεν, ὧν τοξόται τέσσαρες ἦσαν, οἱ λοιποὶ δ' ὁπλῖται. (2) δοκεῖ δ' οὐκ ἧττον εὖ τὸν καιρὸν ὁ Θεμιστοκλῆς ἢ τὸν τόπον συνιδὼν καὶ φυλάξας μὴ πρότερον ἀντιπρῴρους καταστῆσαι ταῖς βαρβαρικαῖς τὰς τριήρεις, ἢ τὴν εἰωθυῖαν ὥραν παραγενέσθαι, τὸ πνεῦμα λαμπρὸν ἐκ πελάγους ἀεὶ καὶ κῦμα διὰ τῶν στενῶν κατάγουσαν· ὃ τὰς μὲν Ἑλληνικὰς οὐκ ἔβλαπτε ναῦς ἁλιτενεῖς οὔσας καὶ ταπεινοτέρας, τὰς δὲ βαρβαρικὰς ταῖς τε πρύμναις ἀνεστώσας καὶ τοῖς καταστρώμασιν ὑψορόφους καὶ βαρείας ἐπιφερομένας ἔσφαλλε προσπῖπτον καὶ παρεδίδου πλαγίας τοῖς Ἕλλησιν ὀξέως προσφερομένοις καὶ τῷ Θεμιστοκλεῖ προσέχουσιν, ὡς ὁρῶντι μάλιστα τὸ συμφέρον, (3) καὶ ὅτι κατ' ἐκεῖνον ὁ Ξέρξου ναύαρχος Ἀριαμένης ναῦν ἔχων μεγάλην ὥσπερ ἀπὸ τείχους ἐτόξευε καὶ ἠκόντιζεν, ἀνὴρ ἀγαθὸς ὢν καὶ τῶν βασιλέως ἀδελφῶν πολὺ κράτιστός τε καὶ δικαιότατος. τοῦτον μὲν οὖν Ἀμεινίας ὁ Δεκελεὺς καὶ Σωκλῆς ὁ Παιανιεὺς ὁμοῦ πλέοντες, ὡς αἱ νῆες ἀντίπρῳροι προσπεσοῦσαι καὶ συνερείσασαι τοῖς χαλκώμασιν ἐνεσχέθησαν, ἐπιβαίνοντα τῆς αὐτῶν τριήρους ὑποστάντες καὶ τοῖς δόρασι τύπτοντες εἰς τὴν θάλασσαν ἐξέβαλον· καὶ τὸ σῶμα μετ' ἄλλων διαφερόμενον ναυαγίων Ἀρτεμισία γνωρίσασα πρὸς Ξέρξην ἀνήνεγκεν.
[15] ἐν δὲ τούτῳ τοῦ ἀγῶνος ὄντος φῶς μὲν ἐκλάμψαι μέγα λέγουσιν Ἐλευσινόθεν, ἦχον δὲ καὶ φωνὴν τὸ Θριάσιον κατέχειν πεδίον ἄχρι θαλάττης, ὡς ἀνθρώπων ὁμοῦ πολλῶν τὸν μυστικὸν ἐξαγόντων Ἴακχον. ἐκ δὲ τοῦ πλήθους τῶν φθεγγομένων κατὰ μικρὸν ἀπὸ γῆς ἀναφερόμενον νέφος ἔδοξεν αὖθις ὑπονοστεῖν καὶ κατασκήπτειν εἰς τὰς τριήρεις. ἕτεροι δὲ φάσματα καὶ εἴδωλα καθορᾶν ἔδοξαν ἐνόπλων ἀνδρῶν ἀπ' Αἰγίνης τὰς χεῖρας ἀνεχόντων πρὸ τῶν Ἑλληνικῶν τριηρῶν· οὓς εἴκαζον Αἰακίδας εἶναι παρακεκλημένους εὐχαῖς πρὸ τῆς μάχης ἐπὶ τὴν βοήθειαν. (2) πρῶτος μὲν οὖν λαμβάνει ναῦν Λυκομήδης, ἀνὴρ Ἀθηναῖος τριηραρχῶν, ἧς τὰ παράσημα περικόψας ἀνέθηκεν Ἀπόλλωνι δαφνηφόρῳ Φλυῆσιν. οἱ δ' ἄλλοι τοῖς βαρβάροις ἐξισούμενοι τὸ πλῆθος ἐν στενῷ κατὰ μέρος προσφερομένους καὶ περιπίπτοντας ἀλλήλοις ἐτρέψαντο, μέχρι δείλης ἀντισχόντας, ὡς εἴρηκε Σιμωνίδης, τὴν καλὴν ἐκείνην καὶ περιβόητον ἀράμενοι νίκην, ἧς οὔθ' Ἕλλησιν οὔτε βαρβάροις ἐνάλιον ἔργον εἴργασται λαμπρότερον, ἀνδρείᾳ μὲν καὶ προθυμίᾳ κοινῇ τῶν ναυμαχησάντων, γνώμῃ δὲ καὶ δεινότητι τῇ Θεμιστοκλέους.
Το κείμενο από το: HODOI, Du texte à l'hypertexte
10. Τότε, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής επειδή δεν μπορούσε με ανθρώπινους συλλογισμούς να πάρει με το μέρος του το πλήθος (των Αθηναίων) έθεσε σε ενέργεια κάποια μηχανή, όπως συνέβαινε στις αρχαίες τραγωδίες· τους έφερε κάποια θεϊκά σημάδια και χρησμούς. Ως σημείο έφερε το δράκοντα, ο οποίος τις μέρες εκείνες φαίνεται ότι εξαφανίστηκε από το σηκό του ναού· και επειδή οι ιερείς έβρισκαν άθικτες τις παρατιθέμενες σ' αυτόν καθημερινές προσφορές, το ανάγγειλαν στο λαό και τότε ο Θεμιστοκλής έδινε την εξήγηση, ότι η θεά είχε εγκαταλείψει την πόλη και τους υποδεικνύει το δρόμο προς τη θάλασσα. Με το χρησμό πάλι προσπαθούσε να παρασύρει το λαό και έλεγε ότι το ξύλινο τείχος δε σημαίνει τίποτα παρά μόνο τα πλοία· γι' αυτό ο θεός και τη Σαλαμίνα αποκάλεσε θεία, όχι φοβερά ούτε αθλία, διότι θα πάρει την επωνυμία κάποιου μεγάλου ευτυχούς για τους Έλληνες γεγονότος. Αφού επικράτησε η γνώμη του πρότεινε να γίνει αποδεκτό ψήφισμα (με το οποίο οριζόταν) ότι την πόλη θα την εμπιστευτούν στην Αθηνά, η οποία προστατεύει τους Αθηναίους, κι όλοι όσοι έχουν στρατεύσιμη ηλικία θα επιβιβαστούν στα πλοία, και καθένας θα προσπαθήσει κατά το δυνατό να διασώσει τα παιδιά, τις γυναίκες και τους δούλους. Αφού επικυρώθηκε το ψήφισμα, οι περισσότεροι από τους Αθηναίους έστειλαν για ασφάλεια στην Τροιζήνα τα παιδιά και τις γυναίκες τους, οι δε Τροιζήνιοι τους υποδέχτηκαν με μεγάλη προθυμία· γι' αυτό και πήραν την απόφαση να τους διατρέφουν με δημόσια δαπάνη, δίνοντας στον καθένα δύο οβολούς καθημερινά, και να επιτρέπουν στα παιδιά να παίρνουν οπώρες από παντού, επίσης να μισθοδοτούν δασκάλους για την εκπαίδευσή τους. Αυτό το ψήφισμα το έγραψε ο Νικαγόρας.
Επειδή όμως δεν υπήρχαν χρήματα στο δημόσιο ταμείο των Αθηναίων, ο μεν Αριστοτέλης διηγείται, ότι η βουλή του Αρείου Πάγου χορήγησε οκτώ (8) δραχμές σε καθένα από τους στρατευομένους Αθηναίους και έγινε έτσι ο κύριος συντελεστής να καταρτιστούν τα πληρώματα των πλοίων κι ο Κλείδημος όμως και τούτο το θεωρεί τέχνασμα του Θεμιστοκλή. Διηγείται, δηλαδή, ότι ενώ κατέβαιναν οι Αθηναίοι στον Πειραιά χάθηκε το γοργόνειο από το άγαλμα της θεάς. Ο Θεμιστοκλής, λοιπόν, προσποιούμενος ότι το αναζητεί ενώ διερευνούσε τα πάντα, έβρισκε διαρκώς κρυμμένα στις αποσκευές (των Αθηναίων) πολλά χρήματα, με τα οποία, όταν συγκεντρώθηκαν, οι επιβαίνοντες στα πλοία απέκτησαν πολλά εφόδια.
Όσο χρόνο οι Αθηναίοι έπλεαν έξω από την πόλη, το θέαμα τούτο στους άλλους προξενούσε οίκτο, άλλοι όμως θαύμαζαν την τόλμη τους, γιατί έστειλαν τις οικογένειές τους σε άλλους τόπους, ενώ οι ίδιοι παρέμεναν ασυγκίνητοι στις οιμωγές και τα δάκρυα των γονιών και στους εναγκαλισμούς τους, διέβαιναν στη Σαλαμίνα. Αλλά πολλοί όμως από τους πολίτες, οι οποίοι εξαιτίας των γηρατειών αφήνονταν στην πόλη, προκαλούσαν οίκτο. Υπήρχε ακόμα και κάποια συγκινητική εκδήλωση, η οποία έφερε τον οίκτο, και η οποία προκλήθηκε από τα ήμερα και οικόσιτα ζώα, τα οποία με ουρλιάσματα εκδήλωναν τον πόθο τους τρέχοντας κοντά σε κείνους που τα έτρεφαν, ενώ επιβιβάζονταν στα πλοία. Μεταξύ των ζώων τούτων ήταν και ο σκύλος του Ξάνθιππου, πατέρα του Περικλή, για τον οποίο λένε ότι επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τον αποχωρισμό του απ' αυτόν πήδησε στη θάλασσα και κολυμπώντας κοντά στο πλοίο, έπεσε έξω στη Σαλαμίνα, όπου λιποθύμησε και αμέσως πέθανε. Τάφος αυτού του σκύλου λένε ότι είναι το σημείο το οποίο σώζεται μέχρι τώρα και ονομάζεται Κυνός σήμα.
11. Κι αυτά είναι, βέβαια, μεγάλα κατορθώματα του Θεμιστοκλή· όταν όμως αντιλήφθηκε ότι οι συμπολίτες του ποθούσαν την επιστροφή του Αριστείδη, γιατί φοβόντουσαν μήπως από αγανάκτηση πάει με το μέρος των βαρβάρων κι έτσι ανατρέψει τα πράγματα της Ελλάδας, διότι είχε εξοριστεί πριν από τον πόλεμο αφού νικήθηκε από το Θεμιστοκλή στις μεταξύ τους πολιτικές διαμάχες, υπέβαλε ψήφισμα, με το οποίο επιτρεπόταν σε κείνους οι οποίοι είχαν εξοριστεί σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να επανέλθουν στην πατρίδα και μαζί με τους άλλους συμπολίτες να ενεργούν και να προτείνουν τα κατεξοχήν συμφέροντα στην Ελλάδα.
Όταν ο Ευρυβιάδης, ο οποίος είχε βέβαια την αρχηγία του στόλου λόγου του μεγάλου κύρους της Σπάρτης, ήταν όμως άτολμος στην ώρα του κινδύνου, ήθελε να αποπλεύσει στον Ισθμό, όπου είχε συγκεντρωθεί και ο πεζικός στρατός των Πελοποννησίων, ο Θεμιστοκλής έφερε αντιρρήσεις. Τότε, διηγούνται, ότι λέχτηκαν αυτά τα οποία διαφυλάσσονται ως μνημειώδη. Όταν, δηλαδή, ο Ευρυβιάδης είπε προς αυτόν: "Στους αγώνες, Θεμιστοκλή, ραπίζουν εκείνους που σηκώνονται πριν έρθει ο κατάλληλος χρόνος", ο Θεμιστοκλής απάντησε: "Ναι, αλλά δε στεφανώνουν όσους μένουν πίσω". Επειδή όμως ο Ευρυβιάδης σήκωσε το μπαστούνι του, για να τον χτυπήσει, ο Θεμιστοκλής του είπε: "Χτύπησέ με, αλλά να με ακούσεις". Ο Ευρυβιάδης θαύμασε τότε τον ήμερο χαρακτήρα του Θεμιστοκλή και τον προέτρεψε να μιλήσει, κι ο Θεμιστοκλής άρχισε να του απευθύνει το λόγο. Αλλά όταν την ώρα εκείνη τόλμησε να πει κάποιος, ότι ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει πατρίδα, δεν είναι ορθό να προτείνει σε εκείνους, οι οποίοι έχουν, να εγκαταλείψουν και να παραμελήσουν τις δικές τους πατρίδες, ο Θεμιστοκλής, αφού έστρεψε προς αυτόν το λόγο τού απάντησε: "Εμείς, άθλιε, εγκαταλείψαμε πράγματι τα σπίτια μας και τα τείχη της πόλεως, γιατί θεωρούμε ορθό να ζούμε ως δούλοι διασώζοντας τα άψυχα. Αλλά εμείς έχουμε μεγαλύτερη πόλη από όλες τις ελληνικές, αυτά δηλαδή τα διακόσια μας πολεμικά πλοία, τα οποία τώρα σας παραστέκουν ως βοηθοί, αν θέλετε να σωθείτε με τη βοήθειά τους. Αν όμως φύγετε από εδώ προδίδοντας μας για δεύτερη φορά, αμέσως θα πληροφορηθούν όλοι οι Έλληνες, ότι οι Αθηναίοι έχουν αποκτήσει άλλη ελεύθερη πόλη κι άλλη χώρα όχι λιγότερη αξιόλογη από κείνη την οποία έχασαν". Όταν είπε αυτά ο Θεμιστοκλής, ανησυχία και φόβος κατέλαβε τον Ευρυβιάδη, μήπως οι Αθηναίοι του εγκαταλείψουν και φύγουν. Και όταν ο Ερετριέας δοκίμασε να πει κάτι προς αυτόν, εκείνος απάντησε: "Έχετε πράγματι τη θρασυδειλία να πείτε κάτι για τον πόλεμο εσείς, οι οποίοι έχετε μαχαίρι, όπως τα καλαμάρια, καρδιά όμως δεν έχετε"
12. Μερικοί διηγούνται ότι όση ώρα ο Θεμιστοκλής συζητούσε γι' αυτά τα θέματα, πάνω από το κατάστρωμα του πλοίου φάνηκε να πετάει μια κουκουβάγια προ το δεξιό μέρος των πλοίων κα να κάθεται στα ξάρτια κάποιου πλοίου. Γι' αυτό λοιπόν προπάντων συμφώνησαν με τη γνώμη του και άρχισαν να προπαρασκευάζονται για να ναυμαχήσουν. Αλλά όταν ο στόλος των εχθρών, προσεγγίζοντας προς τις ακτές της Αττικής κατά τη μεριά του Φαλήρου, κατακάλυψε τους γύρω γιαλούς, και αυτός ο ίδιος ο βασιλιάς κατέβηκε προς τη θάλασσα με το πεζικό στρατό του και φάνηκε με όλες τις δυνάμεις του συγκεντρωμένες, οι λόγοι του Θεμιστοκλή έφυγαν από τα αυτιά των Ελλήνων και οι Πελοποννήσιοι έστρεφαν πάλι τα βλέμματά τους με φόβο προς τον Ισθμό, και το έφεραν βαριά, αν κάποιος τους πρότεινε κάτι άλλο και πήραν την απόφαση να αποχωρήσουν τη νύχτα και δόθηκε εντολή στους κυβερνήτες να ετοιμαστούν για απόπλου. Τότε, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής έχοντας στεναχωρεθεί από τη σκέψη ότι οι Έλληνες αφήνουν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τον τόπο αυτό και τα στενά και θα διαλυθούν στις πόλεις τους, σχεδίαζε και κατέστρωνε το τέχνασμα με το Σίκινο.
Κι ήταν ο Σίκινος Πέρσης στην καταγωγή, αιχμάλωτος, αλλά συμπαθούσε το Θεμιστοκλή και ήταν παιδαγωγός των παιδιών του. Αυτόν τον έστειλε κρυφά στον Ξέρξη και τον διέταξε να του πει, ότι ο Θεμιστοκλής, ο στρατηγός των Αθηναίων, επειδή ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα του βασιλιά, παραγγέλλει πρώτος σ' αυτόν ότι οι Έλληνες πρόκειται ν' αποδράσουν και τον προτρέπει να μην τους αφήσει να διαφύγουν, αλλά τώρα όση ώρα βρίσκονται σε ταραχή, απομονωμένοι από το πεζικό, να επιτεθεί εναντίον του και να καταστρέψει τη ναυτική τους δύναμη. Τους λόγους αυτούς τους δέχτηκε ο Ξέρξης σαν να ειπώθηκαν από ευμένεια προς αυτόν και ευχαριστήθηκε και αμέσως διέταξε τους αρχηγούς των πλοίων να ετοιμάζουν τα πληρώματα των πλοίων ήσυχα, και να αποπλεύσουν με διακόσια πλοία και να περικυκλώσουν από παντού τον πορθμό και να περιζώσουν τα νησιά, ώστε να μην μπορέσει να ξεφύγει κανείς από τους εχθρούς.
Και όσο χρόνο συμβαίνανε αυτά, ο Αριστείδης ο γιος του Λυσιμάχου, ο οποίος πρώτος τα αντιλήφθηκε, έφτασε στη σκηνή του Θεμιστοκλή, του οποίου όχι μόνο δεν ήταν φίλος αλλά αντίθετα, από το γεγονός ότι είχε εξοριστεί, καθώς έχω πει. Αφού ήλθε στο Θεμιστοκλή, του ανακοίνωσε την κύκλωση. Κι ο Θεμιστοκλής, επειδή γνώριζε και τον καλοκάγαθο χαρακτήρα του ανθρώπου αυτού και θαύμαζε την παρουσία του εκείνη την ώρα, του εξέθεσε το σχέδιό του με το Σίκινο και τον παρακαλούσε να σταθεί στο πλευρό των Ελλήνων και να δείξει, επειδή παρείχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, ίση μ' αυτόν προθυμία, για να διεξαγάγουν τη ναυμαχία στα στενά. Ο Αριστείδης, λοιπόν, αφού παίνεσε γι' αυτά το Θεμιστοκλή, προσερχόταν έπειτα στους στρατηγούς και τους κυβερνήτες των πλοίων και τους παρότρυνε στη μάχη. Ενώ όμως εκείνοι εξακολουθούσαν να είναι δύσπιστοι κατέπλευσε απρόσκλητο ένα Τηνιακό πολεμικό πλοίο, το οποίο το κυβερνούσε ο Παναίτιος, και ανάγγειλε την κύκλωση, ώστε τώρα οι Έλληνες όχι μόνο πιεζόμενοι από την ανάγκη αλλά και με πολύ θάρρος αποφάσισαν να ορμήσουν προς την επικίνδυνη ναυμαχία.
13. Όταν ξημέρωσε ο Ξέρξης καθόταν σε ψηλό μέρος και επιθεωρούσε το στόλο του και τη στρατιωτική παράταξη, πάνω από τον τόπο όπου ήταν, καθώς γράφει ο Φανόδημος, ο ναός του Ηρακλή, και στο χώρο όπου με μικρό πέρασμα διαχωρίζεται η Σαλαμίνα από την Αττική. Αλλά κατά τα λεγόμενα του Ακεστόδωρου εγκαταστάθηκε σε κάποιο άλλο μέρος των συνόρων προς τη Μεγαρίδα, πάνω από τα καλούμενα Κέρατα, όπου τοποθέτησε ένα χρυσό θρόνο, κοντά στον οποίο στέκονταν πολλοί γραμματείς, των οποίων το έργο ήταν να καταγράφουν όσα επρόκειτο να γίνουν στη ναυμαχία.
Και στο διάστημα που ετοιμαζόταν ο Θεμιστοκλής να προσφέρει θυσία κοντά στη ναυαρχίδα του, του έφεραν τρεις αιχμαλώτους, οι οποίοι ήταν ωραιότατοι στο πρόσωπο, ντυμένοι με λαμπρά φορέματα και στολισμένοι μεγαλοπρεπώς με χρυσά κοσμήματα. Λέγονταν γι' αυτούς ότι ήταν παιδιά της αδελφής του βασιλιά (Ξέρξη) Σανδαύκης και του Αρταΰκτου. Όταν του είδε ο μάντης Ευφραντίδης, καθώς από τη μια αναπήδησε από τα σφάγια κάποια μεγάλη λάμψη που φαινόταν από παντού και από την άλλη ακούστηκε ταυτοχρόνως από τα δεξιά του κάποιο πτάρνισμα ως δηλωτικό σημείο, αφού χαιρέτισε με το δεξί του χέρι το Θεμιστοκλή τον προέτρεψε ν' αρχίσει την τελετή της θυσίας από τους νέους και, αφού προσευχηθεί, να τους θυσιάσει όλους προς τιμή του ωμηστού Διονύσου· γιατί έλεγε ο μάντης ότι έτσι θα εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους και τη νίκη. Αν και ο Θεμιστοκλής εξεπλάγη, γιατί ο λόγος αυτός του μάντη ήταν υπερβολικός και φοβερός, καθώς όμως συνήθως συμβαίνει στους μεγάλους αγώνες και σε δύσκολες περιστάσεις, οι περισσότεροι, επειδή υποστήριζαν την ελπίδα της σωτηρίας τους μάλλον στα παράλογα παρά στα λογικά, επικαλούνταν το θεό με μια συγχρόνως φωνή και αφού οδήγησαν τους αιχμαλώτους κοντά στο βωμό εξανάγκασαν να γίνει η θυσία με τον τρόπο που υπέδειξε ο μάντης. Αυτά λοιπόν διηγείται ο Φανίας ο Λέσβιος, ο οποίος ήταν φιλόσοφος και δεν στερούνταν πείρας σε ιστορικά θέματα.
14. Για τον αριθμό των βαρβαρικών πολεμικών πλοίων ο ποιητής Αισχύλος, μπορώντας να ξέρει και να δώσει βέβαιες πληροφορίες, στην τραγωδία του "Πέρσαι" λέγει τα εξής:
"Ο Ξέρξης, και αυτό βεβαίως το γνωρίζω, είχε υπό τις διαταγές του χίλια συνολικά πλοία· και από αυτά ήσαν ταχύτατα διακόσια επτά· έτσι τα υπολόγισαν".
Από τα Αττικά πλοία, τα οποία συνολικά ήταν εκατόν ογδόντα, καθένα είχε στο κατάστρωμα δεκαοκτώ μαχητές, από τους οποίους τέσσερις ήταν τοξότες και οι άλλοι οπλίτες.
Φαίνεται δε, ότι ο Θεμιστοκλής, ο οποίος εξίσου επωφελώς προς τον τόπο γνώριζε να διακρίνει και τον κατάλληλο καιρό, παραφύλαξε να μην παρατάξει πρωτύτερα τα δικά του πλοία αντιμέτωπα προς τα βαρβαρικά παρά μόνο όταν έλθει η συνηθισμένη ώρα, κατά την οποία πνέει από το πέλαγος ισχυρός άνεμος και το κύμα σηκώνεται δια μέσου των στενών. Διότι αυτό (το κύμα), τα ελληνικά πλοία που ήταν χαμηλά και δεν υψωνόταν πολύ από την επιφάνεια της θάλασσας, δεν τα έβλαπτε, αντίθετα όμως τα βαρβαρικά πλοία, τα οποία είχαν ψηλές πρύμνες και υπερέχοντα καταστρώματα και ήταν δυσκίνητα λόγω του όγκου τους τα κύματα που έπεφταν πάνω τους τα έβγαζαν από την πορεία τους και τα παρέδιναν με πλάγια κατεύθυνση στους Έλληνες, για να τα κτυπούν. Και οι Έλληνες επιτίθονταν με ορμή εναντίον τους και είχαν την προσοχή τους στραμμένη προς το Θεμιστοκλή, γιατί πίστευαν, ότι αυτός προπάντων έβλεπε τι τους συνέφερε, κι ακόμη γιατί ο Αριαμένης, ο ναύαρχος του Ξέρξη, που ήταν άνδρας γενναίος και ο πιο δυνατός και δίκαιος από τους άλλους αδελφούς του βασιλιά, κυβερνώντας μεγάλο πλοίο έριχνε σαν επάνω από τείχος τόξα και ακόντια εναντίον εκείνου (του Θεμιστοκλή). Σ' αυτόν λοιπόν (τον Αριαμένη) ο Αμεινίας από τη Δεκέλεια και ο Σωκλής από την Παιανία πλέοντας μαζί στο ίδιο πλοίο, καθώς τα πλοία τους συγκρούστηκαν αντιμέτωπα και καθώς ενώθηκαν με τα έμβολα μπλέχτηκαν, αντέταξαν άμυνα, όταν πήδησε στο δικό τους πλοίο και κτυπώντας τον με δόρατα τον έριξαν στη θάλασσα και το σώμα του, το οποίο φερόταν εδώ και κει με άλλα συντρίμμια των πλοίων, το αναγνώρισε η Αρτεμισία και το μετέφερε στον Ξέρξη.
15. Όσο χρόνο ο αγώνας βρισκόταν σ' αυτήν την κρίσιμη φάση, λέγουν ότι αναπήδησε από την Ελευσίνα ένα μεγάλο και λαμπρό φως και στο Θριάσιο πεδίο ξαπλώθηκε ένας ισχυρός ήχος και μία δυνατή φωνή, που ακούγονταν μέχρι τη θάλασσα, σαν να προέρχονταν από πολλούς μαζί ανθρώπους, οι οποίοι έπαιρναν μέρος στη πομπή του μυστικού Ιάκχου. Και φάνηκε ότι από το πλήθος των ανθρώπων οι οποίοι κραύγαζαν ανέβαινε σιγά σιγά από τη γη ένα σύννεφο, το οποίο πάλι υποχωρούσε και έπεφτε πάνω στα πλοία. Άλλοι νόμιζαν ότι έβλεπαν καθαρά φαντάσματα και είδωλα οπλισμένων ανδρών, οι οποίοι ύψωναν από την Αίγινα τα χέρια τους προς τα ελληνικά πλοία (για να τα προστατέψουν). Αυτοί υπέθεταν ότι είναι οι Αιακίδες, τους οποίους τους είχαν επικαλεστεί με ευχές πριν από τη μάχη, για να έλθουν να τους βοηθήσουν.
Πρώτος λοιπόν ο τριήραρχος Λυκομήδης κυρίευσε εχθρικό πλοίο, από το οποίο απέκοψε τα παράσημα και τα αφιέρωσε στο δαφνοφόρο Απόλλωνα, στη Φλύα. Οι άλλοι Έλληνες, καθώς έγιναν ίσοι στον αριθμό με τα πλοία των βαρβάρων, οι οποίοι λόγω του στενού πορθμού ήταν αναγκασμένοι να επιτίθενται κατά μικρά τμήματα και προσέκρουαν μεταξύ τους, έτρεψαν τους βαρβάρους σε φυγή, αφού αυτοί κατόρθωσαν να προβάλλουν αντίσταση ως το δειλινό και έτσι κατήγαγαν την ωραία εκείνη και περιώνυμη νίκη καθώς έχει πει ο Σιμωνίδης, της οποίας λαμπρότερο θαλάσσιο έργο ούτε από τους Έλληνες έχει κατορθωθεί ούτε από τους βαρβάρους, χάρη στην ανδρεία και την κοινή πρόθυμη διάθεση όλων όσοι πήραν μέρος στη ναυμαχία και στη φρόνηση και τη μεγάλη ικανότητα του Θεμιστοκλή.
Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.
Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας
Η ΜΑΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΙΣΧΥΛΟ
ΑΙΣΧΥΛΟΣ (ΠΕΡΣΑΙ στίχοι: 226 -514)
Άτοσσα ... κεῖνα δ᾽ ἐκμαθεῖν θέλω,
ὦ φίλοι, ποῦ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῦσθαι χθονός;
Χορός τῆλε πρὸς δυσμαῖς ἄνακτος Ἡλίου φθινασμάτων.
Ατ. ἀλλὰ μὴν ἵμειρ᾽ ἐμὸς παῖς τήνδε θηρᾶσαι πόλιν;
Χο. πᾶσα γὰρ γένοιτ᾽ ἂν Ἑλλὰς βασιλέως ὑπήκοος.
Ατ. ὧδέ τις πάρεστιν αὐτοῖς ἀνδροπλήθεια στρατοῦ;
Χο. _ καὶ στρατὸς τοιοῦτος _, ἔρξας πολλὰ δὴ Μήδους κακά.
Ατ. καὶ τί πρὸς τούτοισιν ἄλλο; πλοῦτος ἐξαρκὴς δόμοις;
Χο. ἀργύρου πηγή τις αὐτοῖς ἐστι, θησαυρὸς χθονός.
Ατ. πότερα γὰρ τοξουλκὸς αἰχμὴ διὰ χεροῖν αὐτοῖς πρέπει;
(240) Χο. οὐδαμῶς· ἔγχη σταδαῖα καὶ φεράσπιδες σαγαί.
Ατ. τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι κἀπιδεσπόζει στρατῷ;
Χο. οὔτινος δοῦλοι κέκληνται φωτὸς οὐδ᾽ ὑπήκοοι.
Ατ. πῶς ἂν οὖν μένοιεν ἄνδρας πολεμίους ἐπήλυδας;
Χο. ὥστε Δαρείου πολύν τε καὶ καλὸν φθεῖραι στρατόν.
Ατ. δεινά τοι λέγεις κιόντων τοῖς τεκοῦσι φροντίσαι.
Χο. ἀλλ᾽ ἐμοὶ δοκεῖν τάχ᾽ εἴσῃ πάντα ναμερτῆ λόγον.
τοῦδε γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν,
καὶ φέρει σαφές τι πρᾶγος ἐσθλὸν ἢ κακὸν κλύειν.
ΑΓΓΕΛΟΣ
ὦ γῆς ἁπάσης Ἀσιάδος πολίσματα,
(250) ὦ Περσὶς αἶα καὶ πολὺς πλούτου λιμήν,
ὡς ἐν μιᾷ πληγῇ κατέφθαρται πολὺς
ὄλβος, τὸ Περσῶν δ᾽ ἄνθος οἴχεται πεσόν.
ὤμοι, κακὸν μὲν πρῶτον ἀγγέλλειν κακά·
ὅμως δ᾽ ἀνάγκη πᾶν ἀναπτύξαι πάθος,
Πέρσαι· στρατὸς γὰρ πᾶς ὄλωλε βαρβάρων.
Χο. ἄνι᾽ ἄνια κακὰ νεόκοτα
καὶ δάι᾽. αἰαῖ, διαίνεσθε, Πέρ-
σαι, τόδ᾽ ἄχος κλύοντες.
(260) Αγ. ὡς πάντα γ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖνα διαπεπραγμένα·
καὐτὸς δ᾽ ἀέλπτως νόστιμον βλέπω φάος.
Χο. ἦ μακροβίοτος ὅδε γέ τις
αἰὼν ἐφάνθη γεραιοῖς, ἀκούειν τόδε πῆμ᾽ ἄελπτον.
Αγ. καὶ μὴν παρών γε κοὐ λόγους ἄλλων κλύων,
Πέρσαι, φράσαιμ᾽ ἂν οἷ᾽ ἐπορσύνθη κακά.
Χο. ὀτοτοτοῖ, μάταν
τὰ πολλὰ βέλεα παμμιγῆ
(270) γᾶς ἀπ᾽ Ἀσίδος ἤλθετ᾽ - αἰαῖ -
δᾴαν Ἑλλάδα χώραν.
Αγ. πλήθουσι νεκρῶν δυσπότμως ἐφθαρμένων
Σαλαμῖνος ἀκταὶ πᾶς τε πρόσχωρος τόπος.
Χο. ὀτοτοτοῖ, φίλων
πολύδονα σώμαθ᾽ ἁλιβαφῆ
κατθανόντα λέγεις φέρεσθαι
πλαγκτοῖς ἐν διπλάκεσσιν.
Αγ. οὐδὲν γὰρ ἤρκει τόξα, πᾶς δ᾽ ἀπώλλυτο
στρατὸς δαμασθεὶς ναΐοισιν ἐμβολαῖς.
(280) Χο. ἴυζ᾽ ἄποτμον δαΐοις
δυσαιανῆ βοάν,
ὡς πάντᾳ πᾶν κακῶς
_ ἔθεσαν· αἰαῖ, στρατοῦ φθαρέντος.
Αγ. ὦ πλεῖστον ἔχθος ὄνομα Σαλαμῖνος κλύειν·
φεῦ, τῶν Ἀθηνῶν ὡς στένω μεμνημένος.
Χο. στυγναί γ᾽ Ἀθᾶναι δαΐοις·
μεμνῆσθαί τοι πάρα·
ὡς πολλὰς Περσίδων μάταν
ἔκτισαν εὐνῖδας ἠδ᾽ ἀνάνδρους.
(290) Ατ. σιγῶ πάλαι δύστηνος ἐκπεπληγμένη
κακοῖς· ὑπερβάλλει γὰρ ἥδε συμφορά,
τὸ μήτε λέξαι μήτ᾽ ἐρωτῆσαι πόση.
ὅμως δ᾽ ἀνάγκη πημονὰς βροτοῖς φέρειν
θεῶν διδόντων· πᾶν δ᾽ ἀναπτύξας πάθος
λέξον καταστάς, κεἰ στένεις κακοῖς ὅμως·
τίς οὐ τέθνηκε, τίνα δὲ καὶ πενθήσομεν
τῶν ἀρχελείων, ὅστ᾽ ἐπὶ σκηπτουχίᾳ
ταχθεὶς ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου θανών;
Αγ. Ξέρξης μὲν αὐτὸς ζῇ τε καὶ βλέπει φάος.
(300) Ατ. ἐμοῖς μὲν εἶπας δώμασιν φάος μέγα
καὶ λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου.
(331) Ατ. αἰαῖ, κακῶν ὕψιστα δὴ κλύω τάδε,
αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα.
ἀτὰρ φράσον μοι τοῦτ᾽ ἀναστρέψας πάλιν·
ναῶν πόσον δὴ πλῆθος ἦν Ἑλληνίδων,
ὥστ᾽ ἀξιῶσαι Περσικῷ στρατεύματι
μάχην συνάψαι ναΐοισιν ἐμβολαῖς;
Αγ. πλήθους μὲν ἂν σάφ᾽ ἴσθ᾽ ἕκατι βάρβαρον
ναυσὶν κρατῆσαι. καὶ γὰρ Ἕλλησιν μὲν ἦν
ὁ πᾶς ἀριθμὸς ἐς τριακάδας δέκα
(340) ναῶν, δεκὰς δ᾽ ἦν τῶνδε χωρὶς ἔκκριτος·
Ξέρξῃ δέ, καὶ γὰρ οἶσθα, χιλιὰς μὲν ἦν
ὧν ἦγε πλῆθος, αἱ δ᾽ ὑπέρκοποι τάχει
ἑκατὸν δὶς ἦσαν ἑπτά θ᾽· ὧδ᾽ ἔχει λόγος.
μή σοι δοκοῦμεν τῇδε λειφθῆναι μάχῃ;
ἀλλ᾽ ὧδε δαίμων τις κατέφθειρε στρατόν,
τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ.
θεοὶ πόλιν σῴζουσι Παλλάδος θεᾶς.
Ατ. ἔτ᾽ ἆρ᾽ Ἀθηνῶν ἔστ᾽ ἀπόρθητος πόλις;
Αγ. ἀνδρῶν γὰρ ὄντων ἕρκος ἐστὶν ἀσφαλές.
(350) Ατ. ἀρχὴ δὲ ναυσὶ συμβολῆς τίς ἦν, φράσον·
τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες, μάχης,
ἢ παῖς ἐμός, πλήθει καταυχήσας νεῶν;
Αγ. ἦρξεν μέν, ὦ δέσποινα, τοῦ παντὸς κακοῦ
φανεὶς ἀλάστωρ ἢ κακὸς δαίμων ποθέν.
ἀνὴρ γὰρ Ἕλλην ἐξ Ἀθηναίων στρατοῦ
ἐλθὼν ἔλεξε παιδὶ σῷ Ξέρξῃ τάδε,
ὡς εἰ μελαίνης νυκτὸς ἵξεται κνέφας,
Ἕλληνες οὐ μενοῖεν, ἀλλὰ σέλμασιν
ναῶν ἐπανθορόντες ἄλλος ἄλλοσε
(360) δρασμῷ κρυφαίῳ βίοτον ἐκσωσοίατο.
ὁ δ᾽ εὐθὺς ὡς ἤκουσεν, οὐ ξυνεὶς δόλον
Ἕλληνος ἀνδρὸς οὐδὲ τὸν θεῶν φθόνον,
πᾶσιν προφωνεῖ τόνδε ναυάρχοις λόγον,
εὖτ᾽ ἂν φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα
λήξῃ, κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ,
τάξαι νεῶν στῖφος μὲν ἐν στοίχοις τρισίν,
ἄλλας δὲ κύκλῳ νῆσον Αἴαντος πέριξ,
ἔκπλους φυλάσσειν καὶ πόρους ἁλιρρόθους.
ὡς εἰ μόρον φευξοίαθ᾽ Ἕλληνες κακόν,
(370) ναυσὶν κρυφαίως δρασμὸν εὑρόντες τινά,
πᾶσιν στέρεσθαι κρατὸς ἦν προκείμενον.
τοσαῦτ᾽ ἔλεξε κάρθ᾽ ὑπ᾽ εὐθύμου φρενός·
οὐ γὰρ τὸ μέλλον ἐκ θεῶν ἠπίστατο.
οἱ δ᾽ οὐκ ἀκόσμως, ἀλλὰ πειθάρχῳ φρενὶ
δεῖπνόν _τ᾽_ ἐπορσύνοντο, ναυβάτης τ᾽ ἀνὴρ
τροποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ᾽ εὐήρετμον.
ἐπεὶ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφθιτο
καὶ νὺξ ἐπῄει, πᾶς ἀνὴρ κώπης ἄναξ
ἐς ναῦν ἐχώρει πᾶς θ᾽ ὅπλων ἐπιστάτης·
(380) τάξις δὲ τάξιν παρεκάλει νεὼς μακρᾶς,
πλέουσι δ᾽ ὡς ἕκαστος ἦν τεταγμένος.
καὶ πάννυχοι δὴ διάπλοον καθίστασαν
ναῶν ἄνακτες πάντα ναυτικὸν λεών.
καὶ νὺξ ἐχώρει, κοὐ μάλ᾽ Ἑλλήνων στρατὸς
κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο·
ἐπεί γε μέντοι λευκόπωλος ἡμέρα
πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν,
πρῶτον μὲν _ ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα
μολπηδὸν εὐφήμησεν, ὄρθιον δ᾽ ἅμα
(390) ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας
ἠχώ· φόβος δὲ πᾶσι βαρβάροις παρῆν
γνώμης ἀποσφαλεῖσιν· οὐ γὰρ ὡς φυγῇ
παιᾶν᾽ ἐφύμνουν σεμνὸν Ἕλληνες τότε,
ἀλλ᾽ ἐς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει·
σάλπιγξ δ᾽ ἀυτῇ πάντ᾽ ἐκεῖν᾽ ἐπέφλεγεν.
εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ
ἔπαισαν ἅλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος,
θοῶς δὲ πάντες ἦσαν ἐκφανεῖς ἰδεῖν.
τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας
(400) ἡγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ᾽ ὁ πᾶς στόλος
ἐπεξεχώρει, καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν
πολλὴν βοήν· Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ᾽, ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
καὶ μὴν παρ᾽ ἡμῶν Περσίδος γλώσσης ῥόθος
ὑπηντίαζε, κοὐκέτ᾽ ἦν μέλλειν ἀκμή.
εὐθὺς δὲ ναῦς ἐν νηὶ χαλκήρη στόλον
ἔπαισεν· ἦρξε δ᾽ ἐμβολῆς Ἑλληνικὴ
(410) ναῦς, κἀποθραύει πάντα Φοινίσσης νεὼς
κόρυμβ᾽, ἐπ᾽ ἄλλην δ᾽ ἄλλος ηὔθυνεν δόρυ.
τὰ πρῶτα μέν νυν ῥεῦμα Περσικοῦ στρατοῦ
ἀντεῖχεν· ὡς δὲ πλῆθος ἐν στενῷ νεῶν
ἤθροιστ᾽, ἀρωγὴ δ᾽ οὔτις ἀλλήλοις παρῆν,
αὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἐμβόλοις χαλκοστόμοις
παίοντ᾽, ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον,
Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως
κύκλῳ πέριξ ἔθεινον, ὑπτιοῦτο δὲ
σκάφη νεῶν, θάλασσα δ᾽ οὐκέτ᾽ ἦν ἰδεῖν,
(420) ναυαγίων πλήθουσαα καὶ φόνου βροτῶν,
ἀκταὶ δὲ νεκρῶν χοιράδες τ᾽ ἐπλήθυον.
φυγῇ δ᾽ ἀκόσμως πᾶσα ναῦς ἠρέσσετο,
ὅσαιπερ ἦσαν βαρβάρου στρατεύματος.
τοὶ δ᾽ ὥστε θύννους ἤ τιν᾽ ἰχθύων βόλον
ἀγαῖσι κωπῶν θραύμασίν τ᾽ ἐρειπίων
ἔπαιον, ἐρράχιζον· οἰμωγὴ δ᾽ ὁμοῦ
κωκύμασιν κατεῖχε πελαγίαν ἅλα,
ἕως κελαινῆς νυκτὸς ὄμμ᾽ ἀφείλετο.
κακῶν δὲ πλῆθος, οὐδ᾽ ἂν εἰ δέκ᾽ ἤματα
(430) στοιχηγοροίην, οὐκ ἂν ἐκπλήσαιμί σοι.
εὖ γὰρ τόδ᾽ ἴσθι, μηδάμ᾽ ἡμέρᾳ μιᾷ
πλῆθος τοσουτάριθμον ἀνθρώπων θανεῖν.
Ατ. αἰαῖ, κακῶν δὴ πέλαγος ἔρρωγεν μέγα
Πέρσαις τε καὶ πρόπαντι βαρβάρων γένει.
Αγ. εὖ νυν τόδ᾽ ἴσθι, μηδέπω μεσοῦν κακόν·
τοιάδ᾽ ἐπ᾽ αὐτοῖς ἦλθε συμφορὰ πάθους,
ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ.
Ατ. καὶ τίς γένοιτ᾽ ἂν τῆσδ᾽ ἔτ᾽ ἐχθίων τύχη;
λέξον τίν᾽ αὖ φῂς τήνδε συμφορὰν στρατῷ
(440) ἐλθεῖν κακῶν ῥέπουσαν ἐς τὰ μάσσονα.
Αγ. Περσῶν ὅσοιπερ ἦσαν ἀκμαῖοι φύσιν,
ψυχήν τ᾽ ἄριστοι κεὐγένειαν ἐκπρεπεῖς,
αὐτῷ τ᾽ ἄνακτι πίστιν ἐν πρώτοις ἀεί,
τεθνᾶσιν αἰσχρῶς δυσκλεεστάτῳ μόρῳ.
Ατ. οἲ ᾽γὼ τάλαινα συμφορᾶς κακῆς, φίλοι.
ποίῳ μόρῳ δὲ τούσδε φῂς ὀλωλέναι;
Αγ. νῆσός τις ἐστὶ πρόσθε Σαλαμῖνος τόπων,
βαιά, δύσορμος ναυσίν, ἣν ὁ φιλόχορος
Πὰν ἐμβατεύει ποντίας ἀκτῆς ἔπι.
(450) ἐνταῦθα πέμπει τούσδ᾽, ὅπως, ὅτ᾽ ἐκ νεῶν
φθαρέντες ἐχθροὶ νῆσον ἐκσῳζοίατο,
κτείνοιεν εὐχείρωτον Ἑλλήνων στρατόν,
φίλους δ᾽ ὑπεκσῴζοιεν ἐναλίων πόρων,
κακῶς τὸ μέλλον ἱστορῶν. ὡς γὰρ θεὸς
ναῶν ἔδωκε κῦδος Ἕλλησιν μάχης,
αὐθημερὸν φράξαντες εὐχάλκοις δέμας
ὅπλοισι ναῶν ἐξέθρῳσκον· ἀμφὶ δὲ
κυκλοῦντο πᾶσαν νῆσον, ὥστ᾽ ἀμηχανεῖν
ὅποι τράποιντο. πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν
(460) πέτροισιν ἠράσσοντο, τοξικῆς τ᾽ ἄπο
θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν·
τέλος δ᾽ ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου
παίουσι, κρεοκοποῦσι δυστήνων μέλη,
ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειραν βίον.
Ξέρξης δ᾽ ἀνῴμωξεν κακῶν ὁρῶν βάθος·
ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ,
ὑψηλὸν ὄχθον ἄγχι πελαγίας ἁλός·
ῥήξας δὲ πέπλους κἀνακωκύσας λιγύ,
πεζῷ παραγγείλας ἄφαρ στρατεύματι,
(470) ἵησ᾽ ἀκόσμῳ ξὺν φυγῇ. τοιάνδε σοι
πρὸς τῇ πάροιθε συμφορὰν πάρα στένειν.
Ατ. ὦ στυγνὲ δαῖμον, ὡς ἄρ᾽ ἔψευσας φρενῶν
Πέρσας· πικρὰν δὲ παῖς ἐμὸς τιμωρίαν
κλεινῶν Ἀθηνῶν ηὗρε, κοὐκ ἀπήρκεσαν
οὓς πρόσθε Μαραθὼν βαρβάρων ἀπώλεσεν·
ὧν ἀντίποινα παῖς ἐμὸς πράξειν δοκῶν
τοσόνδε πλῆθος πημάτων ἐπέσπασεν.
σὺ δ᾽ εἰπέ, ναῶν αἳ πεφεύγασιν μόρον,
ποῦ τάσδ᾽ ἔλειπες· οἶσθα σημῆναι τορῶς;
(480) Αγ. ναῶν δὲ ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην
κατ᾽ οὖρον οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν·
στρατὸς δ᾽ ὁ λοιπὸς ἔν τε Βοιωτῶν χθονὶ
διώλλυθ᾽, οἱ μὲν ἀμφὶ κρηναῖον γάνος
δίψῃ πονοῦντες, οἱ δ᾽ ὑπ᾽ ἄσθματος κενοὶ
. . . . . .
διεκπερῶμεν ἔς τε Φωκέων χθόνα
καὶ Δωρίδ᾽ αἶαν, Μηλιᾶ τε κόλπον, οὗ
Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ ποτῷ·
κἀντεῦθεν ἡμᾶς γῆς Ἀχαιίδος πέδον
καὶ Θεσσαλῶν πόλεις ὑπεσπανισμένους
(490) βορᾶς ἐδέξαντ᾽· ἔνθα δὴ πλεῖστοι θάνον
δίψῃ τε λιμῷ τ᾽· ἀμφότερα γὰρ ἦν τάδε.
Μαγνητικὴν δὲ γαῖαν ἔς τε Μακεδόνων
χώραν ἀφικόμεσθ᾽, ἐπ᾽ Ἀξιοῦ πόρον,
Βόλβης θ᾽ ἕλειον δόνακα, Πάγγαιόν τ᾽ ὄρος,
Ἠδωνίδ᾽ αἶαν· νυκτὶ δ᾽ ἐν ταύτῃ θεὸς
χειμῶν᾽ ἄωρον ὦρσε, πήγνυσιν δὲ πᾶν
ῥέεθρον ἁγνοῦ Στρυμόνος. θεοὺς δέ τις
τὸ πρὶν νομίζων οὐδαμοῦ τότ᾽ ηὔχετο
λιταῖσι, γαῖαν οὐρανόν τε προσκυνῶν.
(500) ἐπεὶ δὲ πολλὰ θεοκλυτῶν ἐπαύσατο
στρατός, περᾷ κρυσταλλοπῆγα διὰ πόρον·
χὤστις μὲν ἡμῶν πρὶν σκεδασθῆναι θεοῦ
ἀκτῖνας ὡρμήθη, σεσωμένος κυρεῖ.
φλέγων γὰρ αὐγαῖς λαμπρὸς ἡλίου κύκλος
μέσον πόρον διῆκε, θερμαίνων φλογί·
πῖπτον δ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν· εὐτυχὴς δέ τοι
ὅστις τάχιστα πνεῦμ᾽ ἀπέρρηξεν βίου.
ὅσοι δὲ λοιποὶ κἄτυχον σωτηρίας,
Θρῄκην περάσαντες μόγις πολλῷ πόνῳ,
(510) ἥκουσιν ἐκφυγόντες, οὐ πολλοί τινες,
ἐφ᾽ ἑστιοῦχον γαῖαν· ὡς στένειν πόλιν
Περσῶν, ποθοῦσαν φιλτάτην ἥβην χθονός.
ταῦτ᾽ ἔστ᾽ ἀληθῆ· πολλὰ δ᾽ ἐκλείπω λέγων
κακῶν ἃ Πέρσαις ἐγκατέσκηψεν θεός.
Ατ. … θέλω να μάθω σε ποιο τόπο τάχα
της γης λένε πως βρίσκεται η Αθήνα…
Χο. Μακριά στη Δύση, εκεί που γέρνει ο ήλιος.
Ατ. Και τόσο επόθησε την πόλη ετούτη ο γιος μου;
Χο. Γιατί έτσι θα εξουσίαζε την Ελλάδα.
Ατ. Στράτευμα πλήθος έχουνε κι εκείνοι;
Χο. Τέτοιο, που σώριασε πολλά δεινά στους Μήδους.
Ατ. Και τι άλλο; Βιος στα σπίτια τους περίσσιο;
Χο. Στη γη μια φλέβα ασήμι ο θησαυρός τους.
Ατ. Πώς πολεμούν; Βαστώντας τόξα;
Χο. Όχι, μ' ασπίδες και κοντάρια αρματωμένοι.
Ατ. Ποιος ο αρχηγός που διαφεντεύει το στρατό τους;
Χο. Δεν είναι δούλοι μήδε υπήκοοι σε κανέναν.
Ατ. Και στους εχθρούς τους πώς θ' αντισταθούνε;
Χο. Όπως το άξιο του Δαρείου χάλασαν πλήθος.
Ατ. Πικρά όσα λες για τους γονιούς αυτών που φύγαν.
Χο. Όμως θαρρώ πως όλη την αλήθεια γοργά θα μάθεις.
Γιατί δείχνει Πέρσης αυτός που τρέχει κατά δω, θα φέρνει
ξεκάθαρο, καλό ή κακό, μαντάτο.
(Μπαίνει ο αγγελιαφόρος.)
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ω! πολιτείες όλης της Ασίας,
ω! χώρα περσική, λιμάνι τόσου πλούτου,
πώς μ' ένα χτύπημα μονάχα πάει
κατά χαμού η τρανή μας ευτυχία
και των Περσών συντρίμμια εχάθη τ' άνθος.
Άαχ! είναι κακό να φέρνει
πρώτος κανείς τα νέα της συμφοράς·
όμως, ανάγκη, Πέρσες, να ιστορήσω
καταλεπτώς τι πάθαμε· όλος πάει,
χάθηκεν ο στρατός μας εκεί κάτω.
Χο. Ώο! μαύρα τα δεινά μας, μαύρα,
βαριά κι ανήκουστα.
Θρηνολογήστε, Πέρσες,
τέτοιο πένθος γρικώντας.
Αγ. Ναι, γιατί εκεί τέλειωσαν όλα· ο ίδιος
ανέλπιστα του γυρισμού βλέπω τη μέρα.
Γι' αυτό λοιπόν εδόθηκε
μακρόχρονη ζωή σ' εμένα
το γέρο, για ν' ακούσω
τέτοιο αναπάντεχο κακό;
Αγ. Ήμουν μπροστά, δεν τ' άκουσα απ' τους άλλους·
έτσι μπορώ να πω τι συμφορές μας βρήκαν.
Χο. Ωο! απ' όλη την Ασία
φύγαν ανώφελα, ένα τόσο
σύσμιχτο πλήθος τοξοφόροι,
στην εχθρική να φτάσουν
γης της Ελλάδας.
Αγ. Της Σαλαμίνας οι ακτές κι οι γύρω τόποι
έχουν γεμίσει με νεκρούς φριχτά χαμένους.
Χο. Άαχ! μου λες για των δικών μας
τα θαλασσόδαρτα κορμιά,
που άψυχα στους φαρδιούς χιτώνες τώρα
το κύμα τα βυθάει και πάλι
τα σέρνει πάνω στον αφρό ολοένα.
Αγ. Ήταν ανήμπορα τα τόξα κι ο στρατός μας
απ' τις χτυπιές των καραβιών εχάθη.
Χο. Κλάψε με πικρολάλητη
γοερή φωνή τους δύστυχους
που τους γυρίσαν οι θεοί
τα πάντα στο κακό
κι εχάθηκε ο στρατός.
Αγ. Ω! πολυμίσητο όνομα της Σαλαμίνας
πόσο στενάζω σα θυμάμαι την Αθήνα.
Χο. Αθήνα, μισητή σ' εμάς τους δύστυχους,
πώς είναι βολετό να λησμονήσω
που άδικα τόσες Περσίδες
ορφανεμένες άφησες από παιδιά κι απ' άντρες.
Ατ. Ώρα στέκω βουβή η δυστυχισμένη
κι από τις συμφορές τα 'χω χαμένα
γιατί έχει ξεπεράσει κάθε μέτρο
το κακό τούτο, που μήτε να σωπάσω
τολμώ, μηδέ και να ρωτήσω πόσο να 'ταν.
Όμως ανάγκη να βαστάζουν οι άνθρωποι
τα βάσανα, όταν οι θεοί τα στέλνουν·
κάμε καρδιά λοιπόν, όσο αν στενάζεις
πικρά που αναθυμάσαι τέτοια πάθη,
κι όλη τη συμφορά ανιστόρησε μας·
λέγε μας ποιος εσώθηκε, για ποιόνε
πένθος θα βάλουμε απ' τους αρχηγούς μας
που είχε ταχθεί το σκήπτρο να κρατάει
και τώρα με τον άθλιο θάνατό του
έρμους τους άντρες κι ορφανούς αφήνει;
Αγ. Ο ίδιος ο Ξέρξης ζει, βλέπει τον ήλιο.
Ατ. Μεγάλο για τα σπίτια μου είπες φως
κι ημέρα λαμπερή από μαύρη νύχτα.
(Ο αγγελιαφόρος απαριθμεί τους
νεκρούς αρχηγούς των Περσών)
Ατ. Ώο! τέτοιες συμφορές τρανές που ακούω,
ντρόπιασμα των Περσών, θρήνος και βόγγος.
Μα ξαναγύρνα στην αρχή και πες μου·
σαν πόσο πλήθος να 'ταν τα καράβια
τα ελληνικά που τόλμησαν αντίκρυ
στον περσικό το στόλο να σταθούνε
κι απάνω του να μπήξουν τα έμβολα τους;
Αγ. Αν ήταν μοναχά το πλήθος,
τότε να ξέρεις πως θα παίρναμε τη νίκη·
γιατί όλα κι όλα οι Έλληνες τρακόσα
είχαν καράβια κι εκτός τούτα ακόμη
δέκα που ξεχώριζαν· απ' την άλλη
ο Ξέρξης οδηγούσε μια χιλιάδα
καλά το ξέρω αυτό κι άλλα διακόσα εφτά
στη γρηγοράδα ασύγκριτα· ήταν τέτοια
λοιπόν η αναλογία. Μη θαρρείς τάχα
πως από τούτο χάσαμε τη μάχη;
Όχι, μα έτσι κάποιος το στρατό μας
δαίμονας ρήμαξε, από το 'να μέρος
τη ζυγαριά βαραίνοντας μ' ανόμοια τύχη.
Θεοί την πόλη σώζουν της Παλλάδας.
Ατ. Κι άπαρτη στέκ' η Αθήνα ως τώρα;
Αγ. Άντρες σαν έχει, σίγουρο είναι κάστρο.
Ατ. Λέγε πώς έγιν' η αρχή της ναυμαχίας;
Πρώτοι ρίχτηκαν οι Έλληνες ή ο γιος μου
περήφανος για τα καλά καράβια;
Αγ. Βασίλισσα, η αιτία για το χαμό μας
επίβουλο, κακό ήταν πνεύμα ή κάποιος
δαίμονας οργισμένος, που άξαφνα έτσι,
κανείς δεν ξέρει πώς, εφανερώθη.
Γιατί από το στρατό των Αθηναίων
ήρθε ένας Έλληνας στο γιο σου Ξέρξη
και του είπε τούτα: « Όταν απλώσει
στη γη της μαύρης νύχτας το σκοτάδι,
οι Έλληνες άλλο δε θα μέναν, μα πηδώντας
στων καραβιών τους πάγκους, θα πασχίζαν
από παντού ο καθένας με φευγάλα
κρυφή να σώσει τη ζωή του». Εκείνος
σαν τ' άκουσε και δίχως καν να νιώσει
το φθόνο των θεών ουδέ το δόλο
του Έλληνα, προστάζει τους ναυάρχους:
«Άμα του ήλιου πάψουν οι αχτίδες
το χώμα να φλογίζουν και γεμίσει
σκοτάδι τον αιθέρα, όλο το πλήθος
των καραβιών σε τρεις σειρές να τάξουν
και να φυλάγουν τα περάσματα, τους κάβους
και τα πολύβουα στενά και μ' άλλα πλοία
του Αίαντα το νησί να κυκλοζώσουν.
Γιατί αν τον κακό θάνατο ξεφεύγαν
οι Έλληνες και βρίσκαν κρυφό δρόμο,
τότε θα χάναν όλοι τη ζωή τους».
Αυτά τους πρόσταξε χαρά γεμάτος,
γιατί δεν ήξερε οι θεοί τι μελετούσαν.
Κι εκείνοι, όλοι με τάξη και με γνώμη
πειθαρχημένη, ετοίμαζαν το δείπνο
και τα κουπιά περνούσε κάθε ναύτης
στους δυνατούς σκαρμούς. Κι όταν το φέγγος
του ήλιου εχάθη κι έπεφτεν η νύχτα,
πήγαινε στο καράβι του καθένας
πολεμιστής και κάθε λαμνοκόπος·
κι η μια γραμμή των πλοίων την άλλη
παρακινώντας, άρχισαν να πλέουν
με τη σειρά που 'χε καθένας πάρει.
Ολονυχτίς στη θάλασσα αρμενίζαν
οι κυβερνήτες ξάγρυπνους κρατώντας
τους ναύτες. Μα η νύχτα προχωρεί
και πουθενά ο ελληνικός στόλος ν' ανοίξει
δρόμο κρυφό δε δοκιμάζει. Κι όταν
φωτολουσμένη σκέπασεν η μέρα
με τα λευκά της άτια όλο τον κόσμο,
τότες από το μέρος των Ελλήνων
πρώτα σαν τραγουδιού βοή ένας ήχος
χαρούμενος ακούστηκε να βγαίνει,
που βουερά τριγύρω αντιλαλούσαν
τα βράχια του νησιού και τους βαρβάρους
φόβος τους έπιασ' όλους, όταν είδαν
πως γελαστήκαν· τι δεν ήταν για φευγάλα
που τραγουδούσαν οι Έλληνες παιάνα
σεμνό, παρά γιατί στη μάχη ορμούσαν
μ' αντρειωμένη την καρδιά και τη γραμμή τους
της σάλπιγγας ο αχός φλόγιζε ολούθε.
Κι αμέσως τα κουπιά στο πρόσταγμά τους
μ' ένα ρυθμό παφλάζοντας χτυπάνε
το βαθύ κύμα κι όλοι αντικρινά μας
γοργά προβάλλουν. Πρώτο ερχόταν
σε καλοσύνταχτη σειρά το δεξί κέρας,
ξοπίσω ακολουθούσε ο άλλος στόλος
και μια κραυγή μυριόστομη αντηχούσε:
Ὦ παῖδες Ἑλληνων, ἴτε
ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
«Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων, λευτερώστε
πατρίδα, τέκνα και γυναίκες, των θεών
τα ιερά, τους τάφους των προγόνων, τώρα
θα πολεμήσετε για όλα». Κι από μας όμως
στη γλώσσα των Περσών αποκρινόταν
αντίλαλη βοή και πια καθόλου
δε χάνουμε καιρό. Χτυπούν αμέσως
τις χάλκινες αρματωσιές τους το 'να
στ' άλλο σκαρί, ένα των Ελλήνων
καράβι άρχισε πρώτο και την πρύμνα,
πλευρά και κουπαστές, σύντριψε ακέρια
κάποιου φοινικικού· τότε τις πλώρες
ενάντια στρέφουν όλοι. Στην αρχή,
του περσικού στόλου η γραμμή κρατούσε
γερά· μα όταν μαζεύτηκε το πλήθος
των καραβιών στο στενό μέσα, τρόπος
δεν ήταν να συντρέξει το 'να τ' άλλο,
κι οι χάλκινες συγκρούονταν πλώρες,
σπάζανε τα κουπιά τους, ενώ γύρω
τα πλοία των Ελλήνων με πολλή τέχνη
και γρηγοράδα από παντού χτυπούσαν
κι ανάστροφα γύρναγαν τα σκαριά μας,
ώσπου σε λίγο δε μπορούσες πια να βλέπεις
τη θάλασσα γεμάτη απ' τα ναυάγια
και τα κορμιά των σκοτωμένων, και τριγύρα
οι ακρογιαλιές μυρμήγκιαζαν κι οι ξέρες
από κουφάρια. Τότες όσα ακόμη
καράβια είχανε μείνει δίχως τάξη
ρίχνονταν στο φευγιό λαμνοκοπώντας
γοργά. Κι αυτοί σα να 'τανε για τόννους
ή ψάρια μες στο δίχτυ, με κομμάτια
κουπιών ή ναυαγίων συντρίμμια
βαρούν, τσακίζουν ράχες κι ένας βόγγος
εσκέπαζε και θρήνος του πελάγου
την άπλα ολούθε, ώσπου της μαύρης νύχτας
έπεσ' η σκοτεινιά κι όλα τέλειωσαν.
Της συμφοράς το πλήθος μήτε δέκα μέρες
κι αν είχα στη σειρά, δε θα μπορούσα
να εξιστορήσω ολάκερο γιατί να ξέρεις,
ποτέ σε μια μονάχα μέρα τόσοι
πολλοί δεν αφανίστηκαν ως τώρα.
Ατ. Ώο! τι πέλαγο κακών ξέσπασε πάνω
στο γένος των Περσών και στους βαρβάρους.
Αγ. Να ξέρεις τούτο, πως ακόμα ούτε στη μέση
δεν είμαστε της συμφοράς· γιατί κατόπι
τέτοια δεινά μας ήρθαν, που αν τα βάλεις
απάνω στ' άλλα, δυο φορές αντιβαραίνουν.
Ατ. Σκληρότερη ποια μοίρα θα μπορούσε
να γίνει ακόμη; Λέγε, το στρατό μας
ποιο χάλι χτύπησε κακό, πού να τραβάει
κατάκορφα του πόνου η συμφορά;
Αγ. Όσοι απ' τους Πέρσες ήταν αντρειωμένοι
μ' ατρόμητες ψυχές, αρχοντογέννητοι
και πάντα πρώτοι απ' όλους για την πίστη
που 'χαν στο βασιλιά, χαθήκαν
με θάνατο φριχτό και ντροπιασμένο.
Ατ. Άα! δυστυχία, κακή και μαύρη τύχη.
Πες μας, ποιο τάχα βρήκαν τέλος;
Αγ. Στη Σαλαμίνα μπρος υπάρχει κάποιο
μικρό νησί χωρίς αραξοβόλι
για ναύτες και μονάχα στο γιαλό του
ο φιλοχορευτής συχνάζει Πάνας.
Εκεί τους στέλνει ο Ξέρξης, να σκοτώνουν
πράγμα εύκολο απ' τους Έλληνες εκείνους
που ναυαγοί θα βγαίναν στ' ακρογιάλι
και να γλιτώνουν τους δικούς μας απ' το κύμα.
Όμως δεν πρόβλεψε καλά το μέλλον.
Γιατί ο θεός μια κι έδωσε τη νίκη
της ναυμαχίας στους Έλληνες, την ίδια
μέρα φορώντας τις αρματωσιές των
βγήκαν απ' τα καράβια τους κι ολούθε
κύκλωσαν έτσι το νησί, που οι Πέρσες
δεν είχαν πού να στρέψουν, κι απ' τις πέτρες
που πέφτανε βροχή και τις σαΐτες
χανόντουσαν στο τέλος πια χιμώντας
με μια κραυγή, χτυπούνε, κομματιάζουν
τις σάρκες των δυστυχισμένων, ώσπου
τους αφανίσαν όλους. Έσυρεν ο Ξέρξης
μεγάλο βόγγο βλέποντας το βάθος
του χαλασμού· γιατί ψηλά καθόταν
σε τόπο ξάγναντο κοντά στ' ακροθαλάσσι
κι ολάκερο θωρούσε το στρατό του.
Κι αφού τα πέπλα του έσκισε θρηνώντας
με γοερές κραυγές, ξάφνου προστάζει
το στεριανό του στράτευμα και σ' άταχτη
φευγάλα ορμάει. Τέτοια είναι λοιπόν
κι η άλλη συμφορά σιμά στην πρώτη
που 'χεις μπροστά σου τώρα για να κλάψεις.
Ατ. Ω! μισητή μοίρα, πόσο των Περσών
έβγαλες τις ελπίδες όλες ψεύτρες·
πικρήν εβρήκε ο γιος μου τιμωρία
από την ξακουσμένη Αθήνα και δε φτάσαν
οι τόσοι βάρβαροι που πρώτα ο Μαραθώνας
αφάνισε· γι' αυτούς λογιάζοντας ο Ξέρξης
πως θα μπορούσε εκδίκηση να πάρει,
σώριασε πάνω του ένα τέτοιο πλήθος
κακών. Μα λέγε, όσα ξεφύγανε καράβια,
πού τ' άφησες; Με σιγουριά το ξέρεις;
Αγ. Γοργά με πρίμο αγέρι οι κυβερνήτες
των καραβιών που γλίτωσαν, ρίχτηκαν
σε ξέφρενο φευγιό· όπως όμως
ο υπόλοιπος στρατός μας εχανόταν
στη γη της Βοιωτίας, άλλοι σβήναν γύρω
στις βρύσες πριν να ξεδιψάσουν,
κι άλλοι χωρίς ανάσα απ' τη φευγάλα
στο δρόμο πέφταν ξέπνοοι. Στη χώρα
περάσαμε ακόμη των Φωκέων,
στα μέρη της Δωρίδας και τον κόλπο
το Μαλιακό, που ο Σπερχειός ποτίζει
με το ήμερο νερό του όλο τον κάμπο·
εκείθε η γη των Αχαιών κι οι πολιτείες
της Θεσσαλίας βασανισμένους, δίχως
τροφή μας δέχτηκαν κι εδώ απ' την πείνα
κι από τη δίψα —ήτανε και τα δυο— χαθήκαν
πλήθος. Μετά στης Μαγνησίας τους τόπους
φτάσαμε και στη γη των Μακεδόνων,
στο ρέμα του Αξιού και προς της Βόλβης
τους βάλτους και τις καλαμιές· κατόπι
διαβήκαμε το Παγγαίο και τα μέρη
της Ηδωνίδας· μα τη νύχτα εκείνη
σήκωσεν άξαφνα ο θεός χειμώνα
πρώιμο και βαρύ κι όλα παγώσαν
του αγνού Στρυμόνα τα νερά. Κι εκείνος
που πριν θεούς δεν πίστευε καθόλου,
τώρα με προσευχές τους προσκυνούσε,
Γης κι Ουρανό παρακαλώντας. Κι όταν
ετέλειωσε το στράτευμα τις τόσες
ευχές, άρχισε το κρουσταλλιασμένο
ποτάμι να διαβαίνει. Όσοι περάσαν
προτού ξανοίξουν του θεού οι αχτίδες,
εσώθηκαν. Γιατί ο λαμπρός του ήλιου
δίσκος, ολόφλογος βαθιά στα σπλάχνα
του πάγου έφτασε ως μέσα, μ' όλη
τη φλόγα λιώνοντας τον και βουλιάζαν
σωρό, καθώς πέφταν ο ένας με τον άλλο·
καλότυχος αυτός που τη ζωή του
έχασε μονομιάς. Όσοι απομείναν
κι έτυχε να σωθούν λιγοστοί, μόνο
μια χούφτα αφού με μύριους μόχθους
περάσανε τη Θράκη και ξεφύγαν,
φτάσαν στην πατρική τους γη· και τώρα
στενάζει η χώρα των Περσών ποθώντας
τ' αγαπημένα που χάθηκαν νιάτα.
Αυτή ´ναι η αλήθεια· όμως αφήνω
πολλά δεινά, που δεν τα λέω, απ’ όσα
σώριασεν ο θεός πάνω στους Πέρσες
Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας
Πηγες
[1] "defence-point", ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΡΥΚΑ
[2] "Ελληνικός Πολιτισμός"
Η εφαρμογη μας για το κινητο σου
Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"