ANCIENT GREECE RELOADED
ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Αθηνα vs Σπαρτη
ΠΗΓΑΙΝΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ:
Α' ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Β' ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ ΣΤΟΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
Ο ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ)
- (Ο Πόλεμος βάση του Θουκυδίδη, περεταίρω Αναλύσεις και Λεπτομέρειες καθώς και το τέλος της Σπάρτης, τα Γεγονότα μετά τον Πελοποννησιακού Πόλεμο και η άνοδος του Μ. Αλεξάνδρου )
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ
ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Γενικά
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-404 π.X.) υπήρξε αναμέτρηση έντονη, σύνθετη και πολυεπίπεδη. Ως ιστορικό γεγονός, αποτέλεσε μάλλον κατάληξη και ολοκλήρωση των εξελίξεων μιας προγενέστερης περιόδου, παρά προάγγελο και δημιουργό μιας ριζικά νέας πολιτικής τάξης πραγμάτων στον Ελληνικό χώρο. Σε επίπεδο πολιτικό, υπήρξε η ένοπλη σύγκρουση δύο αντίπαλων συνασπισμών πόλεων-κρατών, στην οποίαοι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους εκπροσωπούσαν το δημοκρατικό στρατόπεδο, ενώ η Πελοποννησιακή συμμαχία το ολιγαρχικό. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική: τα δημοκρατικά καθεστώτα στις διάφορες πόλεις προήγαγαν τα συμφέροντα των Αθηναίων και της συμμαχίας τους, ενώ οι ολιγαρχίες εξυπηρετούσαν τις επιδιώξεις των Λακεδαιμονίων...
Σε επίπεδο φυλετικό, υπήρξε, έως κάποιο βαθμό, η σύγκρουση του κόσμου των Ιώνων και αυτού των Δωριέων. Η παλαιότερη αλληλεγγύη των Ελληνικών κρατών, με την ιδιαίτερη καταγωγή (Δωρική ή Ιωνική), είχε πλέον παραφθαρεί. Η επιλογή στρατοπέδου κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο υπαγορευόταν από γεωπολιτικές επιδιώξεις και ίδια συμφέροντα. Από αυτή την άποψη, ο πόλεμος υπήρξε πρωτίστως αντιπαράθεση πολιτικών συμφερόντων των Ελληνικών πόλεων.
Εισαγωγή
Στην εποχή τους υπήρξαν αντικείμενο θαυμασμού και φόβου. Ήταν οι αρχαίοι πολεμιστές που εφεύραν το κέντρο νεοσυλλέκτων, την κατά μέτωπο επίθεση, τη δημόσια εκπαίδευση και μια ζωή και μια αισθητική που φέρνει μέχρι και σήμερα το όνομά τους. Πρόκειται για τους αρχαίους Σπαρτιάτες.
Από τον 8ο μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ., όλη η αρχαία Ελλάδα φθονούσε τη Σπάρτη και τις δεκάδες μάχιμες πόλεις-κράτη της. Οι πιο πολλοί Έλληνες θαύμαζαν, αλλά και φοβόντουσαν τους Σπαρτιάτες. Δεν ένιωθαν άνετα, όταν ένας σπαρτιάτικος στρατός, ακόμα και μικρός, πλησίαζε κοντά στην περιοχή τους, εξαιτίας της φήμης που είχαν οι Σπαρτιάτες ως στρατιώτες. Η θέα και μόνον της σπαρτιάτικης πολεμικής μηχανής έκανε πολλούς αντιπάλους της να τρέχουν στα βουνά. Όταν γίνονταν μάχες, η διάρκειά τους συνήθως περιοριζόταν σε λίγες μόνον ημέρες.
Παρ’ όλα αυτά, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., όλα αυτά άλλαξαν με μια τεράστια εισβολή από την Ανατολή. Η Περσία, μια αχανής αυτοκρατορία, διψασμένη για κατακτήσεις, εισέβαλε στην Ελλάδα με έναν τεράστιο στρατό 300.000 ανδρών. Οι Έλληνες, όμως, υπό την ηγεσία της Σπάρτης, αντιστάθηκαν στην πρόκληση. Το 480 π.Χ., 300 Σπαρτιάτες στρατιώτες πέρασαν στην αθανασία με την αντίστασή τους στο στενό των Θερμοπυλών, εμπνέοντας ένα έθνος και αλλάζοντας την πορεία ενός πολέμου. Μετά, ένα χρόνο αργότερα, στην πεδιάδα των Πλαταιών, οι Σπαρτιάτες συνέτριψαν το Περσικό πεζικό, σε μια από τις πιο αιματηρές σελίδες της ιστορίας.
Ο στρατηγός Παυσανίας και οι θρυλικοί Σπαρτιάτες πολεμιστές του, δέχτηκαν τιμές ηρώων. Όμως, καθώς τα ελάχιστα Περσικά στρατεύματα γύριζαν στην πατρίδα τους, οι Έλληνες αναρωτιόντουσαν πότε θα άρχιζε η επόμενη μάχη. Δεν είχαν συντρίψει τις Περσικές δυνάμεις, δεν είχαν πατάξει την Περσική αυτοκρατορία, ούτε είχαν αρπάξει τα Περσικά πλούτη. Συνεπώς, ο κάθε νοήμων Έλληνας σκεφτόταν αυτήν την πιθανότητα.
Ιστορικές Πηγές
Η κυριότερη πηγή για τον Πελοποννησιακό πόλεμο είναι η Ιστορία του Θουκυδίδη,γραμμένη σε οκτώ βιβλία, όπου εξιστορούνται τα γεγονότα από την αρχή του πολέμου μέχρι το 411/410 π.Χ., δηλαδή έως τη νίκη των Αθηναίων στο Κυνός σήμα και την επαναφορά της Κυζίκου στην Αθηναϊκή συμμαχία. Ταγεγονότααπό το411/410 π.Χ., μέχρι τη λήξη του πολέμου το 404 π.Χ., συνεχίζει ο Ξενοφώντας στα δύο πρώτα βιβλία των Ελληνικών του.
Aπό τα έργα του Θεόπομπου από τη Χίο, του Κράτιππου, του Ελλάνικου από τη Λέσβο και άλλων νεότερων συγγραφέων σώζονται μόνον αποσπάσματα, ενώ οι κωμωδίες του Αριστοφάνη περιέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Αθήνα. Σημαντική πηγή, τέλος, αποτελούνκαι οι επιγραφές της εποχής, ιδιαίτερα όμως οι συνθήκες μεταξύ των πόλεων.
Οι Είλωτες Επαναστατούν
Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι έγινα πολύ ισχυροί στη θάλασσα, ενώ ο Σπαρτιάτικος στρατός ήταν ανίκητος στην ξηρά. Ήταν δυο ισχυρές δυνάμεις, με δυο πολύ διαφορετικές ιδεολογίες. Η Σπάρτη απαιτούσε, οι πόλεις-κράτη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας να καθιερώσουν ολιγαρχίες, υπό τη διοίκηση λίγων προνομιούχων. Αντίθετα, τα μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας προτιμούσαν τη δημοκρατία.
Οι δυο Έλληνες γίγαντες οδηγούνταν προς τον πόλεμο, όταν συνέβη το αναπάντεχο. Ένας σεισμός έγινε στην περιοχή της Σπάρτης, με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών Σπαρτιατών. Οι είλωτες της Μεσσηνίας εκμεταλλεύτηκαν αυτή τη φυσική καταστροφή και επαναστάτησαν. Πάνω από 1.000 Σπαρτιάτες πέθαναν στον σεισμό, και οι 9.000 Οπλίτες που απέμειναν έπρεπε να καταπνίξουν μια μεγάλη επανάσταση.
Απεγνωσμένοι, στράφηκαν στον Αθηναίο φίλο τους, τον Κίμωνα, για βοήθεια. Διακινδυνεύοντας και ο ίδιος, κατάφερε να πείσει τους Αθηναίους να στείλουν στρατό στη Σπάρτη. Πράγματι, οι Αθηναίοι έστειλαν ισχυρό στρατό ξηράς, για να βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες να καταπνίξουν την επανάσταση των ειλώτων. Όταν όμως οι Αθηναίοι έφτασαν εκεί, οι Σπαρτιάτες, αντιδρώντας πολύ παράξενα, είπαν: «Συγγνώμη, αλλά δυστυχώς αλλάξαμε γνώμη». Με τη στάση τους αυτή, πρόσβαλαν τους Αθηναίους και έστειλαν πίσω το στρατό τους.
Αυτό το έκαναν επειδή τρομοκρατήθηκαν και σκανδαλίστηκαν όταν είδαν τους δημοκρατικούς Αθηναίους να περιφέρονται και να λένε: «Μα δεν είναι σωστό να υποδουλώνετε άλλους Έλληνες». Από τη στιγμή αυτή έγινε σαφές ότι οι δυο αυτές πλευρές δε θα κρατούσαν πια φιλική στάση μεταξύ τους. Η ταπεινωτική απόρριψη των Σπαρτιατών εξόργισε τους Αθηναίους, κυρίως τους αριστοκράτες. Ο Κίμων εξοστρακίστηκε από την Αθήνα για 10 χρόνια ως τιμωρία.
Στη Σπάρτη, οι αναταραχές με τους είλωτες της Μεσσηνίας συνεχίστηκαν για άλλα δύο χρόνια. Τελικά, το 462 π.Χ., οι είλωτες περιορίστηκαν. Όμως τα προβλήματα της Σπάρτης συνεχίστηκαν στον βορρά.
Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας
Α' ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Γενικά
Ο Πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος ή αλλιώς Μικρός Πελοποννησιακός Πόλεμος ανάμεσα στην Αθηναϊκή και την Πελοποννησιακή Συμμαχία ήταν το προοίμιο του Πελοποννησιακού πολέμου και κράτησε δεκαπέντε χρόνια.
Αθήνα
Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων, (479 π.Χ.) οι Αθηναίοι δημιούργησαν μια συμμαχία που ονομάστηκε Δηλιακή ή Αθηναϊκή που είχε ως στόχο της την προστασία των πόλεων του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας από τους Πέρσες. Το 476 π.Χ. άρχισε να λάμπει το άστρο του Κίμωνα. Εξεστράτευσε κατά των Περσών επιτυχημένα το 476 π.Χ. στην Κύπρο, στα Δωδεκάνησα, στη Μακεδονία και στο Βυζάντιο, το 475/4 π.Χ. στην Κάρυστο και στις Σποράδες, το 467 π.Χ. στην Κύζικο και το 465 π.Χ. στην Κνίδο και στον Ευρυμέδοντα, όπου πέτυχε μια πολύ μεγάλη νίκη σε βάρος των Περσών.
Το 461 π.Χ. όμως εξορίστηκε, αλλά ο Περικλής τον κάλεσε ξανά πίσω για να συνάψει συμμαχία με τους Σπαρτιάτες. Το 449 π.Χ. ο Κίμωνας εξεστράτευσε στην Κύπρο κατά των Περσών όπου τούς νίκησε στο Κίτιο, παρότι πέθανε. Το 471 π.Χ. ο Θεμιστοκλής, ο μεγάλος νικητής της Σαλαμίνας, εξορίστηκε, γιατί κατηγορήθηκε σαν προδότης. Ένας άλλος ακόμη στρατηγός ήταν ο Αριστείδης ο Δίκαιος, ο οποίος μαζί με τον νικητή των Πλαταιών, τον Παυσανία, εξεστράτευσε επιτυχημένα κατά των Κυκλάδων.
Σπάρτη
Η Σπάρτη την ίδια περίοδο προσπαθούσε να επιβάλλει την ηγεμονία της στην Πελοπόννησο αντιμετωπίζοντας επιτυχημένα το 471 π.Χ. στη μάχη της Τεγέας τους Αργείους και τους Τεγεάτες και το 469 π.Χ. στη μάχη της Διπαίας τους ενωμένους Αρκάδες-εκτός από τουςΜαντινείς. Ένας άλλος μεγάλος στρατηγός των Περσικών Πολέμων ήταν ο Παυσανίας, νικητής του Μαρδονίου στη μάχη των Πλαταιών. Αυτός εκστράτευσε εναντίον του Βυζαντίου και των Κυκλάδων το 478 π.Χ., μαζί με τον Αριστείδη το Δίκαιο.
Η Διάλυση της Συμμαχίας Αθήνας - Σπάρτης
Το 464 π.Χ. οι Είλωτες επαναστάτησαν κατά των Σπαρτιατών με αφορμή το μεγάλο σεισμό. Οι Σπαρτιάτες ανήμποροι να πολιορκήσουν το κάστρο της Ιθώμης, (που βρίσκονταν μέσα οι Είλωτες) ζήτησαν βοήθεια από τους Αθηναίους. Ο Κίμωνας αποφάσισε να στείλει 4.000 πεζούς με αρχηγό τον ίδιο. Μόλις έφτασε στη Σπάρτη, άρχισε να πολιορκεί το κάστρο της Ιθώμης. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ίδιο. Οι Σπαρτιάτες φοβούμενοι μια παρατεταμένη παραμονή των Αθηναίων στη χώρα τους, τούς ζήτησαν να φύγουν. Αυτό ήταν μεγάλη ντροπή για τους Αθηναίους.
Ο Εφιάλτης ο Αθηναίος, ο αρχηγός των δημοκρατικών, βρήκε την ευκαιρία και άλλαξε κάποιος νόμους στην Αθήνα. Αφαίρεσε εξουσίες του Αρείου Πάγου και το πολίτευμα έγινε ακόμη πιο δημοκρατικό. Έτσι οι Αθηναίοι εξοστράκισαν τον Κίμωνα το 461 π.Χ. και έτσι διαλύθηκε η συμμαχία του 481 π.Χ. που πραγματοποιήθηκε στην Κόρινθο. Αμέσως μετά τη διάλυση της συμμαχίας με τους Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι, συνήψαν συμμαχία με τους Αργείους και τους Θεσσαλούς.
Εκστρατεία στην Αίγυπτο
Ο Πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος ξεκίνησε το 459 π.Χ. με τη μάχη της Οινόης. Η μάχη στην Οινόη έληξε με νίκη των Αργείων και των Αθηναίων. Ήταν η πρώτη φορά που έχαναν σε μάχη σώμα με σώμα οι Σπαρτιάτες. Την ίδια χρονιά οι Αθηναίοι έστειλαν εκστρατευτικό σώμα για να βοηθήσουν την εξέγερση του Ινάρου. Έστειλαν λοιπόν 200 τριήρεις. Ο Πέρσης βασιλιάς Αρταξέρξης βλέποντας την κρισιμότητα της κατάστασης δημιούργησε στρατό 300.000 ανδρών. Ο Περσικός στρατός συγκρούστηκε με τον Αθηναϊκό και ηττήθηκε κατά κράτος στην περιοχή του Νείλου, στην Πάπρημι.
Το Περσικό στράτευμα τράπηκε σε φυγή και άφησε στο πεδίο της μάχης πολλούς νεκρούς. Οι επαναστάτες τότε άρχισαν την πολιορκία του Λευκού Τείχους, στη Μέμφιδα, στην οποία είχαν καταφύγει οι ηττημένοι Πέρσες (459 π.Χ.). Ο Αρταξέρξης αποφάσισε ότι αφού δεν μπορούσε να κερδίσει τους Αθηναίους, θα έκανε αντιπερισπασμό. Έτσι ο Πέρσης βασιλιάς ήρθε σε συνεννόηση με τους Σπαρτιάτες ζητώντας τους να εισβάλλουν στην Αττική. Οι Σπαρτιάτες όμως αρνήθηκαν γιατί υπήρχε ακόμα το κλίμα των Περσικών Πολέμων.
Η Έναρξη του Πολέμου στην Ελλάδα και οι Πρώτες Συγκρούσεις
Η Κόρινθος και τα Μέγαρα είχαν κάποια προβλήματα συνοριακών εδαφών κι τα Μέγαρα εντάχθηκαν από την Πελοποννησιακή στην Αθηναϊκή συμμαχία. Οι Αθηναίοι έσπευσαν να τα οχυρώσουν. Με αυτό τον τρόπο οι Αθηναίοι θα προστάτευαν την Αττική από Πελοποννησιακές επιδρομές. Η Αθήνα συγκρούστηκε με την Κόρινθο στους Αλιείς όπου οι Κορίνθιοι παρότι νίκησαν σκότωσαν πολύ λίγους Αθηναίους. Αμέσως μετά οι Αθηναίοι συγκρούστηκαν με τον Πελοποννησιακό στόλο στην Κεκρυφάλεια, όπου και νίκησαν (459/8 π.Χ.).
Αργότερα, το 458 π.Χ. οι Αθηναίοι υπό το Λεωκράτη με 70 τριήρεις πέτυχαν μεγάλη νίκη σε βάρος των Αιγινητών. Μετά τη νίκη τους άρχισαν να πολιορκούν την Αίγινα. Οι Πελοποννήσιοι έστειλαν 300 οπλίτες. Οι Κορίνθιοι τότε εισέβαλαν στη Μεγαρίδα. Ο αντιπερισπασμός αυτός των Κορινθίων δεν πέτυχε. Οι Αθηναίοι επιστράτευσαν γέροντες και νέους, χωρίς να αποσύρουν το στρατό τους από την Αίγινα. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να νικήσουν τους Κορινθίους και οι τελευταίοι αποσύρθηκαν από το πεδίο της μάχης.
Οι Αθηναϊκές Επιτυχίες
Ο πόλεμος της Σπάρτης και των ειλώτων έφτασε στο τέλος του. Οι είλωτες αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Ο όρος ήταν να μη γυρίσουν ποτέ στη Σπάρτη. Οι Αθηναίοι όμως τους εγκατέστησαν στη Ναύπακτο που πρόσφατα είχαν καταλάβει από τους Οζόλες Λοκρούς. Μετά από αυτό τον πόλεμο η Σπάρτη αποφάσισε να αποκαταστήσει το γόητρό της. Έτσι βρήκε την αφορμή.
Οι Φωκείς εισέβαλαν στη Δωρίδα και επειδή οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι η Δωρίδα ήταν η μητρόπολή τους έστειλαν 10.000 οπλίτες υπό την ηγεσία του Νικομήδη. Αφού αποκατέστησε την τάξη στη Δωρίδα, ο Νικομήδης, επιτέθηκε στην Αττική από τα βόρεια. Οι Σπαρτιάτες πέρασαν τη Βοιωτία και δημιούργησαν τείχη σε φίλιες βοιωτικές πόλεις φοβούμενες για επίθεση της Αθήνας.
Η Μάχη της Τανάγρας (457 π.Χ.)
Η μάχη της Τανάγρας συνέβη την περίοδο του ονομαζόμενου Πρώτου Πελοποννησιακού πολέμου μεταξύ των Αθηναίων και των Πελοποννησίων με τους συμμάχους τους στη Βοιωτία, στην περιοχή της Τανάγρας το 457 π.Χ.
Ένα χρόνο μετά το τέλος των Περσικών πολέμων, (478 π.Χ.) δημιουργήθηκε από τους Αθηναίους η Δηλιακή συμμαχία, που είχε ως στόχο της την πλήρη εκδίωξη των Περσών από το Αιγαίο και τις πόλεις των Μικρασιατικών παραλίων. Το 476 π.Χ. ο Κίμωνας ανέβηκε στην πολιτική ζωή της Αθήνας μετά την εξορία του Θεμιστοκλή (471 π.Χ.). Ο Κίμωνας ήθελε την ειρηνική συνύπαρξη με τη Σπάρτη. Η Αθήνα στο διάστημα 476 π.Χ. - 462 π.Χ., υπό την ηγεσία του Κίμωνα, κατάφερε να επεκταθεί σε βάρος των Περσών στη Θράκη.
Το ίδιο διάστημα η Σπάρτη προσπαθούσε να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της στην Πελοπόννησο, αντιμετωπίζοντας επιτυχημένα τους Αργείους και τους Τεγεάτες στη μάχη της Τεγέας (471 π.Χ.) και αργότερα στη μάχη της Διπαίας (469 π.Χ.) τους ενωμένους Αρκάδες (εκτός από τους Μαντινείς). Το (460 π.Χ.), στην Οινόη, οι Αθηναίοι με τους Αργείους θα νικήσουν τους Σπαρτιάτες σε μάχη. Την ίδια χρονιά οι Αθηναίοι στέλνουν εκστρατευτικό σώμα στην Αίγυπτο για να υποστηρίξουν την εξέγερση του Ινάρω της Αιγύπτου κατά των Περσών.
Παρά τις πρώτες επιτυχίες των Αθηναίων, η εκστρατεία θα καταλήξει σε καταστροφή το 454 π.Χ. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, λόγω κάποιων προβλημάτων των συνοριακών εδαφών μεταξύ Μεγάρων και Κορίνθου, η πρώτη θα προσχωρήσει στο αθηναϊκό στρατόπεδο.
Οι Αθηναίοι έσπευσαν να οχυρώσουν τα Μέγαρα. Οι Κορίνθιοι νίκησαν τους Αθηναίους στους Αλιείς, με πολύ μικρές απώλειες για τους δεύτερους. Στη συνέχεια, το 459 π.Χ. - 458 π.Χ., οι Αθηναίοι θα νικήσουν τον Πελοποννησιακό στόλο, σε ναυμαχία στην Κεκρυφάλεια. Την ίδια χρονιά οι Αθηναίοι με 70 πλοία θα κερδίσουν περήφανη νίκη σε βάρος των Αιγινητών.
Το 457 π.Χ. ο Πελοποννησιακός στρατός είχε συγκεντρωθεί στην Τανάγρα της Βοιωτίας. Εκεί ο Αθηναϊκός στρατός έσπευσε να τον συναντήσει. Και οι δύο αντίπαλοι διέθεταν περίπου 14.000 οπλίτες. Η μάχη κράτησε δυο μέρες. Την πρώτη μέρα διακρίθηκαν ιδιαίτερα οι Αργείοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν επιτύχει τη νίκη. Την επόμενη η μάχη ήταν εξίσου σφοδρή, όμως η αυτομόληση του Θεσσαλικού ιππικού των Αθηναίων προς τους Πελοποννησίους έδωσε μια ιδιαίτερα δύσκολη νίκη στους δεύτερους.
Οι απώλειες και των δύο πλευρών πάντως ήταν μεγάλες. Έτσι οι Πελοποννήσιοι με μια πύρρειο νίκη κέρδισαν τη μάχη της Τανάγρας. Μετά τη μάχη της Τανάγρας οι Πελοποννήσιοι, μέσω των Μεγάρων, γύρισαν στην Πελοπόννησο. Αλλά 62 μέρες μετά τη μάχη της Τανάγρας οι Αθηναίοι κέρδισαν με τέχνασμα του αρχηγού τους, του Μυρωνίδη μια εύκολη νίκη σε βάρος των Θηβαίων, στα Οινόφυτα. Τον ίδιο χρόνο το 457 π.Χ. η Αίγινα θα συνθηκολογήσει με την Αθήνα, με σκληρούς όρους για την πρώτη.
Λίγο αργότερα θα ξεκινήσουν οι εκστρατείες του Τολμίδη και του Περικλή για την ανακατάληψη διάφορων στρατηγικών τοποθεσιών, με θετικό αποτέλεσμα για την Αθήνα. Το 454 π.Χ. η εκστρατεία των Αθηναίων στην Αίγυπτο θα καταλήξει σε αποτυχία και τον ίδιο χρόνο θα μεταφέρουν το ταμείο της Δήλου στην Αθήνα. Το 451 π.Χ. οι Αθηναίοι θα συνάψουν πενταετή ειρήνη με τους Σπαρτιάτες. Το 449 π.Χ. θα υπογραφεί η Καλλίειος ειρήνη μεταξύ των Περσών και των Ελλήνων. Το 447 π.Χ. οι Αθηναίοι θα χάσουν από τους Θηβαίους στη μάχη της Κορώνειας και τον ίδιο χρόνο θα συνάψουν με τους Σπαρτιάτες τις Τριακονταετείς Σπονδές.
Η Μάχη των Οινοφύτων (457 π.Χ.)
Η μάχη των Οινοφύτων έγινε το 457 π.Χ. ανάμεσα στους Θηβαίους και τους Αθηναίους, στα πλαίσια του Πρώτου Πελοποννησιακού Πολέμου. Η σύγκρουση έγινε στη Βοιωτία, στην περιοχή των Οινοφύτων. Το 457 π.Χ., τον ίδιο χρόνο με τη μάχη των Οινοφύτων, είχε γίνει και άλλη μια μάχη στη Βοιωτία, στην Τανάγρα, με αντιπάλους του Σπαρτιάτες και τους Αθηναίους. Στη μάχη της Τανάγρας οι Σπαρτιάτες με τους συμμάχους τους κέρδισαν μια πύρρειο νίκη ενάντια στους Αθηναίους και τους Αργείους.
Εξηνταδύο ημέρες μετά τη μάχη της Τανάγρας, οι Αθηναίοι θα έρθουν με στρατό υπό το Μυρωνίδη στα Οινόφυτα. Οι Θηβαίοι τους είδαν και ετοίμασαν στρατό για να τους αντιμετωπίσουν. Οι δύο αντίπαλοι παρατάχθηκαν για μάχη στα Οινόφυτα. Στην αρχή της μάχης στο αριστερό κέρας των Αθηναίων έγινε αμφίρροπη μάχη, όμως ο Μυρωνίδης με ένα τέχνασμα απώθησε τους αντιπάλους του.
Το τέχνασμα ήταν ότι οι στρατιώτες του δεξιού κέρατος θα φώναζαν ότι οι Αθηναίοι νικούν τους Θηβαίους στο αριστερό κέρας. Μόλις το έμαθε το αριστερό κέρας των Θηβαίων, απογοητεύτηκε και αποφάσισε να μη συνεχίσει αυτή τη μάχη. Έτσι και το δεξιό κέρας των Θηβαίων όταν έμαθε ότι έφυγε το αριστερό αποφάσισε να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης. Η νίκη των Αθηναίων ήταν ολοκληρωτική.
Η μάχη αυτή έδειξε τη δύναμη των Αθηναίων, που μετά τη μάχη στην Τανάγρα είχαν χάσει τον έλεγχο της Βοιωτίας. Μετά τη μάχη των Οινοφύτων κατάφεραν να αποκτήσουν πάλι τον έλεγχο της Βοιωτίας και της Φωκίδας, τον οποίο όμως και πάλι έχασαν το 446 π.Χ. με τημάχη της Κορώνειας (447 π.Χ.).
Η Εκστρατεία του Τολμίδη
Ο Τολμίδης, ένας Αθηναίος στρατηγός, ζήτησε να του αναθέσουν την αρχηγία 50 τριήρεων και 1.000 οπλιτών, για να καταλάβει διάφορες πόλεις. Το 456 π.Χ., απέπλευσε για τη Λακωνία, αφού αύξησε τους οπλίτες του στους 4.000. Αφού κυρίευσε τις Βοιές πέρασε στα Κύθηρα όπου και τα κατέλαβε. Μετά κατέλαβε τη Μεθώνη στη Μεσσηνία. Ακόμη κυρίευσε το Γύθειο και αφού αποχώρησε από την Πελοπόννησο κατευθύνθηκε προς το Ιόνιο πέλαγος και κατέλαβε την Κεφαλληνία και τη Ζάκυνθο. Αργότερα κατέλαβε τη Χαλκίδα στις αιτωλικές ακτές. Τελείωσε την εκστρατεία του με μια εισβολή στη Σικυώνα όπου κέρδισε τους κατοίκους της.
Η Εκστρατεία του Περικλή
Τον επόμενο χρόνο, (455 π.Χ.) ο Περικλής, πήρε τα 50 πλοία του Τολμίδη και ξεκίνησε μια δική του εκστρατεία. Επιτέθηκε στη Σικυώνα όπου κέρδισε τους κατοίκους της στη Νεμέα. Μετά έπλευσε προς την Αχαΐα και αποβιβάστηκε στην Ακαρνανία και κατέλαβε όλες τις ακαρνανικές πόλεις εκτός των Οινιάδων. Το 454 π.Χ. οι Αθηναίοι μπλέχτηκαν στα πράγματα των Θεσσαλών, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Οι εκστρατείες του Τολμίδη και του Περικλή αύξησαν την επιρροή των Αθηναίων στη Μεσσηνία και στον Κορινθιακό κόλπο. Όμως η κατάσταση θα αλλάζε ριζικά.
Η Καταστροφή των Αθηναίων στην Αίγυπτο
Ο Αρταξέρξης μετά την άρνηση των Σπαρτιατών για εισβολή στην Αττική ετοίμασε ένα στρατό 200.000 αντρών. Οι Αθηναίοι πολιορκούσαν τη Μέμφιδα, αλλά οι Πέρσες τους σταμάτησαν. Οι τελευταίοι απέκλεισαν τους επαναστάτες από παντού. Αλλά και εκείνοι πάθαιναν μεγάλες απώλειες.
Οι Πέρσες βλέποντας την ισχυρή θέληση των Αθηναίων συνθηκολόγησαν μαζί τους. Οι Αθηναίοι τότε γύρισαν στις πατρίδες τους (454 π.Χ.). Λίγο αργότερα, 50 Αθηναϊκές τριήρεις μην ξέροντας τι έγινε αποφάσισαν να επιτεθούν στους Πέρσες. Οι Πέρσες όμως τούς νίκησαν και η καταστροφή συντελέστηκε. Τον ίδιο χρόνο, το 454 π.Χ., οι Αθηναίοι μετέφεραν το ταμείο της Δηλιακής Συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα, λόγω οικονομικών προβλημάτων μετά την καταστροφή στην Αίγυπτο.
Η Τελευταία Εκστρατεία Κατά των Περσών - Η Ειρήνη του Καλλία
Το 461 π.Χ. οι Αθηναίοι εξόρισαν τον Κίμωνα, όμως ο Περικλής τον κάλεσε πίσω το 451 π.Χ. για να κλείσει ειρήνη με τη Σπάρτη. Ο Κίμωνας τότε κατευθύνθηκε προς τη Σπάρτη και έκλεισε πενταετή ειρήνη. Αφού η Αθήνα έκλεισε το ένα μέτωπο στην Ελλάδα ήθελε να εκδικηθεί τους Πέρσες. Έτσι με αρχηγό τον Κίμωνα το 449 π.Χ., οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν στην Κύπρο. Ο Κίμωνας πέθανε, αλλά οι Αθηναίοι κατάφεραν να νικήσουν τους Πέρσες. Οι τελευταίοι εξαντλημένοι από τις διαρκείς ήττες τους αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν. Έτσι το ίδιο έτος, (449 π.Χ.) οι Αθηναίοι υπό τον Καλλία έκλεισαν ειρήνη με τους Πέρσες.
Η Κατάρρευση της Αθηναϊκής Ηγεμονίας στην Ηπειρωτική Ελλάδα
Το 448 π.Χ. οι Σπαρτιάτες εξεστράτευσαν στους Δελφούς και τη Χαιρώνεια. Πολλές πόλεις απέκτησαν ολιγαρχικό πολίτευμα. Οι Αθηναίοι ψήφισαν μια εκστρατεία σε βάρος των Θηβαίων με αρχηγό τους τον Τολμίδη. Ο Τολμίδης το 447 π.Χ. έχασε σε μια μάχη στην Κορώνεια όπου και πέθανε. Η Εύβοια αποστάτησε μετά την ήττα της Αθήνας. Ο Περικλής τότε συνομολόγησε ειρήνη με τους Σπαρτιάτες το 445 π.Χ. που ονομάστηκαν Τριακονταετείς Σπονδές. Αυτή η ειρήνη θα κρατούσε για 30 χρόνια, αλλά δεν κράτησε παραπάνω από 15 χρόνια.
Ο Περικλής και ο Χρυσός Αιώνας
Στο μεταξύ, τη θέση του Κίμωνα την πήρε ένας πλούσιος Αθηναίος, ο Περικλής, που είχε γεννηθεί μέσα στην πολιτική και θα κατείχε την πρώτη θέση στην Αθήνα για τα επόμενα 30 χρόνια. Ένας από τους σκοπούς του Περικλή ήταν να πάρει τους θησαυρούς της Δηλιακής συμμαχίας, τους οποίους αρχικά είχαν υπό τον έλεγχό τους οι σύμμαχοι. Στα μέσα του 5ου αιώνα, οι Αθηναίοι μετέφεραν τους θησαυρούς αυτούς από τη Δήλο στην Αθήνα.
Αυτή ήταν η κρίσιμη στιγμή, κατά την οποίαν οι Αθηναίοι πήραν τον έλεγχο στα χέρια τους. Ξαφνικά, με τόσο πλούτο ο Περικλής άρχισε να εξετάζει τα σχέδια ενός δημόσιου κτιρίου, τόσο φαντασμαγορικού, που ο κόσμος δεν είχε δει ξανά. Έτσι, λοιπόν, άνθισε ο σπουδαίος Αθηναϊκός πολιτισμός, γνωστός ως ο «Χρυσός Αιώνας».
Στο πρόγραμμα για τη δημιουργία των νέων λαμπρών κτιρίων, ο Περικλής ολοκλήρωσε αρχικά τα μακρά τείχη του Πειραιά, προφυλάσσοντας την πόλη από οποιαδήποτε μελλοντική επιδρομή. Η Αθήνα σύντομα έγινε μια απόρθητη πόλη και ήταν ένα εμπορικό, ναυτικό και στρατιωτικό κέντρο. Εισήγαγε τρόφιμα και προμήθειες από την Κριμαία και την Αίγυπτο. Το πανίσχυρο ναυτικό της εμπόδιζε κάθε προσπάθεια της Σπάρτης να αποτρέψει τον ανεφοδιασμό της.
Οι Αθηναίοι, όσο έλεγχαν τον Πειραιά, δεν είχαν λόγο να φοβούνται μήπως κάποιος σπάσει τις γραμμές του ανεφοδιασμού τους. Ο Περικλής διέταξε επίσης να ξεκινήσουν εργασίες στο συγκρότημα του ναού στην κορυφή της Ακρόπολης, που είχε καταστραφεί πριν 30 χρόνια από τον Περσικό στρατό. Η αισιοδοξία του Αθηναϊκού πολιτισμού τον 5ο αιώνα π.Χ. πηγάζει από τη νίκη τους επί των Περσών.
Είναι η κλασική περίοδος του Ελληνικού πολιτισμού, η περίοδος των υπέροχων γλυπτών, των σπουδαίων τραγωδιών του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, των κωμωδιών του Αριστοφάνη και των ιστοριών του Θουκυδίδη. Οι σπουδαίοι φιλόσοφοι Σωκράτης και Πλάτωνας έζησαν και αυτοί την ίδια εποχή. Ίσως, όμως, το μεγαλύτερο επίτευγμα από όλα να είναι ο Παρθενώνας, που θεωρείται το αριστούργημα της Ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Στο εσωτερικό του ναού βρισκόταν το μεγαλοπρεπές άγαλμα της Αθηνάς, από χρυσό και ελεφαντόδοντο, την οποία θεωρούσαν ότι ήταν η προστάτιδα του Αθηναϊκού στρατού. Αν χτιζόταν σήμερα ο Παρθενώνας θα στοίχιζε πάνω από μισό δισεκατομμύριο Ευρώ. Υπό την ηγεσία του Περικλή, η Αθήνα έγινε το κέντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του Αιγαίου. Μια εντυπωσιακή πόλη 60.000 περίπου κατοίκων. Ήταν σίγουρα το αντίθετο της βλοσυρής Σπάρτης, που επηρεασμένη από το βουνήσιο περιβάλλον της, εξακολουθούσε να είναι μια απειλή για την Αθήνα.
Όταν οι Σπαρτιάτες είδαν την Αθήνα να αυξάνει σε δύναμη, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκαν ήταν: «Διαλύστε τους! Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε να κερδίσουν κι άλλο έδαφος». Έτσι, στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., η Αθήνα και η Σπάρτη, οι δυο πιο ισχυρές πόλεις-κράτη της Ελλάδας, βρέθηκαν στο χείλος ενός ολοκληρωτικού πολέμου.
Η 30ετής Ειρήνη
Το 450 π.Χ., η ζυγαριά της εξουσίας έγερνε από τη Σπάρτη προς την Αθήνα, όπου ο Χρυσός Αιώνας βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Τη Σπάρτη, αυτή την περίοδο, την χαρακτήριζε ο φόβος και η καχυποψία. Όλο και πιο πολύ ένιωθε να απειλείται από την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας. Οι Σπαρτιάτες ήταν πάντοτε αλαζόνες και ήταν πολύ σημαντικό γι’ αυτούς να μπορούν να λένε: «Είμαστε οι πρώτοι και πάνω από όλους. Κανείς δεν είναι ανώτερός μας». Έτσι λοιπόν, ο Σπαρτιάτικος στρατός εισέβαλε στην Αττική το 446 π.Χ. και λίγο μετά οι Αθηναίοι ζήτησαν ανακωχή.
Η ειρηνική περίοδος των 30 ετών συμφωνήθηκε και από τις δυο πλευρές την επόμενη χρονιά. Και έτσι, ο Α' Πελοποννησιακός πόλεμος έφτασε στο τέλος του, αν και η Σπάρτη ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει στην ενδοχώρα. Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα 10 χρόνια, οι Αθηναίοι συνέχισαν να επεμβαίνουν στις αποφάσεις των μελών της Πελοποννησιακής συμμαχίας, αποξενώνοντας έτσι ουσιαστικά τη Σπάρτη. Στο μεταξύ, η Αθήνα άρχισε να επεκτείνεται και πέρα από τη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου, συνθλίβοντας μικρότερες πόλεις και οικισμούς που ήταν φιλικοί προς τη Σπάρτη.
Οι Σπαρτιάτες βέβαια εξέλαβαν αυτές τις κινήσεις ως τα πρώτα αλλά σίγουρα βήματα της εισβολής εναντίον της ίδιας της Σπάρτης. Οι Κορίνθιοι, από τους πιο σημαντικούς συμμάχους της Σπάρτης, είναι πεπεισμένοι ότι σκοπός της Αθήνας είναι να διαλύσει την Πελοποννησιακή συμμαχία, για να γίνει η ηγεμονική δύναμη ολόκληρου του Αιγαίου. Οι Σπαρτιάτες, όμως, άρχισαν σταδιακά να υποχωρούν. Δεν ανυπομονούν να συγκρουστούν με τους Αθηναίους. Ξέρουν ότι δεν θα είναι ένας εύκολος πόλεμος.
Οι Αθηναίοι έχουν ένα ναυτικό που μοιάζει ανίκητο, ενώ η Σπάρτη ουσιαστικά δεν έχει ναυτικό για να αντιδράσει. Ο σχηματισμός και η συντήρηση ενός ισχυρού ναυτικού απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια και χρήματα, ενώ η Σπάρτη απέρριπτε κάθε μορφή χρημάτων, πιστεύοντας ότι «μόλυνε» τη ζωή των κατοίκων και έφερνε πολλούς πειρασμούς από τον έξω κόσμο. Δεν είχαν καν δικό τους νόμισμα. Ένας στόλος 200 πλοίων χρειάζεται 4.000 άντρες, πέρα από τους ναύτες, που να εργάζονται για το στόλο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πολλά στόματα που πρέπει να τραφούν.
Οι Αθηναίοι είχαν οργανώσει ένα σύστημα για να συγκεντρώνουν χρήματα για να συντηρούν το στόλο. Οι Σπαρτιάτες ούτε καν φαντάζονταν κάτι τέτοιο. Και έτσι, η Σπάρτη συνέχιζε να αρνείται να συρθεί σε πόλεμο. Τελικά, όμως, αναγκάστηκε να ακούσει, όταν τα μέλη της Πελοποννησιακής συμμαχίας κάλεσαν έκτακτη συνέλευση το 432 π.Χ. Πολλές πόλεις εναντιώθηκαν στη στάση της Σπάρτης προς την Αθήνα και τους συμμάχους της.
Με το να μη κάνουν κάτι, είπαν, οι Σπαρτιάτες ενθάρρυναν τους Αθηναίους να συνεχίζουν την επιθετική τους στάση. Υπήρξαν διαφωνίες και δυσπιστία ανάμεσα στα μέλη, αλλά ήταν πλέον σαφές ότι το πρόβλημα θα λυνόταν μόνο μέσω πολέμου και όχι μέσω ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Η δικαιολογία της Σπάρτης, για τον τερματισμό της 30χρονης ειρήνης, ήταν ότι θα ελευθέρωναν την Ελλάδα από τον ζυγό της Αθήνας, που είχε καταλύσει την αυτονομία των πόλεων-κρατών.
Η στρατηγική της Σπάρτης ήταν απλή. Θα εισέβαλλαν στην Αττική και θα συγκρούονταν με τους Αθηναίους σε μια κατά ξηρά μάχη. Έτσι κινητοποίησαν τον μεγαλύτερο στρατό που είχε οργανώσει ποτέ η Πελοποννησιακή συμμαχία, περίπου 50-60.000 άντρες.
Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας
Β' ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Γενικά
Στα τέλη της άνοιξης του 431 π.Χ. η περίφημη Σπαρτιάτικη πολεμική μηχανή, που τόσο πολύ έτρεμαν οι εχθροί της, προχώρησε βόρεια μέσα από τον Ισθμό και την πεδιάδα των Μεγάρων και μπήκε στην πεδιάδα της Αττικής. Ο Περικλής, πάντως, ήταν αποφασισμένος να αποφύγει την κατά μέτωπο μάχη. Αντίθετα, σχεδίασε μια διπλή στρατηγική. Επίθεση από θάλασσα, άμυνα από ξηρά. Στη θάλασσα, το Αθηναϊκό ναυτικό απέπλευσε με 100 πολεμικές τριήρεις. Η αποστολή τους ήταν η επιθετική τους παρουσία στις ακτές της Πελοποννήσου.
Στην ξηρά, το σχέδιο του Περικλή ήταν πιο αντιφατικό. Στην ουσία ήταν μια εντελώς αντισυμβατική προσέγγιση πολέμου. Η στρατηγική του ήταν η εξής: Ήθελε να αποφύγει, με κάθε κόστος, τον πόλεμο στην ξηρά, δηλαδή, τη μάχη μεταξύ οπλιτών. Αποφασίζει, λοιπόν, να εκκενώσει την Αττική και να στείλει τους κατοίκους της, τους αγρότες και τις οικογένειές τους, που ίσως ξεπερνούσαν συνολικά τους 100.000, μέσα στα τείχη της Αθήνας, με την προοπτική ότι η Αθήνα θα συνέχιζε να εφοδιάζεται μέσω της θάλασσας.
Έχουν ένα ασφαλές λιμάνι, τεράστια τείχη γύρω από την πόλη και μπορούν να εισάγουν όσα τρόφιμα θέλουν, διατηρώντας έτσι τον έλεγχο της αυτοκρατορίας τους. Μπορούσαν να το κάνουν αυτό, επειδή συνέλεγαν χρήματα από τη συμμαχία τους και είχαν ισχυρό στόλο που έλεγχε τη θάλασσα. Όλα ήταν τέλεια. Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν παράδοση σε πολιορκητικές μηχανές για εισβολή σε πόλεις. Έτσι, δεν θα μπορούσαν να φτάσουν τα τείχη της Αθήνας.
Είχαν όμως την παράδοση του «Ελληνικού» πολέμου, όπου εισέβαλαν στον ιερό τόπο του εχθρού, ντροπιάζοντας έτσι την εθνική του υπερηφάνεια και τιμή. Έκοβαν κάποιες ελιές, έκαιγαν μερικά στρέμματα αγροτικών καλλιεργειών και οι εξαγριωμένοι αγρότες ορμούσαν για να υπερασπιστούν τη γη τους, αυτοί τους σκότωναν, και το θέμα έληγε εκεί. Όμως, οι Αθηναίοι δεν υποχώρησαν. Παρέμειναν οχυρωμένοι μέσα στην πόλη, καθώς προστατεύονταν από τα μεγάλα τείχη της, που σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν και τα μακρά τείχη που έφταναν τα 8 χιλιόμετρα, μέχρι το λιμάνι του Πειραιά.
Οι Σπαρτιάτες σάστισαν με την εξέλιξη αυτή, επειδή δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Το Σπαρτιάτικο σύστημα στηριζόταν στο εξής: «Εμείς εισβάλουμε στην περιοχή σας, εσείς υποχωρείτε και εμείς σας πετσοκόβουμε». Αποθαρρυμένοι, οι Σπαρτιάτες συνεχίζουν να καταστρέφουν τα χωράφια της Αττικής. Η Σπάρτη όμως δυσκολευόταν να εφοδιάζει έναν τόσο μεγάλο στρατό και η σκέψη: «Να περιμένουμε να βγουν οι Αθηναίοι να πολεμήσουν», δεν ήταν λύση. Ένα μήνα μετά την άφιξή του, ο τεράστιος στρατός αναγκάζεται να τα μαζέψει και να γυρίσει πίσω.
Τον πρώτο χρόνο, το σχέδιο του Περικλή έμοιαζε ιδιοφυές, αλλά δεν είχε υπολογίσει το γεγονός ότι μια πόλη, σχεδιασμένη να φιλοξενεί το πολύ 125.000 κατοίκους, ήταν αδύνατο να δεχθεί τους καλοκαιρινούς μήνες 300.000 ανθρώπους. Δεν είχε υπονόμους, ούτε δίκτυα άρδευσης, ούτε αρκετά σπίτια. Όμως, το μεγαλύτερο λάθος στους υπολογισμούς του Περικλή δεν είχε να κάνει με τον συνωστισμό στην πόλη, αλλά το ότι υποτίμησε το αποτέλεσμα που είχε το σχέδιό του στο ηθικό των ανθρώπων. Ένιωθαν δειλοί.
Είχαν κλειστεί πίσω από τα τείχη, έβλεπαν τους Σπαρτιάτες να έρχονται και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Αυτό πήγαινε ενάντια στον Ελληνικό κώδικα του Οπλίτη και έβλαπτε το ηθικό τους.
Σύντομη Ιστορική Διαδρομή
Πεντηκονταετία (479 π.Χ.-431 π.Χ)
Η περίοδος πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, η λεγομένη Πεντηκονταετία (479-431 π.X.), χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός διπολικού συστήματος αρχής στον Ελληνικό κόσμο. Η αδιαμφισβήτητη υπεροχή της Σπάρτης, του 6ουπ.Χ. αιώνα, αντικαταστάθηκε από τη βαθμιαία εξισορρόπηση των δυνάμεων της με την Αθήνα, μετά τη ραγδαία πολιτική και στρατιωτική άνοδοτης τελευταίας.
Η Αθήνα κέρδισε σε πολιτική αίγλη, αναλαμβάνοντας φιλόδοξες εκστρατείες κατά των εθνικών εχθρών, των Περσών. Η αρχική υποχώρηση της Σπάρτης στον Αθηναϊκό επεκτατισμό σύντομα έδωσε τη θέση της σε προσεκτικότερη και τελικά ένοπλη αντιμετώπιση των Αθηναϊκών φιλοδοξιών που μεγάλωναν υπέρμετρα. Καίριας σημασίας για την ταχεία άνοδο της Αθήνας, υπήρξε η συγκρότηση της Δηλιακής Συμμαχίας(478/9 π.X.). Κατά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., οι ολοένα και συχνότερες επεμβάσεις της Αθήνας στα εσωτερικά των συμμάχων τη μετέτρεψαν έντεχνα σε ηγεμονεύουσα δύναμη.
Η στρατιωτική αντίδραση της Σπάρτης προκάλεσε τον λεγόμενο «πρώτο» Πελοποννησιακό Πόλεμο κατά τα έτη 453-446 π.Χ., ο οποίος έληξε χωρίς σημαντική επιτυχία του ενός από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, αλλά με μια ουσιαστική πολιτική και διπλωματική συνέπεια. Αναγνωρίστηκε και επισήμως (dejure) η ύπαρξη δύο ισχυρών κέντρων εξουσίας στον Ελληνικό κόσμο, εξέλιξη που φυσικά ευνοούσε την ανερχόμενη Αθήνα. Παρά όμως τη συνθήκη των Τριακοντούτων Σπονδών του 446 π.Χ., ο ανταγωνισμός και οι προστριβές δε σταμάτησαν, διότι με το τέλος της παραπάνω σύγκρουσης δεν ορίστηκαν σαφώς οι ζώνες επιρροής των δύο αντιπάλων.
Αιτίες - Αφορμές του Πολέμου
«Αλλά η αληθέστατη αιτία, ήτις όμως παρέμεινε αφανής, μήποτε λεχθήσα, φρονώ ότι υπήρξεν η γιγάντωσις των Αθηνών ήτις ενεποίει τον φόβον εις τους Λακεδεμόνιους και ηνάγκασε τούτους να πολεμήσουν».
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, όπως συνεπάγεται και από το παραπάνω απόσπασμα, βαθύτερα αίτια θεωρούνται η αύξηση της Αθηναϊκής δυνάμεως, μετά τους Περσικούς πολέμους, και οφόβος που προκλήθηκε, επομένως, στηΣπάρτηκαι τους συμμάχους της, ότι η δύναμη των Αθηναίων θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο.
Οι αφορμές για την έναρξη του πολέμου δόθηκαν μετά από σειρά γεγονότων, με πρώτο τα «Κερκυραϊκά». Συγκεκριμένα, η προσπάθεια ανάμιξης των Κορινθίων στην εσωτερική διαμάχη που ακολούθησε την επανάσταση το 435 π.Χ., στην Επίδαμνο, η οποία ήταν αποικία των Κερκυραίων στα παράλια της Ιλλυρίας, προκάλεσε την επέμβαση των Αθηναίων κατόπιν αιτήσεως των Κερκυραίων. Σκοπός ήταν ο προσεταιρισμός των τελευταίων.
Άλλη αφορμή ήταν τα «Ποτιδαιικά». Αναλυτικότερα, η αποστασία με υποκίνηση της Κορίνθου, το 431 π.Χ., της Ποτίδαιας, η οποία ήταν μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας, ανάγκασε την Αθήνα να στείλει στρατό και στόλο για την πολιορκία της πόλης. Η Κόρινθος ανταποκρινόμενη στο αίτημα της Ποτίδαιας για συνδρομή, απέστειλε στρατό και οπλισμό στην πρώην αποικία της. Η πολιορκία κράτησε χρόνια και έληξε με τη νίκη των Αθηναίων. Αυτή η νίκη όμως, εξασθένισε οικονομικά και στρατιωτικά την Αθήνα.
Τέλος, ίσως η πιο σημαντική αφορμή ήταν το περίφημο «Μεγαρικό Ψήφισμα». Τα Μέγαρα από το 446 π.Χ. είχαν εγκαταλείψει την Αθηναϊκή Συμμαχία, της οποίας ήταν μέλη, προκαλώντας με αυτό τον τρόπο την οργή των Αθηναίων οι οποίοι ζητούσαν αφορμή για να τους πλήξουν.Η αφορμή αυτή δόθηκε όταν τα Μέγαρα υποστήριξαν τους Κορίνθιους στην Ποτίδαια.
Τότε οι Αθηναίοι, με αρχηγό τον Περικλή, πέρασαν ψήφισμα στην Εκκλησία του Δήμου, σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν η προσέγγιση των πλοίων των Μεγαρέων στα λιμάνια των πόλεων-μελών της Αθηναϊκής Συμμαχίας, καθώς και η πώληση σε αυτά των εμπορευμάτωντους. Ήταν μια καλά υπολογισμένη κίνηση, που σκοπό είχε να επαναφέρει τα Μέγαρα στην Αθηναϊκή συμμαχία, αποκόπτοντας έτσι τους Πελοποννήσιους από την άμεση επικοινωνία με τους Θηβαίους και στερώντας τους την απευθείας πρόσβαση στην Αττική γη.
Η διένεξη οξύνθηκε, όταν οι Κορίνθιοι και άλλοι σύμμαχοι στράφηκαν επίσημα προς τη Σπάρτη, που ήταν επικεφαλής της Πελοποννησιακής συμμαχίας (Οκτώβριος του 432 π.Χ.). Η Κόρινθος σε τόνο τελεσιγράφου, απείλησε ότι θα αναζητούσε άλλο σύμμαχο, (δηλαδή το Άργος) αν η Σπάρτη δεν κήρυσσε τον πόλεμο κατά των Αθηνών. Επομένως, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να κηρύξουν τον πόλεμο, με τη δικαιολογία ότι οι Αθηναίοι είχαν παραβιάσει την ειρήνη. Την ίδια απόφαση πήραν και οι άλλοι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι.
Ο Αρχιδάμειος Πόλεμος (431 - 421 π.Χ.)
Η πορεία των επιχειρήσεων ακολούθησε από τον πρώτο χρόνο του πολέμου προσχεδιασμένη κατεύθυνση. Οι Λακεδαιμόνιοι, υπό τον Αρχίδαμο, εισέβαλαν στην Αττική (Ιούνιος 431 π.Χ.) και τη λεηλάτησαν. Σκοπός τους ήταν να παρασύρουν το Αθηναϊκό πεζικό σε αποφασιστική μάχη, έτσι ώστε νικώντας το να επιβάλουν τους δικούς τους όρους και να καταλύσουν την Αθηναϊκή συμμαχία. Οι Αθηναίοι όμως, μετά από συμβουλή του Περικλή, κλείστηκαν στα τείχη τους παρακολουθώντας από αυτά την καταστροφή.
Παράλληλα, εκατό Αθηναϊκά σκάφη έπλευσαν στα Πελοποννησιακά παράλια και επιτέθηκαν σε νευραλγικά σημεία. Το 430 π.Χ. επαναλήφθηκε η ίδια τακτική. Το πιο συνταρακτικό όμως γεγονός του έτους αυτού, ήταν ο λοιμός που εξαπλώθηκε γρήγορα στην πυκνοκατοικημένη πόλη και εξολόθρευσε το ένα τέταρτο περίπου των μαχίμων ανδρών και ακόμη περισσότερους αμάχους. Τούτο καταπόνησε το αθηναϊκό φρόνημα και μέρος της εκκλησίας του Δήμου πρότεινε ειρήνη με τη Σπάρτη. Όμως επικράτησαν οι υποστηρικτές του Περικλή και ο πόλεμος συνεχίστηκε.
Θάνατος του Περικλή (429 π.Χ) - Επικράτηση Φιλοπόλεμης Μερίδας
Όταν οι Σπαρτιάτες μπήκαν στην Αττική, το επόμενο καλοκαίρι, η στρατηγική του Περικλή δεχόταν πιέσεις. Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό που θα επακολουθούσε. Η Αθήνα χτυπήθηκε από έναν τρομερό λοιμό, που αφάνισε περίπου το 1/3 του πληθυσμού. Φανταστείτε τι σήμαινε αυτό. Η θανατηφόρα ασθένεια, που μάλλον ήρθε από πλοίο της Αιγύπτου, μετέτρεψε τους δρόμους της Αθήνας σε νεκροταφεία. Η πόλη γέμισε από άψυχα κορμιά. Ο λοιμός δεν έκανε διακρίσεις.
Νέοι και γέροι, φτωχοί και πλούσιοι ήταν τα θύματα. Το αποτέλεσμα ήταν η αποδυνάμωση της Αθήνας, του ναυτικού και του στρατού της. Ξαφνικά, το Αθηναϊκό σχέδιο δεν έμοιαζε πια σπουδαίο. Ο λοιμός σκότωσε ακόμα και τον ηγέτη της Αθήνας, τον Περικλή, οπότε ο εμπνευστής αυτού του σχεδίου δεν υπήρχε πια για να το εφαρμόσει. Ο θάνατος του Περικλή άφησε την Αθήνα έρμαιο των εχθρών της και των ανίκανων διαδόχων.
Αυτό όμως που πέθανε επίσης, ήταν το εκπληκτικό του όραμα. Αυτό δημιούργησε τεράστια προβλήματα στους Αθηναίους, επειδή δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος διάδοχος του Περικλή. Ήταν μια δημοκρατική πόλη και δεν υπήρχε κυβέρνηση. Αυτοί που θεωρούσαν τους εαυτούς τους διαδόχους είχαν εντελώς διαφορετική άποψη και δεν είχαν την ευστροφία του Περικλή. Η Αθήνα, λοιπόν, βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Πέρα από τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, ο λοιμός προκάλεσε σοβαρό ψυχολογικό πλήγμα στους Αθηναίους.
Η πίστη τους στους θεούς είχε τρανταχθεί και η αυτοπεποίθησή τους είχε κλονιστεί πολύ. Στη συνέχεια, οι Αθηναίοι προτείνουν να γίνει ειρήνη, οι Σπαρτιάτες αρχίζουν να πιστεύουν ότι θα νικήσουν και απορρίπτουν την πρόταση ειρήνης και ο πόλεμος συνεχίζεται. Οι Αθηναίοι φαντάζουν πλέον στα μάτια των Σπαρτιατών δειλοί. Δεν βγαίνουν να πολεμήσουν, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί. Γι’ αυτό, πιστεύω, ότι οι Σπαρτιάτες δεν δέχτηκαν να κάνουν ειρήνη με κάποιους που δεν είχαν το θάρρος να βγουν έξω και να πολεμήσουν.
Έτσι, οι Αθηναίοι συγκεντρώσουν 250 τριήρεις, το μεγαλύτερο στόλο μέχρι τη στιγμή εκείνη. Μετά την αποστασία της Λέσβου, αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν τη ναυτική αυτή δύναμη και να αποκλείσουν τα λιμάνια της Μυτιλήνης. Τον επόμενο χρόνο, το 427 π.Χ., ο Αθηναίος στρατηγός Νικίας κατακτά τη Μινώα, ενώ οι Σπαρτιάτες κατακτούν τις Πλαταιές. Έτσι, λοιπόν, συνεχιζόταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος, από λιμάνι, σε πόλη, σε νησί, σε όλο το Αιγαίο. Νίκες, ήττες, κατακτήσεις και αποστασίες.
Η Αθήνα και η Σπάρτη, τα πρώτα δύο χρόνια του πολέμου βρίσκονταν πραγματικά σε απόγνωση. Καμιά από τις δυο δεν φαινόταν να κερδίζει τον πόλεμο. Οι Αθηναίοι, πρώτοι, αρχίζουν να βιώνουν τα δυσάρεστα αποτελέσματα του πολέμου. Ο πληθυσμός τους αφανίζεται, η γη τους λεηλατείται και οι θησαυροί σχεδόν εξαντλούνται. Το μεγαλύτερο όμως πλήγμα για την Αθήνα ήρθε το 429 π.Χ. με το θάνατο του Περικλή.
Ο θάνατος του έφερε αλλαγή στην πολιτική ατμόσφαιρα. Επικρατεί τελικά η φιλοπόλεμη πτέρυγα του δημοκρατικού κόμματος με αρχηγό τον Κλέωνα. Ο Κλέων ήταν ιδιοφυής και αδίστακτος πολιτικός. Σε γενικές γραμμές ακολούθησε την πολιτική του Περικλή. Κατά τα επόμενα χρόνια, και μέχρι τα γεγονότα της Σφακτηρίας, έχουμε την απόπειρα αποστασίας της Μυτιλήνης (428-427 π.Χ.), τον αιματηρό εμφύλιο στην Κέρκυρα (427-425 π.Χ.) και, τέλος, την Α΄ Σικελική εκστρατεία(415-413 π.Χ.), η οποία κατέληξε σε αποτυχία.
Εντατικοποίηση του Πολέμου
Το 425 π.Χ., μοίρα του Αθηναϊκού στόλου που έπλεε προς τη Σικελία, είχε αφήσει τμήμα της στην Μεσσηνιακή Πύλο, με την ελπίδα ότι θα ενθαρρύνονταν να έλθουν με το μέρος των Αθηναίων οι είλωτες της Σπάρτης. Οι Λακεδαιμόνιοι, τρομοκρατημένοι, ανακάλεσαν ένα σώμα τους που είχε εισβάλλει στην Αττική και, για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση στην Πύλο, εγκαταστάθηκαν στην γειτονική νησίδα Σφακτηρία, ώστε να μην την καταλάβουν οι Αθηναίοι.
Η Πύλος αποδείχθηκε ισχυρό έρεισμα και ο αθηναϊκός στόλος απέκλεισε τη Σφακτηρία συλλαμβάνοντας 9 οπλίτες, εκ των οποίων οι 10 ήταν γνήσιοι Σπαρτιάτες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη πανελλήνια εντύπωση διότι πρώτη φορά συλλαμβανόταν ζωντανοί ηττημένοι Σπαρτιάτες. Μετά από αυτή την επιτυχία οι οπαδοί του Κλέωνος παρέσυραν τον δήμο να ψηφίσει έκτακτα φορολογικά μέτρα, με τα οποία η συμμαχική εισφορά αυξήθηκε τόσο, ώστε απέφερε 1500 περίπου τάλαντα συνολικά, ποσό δηλαδή υπερτριπλάσιο από το προπολεμικό.
Το καλοκαίρι του 424 π.Χ. επιχειρήθηκε Αθηναϊκή επίθεση στο κορινθιακό έδαφος και κατελήφθησαν τα Κύθηρα, που εξασφάλισαν μια πολύ χρήσιμη βάση για τις Αθηναϊκές επιδρομές στην Λακωνική ενδοχώρα. Επίσης οι Αθηναίοι έθεσαν ως πρώτο τους αντικειμενικό σκοπό, την απόκτηση του ελέγχου των Μεγάρων και της Βοιωτίας, αναπτύσσοντας στρατιωτική δράση, συνδυασμένη με πολιτική προπαγάνδα, δηλαδή οργανώνοντας εξεγέρσεις των δημοκρατικών στις περιοχές αυτές. Το σχέδιο όμως αυτό δεν μπόρεσε να κρατηθεί μυστικό και απέτυχε.
Την ίδια περίπου εποχή, ο Σπαρτιάτης Βρασίδας, με μικρή δύναμη, έφθασε στην Χαλκιδική, προσπαθώντας να παραλύσει τον αθηναϊκό έλεγχο στην περιοχή. Παρόλο που δεν είχε την επιτυχία που προσδοκούσε, κατόρθωσε να πραγματοποιήσει τον κυριότερο σκοπό του, την κατάληψη της Αμφίπολης, που ήταν σοβαρότατη απώλεια για την Αθήνα. Αυτή η τροπή των πραγμάτων, δεν επέτρεπε πλέον στους Αθηναίους να έχουν την αισιοδοξία που τους είχε κυριεύσει μετά την Πύλο.
Ωστόσο, και οι Σπαρτιάτες ενδιαφέρονταν περισσότερο να πάρουν πίσω τους ομήρους συμπολίτες τους, παρά να συνεχίσουν τον πόλεμο στα βόρεια. Συνακόλουθα, τον Απρίλιο του 423 π.Χ., συνομολογήθηκε ετήσια ανακωχή, με απώτερο σκοπό τη συμφωνία για την οριστική ειρήνη. Το 422 π.Χ., ο Κλέωνας πέτυχε την ανάκτηση της Τορώνης και ορισμένων άλλων δευτερευουσών θέσεων, απέτυχε όμως στην Αμφίπολη, όπου δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση, η δύναμή του εξοντώθηκε, ο ίδιος δε, αλλά και ο Βρασίδας, σκοτώθηκαν.
Η Νικίειος Ειρήνη ('Ανοιξη του 421 π.Χ.)
Όμως, το 422-421 π.Χ., η Αθήνα ετοιμάζεται ξανά για μάχη. Εκείνο το καλοκαίρι, στην Πύλο, στη δυτική Πελοπόννησο, οι Αθηναίοι πιάνουν αιχμάλωτους 120 Σπαρτιάτες Οπλίτες, γκρεμίζοντας για πάντα τον μύθο ότι ούτε ακόμα και ο λιμός δεν θα έκανε τους Σπαρτιάτες να παραδώσουν τα όπλα τους. Οι Σπαρτιάτες αναστατώθηκαν τόσο από την απώλεια αυτών των δυνάμεών τους και από το γεγονός ότι πρώτη φορά στην ιστορία τους οι Σπαρτιάτες παραδίνονταν. Ήταν κάτι το πρωτάκουστο, δεν είχε συμβεί ποτέ πριν. Ήθελαν λοιπόν να σβήσουν αυτή την ντροπή, αλλά και δεν ήθελαν να σκοτωθούν οι άντρες τους.
Τελικά εξαιτίας αυτών των ομήρων, οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να κάνουν ειρήνη. Αλλά με τι όρους; Μετά από χρόνια σκληρών μαχών, καμιά από τις δυο πλευρές δεν μπορούσε να επωφεληθεί από τους όρους της ειρήνης. Η Σπάρτη δεν είχε καταφέρει να απελευθερώσει την Ελλάδα, από τον ζυγό της Αθηναϊκής αυτοκρατορίας, και η Αθήνα είχε αποτύχει να κερδίσει την απόλυτη ασφάλεια, για την οποία είχε οδηγηθεί σε πόλεμο ο Περικλής.
Οι απώλειες σε ζωές, χρήματα και τα βάσανα του λαού, έμοιαζαν τώρα όλα μάταια. Τελικά, όμως, η συμφωνία ειρήνης δεν θα κρατούσε για πολύ, χάρη σε μια από τις πιο απρόβλεπτες φιγούρες της ιστορίας. Η ταπεινωτική παράδοση των Σπαρτιατών στην Πύλο άλλαξε τελείως τη ροή του Πελοποννησιακού πολέμου. Η Σπάρτη, με 120 Οπλίτες της ομήρους στην Αθήνα, δεν είχε άλλη επιλογή από το να υπογράψει ειρήνη, με όρους πολύ ευνοϊκούς για την Αθήνα. Για τους Αθηναίους, αυτή ήταν μια πραγματική νίκη.
Οι Σπαρτιάτες δεν θα έφταναν ποτέ σε κάτι τέτοιο, αν δεν τους είχε συμβεί αυτό. Όλη η Ελλάδα είχε μείνει άναυδη από το σοκ. Σπαρτιάτες στρατιώτες είχαν καταθέσει τα όπλα τους κι είχαν παραδοθεί! Η Σπάρτη και η Αθήνα άρχισαν και πάλι τις διαπραγματεύσεις, αλλά αυτή τη φορά έκλιναν προς την ειρήνη. Και οι δυο πλευρές είχαν πολύ σημαντικούς λόγους για να θέλουν να κάνουν ειρήνη. Οι Αθηναίοι είχαν χάσει την Αμφίπολη στον βορρά, μια μεγάλη πόλη με την οποία έκαναν εμπόριο ξυλείας και γενικά το τμήμα αυτό της αυτοκρατορίας δεν είχε σταθερότητα.
Οι Σπαρτιάτες, από την άλλη πλευρά, είχαν χάσει πολλούς άντρες και πολλοί στρατιώτες τους κρατούνταν όμηροι στην Αθήνα. Όμως, η ειρήνη ήταν μια ψευδαίσθηση και οι εχθροπραξίες άρχισαν και πάλι να αναπαράγονται. Καθώς οι δυο πλευρές οδηγούνταν και πάλι σε πόλεμο, η Σπάρτη απειλούσε ότι θα οργάνωνε στρατόπεδο στην Αττική. Με τους 120 στρατιώτες ακόμα αιχμάλωτους, ήταν ένα ρίσκο. Αλλά το επικίνδυνο κόλπο έπιασε και η Αθήνα συμφώνησε με όρους.
Έτσι, υπογράφηκε η Νικίειος ειρήνη με σκοπό να ισχύσει για 50 χρόνια. Οι μάχες σταμάτησαν και οι ντροπιασμένοι Σπαρτιάτες όμηροι τελικά ελευθερώθηκαν. Θεωρητικά, και οι δυο πλευρές παρέδωσαν τα όπλα, αλλά επικρατούσε κάτι σαν Ψυχρός Πόλεμος. Τα προβλήματα δεν άργησαν να φανούν. Πολλοί σύμμαχοι της Σπάρτης αρνήθηκαν να δεχτούν τη συνθήκη ειρήνης, ανάμεσα σε αυτές η Βοιωτία, τα Μέγαρα και η Κόρινθος.
Η συνθήκη ειρήνης είχε ενισχυθεί με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Και αυτό ήταν κατά κάποιο τρόπο άδικο, επειδή οι σύμμαχοι της Σπάρτης και κάποιοι σύμμαχοι της Αθήνας πίστευαν ότι η Αθήνα και η Σπάρτη κάτι σχεδίαζαν. Υπήρξαν συγκεκριμένα και αξιοσημείωτα παράπονα και από τις δυο πλευρές.
Ο θάνατος των δύο αυτών ανδρών (που αντιδρούσαν σε κάθε ιδέα για διακοπή του πολέμου), διευκόλυνε τους Σπαρτιάτες και τους Αθηναίους να αρχίσουν σοβαρές διαπραγματεύσεις για την ειρήνη. Από την πλευρά της Αθήνας, επικεφαλής των διαπραγματεύσεων ήταν ο Νικίας, ενώ από την πλευρά της Σπάρτης, ο βασιλιάς Πλειστοάναξ, αμφότεροι υποστηρικτές της ειρήνης. Η ειρήνη που τελικά υπογράφηκε, πήρε το όνομά της από τον Νικία.
Ήταν ουσιαστικά ευνοϊκή για τους Αθηναίους και τους επέτρεπε να διατηρήσουν την αυτοκρατορία τους, αποθαρρύνοντας περαιτέρω τυχοδιωκτισμούς από την πλευρά των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες αγνόησαν τα συμφέροντα των πιο ισχυρών συμμάχων τους, και όταν η συμφωνία για την ειρήνη έφθασε προς επικύρωση στο συνέδριο της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, η Κόρινθος, τα Μέγαρα, η Ήλις και η Βοιωτία αρνήθηκαν να την αποδεχθούν. Υπερίσχυσε όμως η γνώμη των μικρότερων πολιτειών που δεν περίμεναν κανένα κέρδος από τον πόλεμο.
Ο Μεσοπόλεμος (421-415 π.Χ.)
Μετά τη Νικίειο Ειρήνη οι εχθροπραξίες δεν σταμάτησαν, αλλά η Σπάρτη και η Αθήνα υπέγραψαν αμυντική συμμαχία. Σύμφωνα με αυτήν οι εχθροί της μίας πόλης ήταν και εχθροί της άλλης. Η Κόρινθος διαφωνούσε εξαρχής στην ειρήνευση μεταξύ Αθηναϊκής και Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Το Άργος είχε επίσης τις διεκδικήσεις του στην Πελοπόννησο και συμμάχησε με τη Μαντίνεια εναντίον της Σπάρτης. Οι Αθηναίοι στάθηκαν ουσιαστικά στο πλευρό του Άργους. Στη μάχη που δόθηκε το 418 π.Χ. μεταξύ Αργείων και Σπαρτιατών, νίκησαν οι δεύτεροι, με αποτέλεσμα να αναπτερωθεί το ηθικό των Λακεδαιμονίων. Δύο χρόνια αργότερα, το 416 π.Χ. οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί της Μήλου και σφαγίασαν τον πληθυσμό του νησιού. Στην πολιτική ζωή της Αθήνας αρχίζει να κυριαρχεί ο Αλκιβιάδης που θα πείσει τους Αθηναίους να κάνουν εκστρατεία κατά των Συρακουσών.
Η Σικελική Εκστρατεία (415-413 π.Χ.)
Το 415 π.Χ., οι Αθηναίοι οργάνωσαν μια πολύ φιλόδοξη ναυτική εκστρατεία για να αποκτήσουν τον έλεγχο της Σικελίας. Αφορμή για την επιχείρηση απετέλεσε η έκκληση προς αυτούς να βοηθήσουν την Έγεστα, που πιέζονταν από τον γειτονικό της Σελινούντα. Ο λαός ήταν συνεπαρμένος από τον πλούτο της Σικελίας και ο Αλκιβιάδης είδε στη σικελική περιπέτεια, την ευκαιρία που ζητούσε για θεαματικές επιτυχίες.
Η αποστολή ήταν η πιο επιβλητική που είχε αναχωρήσει από τον Πειραιά. Λίγο μετά την έναρξη των επιχειρήσεων στη Σικελία, ο Αλκιβιάδης ανακλήθηκε στην πατρίδα για το θέμα των «Ερμαϊκών Στηλών». Καταλαβαίνοντας ότι δεν είχε ελπίδες να αθωωθεί, διέφυγε από τη συνοδεία που τονέφερνε πίσω και σύντομα βρέθηκε στη Σπάρτη, για να της προσφέρει την πείρα και τις συμβουλές του. Η ζημιά που προκάλεσε ο Αλκιβιάδης στους συμπατριώτες του ήταν πολύ μεγάλη. Όσο καιρό έμεινε στη Σπάρτη, έδωσε στους Σπαρτιάτες τρεις πολύτιμες συμβουλές.
Η πρώτη ήταν ότι έπρεπε να βοηθήσουν τις Συρακούσες ώστε να αποτύχει η Αθηναϊκή εκστρατεία. Τους έπεισε ότι ήταν αναγκαίο να στείλουν στόλο και άνδρες και, κυρίως ένα Σπαρτιάτη στρατηγό να οργανώσει τους Συρακούσιους.
Η δεύτερη συμβουλή του Αλκιβιάδη προς τους Σπαρτιάτες, ήταν να μεταφέρουν τον πόλεμο στην Αττική οχυρώνοντας τη Δεκέλεια ώστε να στερήσουν πόρους από την Αθήνα (Ορυχεία Λαυρίου - γεωργική παραγωγή).
Τρίτη, και ίσως η καλύτερη, ήταν να πλησιάσουν τους Πέρσες για οικονομική βοήθεια,προκειμένου να ναυπηγήσουν στόλο.
Στη Σικελία οι επιχειρήσεις προχώρησαν στην αρχή ικανοποιητικά, αλλά με πολύ αργό ρυθμό. Ο Γύλιππος, ένας δυναμικός στρατηγός που στάλθηκε από τη Σπάρτη, έφερε νέες δυνάμεις στους αμυνόμενους και οι Αθηναίοι βρέθηκαν να υπερασπίζονται τους συμμάχους και τον εαυτό τους. Χάθηκε μια μεγάλη ναυμαχία μέσα στο λιμάνι και η μόνη ελπίδα των Αθηναίων ήταν να αποβιβαστούν στην ξηρά και να προωθηθούν προς φιλικά τους εδάφη.
Οι δρόμοι όμως είχαν αποκλειστεί και έτσι, ύστερα από φρικτές ταλαιπωρίες, όσοι απέμειναν παραδόθηκαν. Ο Νικίας και ο Δημοσθένης θανατώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι κλείστηκαν στα λατομεία των Συρακουσών, από τα οποία ελάχιστοι μόνο αφέθηκαν ελεύθεροι. Οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους έχασαν περίπου 40.000 άνδρες και το μεγαλύτερο μέρος του στόλου τους.
Ο Αλκιβιάδης στη Σπάρτη
Το 415 π.Χ., οι Αθηναίοι ετοιμάζονται να στείλουν έναν τεράστιο στόλο πολεμικών πλοίων από την Αθήνα στη Σικελία, υπό τη διοίκηση του Αλκιβιάδη και του Νικία. Η πιο μεγάλη εκστρατεία που είχε οργανωθεί μέχρι τότε ετοιμαζόταν να κατακτήσει μια γη με άφθονα πλούτη και να γονατίσει τη Σπάρτη. Η δράση όμως του Αλκιβιάδη προκαλούσε καχυποψίες και είχε κατηγορηθεί για ιεροσυλία.
Ο στόλος που απέπλευσε ήταν τεράστιος, αλλά λίγο μετά τον απόπλου γίνεται δίκη για τις άνομες πράξεις του Αλκιβιάδη και κρίνεται ένοχος. Έτσι, ζητούν από τον Αλκιβιάδη να επιστρέψει και να υποστεί την καταδίκη του. Αυτός, όμως, δεν έχει σκοπό να επιστρέψει και να εναποθέσει τη ζωή του στα χέρια της εκκλησίας του δήμου, γιατί ξέρει ότι αυτό θα σήμαινε το θάνατό του. Θύμα της ίδιας του της δόξας, επιλέγει να δραπετεύσει, παρά να δεχτεί την καταδίκη του. Αλλά, μόνον ένας άντρας σαν τον Αλκιβιάδη θα τολμούσε μια κίνηση σαν αυτή που επρόκειτο να κάνει. Πήγε στη Σπάρτη.
Οι Σπαρτιάτες ασφαλώς τον δέχονται, επειδή είναι φυγάς από την Αθήνα, που γνωρίζει πολλά και μπορεί να τους βοηθήσει. Ο Αλκιβιάδης, που ήταν από τις εξέχουσες προσωπικότητες της Αθήνας, πλούσιος, με μακριά μαλλιά, μέσα στα συμπόσια, καλοντυμένος, με το που πήγε στη Σπάρτη άρχισε να φέρεται πιο «Σπαρτιάτικα» κι από τους Σπαρτιάτες. Ντυνόταν απλά, γυμναζόταν, εκπαιδευόταν για μάχη, και όλοι τον λάτρεψαν. Ο Αλκιβιάδης έφερε ένα νέο όραμα στη Σπάρτη.
Η Διένεξη
O Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-404 π.X.) χωρίζεται σε δύο περιόδους. Κατά τη διάρκεια της πρώτης, η οποία διήρκεσε 10 χρόνια και ονομάστηκε Αρχιδάμειος πόλεμος, από τον Σπαρτιάτη Βασιλιά Αρχίδαμο B' που είχε εισβάλει στην Αττική, είχαν γίνει ανάμεσα στην Αθήνα και στη Σπάρτη, τις δύο κορυφαίες πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας και ηγέτιδες των δύο εμπολέμων παρατάξεων, απόπειρες για τον τερματισμό του με συμβιβαστική λύση. Καμία όμως από αυτές δεν είχε οδηγήσει στη σύναψη ειρήνης και στην οριστική κατάπαυση των εχθροπραξιών, στις οποίες είχε εμπλακεί το σύνολο του Ελληνικού κόσμου.
H σημαντικότερη από αυτές τις απόπειρες ήταν η λεγόμενη Νικίειος ειρήνη, η οποία ήρθε ύστερα από 10 χρόνια πολέμου, το 421 π.X., και όφειλε το όνομά της στον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Νικία, ένθερμο υποστηρικτή της ειρηνικής διευθέτησης. H συμφωνία ήταν προς το συμφέρον της Αθήνας, νίκη της ουσιαστικά, αφού οι σύμμαχοι της Σπάρτης δεν είχαν όλοι δεχθεί να υπογράψουν την ειρήνη, και έτσι η Αθήνα είχε απέναντί της διαιρεμένους αντιπάλους, με εξουδετερωμένο, χάρη στη συμφωνία, τον μόνο επίφοβο από αυτούς.
H Νικίειος ειρήνη ωστόσο δεν επρόκειτο να αποδειχθεί οριστική. Οι σημαντικότεροι από τους όρους της δεν τηρήθηκαν και τα έξι χρόνια που διήρκεσε υπήρξαν ιδιαιτέρως ανήσυχα, με έντονες διπλωματικές ζυμώσεις και αλλαγές στρατοπέδου από τις διάφορες δυνάμεις, καθώς και με σοβαρές περιφερειακές συγκρούσεις.
Μία από τις αγριότερες μεταξύ αυτών των συγκρούσεων έλαβε χώρα στη νήσο Μήλο το 416 π.X. Ήδη με την έναρξη του πολέμου η Μήλος είχε υιοθετήσει στάση ουδετερότητας. Μολοντούτο, το 426 π.X. οι Αθηναίοι είχαν επιχειρήσει να της επιβάλουν την ηγεμονία τους. Επικεφαλής ισχυρής δύναμης ο Νικίας είχε τότε αποβιβαστεί στο έδαφός της αλλά αντιμετώπισε τη σθεναρή αντίσταση των Μηλίων, τους οποίους δεν κατόρθωσε να καθυποτάξει, και έτσι περιορίστηκε να λεηλατήσει το νησί.
Δέκα χρόνια αργότερα η Αθήνα πρόβαλε την ίδια απαίτηση υποσχόμενη αυτή τη φορά ότι δεν επρόκειτο να λάβει μέτρα κατά της Μήλου αν το νησί δεχόταν να καταβάλει τον συμμαχικό φόρο. Οι Μήλιοι αρνήθηκαν πάλι να υποταχθούν εμμένοντας στην ουδετερότητα και αντιστάθηκαν πεισματικά στην εισβολή των Αθηναίων. Τελικά όμως ηττήθηκαν, και οι Αθηναίοι κατέλαβαν τη Μήλο. Για τιμωρία οι νικητές θανάτωσαν όλους τους μάχιμους άρρενες κατοίκους της και δούλωσαν τα γυναικόπαιδα.
Αλλά η επιχείρηση που επρόκειτο να αποτελέσει μοιραίο πλήγμα για την ειρήνη και να οδηγήσει ουσιαστικά στην έναρξη της δεύτερης περιόδου του Πελοποννησιακού Πολέμου ήταν η ολέθρια για τους Αθηναίους εκστρατεία τους στη Σικελία (415-413 π.X.). Εκεί δόθηκε η κρισιμότερη μάχη όλου του Πελοποννησιακού Πολέμου, η οποία και προκαθόρισε σε μεγάλο βαθμό την έκβασή του ύστερα από μία δεκαετία.
Ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης, ο οποίος έζησε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και είχε ενεργό συμμετοχή σε αυτόν και περιέγραψε τα πρώτα 20 από τα 27 χρόνια του στη λεγόμενη Συγγραφή του, αφιερώνει στην εξιστόρηση της Σικελικής εκστρατείας τα συγκλονιστικότερα κεφάλαια του αθάνατου έργου του.
Αφορμή για την εκστρατεία υπήρξε η Έγεστα, πόλη της Βορειοδυτικής Σικελίας, η οποία, ευρισκόμενη σε σύγκρουση με τον γειτονικό της Σελινούντα, υποστηριζόμενο από τις Συρακούσες, έστειλε στην Αθήνα αντιπροσώπους της για να ζητήσει βοήθεια επικαλούμενη παλαιούς συμμαχικούς δεσμούς. Αλλά η πραγματική αιτία του παράτολμου εγχειρήματος των Αθηναίων ήταν η επιθυμία τους να κατακτήσουν όλη τη Σικελία. Οι χαλκευμένες ειδήσεις για τον πλούτο της Έγεστας παρόξυναν αυτή την επιθυμία τους, την οποία εκμεταλλεύθηκε επιδέξια ο φιλόδοξος νεαρός πολιτικός Αλκιβιάδης.
H Απόφαση και η Ιεροσυλία
Γόνος αρχοντικής και πλούσιας οικογένειας ο Αλκιβιάδης, ο οποίος είχε χάσει μικρός τον πατέρα του και μεγάλωσε υπό την κηδεμονία του συγγενούς του μεγάλου Αθηναίου πολιτικού Περικλή, ήταν ιδιαίτερα ευειδής, ευφυής και ευφραδής. Ήταν όμως επίσης ανενδοίαστος, ανεύθυνος και ανερμάτιστος, και διήγε έκλυτο βίο. Στη Σικελική εκστρατεία είδε την ευκαιρία να ικανοποιήσει την άμετρη φιλοδοξία του για αναγνώριση και δύναμη.
Με τις ομιλίες του προς τους Αθηναίους πολίτες κατόρθωσε να τους πείσει ότι η εκστρατεία έπρεπε να γίνει, υπερισχύοντας του συνετού Νικία, ο οποίος στις δικές του ομιλίες είχε ταχθεί κατά του εγχειρήματος. Αποφασίστηκε μάλιστα να είναι ο Αλκιβιάδης ένας από τους τρεις στρατηγούς της εκστρατείας μαζί με τον Λάμαχο και τον διόλου πρόθυμο Νικία.
Καταπιάστηκαν λοιπόν οι Αθηναίοι με τις προετοιμασίες για τη μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση, αλλά λίγο προτού το εκστρατευτικό σώμα αναχωρήσει για τη Σικελία, τρομερό σκάνδαλο ξέσπασε στην Αθήνα: ένα πρωί οι τετράπλευρες Ερμαϊκές Στήλες που είχαν λαξευμένη επάνω τους γενειοφόρο κεφαλή του Ερμή και που ήταν τοποθετημένες σε διάφορα σημεία της πόλης, οι Ερμαί, όπως τις έλεγαν, βρέθηκαν με τα πρόσωπα σπασμένα («περιεκόπησαν τα πρόσωπα» λέει ο Θουκυδίδης).
H ιερόσυλη πράξη αναστάτωσε τους Αθηναίους. Την ερμήνευσαν ως κακό οιωνό εν όψει της εκστρατείας αλλά και της απέδωσαν πολιτική σημασία θεωρώντας τη μέρος συνωμοσίας για την ανατροπή της δημοκρατίας. Όρισαν λοιπόν υψηλή αμοιβή για όποιον θα έδινε στις αρχές πληροφορίες σχετικά με τους δράστες του εγκλήματος.
Οι ένοχοι, οι ερμοκοπίδες, όπως τους είπαν, δεν βρέθηκαν. Οι φήμες όμως έδειχναν προς τον κύκλο του Αλκιβιάδη, για τον οποίο καταγγέλθηκε επίσης με την ευκαιρία ότι είχε βεβηλώσει τα Ελευσίνια Μυστήρια παρωδώντας τα. Οι πολιτικοί αντίπαλοί του, που τον έβρισκαν εμπόδιο στις επιδιώξεις τους να κυριαρχήσουν στην πόλη, εξερέθιζαν τα πνεύματα. Ο ίδιος ο Αλκιβιάδης δήλωνε πρόθυμος να δικαστεί και να θανατωθεί, αν κρινόταν ένοχος των κατηγοριών που του αποδίδονταν.
H τελική απόφαση ήταν να αναχωρήσει ο Αλκιβιάδης μαζί με το εκστρατευτικό σώμα και να δικαστεί μετά την επιστροφή του από τη Σικελία.
Ο Απόπλους του Στόλου
Στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία υπήρχαν τότε αρκετές ακμάζουσες Ελληνικές πόλεις, με ισχυρότερη ανάμεσά τους τις Συρακούσες, που λόγω της ισχύος τους αποτελούσαν πηγή ανησυχίας για πολλές από τις υπόλοιπες, οι οποίες είχαν κατά καιρούς ζητήσει βοήθεια από την Ελλάδα για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Οι Σικελιώτες και οι Ιταλιώτες, δηλαδή οι κάτοικοι των Ελληνικών πόλεων της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, είχαν οι περισσότεροι δεσμούς με κάποια από τις πόλεις της Μητροπολιτικής Ελλάδας.
Αλλά οι μεταξύ τους πόλεμοι τους απασχολούσαν τόσο που δεν τους άφηναν περιθώρια για να ενδιαφερθούν εμπράκτως για τα τεκταινόμενα προς Ανατολάς. Το ίδιο άλλωστε ίσχυε λίγο-πολύ και για τις Ελλαδικές πόλεις, με εξαίρεση την Αθήνα, η οποία, στο πλαίσιο της γενικότερης επεκτατικής πολιτικής της, είχε και άλλοτε επιχειρήσει να βάλει πόδι στη Σικελία αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό το κατακτητικό όνειρο ήρθε να αφυπνίσει τώρα ο Αλκιβιάδης με τη θερμή συνηγορία του υπέρ της εκστρατείας στη Σικελία.
Ο στόλος που ξεκίνησε από τον Πειραιά κατά τα μέσα του καλοκαιριού του 415 π.X. ήταν ο εντυπωσιακότερος που είχε ποτέ αποπλεύσει από ελληνικό λιμάνι. Ο Θουκυδίδης εξαίρει με ζωηρά χρώματα τον πλούτο των εφοδίων του και την τελετουργική λαμπρότητα του απόπλου, και οι σκηνές εκείνου του πρωινού όπως τις περιγράφει καλύπτουν μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του.
Όλος ο πληθυσμός της Αθήνας είχε κατέβει στο λιμάνι, «τους σφετέρους εαυτών έκαστοι προπέμποντες, οι μεν εταίρους, οι δε υιείς, και μετ' ελπίδος τε άμα ιόντες και ολοφυρμών, τα μεν ως κτήσοιντο, τους δ' εί ποτε όψοιντο, ενθυμούμενοι όσον πλουν εκ της σφετέρας απεστέλλοντο» («για να ξεπροβοδίσουν ο καθένας τους δικούς του,άλλοι τους φίλους τους, άλλοι τα παιδιά τους, και πορεύονταν με ελπίδα και μαζί με κλάματα, από τη μία για τα όσα θα αποκτούσαν και από την άλλη επειδή άραγε θα τους ξανάβλεπαν, καθώς αναλογίζονταν πόσο μακριά από την πατρίδα ήταν το ταξίδι για το οποίο ξεκινούσαν»).
Πρώτος σταθμός του εκστρατευτικού σώματος ήταν η Κέρκυρα, όπου οι Αθηναίοι και όσοι από τους συμμάχους τους είχαν ξεκινήσει μαζί τους συναντήθηκαν με τις υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις. Για τη Σικελία απέπλευσαν συνολικά περίπου 150 πλοία, πολεμικά και βοηθητικά, και περισσότεροι από 5.000 άνδρες, από τους οποίους Αθηναίοι ήταν σχεδόν το ένα τρίτο. Ακόμη, σύμφωνα με υπολογισμούς, τα πληρώματα των πλοίων και μόνο υπερέβαιναν τις 25.000 άνδρες.
Οι πόλεις της Σικελίας δεν υποδέχθηκαν καθόλου φιλικά το Αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα. Οι περισσότερες δεν του επέτρεψαν την είσοδο στο έδαφός τους, μερικές μάλιστα του αρνήθηκαν ακόμη και τον ανεφοδιασμό με νερό.
H Πανωλεθρία στις Επιπολές
Οι στρατηγοί κατέστρωναν ακόμη τα σχέδια των κινήσεών τους και οι επιχειρήσεις στη Σικελία δεν είχαν καλά καλά αρχίσει, όταν ένα αναπάντεχο γεγονός ήρθε να αναστατώσει το στράτευμα: η Αθήνα ανακαλούσε τον Αλκιβιάδη για να τον δικάσει για τις κατηγορίες που τον βάραιναν, είχε μάλιστα στείλει στη Σικελία για να τον παραλάβει το ειδικό ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία. Ο Αλκιβιάδης έδειξε να υποτάσσεται πειθήνια στην εντολή, αλλά καθ' οδόν προς την Αθήνα ξεγέλασε τη συνοδεία και δραπέτευσε για να καταφύγει στον εχθρό, στη Σπάρτη.
H απροσδόκητη αυτή εξέλιξη ανέτρεψε τα στρατηγικά σχέδια των Αθηναίων και είχε σοβαρή αρνητική επίδραση στο ηθικό του στρατού. Κατά το πρώτο διάστημα μετά την άφιξή τους στη Σικελία οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους επιδόθηκαν σε επιχειρήσεις ήσσονος σημασίας και σε μετακινήσεις του στρατοπέδου τους. Αυτή η έλλειψη αποφασιστικής δράσης εκ μέρους τους έδωσε την ευκαιρία στους Συρακουσίους, υπό την ηγεσία του συντηρητικού πολιτικού Ερμοκράτη, να ενισχύσουν την άμυνά τους τόσο με αύξηση του έμψυχου υλικού όσο και με βελτίωση των οχυρώσεων.
Επίσης οι Συρακούσιοι έστειλαν αντιπροσωπεία στη Σπάρτη και στην Κόρινθο για να ζητήσουν βοήθεια. Την άνοιξη του 414 π.X. οι επιχειρήσεις μπήκαν σε αποφασιστικό στάδιο για την τελική επίθεση κατά των Συρακουσών. Στις προκαταρκτικές συμπλοκές γύρω από την πόλη οι Αθηναίοι αναδεικνύονταν νικητές, ενώ άρχισαν και να οικοδομούν τείχος για τον αποκλεισμό της από την ξηρά. Οι Συρακούσιοι δοκίμασαν να τους εμποδίσουν αλλά ο εχθρός εξουδετέρωνε τις απόπειρές τους.
Σε μια από τις συμπλοκές σκοτώθηκε ο Λάμαχος αφήνοντας τον Νικία μόνο του στην ηγεσία του εκστρατευτικού σώματος. Παρ' όλα αυτά η κατάσταση ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή για τους Αθηναίους και φάνηκε ότι οι Συρακούσες δεν θα αργούσαν να πέσουν στα χέρια τους. H κατάσταση άλλαξε όταν οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να ακολουθήσουν τις συμβουλές του Αλκιβιάδη και να στείλουν ενισχύσεις στις Συρακούσες. Ανέθεσαν τη διοίκηση στον στρατηγό Γύλιππο, που έφθασε στη Σικελία επικεφαλής δυνάμεων της πελοποννησιακής συμμαχίας, τις οποίες λίγο αργότερα ακολούθησαν και άλλες.
Τα πράγματα τώρα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο δύσκολα για τους Αθηναίους. Οι συγκρούσεις με τον εχθρό έφθειραν τις δυνάμεις τους και οι αντίπαλοί τους έπαιρναν το πάνω χέρι. Ο Νικίας ανησυχούσε σοβαρά για την τύχη του εκστρατευτικού σώματος. Ζήτησε λοιπόν ενισχύσεις από την Αθήνα, οι οποίες έφθασαν σε δύο τμήματα και με αρκετή καθυστέρηση, το πρώτο την άνοιξη του 413 π.X. υπό τον στρατηγό Ευρυμέδοντα και το δεύτερο μετά τα μέσα Ιουλίου του ίδιου χρόνου υπό τον στρατηγό Δημοσθένη.
Με την άφιξη των ενισχύσεων οι Αθηναίοι αναθάρρησαν και θέλησαν να πάρουν ξανά στα χέρια τους την πρωτοβουλία των κινήσεων. Έτσι ο Δημοσθένης αποφάσισε να επιτεθεί κατά των Επιπολών, οχυρωμένου και απόκρημνου οροπεδίου στα βόρεια των Συρακουσών. Ξεκίνησε νωρίς κάποια νύχτα οδηγώντας τον στρατό ενώ ο Νικίας έμεινε κάτω, κοντά στα τείχη της πόλης. H πρώτη φάση της επιχείρησης πήγε καλά για τους επιδρομείς. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους, που δεν περίμεναν την επίθεση, αιφνιδιάστηκαν και δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν.
Πρώτη προέβαλε αντίσταση μια μονάδα Βοιωτών, οι οποίοι κατόρθωσαν όχι μόνο να ανακόψουν την επίθεση των Αθηναίων αλλά και να τους τρέψουν σε φυγή. Από τη στιγμή εκείνη και μετά οι Αθηναίοι περιήλθαν σε απερίγραπτη σύγχυση. Ήταν νύχτα και υπήρχε βέβαια «σελήνη λαμπρά», λέει ο Θουκυδίδης, αλλά το φως της δεν επαρκούσε για να διακρίνονται οι λεπτομέρειες. Πολλοί οπλίτες και των δύο στρατών στριφογύριζαν σαν χαμένοι σε έναν στενό χώρο. Από τους Αθηναίους άλλοι είχαν ήδη ηττηθεί, άλλοι συνέχιζαν τις εφορμήσεις τους και άλλοι εξακολουθούσαν να ανεβαίνουν στο οροπέδιο και δεν ήξεραν προς τα πού να κατευθυνθούν.
Οι Συρακούσιοι από την πλευρά τους εκμεταλλεύθηκαν με τον καλύτερο τρόπο τη σύγχυση του εχθρού προκαλώντας του μεγάλες απώλειες. Μερικοί Αθηναίοι ρίχνονταν στον γκρεμό και σκοτώνονταν. Άλλοι κατόρθωσαν να επιστρέψουν στο στρατόπεδό τους και να σωθούν. Άλλοι τέλος έχασαν τον δρόμο και κατέληξαν στην πεδιάδα. Αυτούς, όταν ξημέρωσε, τους περικύκλωσε το ιππικό των Συρακουσίων και τους έσφαξε.
Ο Γύλλιπος στη Σικελία
Στο μεταξύ, ο Νικίας βρίσκεται στις Συρακούσες, υπεύθυνος μιας εκστρατείας που ο ίδιος δεν ήθελε ποτέ να γίνει. Ο Νικίας, εκτός του ότι δεν ήθελε να πολεμήσει στη Σικελία και ήταν ιδιαίτερα προληπτικός και συντηρητικός, υπέφερε και από νεφρολιθίαση, οπότε δεν ήταν καλά στην υγεία του. Παρά την έλλειψη δυναμικού διοικητή, ο τεράστιος Αθηναϊκός στόλος υπερτερεί των Σικελών. Στην ξηρά, οι Αθηναίοι προσπαθούν να αποκόψουν συστηματικά τις γραμμές ανεφοδιασμού των εχθρών.
Οι Συρακούσες, μια κάποτε όμορφη πόλη με πολλούς ναούς, ερειπώνεται και ο στρατός της υποχωρεί άτακτα. Με την πόλη τους να βρίσκεται κοντά στην καταστροφή, οι Συρακούσιοι στρέφονται στη Σπάρτη για βοήθεια. Ο Αλκιβιάδης πείθει τους διστακτικούς Σπαρτιάτες να δράσουν άμεσα. Τους αποκαλύπτει ότι οι Αθηναίοι δεν θα ησυχάσουν αν δεν κατακτήσουν όλη τη Δύση, μαζί με την Πελοπόννησο. Οι Σπαρτιάτες στηρίζουν τις ελπίδες τους στον Γύλλιπο, για να αναπτερώσει τους Συρακούσιους.
Αντίθετα με τους πιο πολλούς Σπαρτιάτες στρατηγούς, που χαρακτηρίζονταν από συντηρητισμό, ο Γύλλιπος φέρθηκε πολύ έξυπνα. Απέπλευσε με 4 μόλις πλοία και λίγους ναύτες, αλλά η υποδοχή που δέχτηκε από τους αποδεκατισμένους Σικελούς ήταν θερμή. Οι Συρακούσιοι έχουν πλέον έναν έξυπνο στρατηγό, αλλά και κάποιον που πραγματικά εμπιστεύονται. Αμέσως μετά την άφιξη του Γύλλιπου στις Συρακούσες, κατασκευάστηκε ένα αμυντικό τείχος που διέσχιζε τις Αθηναϊκές γραμμές.
Μέσα σ’ ένα χρόνο, ο Γύλλιπος αναδιοργάνωσε τον στρατό και το ναυτικό, σύμφωνα με τα Σπαρτιάτικα έθιμα της πειθαρχίας και της τάξης. Σιγά-σιγά μετέτρεψε τους Σικελούς σε πολύ ικανούς στρατιώτες και χάρη στο κοινό παρελθόν τους ως Δωριείς, ο Γύλλιπος εκμεταλλεύτηκε σωστά τα κοινά σημεία που είχαν οι Σπαρτιάτες και οι Σικελοί.
Έχοντας το στρατό που ήθελε, τελικά νίκησε τους Αθηναίους σε μια φοβερή μάχη στο λιμάνι των Συρακουσών, όπου οι Συρακούσιοι είχαν σχηματίσει έναν τοίχο από πλοία.
Στο τέλος της ημέρας, το μεγαλύτερο μέρος του Αθηναϊκού στόλου είχε καταστραφεί από τους Σπαρτιάτες και τους Σικελούς. Οι απώλειες ήταν τεράστιες. Η θάλασσα γέμισε αίμα και άψυχα κορμιά. Αντιμέτωποι με το θάνατο, οι επιζώντες Αθηναίοι προσπάθησαν να κρυφτούν, αλλά αποκλείστηκαν σε ελώδεις εκτάσεις και σφαγιάστηκαν σχεδόν όλοι. Το αποτέλεσμα της μάχης, ήταν να βρεθούν στον Ασσίναρο ποταμό, όπου οι Αθηναίοι έπιναν λάσπη και αίμα για να επιζήσουν. Τους αποδεκάτισε το ιππικό και το πεζικό των Συρακούσιων.
Ήταν μια καταστροφή, αντίστοιχη της οποίας η Αθήνα δεν είχε ξαναζήσει, ούτε είχε καν φανταστεί. Μετά την ταπεινωτική ήττα, ο Νικίας παραδόθηκε και όπως ήταν αναμενόμενο, εκτελέστηκε. Η διετής κατοχή της Σικελίας αποδείχτηκε καταστροφική. Οι Αθηναίοι δεν είχαν ηττηθεί από τους Σπαρτιάτες, σε Ελληνικό έδαφος, αλλά μακριά από την πατρίδα τους. Το γεγονός αυτό είχε γίνει γνωστό σε όλον τον Ελληνικό κόσμο, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και στις πολλές αποικίες που επηρέαζαν.
H Τρομερή Ναυμαχία
Το θλιβερό επεισόδιο των Επιπολών προβλημάτισε τους Αθηναίους στρατηγούς που είδαν τώρα με μεγαλύτερη ενάργεια πόσο εξαντλημένος ήταν ο στρατός από τη μακρά παραμονή σε ξένη χώρα, από τις συνεχείς μάχες και τις κακουχίες και από την ελονοσία, καθώς είχε καλοκαιριάσει και η περιοχή ήταν βαλτώδης. Ο Δημοσθένης πρότεινε τον τερματισμό της εκστρατείας και την επιστροφή στην πατρίδα. Ο Νικίας αντιτάχθηκε αρχικά σε αυτή την πρόταση με επιχειρήματα κυρίως πολιτικά αλλά και στρατιωτικά. Οι αντιρρήσεις του όμως δεν άργησαν να καμφθούν καθώς η κατάσταση χειροτέρευε διαρκώς για τους Αθηναίους.
Δόθηκε λοιπόν η διαταγή να διαλυθεί το στρατόπεδο. Όταν όμως όλα είχαν ετοιμαστεί για την αποχώρηση, έγινε έκλειψη σελήνης. Οι περισσότεροι Αθηναίοι τη θεώρησαν κακό οιωνό και ζήτησαν να αναβληθεί η αποχώρηση. Ο Νικίας, υπερβολικά προληπτικός («ην γαρ τι και άγαν θειασμώ τε και τω τοιούτω προσκείμενος» λέει ο Θουκυδίδης), αρνήθηκε να δώσει τη διαταγή της αποχώρησης προτού παρέλθουν 27 ημέρες (τρεις φορές εννέα), όπως είχαν υποδείξει οι μάντεις.
Οι Συρακούσιοι εν τω μεταξύ, αντιλαμβανόμενοι τις δυσκολίες των αντιπάλων τους και έχοντας λάβει και άλλες ενισχύσεις, άρχισαν να επιτίθενται τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα, στο κεντρικό λιμάνι της πόλης τους, όπου βρισκόταν ο Αθηναϊκός στόλος. Την πρώτη ημέρα της επίθεσής τους επέφεραν μικρές απώλειες στους Αθηναίους στην ξηρά. Την επομένη επιτέθηκαν με 76 πλοία ενώ ταυτόχρονα το πεζικό τους εξαπέλυε επίθεση στην ξηρά. Οι Αθηναίοι αντιπαρέταξαν 86 πλοία.
Ο Ευρυμέδων με το δεξιό κέρας του Αθηναϊκού στόλου επιχείρησε να περικυκλώσει τα εχθρικά πλοία αλλά παρασύρθηκε προς την ξηρά και οι Συρακούσιοι, αφού εξουδετέρωσαν το κέντρο του Αθηναϊκού σχηματισμού, τον απομόνωσαν στον μυχό του λιμανιού και τον σκότωσαν καταστρέφοντας το πλοίο του και όσα άλλα πλοία τον είχαν ακολουθήσει. Κατόπιν καταδίωξαν και τα υπόλοιπα Αθηναϊκά πλοία και τα εξώθησαν προς τη στεριά.
Ο Γύλιππος από την ξηρά, βλέποντας τα διαδραματιζόμενα, έσπευσε με μέρος του στρατού του να καταλάβει την παραλία για να εξολοθρεύσει τους Αθηναίους που έβγαιναν από τα πλοία και για να βοηθήσει τους Συρακουσίους να τα καταλάβουν και να τα τραβήξουν στη στεριά. Προσέτρεξαν και άλλοι Συρακούσιοι καθώς και σύμμαχοί τους, αλλά οι Αθηναίοι υπερίσχυσαν, τους έτρεψαν σε φυγή σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς, και έσωσαν τα περισσότερα πλοία τους, τα οποία συγκέντρωσαν κοντά στο στρατόπεδό τους.
Οι Συρακούσιοι όμως δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. H επόμενη κίνησή τους ήταν να φράξουν το στενό στόμιο του λιμανιού παρατάσσοντας δίπλα δίπλα διαφόρων ειδών αγκυροβολημένα σκάφη ώστε τα αθηναϊκά πλοία να μην μπορούν να εκπλεύσουν. Τα Αθηναϊκά πλοία ξεκίνησαν αμέσως προς το φράγμα για να προσπαθήσουν να εκβιάσουν την έξοδό τους. Οι Συρακούσιοι, αφού τοποθέτησαν μερικά δικά τους πλοία να φυλάνε την έξοδο, παρέταξαν τον υπόλοιπο στόλο τους σε ημικύκλιο μέσα στο λιμάνι ώστε να μπορούν να επιτεθούν κατά των αντιπάλων τους από όλες τις πλευρές.
Όταν οι Αθηναίοι πλησίασαν στο φράγμα, κατόρθωσαν να απωθήσουν τα πλοία που το φρουρούσαν αλλά αμέσως δέχθηκαν τις επιθέσεις των υπολοίπων από διάφορες κατευθύνσεις, και η ναυμαχία άρχισε από το φράγμα και εξαπλώθηκε σε όλο το λιμάνι και ην καρτερά και οία ουχ ετέρα των προτέρων» κατά τα λόγια του Θουκυδίδη, σφοδρή δηλαδή και τέτοια που όμοιά της δεν είχε γίνει στο παρελθόν.
H ορμή των αντιπάλων ήταν μεγάλη και η έκταση του λιμανιού πολύ μικρή για τόσο πολλά πλοία, σχεδόν 200 όλα μαζί. Δεν υπήρχε αρκετός χώρος για ελιγμούς και τα πλοία στριμώχνονταν μεταξύ τους, και συχνά, ενώ δύο από αυτά ήταν κολλημένα μεταξύ τους λόγω εμβολισμού, ένα τρίτο ερχόταν να κολλήσει και αυτό, και δεν μπορούσαν να απαλλαγούν το ένα από το άλλο.
Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός από τις συνεχείς συγκρούσεις των πλοίων, από τους αλαλαγμούς των πολεμιστών και από τις κραυγές των κελευστών οι οποίοι αναγκάζονταν να επαναλαμβάνουν πολλές φορές τα παραγγέλματα για να μπορέσουν να ακουστούν, ενώ βροχή έπεφταν τα βέλη, τα ακόντια και οι πέτρες από το ένα πλοίο στο άλλο. Νικητές στην πεισματική αναμέτρηση αναδείχθηκαν οι Συρακούσιοι. Ετρεψαν σε φυγή τους Αθηναίους, από τους οποίους, όσοι δεν χάθηκαν στη θάλασσα, βγήκαν στην ξηρά και έτρεξαν να σωθούν στο στρατόπεδό τους.
H Τελική Καταστροφή
Οι Αθηναίοι δεν είχαν πλέον άλλη λύση παρά να δοκιμάσουν να διαφύγουν διά ξηράς προς κάποια φιλική περιοχή. Ξεκίνησαν την τρίτη ημέρα μετά τη ναυμαχία χωρισμένοι σε δύο τμήματα, ένα υπό τον Νικία και ένα υπό τον Δημοσθένη, και η πορεία τους διήρκεσε οκτώ ημέρες. Δεν ήταν όμως πορεία προς τη σωτηρία αλλά προς τον όλεθρο. Μάχονταν αδιάκοπα εναντίον του Γυλίππου και των Συρακουσίων που τους καταδίωκαν.
Το τμήμα του Δημοσθένη, που βραδυπορούσε, παραδόθηκε πρώτο. Το τμήμα του Νικία πάσχιζε να φθάσει στον ποταμό Ασίναρο όχι μόνο με την ελπίδα ότι διαβαίνοντάς τον θα γλίτωνε αλλά και για να σβήσει τη δίψα που το βασάνιζε. Εφθασαν στον ποταμό βαλλόμενοι από βέλη και ακόντια. Ρίχτηκαν στα νερά του για να περάσουν και για να πιουν, άτακτα, στριμωγμένοι, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, ποδοπατώντας ο ένας τον άλλο. Οι Συρακούσιοι, ψηλά από την όχθη, πύκνωναν τις βολές τους. Αθηναίοι έπεφταν συνεχώς σκοτωμένοι.
Οι Πελοποννήσιοι κατέβηκαν στην κοίτη και βάλθηκαν να σφάζουν όσους βρίσκονταν εκεί. Το αναταραγμένο νερό ήταν γεμάτο αίμα. Οι ζωντανοί εξακολουθούσαν να πίνουν. Τελικά παραδόθηκε και το τμήμα του Νικία. H τύχη των αιχμαλώτων υπήρξε τραγική. Οι στρατηγοί Νικίας και Δημοσθένης εκτελέστηκαν δημοσία. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στα λατομεία όπου έζησαν υπό συνθήκες αφάνταστα σκληρές. Αλλά όχι για πολύ. Οι περισσότεροι δεν άντεξαν στην πείνα και στη δίψα, στις αρρώστιες, στις κακουχίες. Πολλοί πουλήθηκαν ως δούλοι και γέμισε από αυτούς η Σικελία.
Απίστευτα μικρός ήταν ο αριθμός εκείνων που κατόρθωσαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους από τις 40.000-50.000 άνδρες που είχαν λάβει μέρος στη Σικελική εκστρατεία. Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε ξαναρχίσει με όλη του την αγριότητα. Θα διαρκούσε άλλα 10 χρόνια, ως το 404 π.X., και θα έληγε με την οριστική συντριβή της Αθήνας.
Ο Δεκελεικός πόλεμος (413 - 404 π.Χ.)
Η σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του στόλου και του στρατού που πήγε στη Σικελία, παρέλυσε την Αθήνα. Της είχαν μείνει λίγα μόνο πλοία και ελάχιστα χρήματα. Ο Λακεδαιμόνιος Βασιλιάς Άγης, όπως είχε συμβουλέψει τους Σπαρτιάτες ο Αλκιβιάδης, εγκαταστάθηκε με το στρατό του στη Δεκέλεια της Αττικής, σε απόσταση μόλις 1 μιλίων από την Αθήνα. Αυτό σήμαινε, ότι σύμπασα η χώρα έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Τα αργυρωρυχεία του Λαυρίου δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν πια και οι δούλοι αυτομόλησαν προς τους Σπαρτιάτες. Πολλοί από τους συμμάχους επαναστάτησαν.
Οι Αθηναίοι ήταν ακόμη ασφαλείς μέσα στα τείχη τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορούσαν να ανεφοδιάζονται με τρόφιμα. Για να διατηρήσουν ό,τι μπορούσαν από την ηγεμονία τους, οι Αθηναίοι μετέτρεψαν τη Σάμο σε κύρια ναυτική τους βάση και, επομένως, κύριο θέατρο του πολέμου έγινε τώρα το ανατολικό Αιγαίο. Οι Σπαρτιάτες γρήγορα διαπίστωσαν ότι τα προβλήματα τους ήταν περίπλοκα. Ενώ κατόρθωσαν με τη βοήθεια των συμμάχων τους, να ναυπηγήσουν στόλο ικανό να αντιπαραταχθεί στον Αθηναϊκό, δεν είχαν τα μέσα για να τον συντηρήσουν και χρειάστηκε να ζητήσουν βοήθεια από τους Πέρσες.
Τα πράγματα, όμως, στη Σπάρτη ήταν πολύ διαφορετικά. Ο Γύλλιπος επέστρεψε στην πατρίδα του και δέχτηκε τιμές ήρωα, ενώ ο Αλκιβιάδης συνέχισε να κάνει δύσκολη τη ζωή στην πρώην πατρίδα του. Συμβούλευσε τους Σπαρτιάτες διοικητές να φτιάξουν μόνιμο στρατόπεδο στη Δεκέλεια, ακριβώς έξω από τα τείχη της Αθήνας. Το 413 π.Χ., οι Σπαρτιάτες κατασκεύασαν φρούριο και έτσι μπορούσαν να ελέγχουν καλύτερα την περιοχή.
Η Αθήνα αναγκάστηκε πλέον να βασιστεί κυρίως στα τοπικά της προϊόντα, και το αποδυναμωμένο ναυτικό της δυσκολευόταν να κρατήσει ανοικτό και ελεύθερο το λιμάνι της. Όλοι στον Ελληνικό κόσμο πίστευαν ότι όλα είχαν τελειώσει. Πάρα πολλές πόλεις-κράτη αποστάτησαν και το κλίμα στην αθηναϊκή αυτοκρατορία ήταν έκρυθμο. Ο Αλκιβιάδης είδε την ευκαιρία και την εκμεταλλεύτηκε. Αρχικά, ενθάρρυνε τον Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο της Σπάρτης. Έπειτα, άρπαξε πολλές περιοχές από τον έλεγχο της Αθήνας.
Ο Αλκιβιάδης, όμως, είναι ένας άντρας που δεν μπορεί να μείνει ήσυχος. Έτσι μπλέκει σε ίντριγκες στη Σπάρτη, αποκτώντας έτσι αρκετούς εχθρούς. Έκανε το λάθος να συνάψει σχέσεις με τη γυναίκα του Βασιλιά της Σπάρτης, Τιμαία. Και οι εχθροί του ενημέρωσαν τον Βασιλιά της Σπάρτης, ο οποίος τότε βρισκόταν στο φρούριο της Δεκέλειας, ότι η γυναίκα του θα αποκτούσε παιδί. Όταν ο Βασιλιάς Άγης υπολόγισε τους μήνες από την τελευταία συνάντηση με τη γυναίκα του, οι αριθμοί δεν ταίριαζαν.
Τότε, οι εχθροί του Αλκιβιάδη υπέδειξαν αμέσως στον Βασιλιά τον Αλκιβιάδη ως τον πατέρα του παιδιού. Φαντάζομαι ότι ο Βασιλιάς Άγης δεν χάρηκε πολύ με τα νέα, και ο Αλκιβιάδης μόλις που κατάφερε να γλιτώσει την κρεμάλα. Όπως λοιπόν είχε πάει στη Σπάρτη, έτσι τώρα έπρεπε και να φύγει. Δεν μπορούσε όμως να γυρίσει στην Αθήνα, επειδή ήταν φυγάς. Και οι Σπαρτιάτες, αν τον έβρισκαν, θα τον σκότωναν. Είχε, λοιπόν, μόνο μια επιλογή: την Περσία. Έτσι, λοιπόν, ο χαμαιλέοντας Αλκιβιάδης, καταδικασμένος σε θάνατο και στην Αθήνα και στη Σπάρτη, αλλάζει και πάλι πατρίδα.
Σπάρτη και Περσία
Για πάνω από 300 χρόνια, μόνον η θέα των ασπίδων τους έτρεπε τους εχθρούς της Σπάρτης σε φυγή. Τι συνέβαινε στην καρδιά αυτής της σπουδαίας κοινωνίας που της επέτρεπε να κυριαρχεί ακόμα κι αν ο εχθρός της υπερτερούσε αριθμητικά; Για να μπορέσει κανείς να μπει στο μυαλό ενός Σπαρτιάτη πολεμιστή, θα πρέπει να στραφεί στα τελευταία ίχνη αυτής της κοινωνίας: την ποίησή της. Η σημασία της ποίησης του Τυρταίου για τους Σπαρτιάτες ήταν μεγάλη, επειδή ήταν ένας μεγάλος ποιητής που αναπτέρωνε το ηθικό των Σπαρτιατών μέσα από την ποίησή του. Κατά κάποιο τρόπο, έγινε η φωνή της Σπάρτης.
«Είναι σοκαριστικό όταν ένας γέρος κείτεται στα πεδία των μαχών. Ένας μεγάλος πολεμιστής με γκρίζα μαλλιά και λευκά γένια. Εναποθέτει το σπαθί του πάνω στο χώμα. Μια εικόνα ντροπιαστική και αθώρητη. Για έναν νέο, όμως, όλα φαντάζουν όμορφα, όσο ακόμα κατέχει το λουλούδι της νιότης. Ζωντανός είναι θαυμαστός από τους άντρες ποθητός από τις γυναίκες, και ανδρείος όταν πέφτει νεκρός στη μάχη. Κάθε πολεμιστής, όμως, στέκεται αγέρωχος στη θέση του, δαγκώνει τα χείλη του και περιμένει».
Αυτός ήταν ο τρόπος σκέψης των Σπαρτιατών που επέτρεψε σε μια μικρή Ελληνική πόλη-κράτος να υποδουλώσει 500.000 ανθρώπους. Δυνατούς και εχθρικούς γείτονες, με τους οποίους σχημάτισε ισχυρές συμμαχίες και κατάφερε να νικήσει τον τεράστιο Περσικό στρατό. Τώρα στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., η Σπάρτη είχε εμπλακεί στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Μάχεται για τον έλεγχο του πιο ισχυρού γείτονά της, την Αθηναϊκή αυτοκρατορία. Και για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Σπάρτη αλλάζει τακτική.
Μέσα από τις μάχες ξεπηδούν ήρωες και ηρωικές αξίες, αλλά ο πόλεμος αυτός κατέστρεψε τους ήρωες και έσβησε αυτές τις αξίες. Πόλεις λεηλατήθηκαν, όμηροι εκτελέστηκαν, αθώοι πολίτες σφαγιάστηκαν. Ήταν ο πρώτος πόλεμος όπου οι παλιές αξίες αγνοήθηκαν. Για να μπορέσει η Σπάρτη να επικρατήσει σ’ αυτό το νέο είδος πολέμου, χρειαζόταν πιο ισχυρό ναυτικό. Για να το αποκτήσει, όμως, χρειαζόταν χρήματα, κάτι που δεν είχε ποτέ πριν. Για να βρει χορηγούς, η Σπάρτη στράφηκε στην Περσία, το μοναδικό εχθρό που μισούσε την Αθήνα πιο πολύ από ό,τι η ίδια.
Αρχικά, η Περσία είναι θετική γι’ αυτή τη συμμαχία, αλλά ο Αλκιβιάδης, ο νέος σύμβουλος του Βασιλιά, της αλλάζει γνώμη. Είναι ο ίδιος άνθρωπος, που τα δύο προηγούμενα χρόνια υποστήριξε δυναμικά τη Σπάρτη. Είναι άνθρωπος των άκρων. Προτιμά πάντα να κάνει αυτό που απαγορεύεται, του αρέσει να «χορεύει τους άλλους στο ταψί», και έχει την ικανότητα να γλιτώνει από δύσκολες περιστάσεις, εκεί που δεν τα καταφέρνουν οι άλλοι.
Δεξί χέρι του σατράπη της Μ. Ασίας Τισσαφέρνη, ο Αλκιβιάδης, ο θρυλικός Αθηναίος που έγινε Σπαρτιάτης, παίρνει τώρα το μέρος της Περσίας, σ’ έναν πόλεμο μεταξύ δύο Ελληνικών πόλεων. Ο Αλκιβιάδης πείθει τον Τισσαφέρνη ότι αυτό που τον συμφέρει είναι να φθείρει τους Σπαρτιάτες και να μην τους υποστηρίξει οικονομικά. Να άφηνε, λοιπόν, την Αθήνα να αλληλοφαγωθεί με τη Σπάρτη.
Μια πολύ έξυπνη πολιτική για την Περσία. Παρ’ όλα αυτά, οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να συγκεντρώσουν χρήματα από άλλους χορηγούς και έφτιαξαν έναν δυνατό στόλο.
Ολιγαρχική Μεταπολίτευση στην Αθήνα
Η Σπάρτη έχασε την καλύτερη ευκαιρία για επίσπευση της νίκης το 411 π.Χ., όταν η Αθήνα αναστατώθηκε από μια ε- σωτερική πολιτική αλλαγή. Στον παρά τη Σάμο στόλο, μερικοί από τους Αθηναίους στρατηγούς προχώρησαν σε συνω- μοτικές ενέργειες και πλησίασαν τον Αλκιβιάδη που βρισκόταν τώρα κοντά στον Τισσαφέρνη, το σατράπη των Σάρδεω- ν. Κύριο όπλο του, ήταν η βεβαιότητα ότι θα κατόρθωνε να πείσει τον Τισσαφέρνη να στηρίξει τους Αθηναίους οικονο- μικά, αν μεταρρύθμιζαν το πολίτευμά τους.
Ο ολιγαρχικός Πείσανδρος, με αντιπροσώπους του στόλου, εμφανίστηκε στην Αθήνα για να εισηγηθεί στον δήμο τη μεταπολίτευση. Η προοπτική των Περσικών χρημάτων αποδείχθηκεαποφασιστική. Η Εκκλησία του δήμου αποδέχθηκε κατ’ αρχήν τη «συνταγματική» αλλαγή. Οι ολιγαρχικοί προσδοκούσαν συμπαράσταση από την εχθρική παράταξη και σχεδίαζαν να δεχθούν το Σπαρτιατικό στόλο στον Πειραιά˙ αυτό όμως υπήρξε το έναυσμα για μια αντεπανάσταση υπό τον Θηραμένη που είχε αναδειχθεί ηγέτης των μετριοπαθών.
Η Συνέχεια και το Τέλος του Πολέμου
Την άνοιξη του 410 π.Χ., οι Αθηναίοι έπλευσαν στον Ελλήσποντο και αιφνιδίασαν το Σπαρτιατικό στόλο έξω από την Κύζικο. Η νίκη ήταν συντριπτική, καθώς η Σπάρτη εξαφανίστηκε από τις θάλασσες και οι Αθηναίοι επανέφεραν στην κυριαρχία τους τις πόλεις του Ελλησπόντου και της Προποντίδος, των οποίων είχαν χάσει τον έλεγχο.Το 407 π.Χ., ο Αλκιβιάδης αισθανόταν πια πολύ δυνατός και γύρισε στην Αθήνα, όπου η αποκατάστασή του είχε γίνει με επίσημο ψήφισμα. Του δόθηκε τώρα το αξίωμα του στρατηγού - αυτοκράτορος, δηλαδή η ανώτατη και ανεξέλεγκτη ηγεσία του πολέμου κατά της Σπάρτης.
Το Μάρτιο του 406 π.Χ., ένας υποδιοικητής του, που τον είχε αφήσει επικεφαλή του στόλου στο Νότιον με εντολή να μην εμπλακεί σε μάχη, παρασύρθηκε σε ναυμαχία κατά την οποία χάθηκαν 15 πλοία. Οι αντίπαλοί του στην Αθήνα άδραξαν την ευκαιρία και έστρεψαν την κοινή γνώμη εναντίον του. Η εκκλησία του δήμου, που είχε αρχίσει να αμφιταλαντεύεται λόγω της τεταμένης κατάστασης, εξέλεξε νέους στρατηγούς. Ο Αλκιβιάδης αποσύρθηκε σ’ ένα οχυρό της Χερσονήσου και από εκεί παρακολούθησε την κατάρρευση της Αθήνας.
Στο προσκήνιο εμφανίζεται ο Λύσανδρος, ένας ευφυής δυναμικός και αδίστακτος Σπαρτιάτης ηγέτης, που πέτυχε εκεί που οι προκάτοχοί του είχαν αποτύχει· να εξασφαλίσει, δηλαδή, επαρκή οικονομική βοήθεια από την Περσία. Ο Λύσανδρος προχώρησε με το Σπαρτιατικό στόλο προς την Άβυδο, στον Ελλήσποντο, για να απειλήσει τις ζωτικές αρτηρίες της Αθήνας, που έρχονταν από τον Εύξεινο. Οι Αθηναίοι υποχρεώθηκαν να τον ακολουθήσουν. Στρατοπέδευσαν κοντά στην εκβολή των Αιγός Ποταμών, απέναντι από την Άβυδο, και προσπάθησαν να συγκρουστούν με τους Σπαρτιάτε- ς.
Επειδή όμως εκείνοι δεν ανταποκρίθηκαν, χαλάρωσαν τις γραμμές τους και, έτσι, ο Λύσανδρος τους αιφνιδίασε, σε μια στιγμή που τα περισσότερα από τα πληρώματά τους είχαν διασκορπιστεί στη στεριά. Μόνο εννέα Αθηναϊκά πλοία διέφυγαν του ολέθρου. Η Σπάρτη απέκλεισε τη σιταγωγό οδό προς την Αθήνα και έτσι η πτώση της πόλης ήταν αναπόφε- υκτη. Από τους συμμάχους, μόνο η Σάμος της έμεινε πιστή και αρνήθηκε να παραδοθεί.
Όταν η Αθήνα, λόγω του αποκλεισμού, βρέθηκε στα πρόθυρα λιμού, ο Θηραμένης πήγε στη Σπάρτη για να συζητήσει την παράδοσή της. Οι όροι με τους οποίους επέστρεψε, ήταν μεν ταπεινωτικοί, αλλά τουλάχιστον, η Σπάρτη αρνήθηκε να ικανοποιήσει τη Θήβα και την Κόρινθο, που ζήτησαν την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης.
Η Αθήνα υποχρεώθηκε να κατεδαφίσει τα Μακρά της Τείχη, να παραδώσει όλες τις τριήρεις εκτός από 1 , να δεσμευθεί για ευθυγράμμιση με την εξωτερική πολιτική της Σπάρτης και να δεχθεί ως κυβερνήτες της τους Τριάκοντα Τυράννους, από τους οποίους οι δέκα διορίστηκαν από τον Λύσανδρο. Αυτοί θα καθόριζαν τις λεπτομέρειες ενός περισσότερο ολιγαρχικού πολιτειακού σχήματος, το οποίο θα αποδεχόταν η Σπάρτη.
Ναυμαχία του Νοτίου (407 π.Χ.)
Η ναυμαχία του Νοτίου πραγματοποιήθηκε το 407 π.Χ. στην Έφεσο, ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες στα πλαίσια του Πελοποννησιακού πολέμου. Το 407 π.Χ., ο Λύσανδρος διορίστηκε νέος ναύαρχος της Σπάρτης και ανέλαβε να επαυξήσει το Σπαρτιατικό στόλο από 70 σε 90 πλοία. Παράλληλα συνήψε διπλωματικές σχέσεις με τον Πέρση Κύρο το νεότερο.
Η βάση του Σπαρτιατικού στόλου ήταν κοντά στην Έφεσο, στην περιοχή του Νοτίου. Μόλις το έμαθε ο Αλκιβιάδης πως ο Σπαρτιατικός στόλος ήταν στο Νότιο έσπευσε να τον συναντήσει. Άφησε 80 πλοία στο Νότιο, αλλά έφυγε για να βοηθήσει τους συμπολίτες του στην πολιορκία της Φωκαίας. Ως αντικαταστάτη του άφησε τον Αντίοχο, ο οποίος παράκουσε τις συμβουλές του Αλκιβιάδη και ετοιμάστηκε για ναυμαχία με τους Σπαρτιάτες.
Ο Αντίοχος επιτέθηκε με 10 τριήρεις εναντίον των Σπαρτιατών, ο Λύσανδρος όμως συγκράτησε την επίθεση του Αντίοχου. Ο Λύσανδρος εξαπέλυσε με τη σειρά του επίθεση και κατάφερε να αιχμαλωτίσει 20 πλοία και να σκοτώσει τον Αντίοχο. Οι Σπαρτιάτες κέρδισαν μια απρόσμενη νίκη, ενώ ο Αθηναϊκός στόλος κατευθύνθηκε στο Νότιο για να ανασυνταχθεί.
Μόλις έμαθε τα νέα της ήττας ο Αλκιβιάδης, εγκατέλειψε την πολιορκία της Φωκαίας και κατευθύνθηκε στο Νότιο. Όλο το βάρος της ήττας έπεσε στον Αλκιβιάδη, γεγονός που σηματοδότησε το τέλος της πολιτικής του ζωής στην Αθήνα.
O Αλκιβιάδης συνέχισε να δείχνει κάποια αφοσίωση προς την Αθήνα, με αποτέλεσμα, όμως, να μην τον εμπιστεύεται πλέον ο Τισσαφέρνης. Φοβούμενος τη σύλληψη, ο Αλκιβιάδης έφυγε από την Περσία, μόνο και μόνο για να ανακτήσει την επιρροή του στην Ελλάδα. Είναι άνθρωπος με εξαιρετική μόρφωση, ιδιαίτερα ταλαντούχος, χαρισματικός, θεαματικά πλούσιος κι ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα.
Ο Αλκιβιάδης κάνει και πάλι τη χαρισματική του κίνηση προς την Αθήνα, την ίδια πόλη από όπου είχε φύγει πριν από 4 χρόνια. Το 411 π.Χ., μια ομάδα πιστών ακόμα υποστηρικτών του τον υποδέχεται και πάλι, ως ανώτατο στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας. Στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη υπάρχει ένας στίχος που εκφράζει την άποψη των Αθηναίων για τον Αριστοφάνη: «Τον αγαπούν, τον μισούν, δεν ζουν χωρίς αυτόν». Και στις αρχές της δεύτερης φοράς που παίρνει την αρχηγία, ο Αλκιβιάδης φαίνεται να οδηγεί την Αθήνα στη νίκη.
Παρόλο που η Σπάρτη διαθέτει τώρα έναν υπέρτερο στόλο, η Αθήνα υπερασπίζεται καλά την αυτοκρατορία της. Η Σπάρτη δέχεται μια σειρά από ήττες. Ουσιαστικά, η πρώτη νίκη της Σπάρτης έρχεται το 407 π.Χ. στο Νότιο, όταν ο στόλος της, υπό την διοίκηση του ναύαρχου Λύσανδρου κατάφερε να βυθίσει πολλά Αθηναϊκά πλοία. Αλλά, η αληθινή σημασία της ναυμαχίας στο Νότιο είναι ότι κατέστρεψε και τη συμμαχία του Αλκιβιάδη με την Αθήνα.
Ο Αλκιβιάδης, ενώ ήταν διοικητής του Αθηναϊκού στόλου στο Νότιο, και για άγνωστους λόγους, αφήνει τον στόλο στα χέρια, όχι κάποιου άλλου στρατηγού, αλλά στον πηδαλιούχο της δικής του τριήρους. Ο πηδαλιούχος ξεγελιέται και οδηγείται σε ναυμαχία, παρακούοντας τις εντολές του Αλκιβιάδη. Οι Αθηναίοι νικιούνται σχεδόν ολοκληρωτικά. Μετά από αυτό, ο Αλκιβιάδης δεν μπορεί να γυρίσει ξανά στην Αθήνα.
Η Ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς (405 π.Χ.)
Το 405 π. Χ., στους Αιγός ποταμούς ο Λύσανδρος, επικεφαλής των Σπαρτιατών καταναυμάχησε τον Αθηναϊκό στόλο. Ακολούθησε ο αποκλεισμός και η συνθηκολόγηση της Αθήνας και το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Όμως το καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων που επιβλήθηκε στην Αθήνα, διάρκεσε λίγους μήνες. Έτσι ο θρίαμβος της Σπάρτης αποδείχτηκε βραχύβιος. Το 394 π. Χ., ήρθε η ώρα των Αθηναίων να εκδικηθούν. Με επικεφαλής τον Κόνωνα, καταστρέψανε τον Σπαρτιατικό στόλο στην Κνίδο.
Το 405 π.Χ., η Σπάρτη θέλει να αποτελειώσει ό,τι είχε απομείνει από το κάποτε ένδοξο Αθηναϊκό ναυτικό. Ο Λύσανδρος σχεδιάζει μια τελική επίθεση εναντίον των αθηναϊκών δυνάμεων στους Αιγός ποταμούς. Στην εξορία, ο Αλκιβιάδης μαθαίνει το σχέδιο του Λύσανδρου και πηγαίνει να προειδοποιήσει τους πρώην Αθηναίους φίλους του, αλλά δεν τον άφησαν να μιλήσει και όταν προσπάθησε να τους δώσει τη συμβουλή που θα τους έσωζε, αυτοί τον αγνόησαν και αρνήθηκαν να τον ακούσουν. Άλλωστε δεν ήταν και άνθρωπος εμπιστοσύνης πια.
Στην περίπτωση, όμως, αυτή είχε δίκαιο και οι Αθηναίοι έχασαν. Η τύχη του Αλκιβιάδη τον είχε πια εγκαταλείψει. Η Αθηναϊκή ήττα τον οδήγησε σε φυγή και στη συνέχεια ληστές άρπαξαν σχεδόν όλα τα πλούτη του. Ο θάνατος του Αλκιβιάδη ήταν μάλλον αποτέλεσμα μιας ακόμα παράνομης ερωτικής του σχέσης, που δεν είχε καλή κατάληξη. Πιθανολογείται ότι τον σκότωσαν εξαγριωμένοι συγγενείς της κοπέλας. Ήθελε να υπερέχει των άλλων ανθρώπων και στο τέλος υπερείχε του εαυτού του. Ο δρόμος όμως που ακολούθησε ήταν απίθανος. Δεν υπάρχει άλλη αντίστοιχη προσωπικότητα στην ελληνική ιστορία, τόσο αντιφατική και ενδιαφέρουσα όσο ήταν αυτός.
Κατά την τελευταία δεκαετία του 5ου αι. π.Χ., οι Αθηναίοι είχαν μεν καταφέρει να ανακάμψουν μετά την πανωλεθρία της Σικελικής εκστρατείας, ωστόσο δεν είχαν πλήρως ανακτήσει τον έλεγχο του Αιγαίου, αφού οι Σπαρτιάτες με επικεφαλής το Λύσανδρο είχαν ισχυροποιηθεί κατά πολύ στη θάλασσα με τα χρήματα του Κύρου(φόροι – τέλη) και τα πλοία των αποστατών συμμάχων των Αθηναίων. Ανάμεσα στις αποστάτριες πόλεις υπήρχαν και πολλές της Ιωνίας, οι οποίες ήθελαν να απαλλαγούν από την Αθηναϊκή επικυριαρχία και τους φόρους που αυτή συνεπάγετο.
Οι Αθηναίοι διαισθανόμενοι ότι χωρίς συμμάχους ο πόλεμος ήταν χαμένος γι’ αυτούς, έκαναν μια τελευταία προσπάθεια να πάρουν πάλι υπό τον έλεγχό τους το Αιγαίο δημιουργώντας ένα στόλο που αριθμούσε τα 180 πλοία. Πήραν ξυλεία και άλλα υλικά από τον Αρχέλαο, Βασιλιά της Μακεδονίας, ενώ έλειωσαν τις χρυσές Νίκες (αφιερώματα στο ναό της Νίκης στην Ακρόπολη των Αθηνών).
Την ηγεσία του Αθηναϊκού στόλου που βρισκόταν στη Σάμο την ανέθεσαν στον Κόνωνα (406 π.Χ.). Κατά τη διάρκεια του έτους ωστόσο, ο Κόνωνας στερήθηκε των υπηρεσιών ικανότατων στρατηγών, εκείνων που καταδικάστηκαν για τη ναυμαχία στις Αργινούσες. Έτσι στα τέλη του καλοκαιριού του 405 π.Χ. βρέθηκε με συστρατηγούς τους Μένανδρο, Τυδέα, Κηφισόδοτο, Φιλοκλή και Αδείμαντο, όλοι περιορισμένων ικανοτήτων και αμφιβόλου ηθικής.
Περιγραφή
Ο Λύσανδρος είχε τη βάση του στην Έφεσο και παρά τις Αθηναϊκές προκλήσεις απέφευγε να εμπλακεί σε ναυμαχία, αφού στόχος του δεν ήταν μία απευθείας αναμέτρηση αλλά να αναγκάσει όσες περισσότερες πόλεις μπορούσε στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου να εγκαταλείψουν τους Αθηναίους, αποκόπτοντας τους τελευταίους από εφόδια και χρήματα. Έτσι στην Καρία κατέλαβε τις Κεδρεές και υποδούλωσε τους κατοίκους της, ενώ σε άλλες πόλεις, όπως στη Μίλητο, η εξουσία πέρασε στα χέρια ολιγαρχικών.
Τελικά κατευθύνθηκε προς τον Ελλήσποντο σε μια προσπάθεια να εμποδίσει την τροφοδοσία της Αθήνας με σιτάρι από τον Εύξεινο Πόντο και να θέσει υπό τον έλεγχό του τις πόλεις της περιοχής. Φτάνοντας στην Άβυδο παρέλαβε το πεζικό που είχε συγκεντρώσει ο επίσης Λακεδαιμόνιος στρατηγός Θώρακας και κατευθύνθηκε προς τη Λάμψακο προκειμένου να αρχίσει την πολιορκία της.
Ο Κόνων αφού επιτέθηκε στην αποστάτρια Χίο, κατευθύνθηκε προς ενίσχυση της Λαμψάκου, αλλά φτάνοντας στην πόλη Ελαιούντα, στην είσοδο του Ελλησπόντου, πληροφορήθηκε την κατάληψή της. Έτσι, οι Αθηναίοι, αφού ανεφοδιάστηκαν στη Σηστό στρατοπέδευσαν ακριβώς απέναντι από την κατειλημμένη πόλη, στους Αιγός Ποταμούς της θρακικής Χερσονήσου. Το αραξοβόλι του Αθηναϊκού στόλου άλλοι ερευνητές το τοποθετούν στην εκβολή του ρεύματος Karakova Dere και άλλοι μεταξύ του σημερινού χωριού Sütlüce (παλαιό Ελληνικό χωριό Γαλατά) και της εκβολής των Büyük Dere και Kozlu Dere.
Η δεύτερη αυτή άποψη φαίνεται πιο ορθή, όχι μόνο διότι η θέση βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τη Λάμψακο και συνεπώς δεν θα χρειάζονταν οι Αθηναίοι να παλέψουν με το αντίθετο ρεύμα του Ελλησπόντου, κάτι που θα έπρεπε να πράξουν στην πρώτη περίπτωση, αλλά και τα ρεύματα Büyük Dere και Kozlu Dere ενώνονται λίγο πριν από την εκβολή τους στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα σχήμα παρόμοιο με των κεράτων της Αιγός (κατσίκα).
Επί τέσσερις μέρες ο Λύσανδρος έδινε εντολή σε κυβερνήτες και ναύτες να παίρνουν τις θέσεις τους στις τριήρεις από τα χαράματα ως να επρόκειτο να ναυμαχήσουν, και το πεζικό να παραμένει συντεταγμένο δίπλα στη θάλασσα. Οι Αθηναίοι μόλις ανέτελλε ο ήλιος παρατάσσονταν απέναντι από τους Σπαρτιάτες και τους προκαλούσαν, αλλά ο Λύσανδρος δεν έδινε εντολή στο στόλο του να βγει από το λιμάνι και να αρχίσει η ναυμαχία, τακτική που ολοένα αύξανε τον εκνευρισμό των Αθηναίων.
Ο Λύσανδρος δεν είχε κανένα λόγο να βιαστεί, αφού και τρόφιμα είχε και ασφάλεια του παρείχαν τα τείχη της πόλης. Αντίθετα οι Αθηναίοι επιδίωκαν να αναμετρηθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, αφού αναγκάζονταν να μεταφέρουν κάθε μέρα τρόφιμα από τη Σηστό, που απείχε 15 στάδια. Ούτε πάλι μπορούσαν να αποχωρήσουν αφήνοντας στους Σπαρτιάτες τον έλεγχο του Ελλησπόντου.
Τότε εμφανίστηκε ο Αλκιβιάδης, ο οποίος είχε καταφύγει στα Αθηναϊκά οχυρά στη Χερσόνησο της Θράκης και τους συμβούλεψε να αγκυροβολήσουν στη Σηστό. Ωστόσο οι Αθηναίοι στρατηγοί, αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τη γνώμη του, είτε λόγω του προτέρου βίου του είτε λόγω προσωπικών τους κινήτρων. Για παράδειγμα ο πατέρας του Τυδέα, ο στρατηγός Λάμαχος, σκοτώθηκε στη Σικελική εκστρατεία, οπότε ο γιος του ήταν φυσικό να διάκειται εχθρικά προς τον Αλκιβιάδη που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Αθηναϊκή πανωλεθρία του 413 π.Χ.
Ο Φιλοκλής από την άλλη ανήκε στους δημοκρατικούς και ασφαλώς θα είχε συναναστραφεί ορισμένους από τους ορκισμένους εχθρούς του Αλκιβιάδη. Εξάλλου από τη Σηστό θα ήταν αδύνατο να ελέγχουν τις κινήσεις τους εχθρικού στόλου. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (13.105.3-4) αναφέρει ότι ο Αλκιβιάδης υποσχέθηκε να αντιμετωπίσει τους Σπαρτιάτες με το στρατό που του προσέφεραν οι ηγεμόνες των Θρακών, Μήδοκος και Σεύθης, εάν οι Αθηναίοι στρατηγοί τού παρέδιδαν την ηγεσία του στρατεύματος, πληροφορία που αναφέρει και ο σύγχρονός του Cornelius Nepos (Alc. 8), όχι όμως και ο Πλούταρχος ούτε ο σύγχρονος προς τα γεγονότα Ξενοφώντας.
Μόλις ξημέρωσε η πέμπτη ημέρα, οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, παρατάχθηκαν για μια ακόμη φορά απέναντι από τα σπαρτιατικά πλοία, τα οποία για μία ακόμη φορά δεν ενεπλάκησαν. Ο Λύσανδρος, ωστόσο, είχε δώσει εντολή στα πλοία που κατασκόπευαν τις κινήσεις των Αθηναίων, μόλις οι τελευταίοι κατεβάσουν πανιά, ξεμπαρκάρουν και διασκορπιστούν στις σκηνές τους για το δείπνο και να κοιμηθούν, να επιστρέψουν γρήγορα και στη μέση της απόστασης να σηκώσουν ασπίδα, σημάδι για τον υπόλοιπο στόλο.
Μόλις ο Λύσανδρος είδε την ασπίδα διέταξε να αποπλεύσει ο στόλος και με όλη την ταχύτητα να πέσει πάνω στους Αθηναίους, οι οποίοι δεν κατάφεραν παρά τις φωνές του Κόνωνα να επανδρώσουν πλήρως τις τριήρεις, με αποτέλεσμα σε άλλες να βρίσκονται δύο σειρές κωπηλάτες και σε άλλες μία.
Οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να καταλάβουν όλα τα πλοία εκτός από μία μοίρα 8 πλοίων με επικεφαλής τον Κόνωνα –ο οποίος κατέφυγε στον Ευαγόρα, ηγεμόνα της Κύπρου, προκειμένου να αποφύγει την τιμωρία των συμπατριωτών του– και την Πάραλο, η οποία μετέφερε τα άσχημα νέα στην Αθήνα. Τα νέα έφτασαν στη Σπάρτη μετά από τρείς ημέρες μέσω του ληστή Θεόπομπου από τη Μίλητο, τον οποίο είχε στείλει ο Λύσανδρος.
Ο Λύσανδρος αποβίβασε το Θώρακα με το πεζικό, ο οποίος συνέλαβε τα περισσότερα πληρώματα, τα οποία μετέφερε στη Λάμψακο, ενώ τα υπόλοιπα κατέφυγαν σε οχυρά μέρη της Χερσονήσου. Ο Λύσανδρος ζήτησε από τους συμμάχους να αποφασίσουν για την τύχη των αιχμαλώτων. Εκείνοι αποφάσισαν το θάνατο των Αθηναίων αιχμαλώτων λόγω του ψηφίσματος της Αθήνας που προέβλεπε την κοπή του δεξιού χεριού όσων αποστατών πολεμούσαν με τους Σπαρτιάτες.
Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Αδείμαντος που αντιτάχθηκε στο ψήφισμα. Τον δε Φιλοκλή που πέταξε στη θάλασσα τα πληρώματα ενός πλοίου από την Κόρινθο και ενός από την Άνδρο, τον εκτέλεσε ο Λυσίμαχος. Την ίδια εκδοχή μάς μεταφέρει συνοπτικά ο ιστορικός Πολύαινος (1ος αι. μ.Χ.), όπως και ο Πλούταρχος που γράφει κατά το 2ο αι. μ.Χ., με τη διαφορά ότι ο τελευταίος προσδιορίζει τον αριθμό των Αθηναίων εκτελεσθέντων σε 3.000. Προσθέτει επίσης ότι αστρονομικά φαινόμενα προοιώνισαν την ήττα των Αθηναίων.
Αντίθετα, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο οποίος γράφει περί τον 1ο αι. π.Χ., αναφέρει μια διαφορετική εκδοχή της μάχης. Ο Φιλοκλής, συγκεκριμένα, παρακίνησε τους άλλους στρατηγούς να επιτεθούν στον εχθρικό στόλο και όρμησε με 30 πλοία εναντίον του, χωρίς τα υπόλοιπα Αθηναϊκά πλοία να είναι έτοιμα για μάχη. Το αποτέλεσμα ήταν ο Λύσανδρος αφού τον έτρεψε σε φυγή να πιάσει απροετοίμαστο και να καταστρέψει ολόκληρο τον αθηναϊκό στόλο, ενώ αποβίβασε στην ξηρά τον Ετεόνικο που κατάστρεψε το εχθρικό στρατόπεδο.
Δε γνωρίζουμε την τύχη όσων συνέλαβε ο Λυσίμαχος πλην του Φιλοκλή, τον οποίον εκτέλεσε για τους ίδιους λόγους που αναφέρει ο Ξενοφώντας. Οι περισσότεροι, πάντως Αθηναίοι κατέφυγαν στη Σηστό, σύμφωνα με το Διόδωρο.
Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ ΣΤΟΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
Οι Αθηναίοι έχασαν έναν πόλεμο που θα μπορούσαν, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, εύκολα να είχαν κερδίσει, αφού ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν ευνοϊκός γι΄ αυτούς. Η Αθήνα, συνεπώς, αντιμετώπισε πρόβλημα στρατηγικής. Αντίθετα η Σπάρτη παρά τον δυσμενή συσχετισμό ισχύος, επιλέγοντας μια στρατηγική που μεγιστοποίησε τα πλεονεκτήματά της και ελαχιστοποίησε τα αντίστοιχα του αντιπάλου, πέτυχε ολοκληρωτική νίκη. Παρακάτω θα εξετάσουμε της στρατη- γικές των αντιπάλων, που έχρησαν τους μεν νικητές έναντι των δε.
Η Υψηλή Στρατηγική της Αθήνας
Η Στρατηγική του Περικλή
Οι βάσεις της Αθηναϊκής υψηλής στρατηγικής του Περικλή, που ακολουθήθηκαν σε γενικές γραμμές κατά τον Αρχιδάμειο πόλεμο, ήταν η απόρριψη κατευνασμού και η αποφυγή υπερεξάπλωσης. Κεντρικό στοιχείο της Αθηναϊκής υψηλής στρατηγικής ήταν η απόρριψη του κατευνασμού. Ο Περικλής επέμενε στην εξασφάλιση της ισοτιμίας μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Κάθε μονομερής παραχώρηση εκ μέρους της Αθήνας, οσοδήποτε μικρή και αν φαινόταν αρχικά, θα υπονόμευε αυτήν την ισοτιμία.
Έτσι, αμέσως πριν από την έναρξη του πολέμου, οι Σπαρτιάτες δήλωσαν ότι η ειρήνη θα μπορούσε να διατηρηθεί, αρκεί οι Αθηναίοι να ανακαλούσαν το περίφημο Μεγαρικό Ψήφισμα. Ακόμη και σε αυτό το σχετικά ήσσονος σημασίας ζήτημα, ο Περικλής δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει μονομερείς παραχωρήσεις. Γι’ αυτόν, η απαίτηση της Σπάρτης δεν ήταν τίποτα άλλο από μια δοκιμή της θέλησης και της αποφασιστικότητας των Αθηναίων. Εάν η Αθήνα υποχωρούσε σε αυτό το ζήτημα, τότε ήταν βέβαιο η Σπάρτη θα επανερχόταν με νέες απαιτήσεις.
Αναφορικά με την αποφυγή υπερεξάπλωσης, η στρατηγική του Περικλή ρητά απέρριπτε περαιτέρω κατακτήσεις. Ο Περικλής, στο λόγο του πριν την έναρξη του πολέμου, δεν είχε μόνο περιγράψει στους συμπολίτες του μια θεωρία νίκης, αλλά είχε επίσης αναφέρει και τις συνθήκες υπό τις οποίες η υψηλή στρατηγική του δεν αναμενόταν να λειτουργήσει.
«Έχω πολλούς άλλους λόγους να ελπίζω ότι θα νικήσουμε, υπό τον όρο όμως να μην επιδιώξουμε, ταυτόχρονα με την διεξαγωγή του πολέμου, να επεκτείνουμε την κυριαρχία μας και να μην εκτεθούμε σε κινδύνους περιττούς. Περισσότερο φοβούμαι τα δικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια του εχθρού».
Ο Περικλής είχε θέση σαν προτεραιότητα τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης, η οποία λόγω της μεγαλύτερης δυναμικής της Αθηναϊκής Αυτοκρατορίας, θα ωφελούσε μακροπρόθεσμα τους Αθηναίους. Ενήργησε με πολλούς τρόπους για να πετύχει η υψηλή στρατηγική του. Εκτός από τα παραδοσιακά στρατιωτικά, χρησιμοποίησε οικονομικά διπλωματικά και τεχνολογικά μέσα. Ο συγκεκριμένος συνδυασμός αυτών των μεθόδων διέπονταν από τις εξής αρχές:
• Εξισορρόπηση της ισχύος του αντιπάλου (με συμμαχίες, λαμβάνοντες πόρους από τους «ελεύθερους συμμάχους» της, δηλαδή τη Χίου, τη Λέσβο και την Κέρκυρα, που προμήθευαν την Αθήνα με πλοία σε καιρό πολέμου και δια οικονομικής υποστήριξης από τις «υποτελείς πολιτείες», με παράλληλη δημιουργία οικονομικού αποθεματικού και ναυτικής εφεδρείας)
• Εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Αθήνας και μείωση των αντιστοίχων πλεονεκτημάτων του αντιπάλου(τείχη της πόλης, ναυτικό)
• Αποτροπή του αντιπάλου μέσω αποφυγής της επιτυχούς και επιδέξιας χρήσης αντιποίνων (με τα παραπάνω πλεονεκτήματα οι επιδρομές των Σπαρτιατών στην Αττική δεν είχαν ιδιαίτερο κόστος, ενώ αντίθετα βαθμιαία κλιμάκωση των αντιποίνων θα αύξανε το κόστος για τη Σπάρτη)
• Υπονόμευση της γενικής βάσης ισχύος του αντιπάλου(μέσω της διεξαγωγής οικονομικού πολέμου και εκφοβισμού των συμμάχων των Σπαρτιατών)
• Διαμόρφωση του εσωτερικού περιβάλλοντος του αντιπάλου προς όφελος της Αθήνας. Η τελευταία έπρεπε να επηρεάσει ψυχολογικά τον αντίπαλό της. Στόχος του Περικλή, ουσιαστικά, ήταν να πείσει τους Σπαρτιάτες ότι ο πόλεμος εναντίον της Αθήνας ήταν μάταιος.
Αυτή η κατάσταση, με την πάροδο του χρόνου, θα μπορούσε να επιφέρει αλλαγή στην εσωτερική κατανομή ισχύος στη Σπάρτη. Θα δημιουργούνταν δηλαδή οι συνθήκες για την εμφάνιση στο προσκήνιο μετριοπαθών ηγετών, που θα αντιλαμβάνονταν ότι ο πόλεμος δεν είχε νόημα και θα επιζητούσαν την ειρήνη. Έτσι έγινε τελικά. Οι δύο αντίπαλοι συνήψαν ειρήνη μετά το δέκατο έτος του πολέμου, όταν ο Βασιλιάς Πλειστοάναξ, υποστηρικτής της ειρήνης, έγινε η σημαντικότερη προσωπικότητα στη Σπάρτη.
Κατά συνέπεια, η Αθήνα χάραξε μια υψηλή στρατηγική εξουθένωσης, η οποία είχε ως σκοπό να κάνει τη Σπάρτη να αναγνωρίσει τη ματαιότητα προσπάθειας αλλαγής του stαtus quo.
Στρατηγική της Αθήνας μετά τον Περικλή
Μέχρι το τέλος του Αρχιδάμειου πολέμου ακολουθήθηκε σε γενικές γραμμές η στρατηγική που είχε καθοριστεί από τον Περικλή. Υπό την ηγεσία όμως του Αλκιβιάδη, οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την αρχή του Περικλή περί ισορροπημένης σύνδεσης μέσων και σκοπών, προκειμένου να αποφευχθεί η υπερεξάπλωση. Το αποτέλεσμα ήταν η δαπανηρή Σικελική εκστρατεία. Η Αθήνα, με την εκστρατεία αυτή, υιοθέτησε απεριόριστες επιδιώξεις, προσβλέποντας στην κυριαρχία όλου του τότε γνωστού Ελληνικού κόσμου και της Δυτικής Μεσογείου.
Προκειμένου να επιτευχθούν τα παραπάνω, εγκαταλείφθηκε η στρατηγική της εξουθένωσης και υιοθετήθηκε η υψηλή στρατηγική της εκμηδένισης: συντριβή των αντιπάλων στο πεδίο της μάχης και συνακόλουθα κατάκτησή τους. Η Σικελική εκστρατεία τελείωσε με τα γνωστά αποτελέσματα. Στη συνέχεια, προκειμένου η Αθήνα να περισώσει ό,τι είχε απομείνει και κατόπιν να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη, εξακολούθησε τη στρατηγική της εκμηδένισης, επιδιώκοντας αποφασίστηκες εμπλοκές στη θάλασσα.
Τα κατάφερε αρκετά καλά, αλλά ήταν φανερό ότι με τη Σικελική εκστρατεία οι Αθηναίοι είχαν φτάσει στη κορύφωση των πολεμικών τους προσπαθειών. Το Αθηναϊκό ναυτικό συνεχίζει να νικά το Πελοποννησιακό και, για μια ακόμα φορά, οι στόχοι των Αθηναίων γίνονται απεριόριστοι, αφού απορρίπτουν τις σπαρτιατικές προτάσεις ειρήνης. Τελικά προσγειώνονται στην πραγματικότητα μετά την ήττα στους Αιγός ποταμούς, το 405 π.Χ.
Η Υψηλή Στρατηγική της Σπάρτης
Η Σπάρτη, σε αντίθεση με την Αθήνα, ακολούθησε από την αρχή του πολέμου τη στρατηγική της εκμηδένισης, σε συνδυασμό με τη διπλωματία εξαναγκασμού του αντιπάλου, θέτοντας σαν βασικό ΑΝΣΚ (δηλ. Αντικειμενικό Σκοπό) του πολέμου, τη διάλυση της Αθηναϊκής συμμαχίας. Στην αρχή, όμως, της αντιπαράθεσης έγινε λανθασμένη εκτίμηση της πραγματικής ισχύος των Αθηναίων από τον έφορο Σθενελάδα και τους περισσότερους Σπαρτιάτες.
Αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσουν οι επιχειρήσεις χωρίς να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη ισορροπία δυνάμεων (οικονομικοί πόροι και νέοι σύμμαχοι), όπως είχε προτείνει ο Αρχίδαμος στην ομιλία του. Έτσι ξεκίνησαν μια σύγκρουση με απεριόριστες επιδιώξεις, σε σχέση με τα μέσα που διέθεταν, καταλήγοντας μετά από δέκα χρόνια στην ειρήνη του Νικία.
Στη συνέχεια όμως του πολέμου η Σπάρτη βελτίωσε το συσχετισμό δυνάμεων, αυξάνοντας συνεχώς το κόστος13 του για τους Αθηναίους. Τελικά, μετά την επιτυχή επέμβαση στη Σικελία, επήλθε η ανατροπή στην ισορροπία δυνάμεων. Τώρα πλέον η Σπάρτη, πέρα από την παραδοσιακή της ισχύ στην ξηρά, απέκτησε και ισότητα στη θάλασσα, με τη βοήθεια των νέων συμμάχων και τα χρήματα των Περσών. Μεταφέροντας τον πόλεμο στο ζωτικό χώρο της Αθήνας, που ήταν το Αιγαίο, κατάφερε να πλήξει απευθείας το Κέντρο Βάρους (center of gravity) της αθηναϊκής ισχύος, δηλαδή το ναυτικό.
Επακολούθησαν τα γνωστα αποτελέσματα και, μετά την αιχμαλωσία του Αθηναϊκού ναυτικού στους Αιγός ποταμούς το 405 π.Χ., ήρθε η κατάρρευση και παράδοση των Αθηνών το 404 π.Χ. Ένας άλλος πυλώνας της στρατηγικής των Λακεδαιμονίων ήταν η διεθνής νομιμοποίηση. Η διεθνήςνομιμοποίηση έπαιζε κεντρικό ρόλο στην υψηλή στρατηγική της Σπάρτης. Όπως έχει αναφερθεί, οι σύμμαχοι της Αθήνας είχαν στην πράξη μετατραπεί σε φόρου υποτελείς.
Η Σπάρτη είχε τη φήμη του εχθρού της τυραννίας («μισοτύραννος») και είχε συχνά ανατρέψει τυράννους σε διάφορες Ελληνικές πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης της Αθήνας. Επιπλέον, ήταν ηηγέτιδα δύναμη των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της κρίσιμης, αμυντικής φάσης των Περσικώνπολέμων. Κατά συνέπεια, ήταν εύκολο για τους Σπαρτιάτες να εμφανιστούν ως οι ελευθερωτές των Ελλήνων από την καταπίεση των Αθηναίων, εξασφαλίζοντας έτσι ευρεία υποστήριξη.
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, τομεγαλύτερομέρος της κοινής γνώμης συμπαθούσε τουςΛακεδαιμόνιους, οι οποίοι άλλωστε είχαν διακηρύξει ότι θ’ απελευθερώσουν την Ελλάδα. Πολλές πολιτείες και ιδιώτες ήταν πρόθυμοι να τους βοηθήσουν, όσο μπορούσαν, με λόγια ή έργα.
Στο τελεσίγραφο των Σπαρτιατών στην αρχή του πολέμου, υπήρχε η απαίτηση να δώσουν οι Αθηναίοι στους Έλληνες την ελευθερία τους. Εκτός από σαφή διατύπωση των απεριόριστων επιδιώξεων της Σπάρτης, το τελεσίγραφο αυτό ήταν ταυτόχρονα και μια έξυπνη προπαγανδιστική κίνηση: η ηγέτιδα δύναμη της Πελοπονησιακής Συμμαχίας είχε επίσημα ζητήσει την απελευθέρωση των Ελλήνων και, ακόμη σημαντικότερο, ήταν διατεθειμένη να πολεμήσει γι’ αυτόν το σκοπό.
Οι Σπαρτιάτες θα χρησιμοποιούσαν με επιδεξιότητα αυτό το επιχείρημα καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Για παράδειγμα, ο Βρασίδας, κατά τη διάρκεια της εξαιρετικά επιτυχημένης εκστρατείας του στη Βόρειο Ελλάδα, επανειλημμένα τόνισε την αποστολή του ως ελευθερωτή. Αυτό, σε συνδυασμό με τη δίκαιη και μετριοπαθή συμπεριφορά του, δημιούργησε μια εξαιρετικά ευνοϊκή ατμόσφαιρα για τη Σπάρτη στην περιοχή εκείνη.
Πέρα από την εκμετάλλευση της έλλειψης διεθνούς νoμιμoπoίησης της Αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής, η Σπάρτη προσπάθησε επίσης να υπονομεύσει και την εσωτερική νομιμοποίηση της υψηλής στρατηγικής του αντιπάλου της. Εκτός από την άμεση προσέγγιση που ευνοούσε ο Αρχίδαμος, δηλαδή την εξισορρόπηση της οικονομικής και ναυτικής ισχύος της Αθήνας, οι Σπαρτιάτες ακολούθησαν επίσης και μια έμμεση προσέγγιση για την επίτευξη των πολιτικών τους σκοπών.
Αυτή συνίστατο στην καταστροφή της Αττικής γης, που απευθυνόταν, πέρα από το οικονομικό και κοινωνικό κόστος, στο ηθικό των Αθηναίων. Ο Αρχίδαμος, επιδεικνύοντας εξαιρετική γνώση της εσωτερικής δομής του αντιπάλου, προσπάθησε, κατά τη διάρκεια των εισβολών του στρατού του στην Αττική, να εκμεταλλευτεί τις εσωτερικές διαιρέσεις των Αθηναίων, προκειμένου να υπονομεύσει την εσωτερική νομιμοποίηση της υψηλής στρατηγικής της Αθήνας. Χαρακτηριστική είναι η συμπεριφορά του κατά την πρώτη εισβολή:
«Αφού δεν είχαν πάει να τον εμποδίσουν ούτε στην Ελευσίνα ούτε στο Θριάσιο, δοκίμαζε τώρα, μένοντας στις Αχαρνές, να τους παρασύρει να δώσουν μάχη. Και η τοποθεσία ήταν κατάλληλη για στρατόπεδο και οι Αχαρνείς αποτελούσαν σημαντικό μέρος του πληθυσμού της Αθήνας - οι οπλίτες τους ήσαν τρεις χιλιάδες. Γι’ αυτό και ο Αρχίδαμος νόμιζε ότι δεν θ’ ανεχθούν να βλέπουν την γη τους να καταστρέφεται, αλλά ότι θα παρασύρουν και τους άλλους Αθηναίους σε μάχη».
Το πλήγμα στο ηθικό των Αθηναίων ήταν οδυνηρό και, με δεδομένη την απρόβλεπτη διαδικασία λήψης αποφάσεων της Αθηναϊκής πολιτείας, όπου όλα εξαρτώνταν από τις μεταβαλλόμενες διαθέσεις της Εκκλησίας του Δήμου, η έμμεση προσέγγιση των Σπαρτιατών μπόρεσε, ομολογουμένως, να επιφέρει αποτελέσματα.
Πράγματι, ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι μετά τη δεύτερη εισβολή των Πελοποννησίων και την ολοσχερή καταστροφή της Αττικής, οι Αθηναίοι έστειλαν πρέσβεις στη Σπάρτη για να ζητήσουν συμβιβασμό. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι απαιτήσεις των Σπαρτιατών ήταν υπερβολικές ή τουλάχιστον πρέπει να θεωρήθηκαν ως τέτοιες από τους Αθηναίους, γιατί τίποτα δεν προέκυψε από την Αθηναϊκή πρωτοβουλία.
Η Ήττα και η Παράδοση της Αθήνας
Μετά από την ταπεινωτική ήττα των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς ακολούθησε η πολιορκία και η παράδοση της Αθήνας με σύναψη ειρήνης με ταπεινωτικούς όρους για την ηγέτιδα Αθήνα, στα οποία γεγονότα πρωταγωνίστησε ο Λύσανδρος.
Οι Σπαρτιάτες, παρόλο που υπήρχαν συμμαχικές φωνές με κυριότερες αυτές των Κορινθίων και των Θηβαίων που διαφωνούσαν με τη σύναψη ειρήνης και απαιτούσαν την καταστροφή της Αθήνας, σεβόμενοι την προσφορά των Αθηναίων κατά τους Περσικούς πολέμους, δε συμφώνησαν στην υποδούλωση της Αθήνας αλλά προτίμησαν τη σύναψη ειρήνης, με την οποία ως νικητές επέβαλαν τις θέσεις τους.
Το ότι η Σπάρτη δεν ταυτιζόταν με τις συμμαχικές γνώμες για τη στάση που έπρεπε να τηρήσουν απέναντι στους ηττημένους εχθρούς τους φαίνεται και από την απάντηση των εφόρων της Σπάρτης, δηλ. της κυβέρνησης των Σπαρτιατών, οι οποίοι μήνυσαν στο Λύσανδρο «Άρκει τό γε εαλώκειν», δηλ. ήταν αρκετό το ότι κατελήφθησαν οι Αθηναίοι, όταν εκείνος τους πληροφόρησε Λακωνικά για την κατάληψη της πόλης των μεγάλων αντιπάλων. Αυτήν την πληροφορία περιλαμβάνει στο «Λύσανδρο» ο Πλούταρχος.
Όροι, είτε όπως τους αναφέρει ο Ξενοφώντας είτε όπως ο Πλούταρχος, σαφώς ταπεινωτικοί και εξευτελιστικοί για την παλιά υπερδύναμη της Αθήνας. Είναι φανερό ότι με αυτές τις προϋποθέσεις που έθεταν οι Σπαρτιάτες για τη σύναψη της ειρηνευτικής συμφωνίας αποσκοπούσαν στον πλήρη έλεγχο της κατάστασης, στην αποτροπή επανάκαμψης της Αθήνας, στην εκμετάλλευση των οικονομικών προνομίων της και στη σταθερότητα της εφαρμογής της συνθήκης και στην επικύρωσή τους ως πρώτη δύναμη στον Ελληνικό χώρο.
Οι Αθηναίοι ύστερα από έντονη διπλωματική δραστηριότητα, που διακρίνεται και από στοιχεία προσωπικής φιλοδοξίας εναντίον των συμφερόντων της Αθήνας, στην Εκκλησία του δήμου που συγκάλεσαν, πείστηκαν να αποδεκτούν αυτούς τους όρους.
Προηγουμένως και μετά την πληροφόρηση για τους Αιγός ποταμούς εντός της Αθήνας αναπτύχθηκαν διάφορες τάσεις σχετικά με το ποια εξωτερική πολιτική έπρεπε να επιλέξουν να εφαρμόσουν, οι οποίες εκφράζονταν από όσους απέκλειαν τον οποιοδήποτε συμβιβασμό και τη συνθηκολόγηση με τους Σπαρτιάτες, από όσους ήταν πιο διαλλακτικοί και ήταν έτοιμοι να συμβιβαστούν με τροποποιημένους όρους και από όσους ήταν έτοιμοι να παραδοθούν χωρίς αντίσταση και αντίδραση, άνευ όρων.
Ο Λύσανδρος, όπως τεκμαίρεται, με τη μεγάλη επιτυχία του στους Αιγός ποταμούς έχει αναδειχθεί σε ρυθμιστή και διαμορφωτή των πολιτικών δεδομένων ακολουθώντας επιλεκτικές κινήσεις σκοπιμότητας ενταγμένες σε γενικότερο οργανωμένο σχέδιο και οι οποίες στόχευαν πέρα από την πρακτική απομόνωση και τον αποκλεισμό της Αθήνας και στην ψυχολογία των αντιπάλων, την οποία ήθελε να καταστήσει ευάλωτη και να κάμψει, για να πετύχει τον τελικό σκοπό, την παράδοση της Αθήνας.
Άρχισαν, πράγματι, οι Αθηναίοι αφού αποφάσισαν την παράδοσή τους, με πολύ προθυμία να γκρεμίζουν τα Μακρά Τείχη υπό τη συνοδεία μουσικής αυλού, θεωρώντας ότι εκείνη η μέρα ήταν η αρχή της ελευθερίας για την Ελλάδα, καλώντας αυλητρίδες, όπως έκαναν σε συμπόσια και γιορτές.
Ωστόσο, σημαντικό είναι πως η παράδοση της Αθήνας μετά την ήττα στους Αιγός ποταμούς δεν οφειλόταν σε οικονομική ανέχεια και φτώχια και λιμοκτονία, αλλά στην αρνητική ψυχολογία που επικράτησε στην πόλη από την πίεση της συνεχούς μείωσης των αποθεμάτων των τροφών και από την έλλειψη ξυλείας για τη ναυπήγηση και άλλου στόλου.
Η απειλή του υποσιτισμού και του λιμού και η έλλειψη πλοίων και η αποστασία των συμμάχων από τη Δηλιακή Συμμαχία που θα μπορούσαν να αντιστρέψουν την κατάσταση σε πολεμικό επίπεδο ήταν οι συνιστώσες βάσει των οποίων η Εκκλησία του δήμου συμβιβάστηκε με τους ταπεινωτικούς όρους. Υπάρχουν μαρτυρίες, όπως αυτή του Ξενοφώντα, πως το 8ο χρυσό άγαλμα - αφιέρωμα της Νίκης ρευστοποιήθηκε μετά την παράδοση της Αθήνας και ότι η πολιορκούμενη Αθήνα διέθετε ως οικονομικό αντίκρισμα και το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς στον Παρθενώνα, στην Ακρόπολη της πόλης - κράτους.
Η καταρράκωση του ηθικού και ο πανικός μπροστά στην απειλητική εξολόθρευση από τους Σπαρτιάτες σε συνδυασμό με τις εσωτερικές φιλολακωνικές τάσεις, έτσι όπως αυτές εκφράζονται με τον Αθηναίο ολιγαρχικό Θηραμένη που με τη δράση του επιδίωξε και πέτυχε οι Αθηναίοι να συμβιβαστούν, διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο.
Η Αθήνα, όμως, δεν γλίτωσε λόγω οίκτου, αλλά λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ενώ οι σύμμαχοι της Σπάρτης ήθελαν νεκρούς τους Αθηναίους, ο Λύσανδρος σύντομα κατάλαβε ότι αν κατέστρεφε την Αθήνα, στη θέση της θα εισέβαλλαν οι Θηβαίοι, με τους οποίους οι Σπαρτιάτες είχαν ήδη προβλήματα. Για τους Σπαρτιάτες το ερώτημα ήταν: «Αν δεν καταστρέψουμε την Αθήνα, τι θα την κάνουμε;». Η αρχή μιας νέας εποχής στην εξωτερική πολιτική της Σπάρτης θα σήμαινε ουσιαστικά και την αρχή του τέλους για τη Σπάρτη.
Oι όροι παράδοσης των Αθηναίων
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα στο έργο του «Ελληνικά» οι όροι παράδοσης των Αθηναίων ήταν:
Να γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά.
Να παραδώσουν το στόλο τους εκτός από δώδεκα πλοία.
Να επιτρέψουν να επιστρέψουν στην Αθήνα οι εξόριστοι ολιγαρχικοί.
Θεωρώντας τους ίδιους εχθρούς και φίλους οι Αθηναίοι να ακολουθούν τους Λακεδαιμονίους σε οποιαδήποτε εκστρατεία σε ξηρά και θάλασσα.
Ο ιστορικός Πλούταρχος, αν και ο ίδιος δεν αποδεχόταν αυτό το χαρακτηρισμό για το έργο του, στο «Λύσανδρο» αναφέρει πως οι όροι που έθεσαν οι Σπαρτιάτες στους Αθηναίους ήταν:
Να γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά.
Να αποχωρήσουν από τις άλλες πόλεις που είχαν και να περιοριστούν στη δική τους.
Να επιτρέψουν στους εξόριστους να επιστρέψουν.
Για τον αριθμό των πλοίων ήταν υπεύθυνοι να αποφασίσουν ο Λύσανδρος και οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες επί τόπου.
Οι Τριάκοντα Τύραννοι
Βρισκόμαστε στο 404 π.Χ. και ο Πελοποννησιακός πόλεμος έχει ήδη τελειώσει, όπως και ο Χρυσός Αιώνας της Αθήνας. Το αποτέλεσμα του πολέμου ήταν ότι μια ολόκληρη γενιά είχε μεγαλώσει μέσα σ’ αυτόν και δεν γνώριζε τίποτε άλλο εκτός από αυτόν. Δεν είχε καλλιεργηθεί ούτε είχε αναπτύξει τα ταλέντα της. Τα μεγαλοπρεπή κτίρια της Ακρόπολης ήταν μισοτελειωμένα, οι μεγάλοι τραγωδοί έχουν πεθάνει, όπως και οι σπουδαίοι ιστορικοί. Οι Αθηναίοι έβλεπαν ότι τον έλεγχο της ένδοξης Αθηναϊκής αυτοκρατορίας τον είχε πλέον η Σπάρτη.
Τους πήραν το ναυτικό, γκρέμισαν τμήματα του τείχους, για να μην είναι πια η πόλη οχυρωμένη. Δεν υπάρχει πλέον αυτοκρατορία, ούτε χρήματα, ούτε στόλος. Γι’ αυτό αναγκάζονται να συμμαχήσουν με τη Σπάρτη. Ορκίζονται να έχουν τους ίδιους φίλους και εχθρούς με αυτήν και να ακολουθούν τις διαταγές της. Μια νέα κυβέρνηση τοποθετείται στην Αθήνα και μετατρέπει αυτό το δημοκρατικό κράτος σε μια μικρή Σπάρτη. Σκοπός της Σπάρτης είναι να αντικαθιστά τη δημοκρατία, όπου μπορούσε, με την ολιγαρχία.
Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι η δημοκρατία ήταν πηγή πολλών κακών. Ότι προκαλούσε υπερβολικό ενθουσιασμό και απειθαρχία στο λαό και ήταν επιρρεπής σε ξένες επιρροές. Ένας από τους ειρηνευτικούς όρους της Σπάρτης υποχρέωνε την Αθήνα να εγκαταστήσει ολιγαρχική διακυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση αποτελείτο από 30 μέλη, διορισμένα από τη Σπάρτη, που έμειναν στην Ιστορία γνωστοί ως οι Τριάκοντα Τύραννοι. Η κατάληψη της Αθήνας ήταν η πρώτη προσπάθεια της Σπάρτης για απόλυτη κυριαρχία και ήταν απόλυτα αποτυχημένη.
Υπό την καθοδήγηση του Λύσανδρου, ο οποίος ήταν πολύ καλύτερος ναύαρχος απ’ ό,τι διπλωμάτης, οι Τριάκοντα τύραννοι ξεκίνησαν μια σειρά από πράξεις βίας κατά των αντιφρονούντων που υπήρχαν στην Αθήνα. Έκαναν φρικτά πράγματα. Ήταν ο χειρότερος εμφύλιος πόλεμος που είχε ζήσει η Αθήνα. Σκοτώθηκαν 5.000 περίπου Αθηναίοι, ένας τρομερός αριθμός, αν σκεφτεί κανείς ότι οι ενήλικες άντρες της Αθήνας έφταναν την εποχή εκείνη τους 25.000.
Ήταν τόσο αιμοδιψείς, που οι Αθηναίοι εξόριστοι δημοκρατικοί, που επέστρεψαν στην Αθήνα για να πάρουν την πόλη τους, είχαν την υποστήριξη ακόμα και του Παυσανία, που ήταν τότε ένας από τους βασιλείς της Σπάρτης! Ήταν αντίθετος με τον Λύσανδρο και με ό,τι συνέβαινε τότε και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι υπήρχε διαμάχη μεταξύ των βασιλιάδων. Μέσα σε λίγους μήνες, η νίκη επί της Αθήνας είχε διχάσει τη Σπάρτη και ανάγκασε τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο να διαλέξει πλευρά, οδηγώντας σε αφανισμό όσους βρέθηκαν στη μέση.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος είχε μάθει τον κόσμο να κλίνει είτε προς τους ολιγαρχικούς είτε προς τους δημοκρατικούς για να είναι ασφαλής. Και ότι όσοι είναι μετριοπαθείς, και πάνε να γεφυρώσουν τις οικονομικές και πολιτικές τους διαφορές, καταλήγουν νεκροί. Ήταν, με κάθε έννοια της λέξης, μια Πύρρειος νίκη, ένας πόλεμος στον οποίο κανείς δεν κερδίζει. Η Αθήνα είχε χάσει τον πόλεμο και η αυτοκρατορία της δεν θα γινόταν ποτέ ξανά τόσο ισχυρή, όσο ήταν πριν τον πόλεμο. Το παράξενο ήταν ότι παρόλο που η Σπάρτη είχε νικήσει, περνούσε κι αυτή μια καταστροφική περίοδο.
Ήταν πολύ ειρωνικό, ότι τη στιγμή της νίκης τους οι Σπαρτιάτες προετοίμαζαν το έδαφος για την ίδια τους την κατάρρευση. Μετά την ήτα των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς ,η Πάραλος έφερε στον Πειραιά την είδηση για τη συμφορά. Στην αρχαιότητα η Πάραλος, ή και Παραλία αποκαλούμενη κατά επιγραφές, ήταν ένα από τα έξι "Ιερά Πλοία" της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Τα άλλα πέντε ήταν η Σαλαμινία, η Αμμωνιάς, η Αντιγονίς, η Δημητριάς και η Πτολεμαΐς.
Η Πάραλος ήταν τριήρης που συμμετείχε ειδικά στις "θεωρίες" καθώς και σε άλλες ιερές ή δημόσιες αποστολές, συνήθως επείγουσας φυσεως. Το συνηθέστερο αγκυροβόλιο της Παράλου ήταν ο παρά την άκρα του Σουνίου δυτικός όρμος ο αποκαλούμενος "Παράλου Γη". Αργότερα ναυπηγήθηκε και άλλη αδελφή τριήρης συναγωγός, δηλαδή με ίδιο σκοπό, που έλαβε το όνομα "Σαλαμινία", επειδή το μόνιμο αγκυροβόλιό της ήταν στη Σαλαμίνα. Οι θέσεις των παραπάνω αγκυροβολίων αποδεικνύουν τον βαθμό ετοιμότητας των πλοίων αυτών σε επείγουσες αποστολές.
Επίσης και τα δύο αυτά ιερά πλοία αποκαλούνταν από τους Αθηναίους και "Θεωρίδες" (Θεωρίς) ή "Δηλιάδες" (Δηλιάς), επειδή έφερναν τις Θεωρίες στη Δήλο. Οι επιβαίνοντες της Παράλου, ασχέτου κατηγορίας, είτε ήταν πλήρωμα είτε επιβάτες υπάλληλοι θεωροί, ονομάζονταν "πάραλοι" ή "παραλίτες" και, εξ αντικειμένου, έπρεπε να ήταν πολίτες της Αθήνας, και μάλιστα, κατά τον Θουκυδίδη (Η' 72), ακραιφνών δημοκρατικών αισθημάτων.
Επίσης στην αρχαιότητα Πάραλοι στον πληθυντικό ονομάζονταν γενικά οι εγκατεστημένοι σε παραθαλάσσιες περιοχές (παρά+άλω, όπως και παραλία και παράλιος). H λύπη των Αθηναίων ήταν μεγάλη, έμειναν όλη τη νύχτα ξάγρυπνοι. Την άλλη μέρα όμως ετοιμάστηκαν να αμυνθούν. Αποφάσισαν να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν φρουρούς και να περιμένουν την πολιορκία.
Tώρα δεν έμενε παρά η κατάληψη των Aθηνών. O Λύσανδρος ειδοποίησε τον Άγι που βρισκόταν στη Δεκέλεια και τους εφόρους της Σπάρτης ότι θα πήγαινε στον Πειραιά με 200 πλοία. O άλλος Βασιλιάς της Σπάρτης, ο Παυσανίας, με τον υπόλοιπο στρατό και τους συμμάχους, εκτός από τους Aργείους, εισέβαλε στην Αττική, στρατοπέδευσε κοντά στα τείχη και άρχισε να πολιορκεί την πόλη. Oι Aθηναίοι, όσο υπήρχαν τρόφιμα αντιστέκονταν.
Όταν όμως αυτά τελείωσαν και οι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν από την πείνα έστειλαν πρέσβεις στη Δεκέλεια, στον Άγι, με όρους για την ειρήνη. O Άγις όμως τους παρέπεμψε στη Σπάρτη. Oι εννέα πρέσβεις των Aθηναίων, με δέκατο τον Θηραμένη, πήγαν στη Σπάρτη και παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο. Eκεί οι Kορίνθιοι, και προ πάντων οι Θηβαίοι, και πολλοί άλλοι έλεγαν στους Σπαρτιάτες να μη συνομολογήσουν ειρήνη, αλλά να καταστρέψουν την πόλη και να εξανδραποδίσουν τους κατοίκους της. Oι Λακεδαιμόνιοι, όμως, αρνήθηκαν να υποδουλώσουν πόλη η οποία τόσα είχε προσφέρει στην Eλλάδα.
Έτσι αποφάσισαν να κάνουν ειρήνη με όρους την κατακρήμνιση των Mακρών Tειχών και των Tειχών του Πειραιά και την παράδοση όλων των πλοίων εκτός από δώδεκα. Oι Aθηναίοι όφειλαν να δεχθούν την επιστροφή των φυγάδων, να έχουν τους ίδιους φίλους και εχθρούς και να ακολουθούν τους Λακεδαιμονίους σε ξηρά και θάλασσα. Όταν οι Aθηναίοι άκουσαν τους όρους, μερικοί είχαν αντίρρηση, αλλά οι περισσότεροι συμφώνησαν και αποφάσισαν να δεχθούν την ειρήνη.
Ύστερα από αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά, ενώ οι Aθηναίοι άρχισαν να κατακρημνίζουν τα τείχη υπό τους ήχους μουσικής αυλητρίδων και με πολλή προθυμία, γιατί νόμιζαν ότι εκείνη η μέρα ήταν αρχή της ελευθερίας της Eλλάδος. Ήταν η 16η Mουνιχιώνος (Aπριλίου) του έτους 404 π.X. Tην ίδα ημερομηνία οι Aθηναίοι είχαν νικήσει στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ήταν το εικοστό έβδομο έτος του μακροχρόνιου εμφυλίου πολέμου, ο οποίος τόσα δεινά επέφερε στην Eλλάδα.
Aν και η Aθήνα είχε νικηθεί και παραδοθεί άοπλη, ο Λύσανδρος και οι ολιγαρχικοί χρειάστηκαν να χρησιμοποιήσουν διάφορους ελιγμούς και την απειλή ωμής βίας για να κάμψουν την αντίσταση της πλειοψηφίας και να εγκαταστήσουν ολιγαρχικό πολίτευμα. Eνώ είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους για τον σκοπό αυτό, υπέβαλαν στην Eκκλησία του δήμου ένα κείμενο συνθηκολόγησης που έγραφε ότι οι Aθηναίοι θα διατηρούσαν το πατροπαράδοτο πολίτευμα.
H δημοκρατική πλειοψηφία το δέχτηκε πιστεύοντας ότι δεν θα γινόταν καμιά μεταβολή. Oι ολιγαρχικοί, όμως, δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους. Aρχηγός των μετριοπαθέστερων ολιγαρχικών ήταν πάντα ο Θηραμένης, με συνεργάτες τον Aρχίνο, τον Kλειτοφώντα και τον Φορμίσιο, ενώ οι ακραίοι είχαν αρχηγό τον Kριτία. O Kριτίας καταγόταν από επιφανή οικογένεια. Ήταν εξάδελφος του Πλάτωνα, σοφιστής και παλιός μαθητής του Σωκράτη. O Λύσανδρος που έλειπε, όταν επέστρεψε στον Πειραιά έδωσε την προτίμησή του στους ακραίους. Oι μετριοπαθείς υπέκυψαν.
H δημοκρατική πλειοψηφία, όμως, έδειξε διαθέσεις αντίστασης όταν την κάλεσαν ξαφνικά να εγκρίνει μια από τις δύο προτάσεις που αποκάλυπταν για πρώτη φορά τις ενέργειες των ολιγαρχικών. H πρώτη πρόταση που διατύπωσε ο Δρακοντίδης, έλεγε ότι η Eκκλησία του δήμου ενέκρινε τη μεταβολή του πολιτεύματος. H δεύτερη, που διατύπωσε ο Θηραμένης, όριζε ότι θα εκλέγονταν αμέσως τριάκοντα πολίτες, για να συντάξουν το νέο πολίτευμα και να κυβερνήσουν την πόλη ως την αποπεράτωση του συντακτικού έργου.
Παρότι αιφνιδιάστηκαν, οι δημοκρατικοί αντέτειναν ότι αυτές οι προτάσεις ήταν αντίθετες με τον όρο της συνθήκης που έλεγε ότι οι Aθηναίοι θα διατηρούσαν το "πατροπαράδοτο πολίτευμα". Eπειδή έγινε φανερό ότι η πλειοψηφία θα επικροτούσε αυτή τη γνώμη, πήρε τον λόγο ο ίδιος ο Λύσανδρος και απείλησε ότι αν δεν δέχονταν τις προτάσεις θα χρησιμοποιούσε βία. Στη συνέχεια ζητήθηκε από την Eκκλησία να εκλέξει τους τριάκοντα άρχοντες.
Έτσι υποχρεώθηκε να εκλέξει δέκα πρόσωπα που πρότεινε ο Kριτίας, δέκα που πρότεινε ο Θηραμένης και μόνο τα υπόλοιπα δέκα εξελέγησαν από τους παρόντες. Ήταν Σεπτέμβριος του 404 π.X. Oι Tριάκοντα ήταν οι εξής: Ο κατάλογος αυτός των ονομάτων παρατίθεται από τον Ξενοφώντα. Σημειώνεται πως ορισμένοι από αυτούς φέρουν το ίδιο όνομα με διασημότερους συμπατριώτες τους, αλλά δεν πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα.
Oι Τριάκοντα Tύραννοι είναι:
Αισχίνης - Αναίτιος -Αρεσίας -Αριστοτέλης - Διοκλής - Δρακοντίδης -Ερασίστρατος - Ερατοσθένης - Ευκλείδης -Ευμάθης Θεογένης-Θέογνις -Θηραμένης- Ιέρων- Ιππόλοχος - Ιππόμαχος - Κλεομήδης - Κριτίας - Μηλόβιος Μνησιθείδης Μνησίλοχος- Ονομακλή- Πείσων- Πολυχάρης- Σοφοκλής - Φαιδρίας (αναφέρεται και ως Φαίδιμος)- Φείδων Χαιρέλεως - Χαρικλής -Χρέμων.
Μόλις ανέλαβαν καθήκοντα, απέδωσαν στον Άρειο Πάγο τα δικαιώματα που είχε πριν από τις μεταρρυθμίσεις (Εφιάλτη-Αρχέστρατου), κατήργησαν τα δικαστήρια των ενόρκων πολιτών και παραχώρησαν στη Bουλή των Πεντακοσίων αρμοδιότητες ποινικού δικαστηρίου. Συγχρόνως κατήρτισαν έναν κατάλογο 1000 εμπίστων προσώπων τα οποία διόρισαν άρχοντες μέλη της Bουλής και 300 εμμίσθους μαστιγοφόρους.
Aπό τις πρώτες πράξεις της διοίκησής τους ήταν η δικαστική δολοφονία των δημοκρατικών αρχηγών, υποχρεώνοντας τα μέλη της Bουλής των Πεντακοσίων να ψηφίσουν θάνατο. Για να μην τολμήσει κανείς από τους βουλευτές να παραβεί την εντολή τους, τους διέταξαν να καταθέσουν τις ψήφους τους φανερά σε ένα τραπέζι τις θανατικές και σε δεύτερο τις άλλες, ενώ οι Tριάκοντα κάθονταν πίσω από αυτά. Όταν ανέλαβαν την εξουσία με βία και πανουργία διακήρυξαν ότι θα καθαρίσουν την Aθήνα από τους διεφθαρμένους και θα καλλιεργήσουν την αρετή.
Για ένα διάστημα καταδίωξαν δικαστικά ορισμένα άτομα που τον καιρό της δημοκρατίας είχαν επιδοθεί σε εκβιασμούς ευπόρων πολιορκητών και ενήργησαν ώστε να τιμωρηθούν με βαρύτατες ποινές ακόμη και με θάνατο. Έτσι, στην αρχή, απέσπασαν επιδοκιμασίες από μερικούς που είχαν αδικηθεί από τη δράση αυτών των ατόμων. Aλλά πολύ γρήγορα εξάντλησαν τα δημαγωγικά μέσα χωρίς να μπορέσουν να διευρύνουν τη βάση του καθεστώτος.
Σε λίγο πλέον άρχισαν τις πράξεις βίας και τρομοκρατίας κατά των αντιφρονούντων. O Kριτίας και ο Θηραμένης διαφωνούσαν σχετικά με τον αριθμό των πολιτών που θα αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα. O πρώτος υποστήριζε ότι οι ενεργοί πολίτες έπρεπε να είναι μόνο 3.000, να εκλέγονται ανάμεσα στους πλουσιότερους Αθηναίους και να αποκτούν ή να χάνουν αυτή την ιδιότητα με απόφαση των Τριάκοντα Τυράννων.
Όσοι αποκλείονταν από τον κατάλογο των πολιτών ή διαγράφονταν από αυτόν εκ των υστέρων όχι μόνο δεν θα είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα, αλλά θα ήταν δυνατόν να καταδικαστούν ακόμη και σε θάνατο, από τους Tριάκοντα και όχι από τα κανονικά δικαστήρια, αν και αυτά δέχονταν τις εντολές από τους τυράννους. Eνώ ο Θηραμένης ήθελε να προσληφθούν όλοι οι Aθηναίοι που επιστρατεύονταν ως ιππείς, και ως οπλίτες, δηλαδή τα μέλη των τριών ανωτέρων τμημάτων (οι πεντακοσιομέδιμνοι, οι ιππείς και οι ζευγίτες).
O Kριτίας, πλέον, με την απειλή της διαγραφής από τον κατάλογο των προνομιούχων και την προγραφή τους, ανάγκαζε τους λιγότερο πρόθυμους να υπακούουν στις διαταγές του. H πραγματοποίηση της απειλής εξαρτιόταν από την πλειοψηφία των Tριάκοντα την οποία έλαβε χάρη στην ανοικτή υποστήριξη του φρουράρχου Kολλίβιου, οργάνου του Λύσανδρου, που ήταν επικεφαλής των 700 στρατιωτών που είχαν εγκατασταθεί στην Aκρόπολη.
Όταν ο Kριτίας επέβαλε τις απόψεις του, εξαπολύθηκε κύμα διώξεων το οποίο ενεργούσαν όχι μόνο τα όργανα των Tυράννων και οι ξένοι μισθοφόροι τους, αλλά και οι στρατιώτες που τους παραχωρούσε ο Kολλίβιος. Πλούσιοι και φτωχοί, δημοκρατικοί, ουδέτεροι, μετριοπαθείς, ολιγαρχικοί Aθηναίοι ή μέτοικοι συλλαμβάνονταν οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, στην Aγορά ή στα σπίτια τους την ώρα του φαγητού ή του ύπνου και θανατώνονταν χωρίς δίκη.
Tα κίνητρα αυτών των διώξεων ήταν πολλά.
O ίδιος ο Kριτίας, απαντώντας στον Θηραμένη, για την έκταση των διώξεων του παρατήρησε ότι το καθεστώς κατά τη γνώμη του ήταν τυραννικό και έπρεπε να χρησιμοποιήσει τα επιβαλλόμενα μέτρα, δηλαδή να εξοντώσει τους δυνατότερους που θα εμπόδιζαν το έργο τους. Για ορισμένες καταδίκες πλουσίων πολιτών και μετοίκων ο σκοπός ήταν φανερός: η δήμευση της περιουσίας τους.
Oι Τύραννοι αντιμετώπιζαν πολλά έξοδα, καταβολή φόρων στη Σπάρτη, συντήρηση φρουράς των Σπαρτιατών, του σώματος των μισθοφόρων και μαστιγοφόρων... H Αθηναϊκή οικονομία είχε υποστεί βαρύτατο κλονισμό από τον μακροχρόνιο πόλεμο, οι πόροι από κανονικές πηγές είχαν ελαττωθεί σε μεγάλο βαθμό, οι φόροι από τον αγροτικό τομέα απέδιδαν ελάχιστα, τα τέλη από τις εισαγωγές, εξαγωγές είχαν μηδενισθεί. Tα έσοδα από τη φορολογία των συμμάχων είχαν χαθεί. Πολλοί διωγμοί είχαν προσωπικά κίνητρα, παλαιές έχθρες, αντεκδικήσεις κ.λπ.
Η Σπάρτη Μετά τη Νίκη
Μετά την εγκατάσταση της ολιγαρχίας στην Αθήνα, ο Λύσανδρος υποστήριξε την κατάληψη όσο περισσότερων πόλεων-κρατών ήταν μέλη της πρώην Αθηναϊκής αυτοκρατορίας. Η Σπάρτη τοποθετεί γρήγορα 10 ολιγαρχικούς σε κάθε συμμαχική πόλη της Αθήνας. Αντί να απελευθερωθούν, οι κάτοικοι αυτών των πόλεων δέχονταν ένα σύστημα, που τους έκανε να αναρωτιούνται για το αν ήταν πολύ επιπόλαιοι που απέρριπταν την Αθηναϊκή Ηγεμονία. Θα θέλατε να αλλάξετε την Ακρόπολη και τη δημοκρατία με τον Σπαρτιάτικο τρόπο ζωής;
Κανείς δεν το ήθελε αυτό. Θα αλλάζατε μια Αθηναϊκή δραχμή για ένα κομμάτι Σπαρτιάτικου δέρματος; Κανείς δεν το ήθελε αυτό. Αντίθετα με τους Αθηναίους, οι Σπαρτιάτες δεν ήταν καλοί ρήτορες. Δεν παρήγαγαν ιδέες, τις οποίες θα μπορούσαν να θαυμάσουν οι υπόλοιποι Έλληνες. Η νέα Σπαρτιάτικη ηγεσία χρειαζόταν ένα χάρισμα για να κερδίσει έδαφος, κάτι όμως που έλειπε από τον Σπαρτιάτικο πολιτισμό.
Η βασική αδυναμία αυτού του πολιτισμού είναι η έλλειψη φαντασίας των Σπαρτιατών. Δεν ήταν καθόλου ευρηματικοί και καθόλου γοητευτικοί. Φέρονταν στους υπόλοιπους Έλληνες σαν να ήταν ζώα, επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολύ ανώτερους. Πολλοί Σπαρτιάτες στρατηγοί συμπεριφέρονταν βάναυσα στους λαούς που κατακτούσαν. Ο Ελληνικός κόσμος υπέστη μεγάλη καταπίεση και απίστευτα βάναυση συμπεριφορά από τους ανώτερους Σπαρτιάτες.
Η πειθαρχία που επέβαλλαν στο στρατό τους ήταν άλλο θέμα. Όταν όμως την επέβαλλαν σε άλλους λαούς, έπαιρνε τη μορφή ενός φορτίου. Δεν ήταν, λοιπόν, καθόλου δημοφιλείς. Εδώ νομίζω ότι πρέπει να θυμηθούμε τον τρόπο εκπαίδευσης των Σπαρτιατών. Γι’ αυτούς, ο κόσμος είναι ένας τόπος όπου πρέπει να ζουν μόνον όσοι το αξίζουν και με βάση αυτό το σκεπτικό είχαν και την ανάλογη συμπεριφορά. Έκαναν συνεχώς αντίποινα κι αυτό γρήγορα τους οδήγησε σε πόλεμο, ακόμα και με τους συμμάχους τους.
Οι σύμμαχοι της Σπάρτης δεν είχαν πολεμήσει 27 χρόνια στον πόλεμο για να μπορεί η Σπάρτη να κατακτήσει ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο και να γίνει η επόμενη αυτοκρατορική δύναμη. Αυτό τρόμαξε τους συμμάχους της Σπάρτης, που θεωρούσαν ότι θα απελευθέρωνε το Αιγαίο από το αυτοκρατορικό κράτος της Αθήνας. Οι Σπαρτιάτες, όμως, δεν το έβλεπαν έτσι. Γι’ αυτούς είναι η ευκαιρία να πάρουν αυτό που θέλουν. Η πρώτη πόλη-κράτος που επαναστατεί με επιτυχία κατά της Σπάρτης είναι και η πρώτη που είχε πέσει: η Αθήνα.
Η Αθήνα Επαναστατεί
Το 403 π.Χ., οι εξόριστοι Αθηναίοι επιστρέφουν στον Πειραιά και οδηγούν μια πετυχημένη επανάσταση εναντίον των Τριάκοντα Τυράννων του Λύσανδρου. Ο Αριστοτέλης είχε γράψει ότι δεν έχει σημασία το να φτιάχνεις έναν πολιτισμό βασισμένο μόνο στο στρατιωτικό νόμο, επειδή υπάρχουν και οι περίοδοι ειρήνης που πρέπει να σκεφτεί κανείς. Οι Σπαρτιάτες δεν το καταλάβαιναν αυτό. Μόλις κέρδισαν τον πόλεμο, γύρισαν την πλάτη στην ειρήνη. Δεν πέρασε ούτε μια χρονιά τον 4ο αιώνα, που οι Σπαρτιάτες να μην αποξενώσουν κάποιον πρώην σύμμαχό τους.
Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό τους. Το μοιραίο λάθος της Σπάρτης, στα χρόνια μετά τον πόλεμο, ήταν ότι υποτίμησε το γεγονός ότι έπρεπε να κρατά ευχαριστημένους τους συμμάχους της. Καμιά πόλη-κράτος στην Ελλάδα, όσο οργανωμένη και αν ήταν, δεν θα μπορούσε να κυριαρχήσει στον Ελληνικό κόσμο χωρίς τη βοήθεια άλλων συμμαχικών πόλεων. Άλλο ένα μεγάλο πρόβλημα της Σπάρτης ήταν και ο γίγαντας Περσία. Η Σπάρτη έπρεπε να βρει έναν τρόπο να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με τις υπόλοιπες πόλεις, αλλά αντί γι’ αυτό η Σπάρτη τις αποξενώνει όλες. Αυτό, επομένως, σήμανε και την καταστροφή της.
Σε σύντομο διάστημα καταφέρνει να γίνει μισητή από τους δυο πιστούς μέχρι τότε συμμάχους της: τη Θήβα και την Κόρινθο. Πολύ γρήγορα, δημιουργείται μια γέφυρα μεταξύ τους και είναι δυο πανίσχυροι σύμμαχοι που δεν μπορούν να αγνοήσουν. Μέσα σε μια δεκαετία, μετά τη σπουδαία της νίκη, η Σπάρτη οδηγείται και πάλι σε πόλεμο. Και αυτή τη φορά η ανίκητη Σπαρτιάτικη πολεμική μηχανή θα υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές.
Αποτελέσματα από την Εφαρμογή των Στρατηγικών
Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή των παραπάνω στρατηγικών των δύο αντιπάλων, όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας ενότητας, ήταν η ήττα της Αθήνας και η αποδιοργάνωση της εκτεταμένης Αθηναϊκής Συμμαχίας, η εκπλήρωση, δηλαδή, των προγραμματικών επιχειρησιακών στόχων του Πελοποννησιακού Συνασπισμού. Οι αιτίες για τη συγκεκριμένη έκβαση των πολεμικών συγκρούσεων είναι πράγματι πολλές και πολυσήμαντες, αφού εκτείνονται στο στρατιωτικό, πολιτικό, διπλωματικό, ανθρώπινο και ψυχολογικό πεδίο.
Θα μπορούσαν, ωστόσο, να συμπυκνωθούν σε ορισμένες βασικές διατυπώσεις: η ασυμφωνία στόχων και πολεμικών μέσων της Αθηναϊκής Συμμαχίας, που οδήγησε σε έναν πολυμέτωπο αγώνα, ο οποίος έφθειρε την Αθηναϊκή συνοχή, η απολυταρχική υφή της Αθηναϊκής Συμμαχίας, που αποξένωσε πολλές πόλεις-μέλη και αποδυνάμωσε το συμμαχικό δίκτυο και οι σοβαρές εσωτερικές αδυναμίες του Αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος, οι οποίες υπονόμευαν σταθε- ρά τις πολεμικές προσπάθειες των Αθηνών.
Θα παρατηρούσε κανείς ότι όλες οι παρατιθέμενες αιτίες αφορούν μόνο την Αθηναϊκή πλευρά και καθόλου αυτήν της Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Πράγματι, περισσότερο ισχύει ότι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο τον έχασε η Αθήνα, παρά ότι τον κέρδισε η Σπάρτη και οι σύμμαχοί της. Μια τέτοια πρόταση δεν αμφισβητεί την πολεμική ανδραγαθία των Πελοποννησίων – άλλωστε οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν αυτές που τελικά έκριναν τον πόλεμο, κι όχι οι πολιτικές ή οι διπλωματικές ισορροπίες.
Τονίζεται απλώς το εξαιρετικό πολιτικό φαινόμενο που αποτέλεσε η Αθήνα τον 5ο π.Χ. αιώνα, καθώς και το γεγονός ότι οι αποφασιστικές πολεμικές συγκρούσεις ήταν αρχικά στρατηγικές πρωτοβουλίες των Αθηνών, οι περισσότερες, ομολογουμένως, ευφυείς στη σύλληψη, οι οποίες μεταβλήθηκαν όμως σε ήττες με σημαντικές συνέπειες. Συνεπώς, από μια πλευρά θεωρούμενη, η έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου δικαίωσε την προτεραιότητα των στρατιωτικών επιχειρήσεων έναντι των πολιτικών υπολογισμών.
Σημασία του πολέμου
Ο πόλεμος είναι το τέλος της αθηναϊκής ηγεμονίας και επηρέασε καθοριστικά τον Ελλαδικό κόσμο. Σχεδόν όλες οι Ελληνικές πόλεις πήραν μέρος σε αυτόν και οι πολεμικές συρράξεις έλαβαν χώρα σε όλον σχεδόν τον ελληνόφωνο κόσμο. Γι’ αυτό και ονομάζεται από νεώτερους ερευνητές «αρχαίος παγκόσμιος πόλεμος».
Αυτός ο πόλεμος δεν ήταν σημαντικός μόνο για την εξέλιξη της ιστορίας της Ελλάδας, αλλά και για την επιστήμη της ιστοριογραφίας, επειδή ήταν το πρώτο γεγονός, το οποίο έγινε αντικείμενο επιστημονικής και ιστορικής ανάλυσης: Ο ιστορικός Θουκυδίδης μας παραδίδει στο έργο του «Ιστορία» μία αναλυτική σύγχρονη περιγραφή του πολέμου μέχρι τον χειμώνα του έτους 411 π.Χ. (από την οποία εξαρτώνται έως και σήμερα κατά ένα μεγάλο μέρος οι σημερινοί ερευνητές), στο οποίο αναλύει τα αίτια και τις αφορμές του πολέμου με μία συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία έγινε πρότυπο για τη μεταγενέστερη ευρωπαϊκή ιστοριογραφία. Τα γεγονότα μετά το 411 π.Χ., που ο θάνατος δεν επέτρεψε στο Θουκυδίδη να εξιστορήσει, περιγράφει ο Ξενοφών στο έργο του, «Ελληνικά».
Η ονομασία «Πελοποννησιακός Πόλεμος» είναι μεταγενέστερη, ενώ ο Θουκυδίδης τον αναφέρει ως πόλεμο ανάμεσα στους Πελοποννήσιους και τους Αθηναίους.
Πήγαινε: στην Αρχή της Σελίδας
Πηγες
[1] "ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ"
[2] "Wikipedia"
ΘΟΥΚΙΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ
ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Η εφαρμογη μας για το κινητο σου
Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"