ANCIENT GREECE RELOADED
ΜΠΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ
ΜΕΓΑΡΑ
ΠΗΓΑΙΝΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ:
Προκαταρκτική σημείωση
Τη ζωή του Ηρακλή σημαδεύουν οι δύο γάμοι του, με τη Μεγάρα πρώτα, με τη Δηιάνειρα μετά (πέρα από τις παράπλευρες σχέσεις — ογδόντα μαρτυρεί η παράδοση), και δύο φόνοι που ξεχωρίζουν από τους πολλούς άλλους που έκανε, γιατί αυτούς τους διέπραξε σε κατάσταση μανίας. Ο ένας ήταν ο φόνος των παιδιών που απέκτησε με τη Μεγάρα· ο άλλος του Ίφιτου, γιου του Εύρυτου, στην Τίρυνθα.
Και οι δύο φόνοι, λόγω της ιδιάζουσας συνθήκης επιτέλεσής τους, απαιτούσαν καθαρμό για να απαλλαγεί ο ήρωας από το μίασμά τους. Γύρω, λοιπόν, από αυτούς οργανώνεται η δράση του Ηρακλή, πρώτα οι δώδεκα άθλοι, με εμβόλιμα πολλά πάρεργα, ως καθαρμός μέσω δουλικής υπηρεσίας στον Ευρυσθέα, ύστερα εκστρατείες και κατορθώματα που τελούνται πριν και μετά τη δουλική υπηρεσία στη βασίλισσα της Λυδίας Ομφάλη.
Αυτά ισχύουν για την επική παράδοση, γιατί ο δραματουργός Ευριπίδης μετατρέπει τον ήρωα από επικό σε τραγικό, καθώς διαπράττει τον φόνο των παιδιών του μετά τη διάπραξη των άθλων του και σε μια στιγμή που έμοιαζε ανίκητος.
Η επική παράδοση
Όταν ο Ηρακλής απάλλαξε τη γενέθλια πόλη του, τη Θήβα, από τον φόρο που πλήρωνε στον Εργίνο, τον βασιλιά των Μινυών του Ορχομενού, και απέκρουσε μαζί με άλλους Θηβαίους την επίθεσή τους, ο Κρέοντας, ως ανταμοιβή για την ανδρεία του, τον πάντρεψε με τη μεγαλύτερή του κόρη, τη Μεγάρα, και του εμπιστεύτηκε τις υποθέσεις της πόλης σαν να ήταν γνήσιο δικό του παιδί.
Το ζευγάρι απέκτησε τρία αγόρια, τον Θηρίμαχο, τον Κρεοντιάδη, τον Δηικόοντα, ή τέσσερα ή πέντε ή επτά (Αντίμαχος, Κλύμενος, Γληνός, Θηρίμαχος, Κρεοντιάδης).
Μετά τη μάχη εναντίον των Μινυών, και βλέποντας ο Ευρυσθέας ότι η δύναμη και η φήμη του Ηρακλή αυξάνονταν, τον κάλεσε και τον πρόσταξε να επιτελέσει άθλους. Και επειδή ο Ηρακλής δεν φαινόταν διατεθειμένος να υπακούσει, ο πατέρας του Δίας του έστειλε μήνυμα να τον υπηρετήσει.
Ως και οι θεοί στους Δελφούς, όπου κατέφυγε ο Ηρακλής, του είπαν τα ίδια, συμπληρώνοντας ότι τον έπαθλο των άθλων θα ήταν η αθανασία. Ακόμη και τότε ο ήρωας δίστασε.
Σε αυτή τη χρονική στιγμή βρήκε την ευκαιρία η Ήρα, από ζήλια (Πρβ. Ομ., Ιλ. Τ 103 κ.ε. Οδ. λ 621.), και του ενέβαλε μανία και πάνω στο ψυχικό του άγχος σάλεψε το μυαλό του. Με θολωμένο τον νου καταφέρθηκε εναντίον των ίδιων του των παιδιών αλλά και των δυο παιδιών του Ιφικλή — τα έριξε όλα στη φωτιά. Ακόμη και τον Ιόλαο προσπάθησε να σκοτώσει αλλά εκείνος ξέφυγε.
Όταν λυτρώθηκε από τη μανία και αντιλήφθηκε τι έκανε, έπεσε σε θλίψη αδρανής στο σπίτι του αποφεύγοντας τους ανθρώπους, ακόμη και αυτούς που τον συναισθάνονταν, τον συλλυπούνταν και συμμετείχαν στο πένθος του. Με το πέρασμα του χρόνου ο πόνος του πραΰνθηκε, και τότε αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που σχεδίαζε ο Ευρυσθέας για εκείνον.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου, ο Ηρακλής μετά τον φόνο των δικών του καταδίκασε τον εαυτό του σε εξορία· στη συνέχεια, αφού εξαγνίστηκε από τον Θέσπιο, πήγε στο μαντείο των Δελφών για να ρωτήσει τον θεό σε ποιον τόπο να εγκατασταθεί.
Και τότε, λέει ο Απολλόδωρος, για πρώτη φορά η Πυθία τον αποκάλεσε Ηρακλή από Αλκείδη ή Αλκαΐδη που τον έλεγαν πρώτα (από τον παππού του Αλκαίο, πατέρα του Αμφιτρύωνα), και όχι οι Αργείοι που θαύμασαν τη δύναμη του νήπιου Ηρακλή, όπως λέει ο Διόδωρος. Και η Πυθία του είπε να εγκατασταθεί στην Τίρυνθα, υπηρετώντας τον Ευρυσθέα για δώδεκα χρόνια, και να εκτελέσει τους δέκα άθλους που θα του όριζε και οι οποίοι, τελικά, θα του χάριζαν την αθανασία.
Όσο για την τριαντατριάχρονη Μεγάρα, ο Ηρακλής μη μπορώντας να ζήσει μαζί της, την έδωσε στον δεκαεξάχρονο ανεψιό του Ιόλαο και αυτοεξορίστηκε για έναν χρόνο. Μετά την παρέλευση του καθορισμένου χρόνου, τον κάλεσαν πίσω ο Ιφικλής, ο ετεροθαλής αδελφός του, και ο Λικύμνιος, ο θείος του, αλλά ο ίδιος δεν το θέλησε. Τον αναζήτησαν όμως εκείνοι, μέχρι που συναντήθηκαν όλοι μαζί στην Τίρυνθα.
Η ευριπίδεια εκδοχή. Η τραγωδία Ηρακλής μαινόμενος (424-415 π.Χ.)
Το δράμα εκτυλίσσεται στη γενέτειρα του Ηρακλή, τη Θήβα, απόντος του ήρωα που εκτελεί τον δωδέκατο και τελευταίο άθλο που του επέβαλε ο Ευρυσθέας: την κατάβαση στον Κάτω Κόσμο και τη συνάντηση με νεκρούς και τους βασιλείς θεούς του τόπου και των ενοίκων, προκειμένου να πιάσει και να φέρει στον επάνω κόσμο τον σκύλο τον Κέρβερο που του ζήτησε ο Ευρυσθέας (Όμ., Οδ. λ 615-626 (1) ).
Εκμεταλλευόμενος την απουσία του Ηρακλή, ο Λύκος, δολοφόνος του πατέρα της Μεγάρας Κρέοντα και των αδερφών της, και σφετεριστής του θρόνου σχεδιάζει να σκοτώσει και την ίδια τη Μεγάρα και τα παιδιά της από τον Ηρακλή, ώστε, όταν μεγαλώσουν, να μην υπάρχει πιθανότητα να πάρουν εκείνα εκδίκηση για τους φόνους. Η Μεγάρα, απροστάτευτη λόγω της απουσίας του Ηρακλή, μαθαίνοντας τις προθέσεις του Λύκου νεκροστολίζει ζωντανά τα παιδιά της (στ. 456-489 (2) ).
Σε μια κίνηση ανατροπής, ο Ευριπίδης εμφανίζει στην κρίσιμη στιγμή τον Ηρακλή που σώζει τη γυναίκα του και τα παιδιά του τιμωρώντας όπως μόνο αυτός ξέρει τον Λύκο και όσους τον απαρνήθηκαν και άφησαν απροστάτευτους τους δικούς του, καθώς τον θεωρούσαν νεκρό (στ. 578-582):
[…] Τιμή είναι για μένα
να μάχομαι με τα θεριά, την ύδρα, το λιοντάρι,
με του Ευρυσθέα προσταγές, και τα δικά μου τέκνα
να μη σώζω απ’ το θάνατο; Δε θα με λογαριάζουν
ως νικηφόρο Ηρακλή, όπως με βλέπαν πρώτα.
Ο Ηρακλής σώζει την οικογένειά του. (Αργότερα, με τη γνώση που φέρνουν τα γεγονότα, ίσως κάποιοι να λέγανε ότι θα ’ταν καλύτερο να είχαν χαθεί οι αγαπημένοι του από το χέρι ενός σφετεριστή της εξουσίας και όχι από το δικό του χέρι.) Αν το έργο τελείωνε εδώ, με αυτήν την ευτυχή κατάληξη, θα μπορούσαμε να το εκλάβουμε ως σατυρικό δράμα. Όμως ο Ευριπίδης δεν επιδιώκει να γράψει μιαν άλλην Άλκηστη· προτίθεται να γράψει τραγωδία.
Αναγκαία λοιπόν είναι μια περιπέτεια, μια αναπάντεχη μεταστροφή και ανατροπή. Ο Ηρακλής σε κατάσταση μανίας σκοτώνει τη γυναίκα του και τα παιδιά τους μη αναγνωρίζοντάς τα, όπως ακριβώς ο Λυκούργος, ο βασιλιάς της Θράκης, και όπως η Αγαύη, που σε κατάσταση μανίας διαμέλισε τον γιο της. Πατεράδες και μητέρες… Τι είναι όμως αυτό που οδηγεί τον Ηρακλή στην κατάσταση αυτή;
Στην περίπτωση του Λυκούργου και της Αγαύης είναι ο Διόνυσος που τους εμβάλλει μανία, γιατί αρνούνται τη θεότητα και τη λατρεία του· στην περίπτωση του Ηρακλή είναι η Ήρα που τον φέρνει σε κατάσταση βακχικής μανίας. Δεν πρόκειται όμως για το είδος εκείνος της ένθεης βακχικής μανίας που φέρνει τους ανθρώπους σε κατάσταση αρμονικής συνύπαρξης με τη φύση και τον εαυτό του· εδώ ο θεός Διόνυσος απουσιάζει:
Να τον κιόλας που τινάζει ξέφρενα την κεφαλή
και τις κόρες των ματιών του γοργοστρέφει στα βουβά.
[…]
Τα μάτια στριφογύριζαν άγρια, φρενιασμένα,
με ασπράδια κατακόκκινα, κι έβγαινε απ’ το στόμα
αφρός που του κατάβρεχε την όμορφη γενειάδα.
[…]
Χορός χωρίς τα τύμπανα αρχίζει και κορώνει,
χωρίς τον θύρσο που αγαπάει ο Βρόμιος ο Βάκχος.
[…]
[Η] Λύσσα τον χόρεψε […] / στην τρέλα με αυλό φριχτό…
(στ. 867-8, 932-4, 890-891, 877-878)
Ακόμη και τον πατέρα του Αμφιτρύωνα επιχείρησε να σκοτώσει, και θα το έκαμνε αν δεν μεσολαβούσε η Αθηνά που τον έριξε σε ύπνο βαθύ. Και τη Μεγάρα σκότωσε λένε μερικοί μυθογράφοι, αλλά δεν είναι η κυρίαρχη άποψη. Ο Ηρακλής συνέρχεται (3) από τη μανία του με τη βοήθεια του θετού του πατέρα, με τρόπο παρόμοιο του Κάδμου προς την Αγαύη.
Γιατί όμως αυτό το χτύπημα της Ήρας; Γιατί η Ήρα θέλει να βαφεί με το δικό του αίμα / σκοτώνοντας τα τέκνα του; (στ. 831-2) Η Ήρα είναι η προδομένη σύζυγος, η σύζυγος που υπομένει τους έρωτες ενός συζύγου, άπιστου σε αυτήν, πιστού στον Έρωτα. Μην μπορώντας να χτυπήσει απ’ ευθείας τον υπέρτατο θεό, χτυπάει πλάγια, ερωμένες και παιδιά, όπως η Μήδεια τη Γλαύκη, που πρόκειται να παντρευτεί ο Ιάσονας, και τα παιδιά τους — η Μήδεια επιθυμεί να πληγώσει τον Ιάσονα πληγώνοντας ό,τι εκείνος αγαπά περισσότερο, τα παιδιά.
Εκείνο που καθιστά αποτρόπαιη την πράξη της Μήδειας είναι ότι πρόκειται για τα παιδιά τους, ενώ η Ήρα χτυπά τα παιδιά του, τα παιδιά του Δία, από μια άποψη όμως και δικά της παιδιά — και εν πάση περιπτώσει παιδιά, πόσο μάλλον τον Ηρακλή που έστω και άθελά της θήλασε. Το χτύπημα μάλιστα που καταφέρνει σε αυτόν τον ιδιότυπο γιο είναι ανάλογο της αγάπης και της προτίμησης που τρέφει ο Δίας απ’ όλα του τα παιδιά σε αυτόν τον ξεχωριστό γιο.
Η χρονική μάλιστα στιγμή που επιλέγει να χτυπήσει καθιστά το χτύπημά της ακόμη πιο βίαιο: ο Ηρακλής μόλις ολοκλήρωνε τους άθλους του, επιτέλους τελείωνε με τη δουλική υπηρεσία στον Ευρυσθέα· οι όποιοι άθλοι μετά από αυτούς, τα όποια έργα ή μη έργα θα ήταν αποτέλεσμα πια της δικής του προαίρεσης· ήταν η στιγμή που ο Ηρακλής θα έπαιρνε τη ζωή του στα χέρια του.
Με μια εκπληκτική αντιστροφή της επικής παράδοσης ο Ευριπίδης καθιστά τον Ηρακλή τραγικό ήρωα. Διότι η παράδοση θέλει τον Ηρακλή να υπηρετεί τον Ευρυσθέα ως τιμωρία για τον φόνο της Μεγάρας και των παιδιών του. Ο λογοτέχνης, παρεμβαίνοντας στην παράδοση, την τέμνει με την έμπνευσή του: ο Ηρακλής θα διαπράξει τους φόνους των δικών του άμα τη επιτελέσει των άθλων και έχοντας απαλλαγεί από τον σφετεριστή του θρόνου των Θηβών Λύκο που σχεδίασε τον φόνο των ανθρώπων που ο Ηρακλής αγαπούσε, της οικογένειάς του.
Για μια ακόμη φορά η πτώση έρχεται τη στιγμή της αναμενόμενης γαλήνης —μηδένα προ του τέλους μακάριζε· σέρνεται σαν ψίθυρος η φράση. Ο Ευριπίδης καθιστά τον Ηρακλή τραγικό ήρωα, γιατί τον βάζει να δοκιμάσει ό,τι αναγκαστικά δοκιμάζει κάθε θνητός: τον πόνο του θανάτου. Ο Ηρακλής, ο ήρωας που νίκησε τέρατα και θεριά, ο ήρωας σύμμαχος των θεών, ο θνητός που κατέβηκε ζωντανός στον Άδη και επέστρεψε, αυτός ο νικητής του θανάτου καταβάλλεται από τον θάνατο.
Ο θρήνος (4) του είναι σπαρακτικός και ο θεατής αναρωτιέται αν ο ποιητής δημιουργεί μια έντονη τραγική ειρωνεία τοποθετώντας τον θάνατο του ήρωα στη διάρκεια της τέλεσης του άθλου της κατάβασης στον Άδη για τον Κέρβερο, με το οποίο περίτρανα επιβεβαιωνόταν η παντοδυναμία του. Και τελικά, αν ο ήρωας καταβάλλεται από τον θάνατο, αν ο άτρωτος αποδεικνύεται τρωτός, τότε ο άνθρωπος, ο καθένας από εμάς είναι δυνατό να ελπίζει ότι μπορεί να καταβάλει τον θάνατο;
Αναπόφευκτα και αυθόρμητα αναδύεται το ερώτημα: είναι δίκαιοι οι θεοί; Ο Αμφιτρύωνας, ο θνητός πατέρας του Ηρακλή, θα κλείσει τον σύντομο θρήνο αγανάκτησης που απευθύνει στον Δία (στ. 339-47) με τη φράση: «Ή είσαι κάποιος άξεστος θεός ή δίκαιος δεν είσαι».
Αποκλίνουσα εκδοχή
Η Μεγάρα λεγόταν ότι δεν ήταν κόρη του Κρέοντα αλλά του Λύκου και ότι από αυτόν πήρε τα λογικά η Ήρα, για να τον τιμωρήσει που πάντρεψε την κόρη του με τον μισητό της Ηρακλή, αγαπημένο γιο του Δία. Και αυτός σκότωσε την κόρη του και τα παιδιά της, τα εγγόνια του. Μάλιστα στη Θήβα έδειχναν τον τάφο των παιδιών, στα οποία απέδιδαν λατρεία.
Υποσημειωσεις - Πηγες
1.
Ο Ηρακλής στον Κάτω Κόσμο
Κι εκείνος [ο Ηρακλής] στη στιγμή με γνώρισε [τον Οδυσσέα] θωρώντας με μπροστά του,
και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια:
"Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
ίδια και συ τραβάς, βαριόμοιρε, τρισάθλια μοίρα, βλέπω,
σαν που κι εγώ τραβούσα αδιάκοπα κάτω απ’ το φως, του γήλιου!
Του Κρόνου ο γιος, ο Δίας, πατέρας μου, μα πέρασα τυράννια
αρίφνητα· σε αφέντη δούλεψα πολύ αχαμνότερό μου,
που μόχτους φοβερούς, αβάσταχτους με πρόσταζε να κάνω.
Με είχε κι εδώ σταλμένο κάποτε, τον σκύλο να του φέρω,
τι μόχτος πιο βαρύς, λογάριαζε, δε γίνεται από τούτον.
Ωστόσο εγώ του τον ανέβασα, τον έβγαλα απ’ τον Άδη,
τι ήταν ο Ερμής που μου παράστεκε κι η γλαυκομάτα Κόρη.»
(Όμ., Οδ. λ 615-626, μετ. Ν. Καζαντζάκης -Ι.Θ. Κακριδής)
2.
Η Μεγάρα θρηνεί ζωντανά τα παιδιά της
Ω μοίρα αδυσώπητη, δική μου και των γιων μου,
που βλέπουν για στερνή φορά τα μάτια μου, θεέ μου!
Σας γέννησα, σας τράνεψα για τους εχθρούς, παιδιά μου,
να βρίζουν και να χαίρονται και να σας αφανίζουν…
Αχ, πόσο με πλάνεψανε κάποτε οι ελπίδες,
που λόγια του πατέρα σας μου είχαν κανακέψει!
Σ’ εσέ το Άργος μοίραζε ο κύρης σου, καλό μου·
θα ζούσες, λέει, στ’ ανάκτορα του Ευρυσθέα, γιε μου,
στην Πελασγία θα ’σουνα την καρποφόρα αφέντης!
Με τη στολή του λιονταριού σ’ έντυνε με καμάρι,
που φόραγε γι’ αρματωσιά περήφανα ο ίδιος…
Εσύ πάλι θα ήσουνα ο βασιλιάς της Θήβας,
που αγαπάει τα άρματα, και της κληρονομιάς μου,
που έπειθες τον κύρη σου με χάδια να σου δώσει·
και σου ’βαζε στο χέρι σου το μέγα ρόπαλό του,
τάχα πως του χάριζε το φημισμένο δώρο…
Σ’ εσέ πάλι υποσχότανε την Οιχαλία, γιε μου,
που κάποτε κυρίεψε με τ’ άσφαλτά του βέλη .
Τρεις ήσασταν και πύργωνε τρία βασίλεια ο κύρης,
ως ήτανε περήφανος για την παλικαριά του…
Κι εγώ κατακαμάρωνα και διάλεγα τις νύφες
από καλά συμπεθεριά στη Σπάρτη και στη Θήβα
και στην Αθήνα βέβαια, να ζείτε ευτυχισμένοι
δεμένοι με γερά σχοινιά, πρυμνήσια παλαμάρια…
Και τώρα όλα χάθηκαν! Αλλάζοντας η τύχη
σ’ εσάς για νύφες έδωσε τις Κήρες του θανάτου,
σ’ εμένα δάκρυα πικρά αντίς λουτρά του γάμου
και ο πατέρα του γονιού στρώνει τραπέζι γάμου
που ’χει τον Άδη πεθερό, της πίκρας και του πόνου…
Ποιον πρώτα και ποιον ύστερα να σφίξω στην καρδιά μου;
Αλίμονό μου η δύστυχη! Ποιον να πρωτοφιλήσω;
Σε ποιον να παν τα χάδια μου; Και πώς να συγκεντρώσω,
σαν την ξανθιά τη μέλισσα, απ’ όλους σας τους γόους
μες στα δικά μου δάκρυα να γίνουνε ποτάμια;
(Ευρ., Ηρ. μαιν. 456-489)
Ποιος από τους θεατές δεν θα συνέπασχε ακούγοντας τον θρήνο της Μεγάρας; Ποιος δεν θα αναθυμόταν τον θάνατο κάποιου δικού του στον πόλεμο που μαινόταν;
Ποιος δεν θα αναρρίγησε σκεπτόμενος ότι, καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν, όσοι τώρα ήταν παιδιά θα καλούνταν με την ενηλικίωσή τους να πολεμήσουν και ίσως να χαθούν; Το παιδί του καθενός θεατή χωριστά, αυτό που σε περίοδο ειρήνης θα έπαιρνε κομμάτι από την περιουσία την πατρική, που θα παντρευόταν και θα έκανε κι εκείνο παιδιά, εγγύηση της συνέχειας όχι μόνο του οίκου αλλά και της πόλεως. Και όσο για την ελπίδα να μην συμβεί τίποτε από αυτά, δεν υπήρχε: ο Ηρακλής ήταν απών.
3.
Ο Ηρακλής ξανά στα λογικά του
Αχ! Ανασαίνω πια, μπορώ! Βλέπω αυτά που πρέπει!
Και τον αιθέρα και τη γη κι αυτό το φως του ήλιου!
Σα να ’πεσα σε ταραχή του νου ξεφρενιασμένη,
σε τρικυμία τρομερή… Δύσκολη η ανάσα βγαίνει
απ’ τα πνευμόνια μου, καυτή, λαχανιασμένη…
Τι βλέπω; Κάθομαι εδώ, σαν πλοίο αραγμένο,
με το δεμένο θώρακα και τα δεμένα μπράτσα
σε μια κολόνα πέτρινη και μισοτσακισμένη;
Τριγύρω μου τόσοι νεκροί πώς είναι σκορπισμένοι;
Το τόξο και οι φτερωτές σαΐτες μου στο χώμα,
που με υπερασπίζονταν με τους βραχίονές μου,
που τόσο τα καμάρωνα κι αυτά μου παραστέκαν…
Μήπως για δεύτερη φορά κατέβηκα στον Άδη
με του Ευρυσθέα εντολή; Στον Άδη; Πώς και Πότε;
Δε βλέπω όμως πουθενά του Σίσυφου τον βράχο,
μα ούτε και τον Πλούτωνα ούτε την Περσεφόνη…
Τα ’χω χαμένα… Απορώ πού βρίσκομαι στ’ αλήθεια…
Ποιος φίλος βρίσκεται κοντά, είτε και μακριά μου;
Τίποτα απ’ όσα ήξερα δεν το αναγνωρίζω…
(Ευρ., Ηρ. μαιν. 1089-1108)
4.
Ο θρήνος του Ηρακλή
Με ποιους τυφώνες τρίκορμους, με ποια λιοντάρια άγρια
ή Γίγαντες ή Κένταυρους με τέσσερα ποδάρια
δεν πάλεψα, δεν τα ’βγαλα παλικαρίσια πέρα;
Κι αφού τη σκύλα σκότωσα, την Ύδρα με κεφάλια
που φύτρωναν συνέχεια, κι άλλους μυριάδες μόχθους
απανωτούς ξεπλήρωσα, κατέβηκα στον Άδη
με του Ευρυσθέα προσταγή, να φέρω στον αέρα
το Σκύλο τον τρικέφαλο, φρουρό του Κάτω Κόσμου…
Και άντεξα ο άθλιος και το στερνό μου άθλο,
στεφάνωμα των συμφορών με των παιδιών το φόνο…
(Ευρ., Ηρ. μαιν., στ. 1271-1280)
--------------------
Homer, Odyssey
Apollodorus, Library, 2.4.11, 2.7.8
Stafford, Emma (2012). Herakles. New York, NY: Routledge. pp. 182–183.
Hyginus, Fabulae 31, 32, 72.
Apollodorus, Library, 2.4.11
Diodorus Siculus, Library of History, 4.11.1
Apollodorus, Library, 2.4.12
Euripides, Heracles 1001;
Hyginus, Fabulae 31.8, 241.
Apollodorus, 2.6.1.
Plutarch, Moralia "The Dialogue on Love / Erotikos / Amatoria", Loeb, V. XII, p.339
Silk, Michael Stephen (1985). "Heracles and Greek tragedy". Greece & Rome. 32 (1): 1–22.
Homer, Odyssey, 11.265
Η εφαρμογη μας για το κινητο σου
Κατέβασε και εσύ την εφαρμογή μας για το κινητό σου "Ancient Greece Reloaded"